Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Τους τελευταίους μήνες, κάθε φορά που κάποιος [ξεφύγει / με βρει σε δύσκολη στιγμή / είναι η τυχερή του μέρα και] μπει στον χώρο του γραφείου μου, έχει να πει ένα πράγμα: «Πρέπει να φτιάξεις άλλη μια βιβλιοθήκη». Σήμερα το πρωί, μπήκε ο Β. για να μου αφήσει δύο βιβλία, κοίταξε γύρω του σιωπηλός κι αμέσως μετά είπε: «Θα σου σχεδιάσω άλλη μια βιβλιοθήκη. Και ένα γραφείο».
Δεν ήθελα και πολύ… Εκεί θα μεταφερθεί η κλασική μεταφρασμένη, όλος ο τοίχος θα έχει ελληνική πεζογραφία και εδώ θα συγκεντρώσω την ποίηση. Κι αυτούς που γράφουν και πεζογραφία και ποίηση, πού θα τους κατατάξω; [«Εκεί όπου είναι ο καθένας καλύτερος, φυσικά»]. Μα, φυσικά…
Μόλις έφυγε ο Β. αναζήτησα τα δύο βιβλία που μόλις έφερε αλλά δεν ήταν πουθενά εδώ γύρω. Αντί γι’ αυτά έφερα μπροστά μου και άρχισα να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο μικρό σε έκταση, Έλληνα πεζογράφου, με μεγαλόσχημο τίτλο. Άκης Παπαντώνης Bildungsroman, ποιήματα (εκδ. Κίχλη). Στιγμιαίο ρίγος διαπέρασε τον αυχένα μου. Μόλις τελειώσω το βιβλίο θα πρέπει και να αποφασίσω, πού θα το κατατάξω στη [φανταστική μου] νέα βιβλιοθήκη.
περί πάτρης, 1994
κάνουμε βόλτα στο γιουσουρούμ
τη μια σ’ ενθουσιάζει ένα ραδιόφωνο
ξεχαρβαλωμένο, την άλλη ένα ζευγάρι
δερμάτινα γάντια πιλότου•
πάνε χρόνια
που δε σε αφήνω
να με κρατάς από το χέρι
στα μάγουλά μου πυκνώνουν
οι τρίχες της ενηλικίωσης
σε φωνάζω με το μικρό σου
μασάς την άκρη απ’ το τσιμπούκι σου
λέω: δεν καταλαβαίνω
πώς γίνεται να ζεις
αγκαλιά με το παρελθόν των άλλων
λέω: δεν τα πάω
και τόσο καλά στο σχολείο
μιλάς λίγο ξεφυσάς καπνούς
αγοράζεις τελικά για σένα
τα δερμάτινα γάντια
για μένα ένα τισέρτ των Nirvana
πλησιάζουμε στον σταθμό του ηλεκτρικού
λέω: πέρασα περιοδεύων στο ρουφ
στην αίτηση συμπλήρωσα: πυροβολικό
ρωτάς: γιατί;
έχω κρατημένη μια παλιά φωτογραφία σου
με μαύρο μπερέ, μα δε το λέω•
στην αποβάθρα
τη μια στιγμή
όλος ο ουρανός είναι μπλε
την επόμενη τον κρύβουν τρομαγμένα
μονόχρωμα πουλιά.
Ο Άκης Παπαντώνης με την πρώτη του ποιητική συλλογή συνθέτει μια άτυπη αυτοβιογραφία –δοσμένη άλλοτε κρυπτικά, άλλοτε εξομολογητικά και άλλοτε αυτοσαρκαστικά–, μέσα από τριάντα τέσσερα ποιήματα. Τριάντα τέσσερις καταγραφές ημερολογιακές, αυστηρά επιλεγμένες, φωτίζουν τις στιγμές εκείνες όπου τον έφεραν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα: Το διαζύγιο του πατέρα από τη μητέρα, η δύσκολη εφηβεία, τα αισθήματα που δεν έγιναν λόγια, τα καλοκαίρια στη θάλασσα, η αποδοχή, ο έρωτας, η αρρώστια, η απώλεια, το συγγραφικό σκίρτημα, η γαλήνη – ένα βέλος που ξεκινά από το αίσθημα ανεξαρτησίας της πρώτης βόλτας με το ποδήλατο και φτάνει μέχρι το μέλλον και την περιγραφή μιας αβίαστης καθημερινότητας το 2023.
διαμέρισμα 2½ δωματίων Ι, 2006
τα βράδια, αφού σε πάρει ο ύπνος
στον καναπέ
με την κουβέρτα γύρω από τα πόδια
με το κινητό στην αγκαλιά
και την τηλεόραση ανοιχτή
ακροπατώ στο μωσαϊκό ως την κουζίνα
κάνω νόημα στο καναρίνι σου
μη με προδώσει
ξαγρυπνάω μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο
πάνω από την κατσαρόλα
όπου παγώνει το φαγητό της χθεσινής ημέρας
με το πιρούνι σου
μπουκώνω το στόμα μου
ώστε το επόμενο πρωί
χορτάτος ήδη
και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια
να μη χρειαστεί να παραδεχτώ
πόσο πεινάω
για καθετί που αρνούμαι
Άμεσος και συναισθηματικά τολμηρός, λιγότερο «στυλιζαρισμένος» απ’ ό,τι στα πεζογραφικά του κείμενα, ο Άκης Παπαντώνης έχει πιάσει το νήμα και ξηλώνει μεθοδικά και αποφασιστικά το [προστατευτικό;] κουκούλι της μνήμης, του σώματος και της γραφής.
Αντίστοιχη καταγραφή σπαραγμάτων μνήμης κάνει και ο Δημήτρης Καταλειφός στο πρώτο του βιβλίο, Συμπληγάδες γενεθλίων (εκδ. Πατάκη). Δεν χρησιμοποιεί τη μορφή ημερολογίου, ούτε οι καταγραφές του ακολουθούν την αυστηρά χρονική διαδοχή των γεγονότων και των σκέψεών του.
Η μνήμη όμως κι εδώ είναι το όχημα που ταξιδεύει διαρκώς πίσω στο παρελθόν, φέρνοντας στο παρόν τον πατέρα και τη μητέρα του συγγραφέα, αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό σε στιγμές ευτυχίας.
«Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο. Πίσω στο σπίτι η μαμά καβούρδιζε τον χαλβά. Το γλυκό που ακόμα αγαπώ. Όταν θα γύριζα, θα ήταν όλοι εκεί. Ο μπαμπάς, η μαμά, τ' αδέλφια, η Μαριώ. Τα είχα όλα. Τους είχα όλους. Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο ξέροντας τι θα πει ευτυχία».
Ο Δημήτρης Καταλειφός έγραψε τα 65 κείμενα του βιβλίου από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τις 21 Μαΐου 2020 – τις ημέρες της πρώτης καραντίνας. Η άγνωστη συνθήκη, ο φόβος, η ρουτίνα των καθημερινών και μικρών κινήσεων, η κούραση, τα αδιέξοδα αλλά και η έξοδος κινδύνου διαμέσου της ποίησης και των χρωμάτων της φύσης.
Ήθελα πάντα μια βιβλιοθήκη γεμάτη.
Τώρα την έχω.
Όπως κάθομαι και την κοιτώ,
αναρωτιέμαι τι θυμάμαι
από όσα έχω διαβάσει.
Σχεδόν τίποτα ολόκληρο.
Ψήγματα μνήμης.
Μια σκόνη έχει καθίσει στο κεφάλι.
Και χτες αναρωτιόμουν,
ακούγοντας για νέους νεκρούς,
πού πάνε όλα αυτά που διάβασαν,
που έμαθαν, που είδαν.
Κάποιος μου είπε κάποτε
πως δεν τον νοιάζει να πεθάνει,
αλλά τον νοιάζουνε
τα πράγματά του τι θα γίνουν.
Τα πράγματα. Τα βιβλία.
Τι θα απογίνουν τα βιβλία μου άραγε
όταν έχω δεν θα υπάρχω;
Θυμάμαι τη χαρά που ένιωσα στα νιάτα μου
με το Μεγάλο Λεξικό.
Πόσο ακριβή ευτυχία
με το φτωχό μου το βαλάντιο.
Χιλιάδες λέξεις στο βιβλίο.
Χιλιάδες λέξεις στο δωμάτιο.
Απαντήσεις και ερωτήσεις στοιβαγμένες
σε ράφια γνώσης.
Έξω στον ακάλυπτο
ένας μικρός κήπος στολίζεται
από το φως του ήλιου. Πράσινο μεγαλοπρεπές.
Βιβλία πολύχρωμα,
η μνήμη γκρίζα
και μια μελαγχολία προς το λευκό.
Όσο διάβαζα το βιβλίο του Δημήτρη Καταλειφού σκεφτόμουν ότι δεν είναι και τόσοι πολλοί οι ηθοποιοί που να σχετίζονται με κάποιον τρόπο και με τον χώρο του βιβλίου. Αν εξαιρέσουμε τις αυτοβιογραφίες, τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, τα θεατρικά έργα, τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια αλλά και τα βιβλία εκλαϊκευμένης ψυχολογίας-προσωπικών εμπειριών, στα οποία θα συναντήσουμε και συγγραφείς-ηθοποιούς, μένει η ποίηση και η πεζογραφία. Και μπορεί τα τελευταία χρόνια να μπορούμε να ανακαλέσουμε βιβλία πεζογραφίας αξιώσεων, που έχουν γράψει ηθοποιοί (Λένα Κιτσοπούλου, Στέλιος Μάινας, Έλενα Πέγκα, Συμεών Τσακίρης, Αλεξάνδρα Κ*), παλαιότερα όμως το φαινόμενο ήταν πιο σπάνιο.
Την ίδια στιγμή ένα όνομα έρχεται στον νου μου ακαριαία. Σηκώνω τα μάτια και εντοπίζω αμέσως το βιβλίο στο απέναντι ράφι. Το εξώφυλλο είναι κάπως ταλαιπωρημένο, θυμάμαι το είχα βρει σε ένα παλαιοπωλείο, χρόνια πριν, κάνοντας μια βόλτα πολύ κοντά, στο σπίτι όπου θα ερχόμουν να μείνω, μερικά χρόνια μετά. Πριν καθίσω ξανά στο γραφείο και βυθιστώ στο διάβασμα, ανασηκώνω κάποια βιβλία, και αυτή τη φορά, βρίσκω αμέσως τα δύο βιβλία που έφερε τις προάλλες ο Β. Έτσι έχω συγκεντρωμένες μπροστά μου και τις τρεις συλλογές διηγημάτων του Πρόδρομου Σαββίδη: Το σπέρμα (Κέδρος, 1981), Η χαμένη (Οδυσσέας, 1983) και Δυο σταγόνες βροχή (Οδυσσέας, 1985). Πρόδρομος Σαββίδης ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο ενός σπουδαίου ηθοποιού, του Μηνά Χατζησάββα.
Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα είναι η διαφορετική σεξουαλικότητα και η αποδοχή της, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας, η στάση ενός νέου άντρα απέναντι στις προκαθορισμένες και αποδεκτές λύσεις ζωής που είχε ετοιμάσει η κοινωνία για λογαριασμό του. Θέματα «βαριά», υπαρξιακά, δοσμένα όμως με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Κι αν, σ’ αυτό το σημείο, σκεφτεί κάποιος Άλλη μια απομίμηση του ύφους και της προφορικότητας του Ταχτσή, να προλάβω να σημειώσω: Ουδεμία σχέση. Η αφήγηση και οι διάλογοι στα διηγήματα του Χατζησάββα δεν έχουν κάτι που να θυμίζουν την Αθήνα του Ταχτσή, δεν βασίζονται σε ιδιόλεκτο εποχής, ούτε καν της δεκαετίας του ’80• είναι έξυπνοι και διαχρονικά φυσικοί, σαν να γράφτηκαν μόλις χθες.
«Κι έτσι προς το παρόν τουλάχιστον δεν έμενε για μένα παρά να παρατηρώ τα ζευγάρια, τον Παύλο και τον Νίκο, τη Μαρίνα και τον Καραγιάννη, την Αφροδίτη και τον Τάκη, με λίγο ζήλεια το πρώτο γιατί άρχισαν να το παραξηλώνουν αυτοί οι δύο όλο ψου ψου στο αυτί ο ένας του άλλου, από το μεσημέρι, με λίγο ζήλεια το δεύτερο, καβάλα ακόμα ο ένας πάνω στον άλλον και με λίγο ζήλεια το τρίτο, που ήδη πιανόντουσαν αγκαζέ τα χρυσά μου και φωνάζω, “το τραίνο”. Ξεπέζεψε η Μαρίνα, ξεκόλλησαν τ’ αυτιά τους ο Παυλονίκος και η Αφροδίτη –γαμώτο– έπεσε στην αγκαλιά του Τάκη. Την πάτησα. Έπρεπε να ’ρθει αληθινό, τα καθίκια. Δεν θα ’ρθει ο Τάσος το βράδυ;»
Η πρώτη συλλογή περιέχει εννέα διηγήματα, η δεύτερη έντεκα, τα οποία έχουν όλα τίτλους γυναικείων ονομάτων (μιας και σε όλες τις ιστορίες υπάρχει μια κεντρική γυναικεία φιγούρα) και η τρίτη –και τελευταία συλλογή– οκτώ ιστορίες. Μια συγκινητική [και καλογραμμένη] ιστορία, μπορεί να συγκινεί αναγνώστες και μετά από πολλά χρόνια, το χιούμορ όμως, για να μπορεί να λειτουργεί με την ίδια ένταση κι έπειτα από πολλά χρόνια, θα πρέπει ο συγγραφέας να έχει «σκάψει» βαθιά μέσα του, και να αποκαλύπτει με τον [αυτο]σαρκασμό κάτι βαθύ και αληθινό.
Είναι πολλά τα στοιχεία και οι παράμετροι, ώστε μια ιστορία, σκηνή σκηνή να «σηκώνεται» από το χαρτί και να «ζωντανεύει» μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη. Ο Μηνάς Χατζησάββας δείχνει ότι είχε εξαιρετικά ανεπτυγμένη αντίληψη για τη σύνθεση και τον τρόπο με τον οποίο θα ειπωθεί η κάθε ιστορία, αγάπη για τους ήρωές του [συχνά παίρνοντας αφορμές από υπαρκτά φιλικά του πρόσωπα] και [εικάζω] αισθήματα ευδαιμονίας κατά τη διάρκεια της συγγραφής.
«Οχτώ καρέκλες τοποθετήθηκαν εν ριπή οφθαλμού γύρω σε δύο τραπέζια. Αυτές οι οχτώ καρέκλες δεν γέμισαν ποτέ. Πάντα κάποιος θα έλειπε. Και πρώτος ο Τάκης. Χάιδεψε με τα μακριά του δάχτυλα τη ράχη της δικής του καρέκλας, σαν να την καλοπιάνει που την αφήνει κιόλας και λέει:
— Πάω να κάνω μια βόλτα στη θάλασσα πρώτα.
Δεν μίλησε κανείς. Αφού έφυγε, μόνο η Αφροδίτη ψιθύρισε φωναχτά “θα μας πάθει τίποτα το παιδί στ’ αγιάζι” και είδε τον άσπρο πάτο του ποτηριού της. Να της συμπαρασταθούμε, τον είδαμε όλοι τον άσπρο πάτο για να δουν και τα μισόκιλα τον δικό τους και να ξαναγεμιστούν. Κανείς όμως δεν σηκώθηκε να της συμπαρασταθεί και στο ανατολίτικο τσιφτετέλι που ’παίζε το τζουκ-μποξ. […] Φώναξα “γεια σου ρε Αφροδίτη” και τίναξα απεγνωσμένα τα χέρια μου, να πιάσω τα τεράστια γυαλιά της που τα εκσφενδόνισε προς τη μεριά του τραπεζιού μας. Ο Νίκος τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, να του μπει η κάνουλα του βαρελιού στα πλευρά, σαν να του είπαν πως χάλασε και πρέπει να κρατήσει κόντρα, να μη χυθεί το κρασί και μετά τι θα κάνουμε, κι έμεινε ακίνητος, κόκκαλο, να δει τι άλλο θα εκσφενδονιστεί. Αντίθετα το θέαμα θα άρεσε πολύ στους υπόλοιπους θαμώνες και στην κουκλάρα που έχει βοηθό ο Μουσολίνι και ψήνει τα κοψίδια στο τζάκι, για να μας φέρει τα καλύτερα και τα μεγαλύτερα, να επιδοθούμε στο λιάνισμά τους με κανιβαλιστική διάθεση».
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Τέχνη ήταν ο μοναδικός τρόπος σε κάθε εποχή, για να γίνουν «ορατά», όπως λέμε σήμερα, σε ένα πλατύ κοινό, απόψεις, θέσεις, προβλήματα και προβληματισμοί, ανθρώπων που είχαν τεθεί στο περιθώριο, που είχαν υποστεί διακρίσεις (λόγω ερωτικού προσανατολισμού), που αντιμετωπίζονταν μέσα από στερεότυπα και δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες. Ο Μηνάς Χατζησάββας με τις ιστορίες του, εναντιώθηκε, χλεύασε και –γιατί όχι– ανέτρεψε πολλά από τα στερεότυπα που ακολουθούσαν –και εξακολουθούν να κατατρύχουν– τους ομοφυλόφιλους άντρες.
Εδώ και λίγες μέρες αφότου ξαναδιάβασα τα βιβλία του Χατζησάββα, το μυαλό μου τρέχει σε ταινίες, βιβλία, μουσικές με ανάλογους προβληματισμούς. Σε αφηγήσεις φίλων, σε αδιέξοδα χωρίς λύσεις, σε ερωτήματα που φανερώνουν νέα αδιέξοδα. Όλα αυτά τα ζητήματα, τα έχει οργανώσει και συστηματοποιήσει με τρόπο μοναδικό ο Λύο Καλοβυρνάς στο βιβλίο του [με τον υπέροχο τίτλο] Όταν η αγάπη τολμά να πει το όνομά της – Ομοφυλοφιλία και νέοι τρόποι σεξουαλικής ύπαρξης στη σημερινή Ελλάδα (εκδ. Gutenberg). Δεν είναι ένα δυσνόητο δοκίμιο, ούτε βιβλίο με ανάλαφρες και γενικόλογες παροτρύνσεις [«Να αγαπάς και να φροντίζεις και τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου»]. Είναι μια μελέτη μοναδική στο είδος της, η οποία βασίζεται τόσο σε εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, όσο και σε επιστημονικές έρευνες από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις μέρες μας.
Η διάρθρωση του βιβλίου, καθώς και η γλώσσα του, ακολουθεί τη ροή μιας μεγάλης συζήτησης. Ο συγγραφέας εισάγει κάποιες βασικές έννοιες, παρουσιάζει μια κατάσταση και διαρκώς ζητάει την παύση από τον αναγνώστη/συνομιλητή, για να ανακαλέσει και ο ίδιος δικές του εμπειρίες, θέσεις, απόψεις. Αν και αυτονόητο, ας πούμε εδώ ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες αλλά στον καθένα που θέλει να δει καθαρά και χωρίς στερεότυπα, τον άνθρωπο [γιο, κόρη, αδελφό, φίλο, συνάδελφο] που έχει απέναντί του.
«Η ομοφυλοφιλία δεν είναι φάση που περνάει. Το σεξ με άτομα του ίδιου φύλου μπορεί να είναι μια φάση που περνούν κάποια παιδιά, αλλά δεν νιώθουν ότι είναι γκέι ή μπάι, ούτε αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοια – εκτός κι αν είναι πράγματι γκέι ή μπάι, άρα τότε δεν είναι φάση. Το κυριότερο που χρειάζεται να εμπεδώσουμε είναι το εξής: δεν χρειάζεται να κάνουμε σεξ για να διαπιστώσουμε τον σεξουαλικό προσανατολισμό μας! Όπως επισημαίνει και ο Αμερικανικός Σύλλογος Ψυχολόγων: “Στους περισσότερους ανθρώπους, ο σεξουαλικός προσανατολισμός εμφανίζεται στην αρχή της εφηβείας χωρίς προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες”».
Το εύρος των ζητημάτων που θίγονται στο βιβλίο ακολουθεί την πορεία της ζωής ενός ομοφυλόφιλου άντρα και των ζητημάτων που ανακύπτουν καθώς αυτός μεγαλώνει. Σταχυολογώ τίτλους υποκεφαλαίων: «Παιδιά χωρίς μέλλον», «Αμφιφυλοφιλία: προορισμός ή φάση;», «Γεννιόμαστε ή γινόμαστε;» «Μήπως είναι φάση που θα περάσει;», «Άλλο παραδοχή, άλλο αποδοχή», «Περήφανος που είμαι γκέι; Υπάρχει λόγος;», «Γιατί να το πω;», «Πόσο σεξ είναι υπερβολικό σεξ;», «Οι πρώην μας: Ένα νέο είδος συγγένειας», «Γερνώντας ως γκέι». Για όλα τα παραπάνω (και όχι μόνο) ο Λύο Καλοβυρνάς έχει ξεκάθαρες θέσεις, δεν δίνει όμως έτοιμες απαντήσεις ούτε υπόσχεται εύκολες «λύσεις».
Διαβάζω το βιβλίο εδώ και κάποιες μέρες, κάθε που βρίσκω μια μικρή ευκαιρία για να προχωρήσω λίγο παρακάτω. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι ένα βιβλίο για να διαβαστεί με αυτόν τον τρόπο. Είναι ένα βιβλίο αναφοράς, ένα βιβλίο βιβλιογραφίας. Ένα βιβλίο, στο οποίο –«απλοί» αναγνώστες και ειδικοί– θα επανέρχονται για να διασαφήσουν έννοιες, να αντλήσουν επιστημονικά επιχειρήματα, να ενημερώσουν όσους βρίσκονται σε σύγχυση: Επιστημονικά, ξεκάθαρα, λογικά, με σεβασμό στον κάθε άνθρωπο. Ένα τελευταίο απόσπασμα:
«Δεν υπάρχει γκέι άνθρωπος που να μην έχει ακούσει την έκφραση “κάνε ό,τι θέλεις, αλλά δεν χρειάζεται να μας λες τι κάνεις στο κρεβάτι σου”. Πρόκειται, φυσικά, για μια ύπουλη και εξαιρετικά διαδεδομένη μορφή ομοφοβίας. Όταν ένας άνθρωπος μιλάει για τον σύντροφό του, έναν υποψήφιο σύντροφο, έναν πρώην του ή ένα άτομο που του αρέσει σεξουαλικά […] μας φανερώνει έμμεσα ή άμεσα ποιο φύλο τον ελκύει σεξουαλικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μας λέει τι κάνει στο κρεβάτι του.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αφορά το σεξ που κάνουμε ή δεν κάνουμε. Είναι πολλά παραπάνω από το σεξ. Αφορά το ποιο φύλο μας ελκύει ερωτικά. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός μας είναι κάτι που ζούμε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, όχι μόνο την ώρα που κάνουμε σεξ. Είμαστε στρέιτ, γκέι ή μπάι την ώρα που χαϊδεύουμε το χέρι του συντρόφου μας στο μετρό ή καθόμαστε αγκαλιά στην παραλία• είμαστε στρέιτ ή γκέι την ώρα που μιλάμε για έναν πρώην μας… Τίποτα από αυτά δεν αφορά “το τι κάνουμε στο κρεβάτι μας”».
Στο τέλος του βιβλίου του, ο Λύο Καλοβυρνάς έχει ένα παράρτημα με «Χρήσιμες Πληροφορίες» όπου παραθέτει μια λίστα με ταινίες και σειρές με βασικό κριτήριο το να παρουσιάζουν με τρόπο θετικό τους γκέι χαρακτήρες. Η καλή λογοτεχνία όμως, και η Τέχνη ευρύτερα, αντλεί και ανασυνθέτει τόσο τον έρωτα, το πάθος και τη χαρά, όσο και τη δυστυχία, την απόρριψη και τον ζόφο, σε έναν χαρακτήρα.
Αναζητώντας κάτω από στοίβες βιβλίων το επόμενο μυθιστόρημα, μια τελευταία σκέψη για το Όταν η αγάπη τολμά να πει το όνομά της: η τυπολογία συμπεριφορών, αντιδράσεων, σκέψεων έχει καταγραφεί και υποστηριχθεί πολύ καλά τόσο από τις μαρτυρίες όσο και από τις έρευνες που παραθέτει ο συγγραφέας. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν κάποιος έβρισκε και τα λογοτεχνικά αντίστοιχα αυτών των συμπεριφορών, δημιουργώντας τα Γκέι Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.
Γυρίζω σελίδα στο ημερολόγιο και η ιδέα έχει ήδη ξεχαστεί.
Διάβασα γι’ αυτό το αυτοβιογραφικό αφήγημα, πριν από δύο περίπου χρόνια, στην τριλογία του Εντουάρ Λουί Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης) – Ιστορία της βίας (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη) – Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη) (εκδ. Αντίποδες). Ο Ντιντιέ Εριμπόν και το βιβλίο του Επιστροφή στη Ρενς (μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδ. Νήσος) αποτέλεσαν εκλυτικούς παράγοντες, για να γράψει ο Εντουάρ Λουί την τριλογία του. Ο Εριμπόν όμως δεν έγραψε απλώς μια ιστορία προσωπικής αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής ανέλιξης, όταν έφυγε για τις σπουδές του στο Παρίσι, και δεν επέστρεψε ποτέ στο πατρικό του σπίτι, παρά μόνο, μετά τον θάνατο του πατέρα του.
«Όταν σε ξεριζώνουν από κάπου –ή ξεριζώνεσαι από κάπου με τη θέλησή σου– αυτό το κάπου συνεχίζει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι τού είναι σου. Η κοινωνιολογία θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη θέση από την ψυχανάλυση να περιγράψει αυτό που η μεταφορά του πένθους και της μελαγχολίας μάς επιτρέπει να σκεφτούμε με όρους απλούς, ωστόσο ακατάλληλους και απατηλούς: τα ίχνη της ζωής που έζησες ως παιδί, ο τρόπος που κοινωνικοποιήθηκες, εξακολουθούν να υφίστανται, ακόμα κι όταν οι συνθήκες της ενήλικης ζωής αλλάξουν, ακόμα κι όταν θελήσεις να απομακρυνθείς από το παρελθόν αυτό. Έτσι, η επιστροφή στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεσαι –από το οποίο ξεφύτρωσες, κυριολεκτικά– είναι πάντα μια στροφή προς τα σένα και μία επιστροφή σε σένα, μια συνάντηση μ’ έναν εαυτό που συντηρείς και αρνείσαι ταυτόχρονα».
Το βιβλίο του Εριμπόν συνδυάζει τη σκληρή προσωπική του ιστορία, αυτή ενός πολύ νέου γκέι άντρα, που φεύγει από την οικογένειά του και το μέρος όπου μεγάλωσε, για να σπουδάσει στο Παρίσι κι έπειτα να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, με τις πυκνές και ουσιαστικές παρατηρήσεις, ως καθηγητής κοινωνιολογίας, τόσο για τους μηχανισμούς λειτουργίας της κοινωνίας και των ταμπού της επαρχίας, όσο και για τα παιδικά του χρόνια, την εργατική τάξη στην οποία ανήκε η οικογένειά του, το σχολείο και την ομοφοβία που υπήρχε στις λέξεις και στις πράξεις στο μεγαλύτερο μέρος της τοπικής κοινωνίας.
«Στη ζωή μου, ακολουθώντας τη συνήθη διαδρομή του γκέι που έρχεται στην πόλη, εντάσσεται σε νέα δίκτυα κοινωνικότητας, ανακαλύπτει τον εαυτό του ως γκέι ανακαλύπτοντας τον γκέι κόσμο και κατασκευάζει τον εαυτό του ως γκέι με αφετηρία την ανακάλυψη αυτή, ακολούθησα ταυτόχρονα μίαν άλλη διαδρομή, αυτή τη φορά κοινωνική: την πορεία όσων χαρακτηρίζουμε συνήθως “ταξικούς αποστάτες”. Ήμουν –δεν χωρεί καμία αμφιβολία– “αποστάτης”. Αυτό που θα με απασχολούσε, λίγο-πολύ διαρκώς και λίγο-πολύ συνειδητά, ήταν ν’ αποτινάξω την ταξική μου καταγωγή, να ξεφύγω από το κοινωνικό περιβάλλον των παιδικών χρόνων και της εφηβείας μου».
Όταν ανακοινώθηκε η «μεταγραφή» των δικαιωμάτων των βιβλίων του Κώστα Ταχτσή στις εκδόσεις Ψυχογιός και πήρα στα χέρια μου Το Τρίτο Στεφάνι, διαπίστωσα ότι πίσω από το εντυπωσιακό εξώφυλλο, η τυποτεχνική φροντίδα στο κείμενο του Ταχτσή και η εισαγωγή της Μικέλας Χαρτουλάρη, συνιστούσαν μια άρτια έκδοση. Εδώ και λίγες ημέρες κυκλοφόρησαν από τον Ψυχογιό τρία ακόμη βιβλία του Ταχτσή: τα ποιήματα Καφενείο το «Βυζάντιο», η συλλογή διηγημάτων Τα Ρέστα, καθώς και ο τόμος Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα, όλα με την επιμέλεια και τη φροντίδα του Δημήτρη Παπανικολάου. Σε κάθε βιβλίο υπάρχει επίμετρο, καθώς και πλήθος σημειώσεων και ενημερωτικών πληροφοριών σχετικά με τις παλαιότερες εκδόσεις, το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο «γεννήθηκε» το κάθε βιβλίο. Το αποτέλεσμα τιμά τις εκδόσεις Ψυχογιός, τον Ταχτσή αλλά και όλους τους αναγνώστες.
Από τη λιγότερο γνωστή πλευρά του Κώστα Ταχτσή, αυτή του ποιητή, παραθέτουμε:
Απόψε δεν υπάρχουν
νεότερα απ’ το μέτωπό μου
κάνεις δεν έθεσ’ επ’ αυτού τα χείλη του
ίσως μεθαύριο γραφτεί ο θάνατός μου
εντός του στήθους φέρω βόμβα εγκαιροφλεγή
όπου και να ’ναι θα εκραγεί
Σε ένα φίλο που πέθανε
Δεν θα το πεις ούτε σε μένα ποιος σε μάτιασε
και σε έπιασε θάνατος;
Δεν ντρέπομαι
Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μέσ’ απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μέσ’ απ’ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρα μου
διέπραξα κλοπές δι’ υποβολής
από αγάπη, σας τ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πούν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: έναν κοινό προδότη!
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ’ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
* Στην κεντρική εικόνα ο Montgomery Clift, στο διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» (“From here to eternity”).