Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Γράφει ο Κώστας Αγοραστός
Ξυπνάω μέσα στη νύχτα από ύπνο βαρύ, σαν να ήμουν σε λήθαργο ή σε κώμα. Ξυπνάω και κοιτάζω τα δυσθεώρητα πτερύγια του ανεμιστήρα να διαλύονται στο σκοτάδι και μετά να σχηματίζονται ξανά. Ξυπνάω και όσο με το ένα μου χέρι ψάχνω τον διακόπτη, με το άλλο αρπάζω μια ξεχασμένη κουβέρτα και σκεπάζω τη μύτη μου.
Με την αναπνοή μου σταθερή και τους παλμούς κατεβασμένους, τα πρώτα φωνήεντα χάνονται στην ξηρασία της ερήμου των φωνητικών χορδών.
Προλαβαίνω και αναχαιτίζω το πρώτο κύμα πανικού με το πιο κοντινό βιβλίο που βρίσκεται δίπλα μου:
«Σηκώθηκε αέρας στον ακάλυπτο,
ανάμεσα σε δέντρα κι εραστές
που λογοφέρνουν.
Η ζωή χτυπάει από το πάνω πάτωμα
σαν στριμμένος γείτονας.
Κανένα κακό δεν φωνάζει πως έρχεται».
Και αλλού:
«Κάποια βράδια κάηκα.
Άνοιξα το παράθυρο και πέταξα στα σκυλιά
τα δευτερόλεπτα που αναγνώρισα τον εαυτό μου.
Δώσε βάση, κάηκα˙ όπως καίγονται οι άνθρωποι
που σέρνουν το πρόσωπό τους
από καλοκαίρι σε χειμώνα
κι από χειμώνα σε καλοκαίρι.
Κάηκα. Καταφρόνια. Αυτές είναι οι λέξεις.
Να γυαλίζεις από την τρέλα σαν μήλο».
Αμείλικτος Αργύρης Παλούκας από το Τελευταίο σκοτάδι (εκδ. Κριτική).
Διαισθάνομαι ότι ο καιρός που έρχεται [ή είναι ήδη εδώ;] θα είναι ή του ύψους ή του βάθους. Μια σημαία θα κυματίσει μέσα από το προσωπικό μας οχυρό. Αν θα είναι του θριάμβου ή της συνθηκολόγησης μένει να το δούμε.
Ως ανυπόμονος και ανασφαλής σκέφτηκα να προκαταβάλω αυτά που θα έρθουν [ρεαλιστική σκέψη] διαλέγοντας να διαβάσω [λογικό συνεπακόλουθο] δύο βιβλία θριάμβου. Το πρώτο αφορά έναν προσωπικό θρίαμβο του συγγραφέα, έναν θρίαμβο που κατακτήθηκε με πολλούς κόπους και ακόμη περισσότερα βάσανα. Και το δεύτερο έχει να κάνει με τον θρίαμβο της έγκαιρης αποδοχής της ήττας. Μιας ήττας ενός αγώνα άδικου, συγκινητικού, δοσμένου με αυταπάρνηση, όχι όμως μέχρι το τέλος αλλά μέχρι εκεί που θα μπορούμε αύριο, να πούμε την ιστορία μας.
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Ελαττωματικό αγόρι (εκδ. Εστία), έχει δημιουργήσει μια περσόνα, τον Sam Albatros, και μέσα από τις αφηγήσεις περιστατικών των πρώτων χρόνων της ζωής του Sam, σκιαγραφεί τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο Sam είναι ένα ξεχωριστό αγόρι, που βλέπει όλον τον κόσμο του [τους γονείς, τα ξαδέρφια του, τους συμμαθητές και τους δασκάλους του] μέσα από μια [ιδιαίτερη μεν, υπό διαμόρφωση δε] οπτική ματιά. Γίνεται αστείος [κι ας πονάει], γίνεται ανεκτικός [κι ας υποφέρει], γίνεται αόρατος κι ας είναι κάθε του κίνηση υπό κρίση και παρατήρηση.
«“Έλα παίξουμε ένα παιχνίδι!” μου λέει.
“Τι ωραία! Τι παιχνίδι!”
“Εγώ θα παίζω πλέι στέισον κι εσύ θα κάθεσαι να σε φτύνω που είσαι όμορφος”.
“Τέλεια!” του λέω. Σιχαίνομαι τα σάλια, αλλά δεν μπορώ να τον προσβάλλω τον ξαδερφούλη μου που μου λέει ότι είμαι όμορφος.
Περνάει όμως η ώρα, κι εγώ κάνω μπάνιο σε μια θάλασσα από σάλιο κι ακόμα δεν έχω παίξει πλέι στέισον. Μπαίνει στο δωμάτιο και η ξαδέρφη μου και κλειδώνει την πόρτα. Με φτύνει κι αυτή ενώ δεν είναι η σειρά της. Θύμωσα. Τη διατάζω να μου κατεβάσει τη ροζ ραπτομηχανή της να παίξω με αυτή. Την κατεβάζει αλλά δε με αφήνει να παίξω. Πάει να μου κάνει το χέρι τρυπητήρι με τη βελόνα για να βάζει πολλά σκουλαρίκια του ξαδέρφου μου.
“Μπρος στα κάλλη, τι είναι ο πόνος” μου λέει καθώς ουρλιάζω.
Έρχεται η μαμά, σπάει την πόρτα και με παίρνει να φύγω καθώς κλαίω.
“Στο τσακ τούς είχα να με αφήσουν να παίξω” της λέω παραπονιάρικα.
Αυτό που για μένα καθιστά το βιβλίο σημαντικό, δεν είναι οι καταστάσεις [δύσκολες, αστείες, συγκινητικές] και ο τρόπος που τις αντιμετωπίζει ο ήρωας, δεν είναι η καταγραφή και η πειστική ανασύσταση του ψιθύρου –από στόμα σε στόμα– όλης της γειτονιάς για το πώς θα έπρεπε να είναι και να φέρεται, ο Sam, σε κάθε περίσταση.
Αυτό που έχει καταφέρει ο Sam Albatros είναι να χτίσει μια μοναδική αφηγηματική φωνή για τον ήρωά του. Έναν ήρωα πανέξυπνο, ετοιμόλογο, φιλότιμο, με οξυμένη κοινωνική αντίληψη αλλά και με απολύτως μπλοκαρισμένες περιοχές σχεδόν οποιασδήποτε επικοινωνίας με ξαδέρφια, γονείς, συμμαθητές.
«“Ακόμα δεν άνοιξαν τα σχολεία και σας πηγαίνουν εκδρομή! Αγράμματοι θα καταλήξετε!” γκρινιάζει η μαμά καθώς πηγαίνουμε στο λεωφορείο που θα μας ταξιδέψει.
“Και τι πειράζει βρε μαμά αν γίνουμε σαν κι εσένα; Εγώ σ' αγαπώ κι αν συλλαβίζεις όταν διαβάζεις!” λέω και η μαμά αγριεύει, πάει και γίνεται μινώταυρος κι εγώ εύχομαι να ήξερα να ράβω για να είχα ραμμένο το στοματάκι μου.
“Χάλασαν και τα σχολεία, ούτε μας δέρνουν με τη βίτσα όπως στα δικά σας χρόνια” λέω στη μαμά για να την παρηγορήσω.
“Σε λίγο θα φτιάχνουνε σχολεία που θα βραβεύουν τον πιο αδιάβαστο!” λέει μαμά.
“Σε ένα τέτοιο σχολείο θα ήσουν η καλύτερη μαθήτρια μαμά!” της λέω και αρχίζω να τρέχω προς το λεωφορείο. Γυρνάω και την κοιτάω και χαιρετάω πριν μπω μέσα. Το λεωφορείο ξεκινάει και η μαμά γίνεται τόσο μικρή, σαν κατσαρίδα».
Προτάσσοντας ένα αίσθημα επιβίωσης, ήξερε διαισθητικά ότι αυτός που παραδίδεται είναι ο δυνατός. Κι ενώ στην αρχή αιφνιδιαζόταν, με τον καιρό όχι μόνο ήταν έτοιμος αλλά έφτασε στο σημείο να προκαλεί και να σκηνοθετεί τις επιθέσεις που δεχόταν.
«“Κυρία, κυρία, τι είναι π@#^$γλείφτης;” ρωτάω τη δασκάλα. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω ότι είναι κακιά λέξη.
Τα μάτια της δασκάλας ανοίγουν τόσο πολύ σα να είδε φάντασμα.
“Πού την άκουσες;” μου απαντά αφού γίνει πάλι η σοβαρή δασκάλα.
“Έτσι με φωνάζει ο Κώστας” της λέω για να τον μαλώσει.
“Είναι βρισιά. Οι βρισιές είναι πράγματα που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι μεταξύ τους πως όταν τους τις λένε θα αισθάνονται άσχημα. Οι έξυπνοι άνθρωποι όμως θα πρέπει να μη δίνουν σημασία όταν ακούνε βρισιές” λέει η κυρία. Δε μαλώνει όμως τον Κώστα και θυμώνω.
“Ευχαριστώ πολύ κυρία. Ευχαριστώ πολύ κυρία π@#^$γλείφτη” της λέω κι όλη η τάξη γελάει. Η δασκάλα με τραβάει από τη φαβορίτα.
“Δεν είστε καθόλου έξυπνη κυρία! Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν πρέπει να δίνουν σημασία όταν ακούνε βρισιές!”
Οι μέρες περνάνε και δεν μπορώ να βγάλω από τη σκέψη μου τον Sam με όλη την εφευρετικότητα που επιστράτευε κάθε φορά, έτσι ώστε όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να βρει τη θέση του, στη συνθήκη των παιδικών του χρόνων.
Ίσως αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση, η οριοθέτηση του προσωπικού χώρου, η αυτοδιάθεση και η (δικαιωματική;) παρεμβατικότητα που μπορεί να ασκούμε στο όνομα της αγάπης, της φιλίας, του δεσμού αίματος, να είναι το κοινό σημείο ανάμεσα στο μυθιστόρημα του Sam Albatros και στο δεύτερο βιβλίο θριάμβου, αυτό της Μαρίας Μαυρικάκη, με τίτλο Εξαρτάται – Μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση (εκδ. Πατάκη).
Έχοντας ως καμβά τη σκοτεινή διαδρομή του αδελφού της, από τα χρόνια της εφηβείας του και τον πειραματισμό του με το αλκοόλ και το «τσιγάρο» μέχρι την εξάρτησή του από την ηρωίνη και τις αμέτρητες προσπάθειες απεξάρτησης με τη βοήθεια προγραμμάτων, ανοιχτών και κλειστών συνεδριών με ψυχολόγους, διαφυγή στην επαρχία, ατέρμονων νουθεσιών και οικογενειακών καβγάδων, η Μαυρικάκη στήνει ένα μυθιστόρημα κοφτερό, σκληρό, σχεδόν αβάσταχτα αληθινό.
Η ιστορία διαρθρώνεται μέσα από οκτώ αφηγηματικές φωνές. Οκτώ πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, με προεξέχουσες αυτή του εξαρτημένου Άκη και της αδελφής του Ρίας.
Ρία
«Πήγαινα ακόμα δημοτικό την πρώτη φορά που σε κουβάλησαν σπίτι, μισοαναίσθητο. Τα πόδια σου τσάκιζαν σαν τις μαριονέτες του Μαύρου Θεάτρου. Με κοίταξες με το χαρακτηριστικό σου χαμόγελο και άρχισες να ξεστομίζεις ασυναρτησίες, να τραυλίζεις, μετά να κλαις, να θες να με φιλήσεις. Είχα δει κι άλλους στη γειτονιά σε παρόμοια κατάσταση, μεγάλους ανθρώπους, εσένα ποτέ πριν».
Η συγγραφέας έχει δουλέψει το υλικό της εξαντλητικά, έχει αφαιρέσει δραματικές εκφράσεις και μελό στοιχεία που συνοδεύουν ανάλογες ιστορίες. Προσπαθεί να καταλάβει όλες τις πλευρές, αναγνωρίζει τα λάθη που της αναλογούν και ομολογεί: «είμαι βέβαιη πως, αν ξαναζούσα τον βίο μου πλάι σου, θα σου φερόμουν πανομοιότυπα». Ένα γαϊτανάκι εντάσεων, φόβου, απομακρύνσεων, δεύτερων ευκαιριών, μεταμέλειας, οργής, πείσματος, θυμού και ασύστολων ψεμάτων.
«Τα ψέματά σου, ατελείωτα. Ευρηματικά, αφελή, αναμενόμενα, αστεία, αχρείαστα. Πουλούσες κι αγόραζες κόσμο, κάποιες φορές κι εμένα. Με έβαζες μέσα στο ψέμα σου. Μόλις αυτό αποκαλυπτόταν, αντιδρούσα λες και είχε συμβεί κάτι αναπάντεχο. “Έχω καθαρίσει, το πιόμα δε χωρά πουθενά μέσα μου” διαβεβαίωνες. Τα δάχτυλά σου χτυπούσαν ρυθμικά το τραπέζι συνθλίβοντας το κέλυφός μου. Χωρίς αυτό, από προστατευμένο σαλιγκάρι μετατρεπόμουν σε γυμνοσάλιαγκα απολύτως ανυπεράσπιστο. “Με σιχάθηκα πια, τι κατάντια!” το συνέχιζες. Και τι μεγαλειώδης αντίφαση. Τίποτα και όλα ήταν μαζί σου προβλέψιμα. Απλά και περίπλοκα».
Μια τόσο φορτισμένη ιστορία δεν είναι αυτονόητο ότι μπορεί να μεταστοιχειωθεί σε πεζογραφικό κείμενο. Τρία χρόνια πριν, ο Χάρης Βλαβιανός στο βιβλίο του Τώρα θα μιλήσω εγώ (εκδ. Πατάκη), είχε δώσει «φωνή» στην αδελφή του για να αφηγηθεί τη σκοτεινή της πορεία στον κόσμο των εξαρτήσεων. Η Μαρία Μαυρικάκη τα έχει καταφέρει εξίσου καλά, χωρίς να προδώσει ούτε το autofiction που γράφει, ούτε τη μνήμη του αδελφού της και κυρίως, ούτε την ίδια – συγγραφικά και ανθρώπινα.
«“Δεν είμαι υπεύθυνη για την υγεία και την ευτυχία κανενός και ούτε κανείς για τη δική μου” άρχισα να επαναλαμβάνω μέρα νύχτα το μαγικό μότιο. Και κάποτε δούλεψε. Αυτό που δεν κατάφερνα λόγω φύσης, λόγω ανικανότητας, λόγω χιλιάδων πιθανών αιτιών, το ανέθεσα τελικά κάπου ψηλότερα. Αποφάσισα να σε συντρέχω όσο φτάνει το χέρι μου, να σταματήσω την υπερπροσπάθεια».
«Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», ήταν η απεύθυνση του Βασίλη Αλεξάκη προς τη μητέρα του, κι εγώ, που δεν σε έχω κλάψει ακόμα, θα περάσω αυτή τη μέρα, παρέα με τις λέξεις σου – τις γραμμένες αλλά κι εκείνες που χάθηκαν μέσα στα σύννεφα καπνού και τα ξέχυλα σταχτοδοχεία με τα μισοτελέιωμένα Rothmans.
Δεν ήρθε η ώρα ακόμα να σε αποχαιρετήσω.
Μαρτυρίες για την Ιωάννα την Μοναχική
«Κάθεται σπίτι όταν οι άλλοι λείπουν. Κλείνει τα παράθυρα.
Ανάβει κερί. Ανάβει τσιγάρο. Δέχεται όσους στερήθηκε.
Κακός χαρακτήρας˙ απότομη, μονομανής, είρων. Έτοιμη
κάθε στιγμή ν’ αγαπήσει.
Αν δεν ήμουν η θάλασσα, έλεγε, θα ήμουν η μουσική.
Τίναζε από τα μαλλιά της τα πουλιά της φωτογραφίας
κι από το σώμα της τον άδειο χρόνο.
Ή σωπαίνει ή φλυαρεί. Δεν κάνει παζάρια.
Τους έδινε ψυχή και της ζητούσαν λόγια.
Εγώ, έλεγε, η Ιωάννα η Μοναχική,
κατάγομαι από τον εαυτό μου
αλλά ευχαρίστως να έρθω στον νου σας
μιαν από αυτές τις λάθος μέρες».
Στέλλα Βλαχογιάννη (1957-2023), Η θλίψη του σώματος (εκδ. Μικρή Άρκτος)
Απέραντη θλίψη κι ας έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τον ξαφνικό θάνατο της Μαριανίνας Κριεζή. Ένας χρόνος με αφιερώματα, στην ίδια και τα τραγούδια της αλλά και στη θρυλική Λιλιπούπολη με το εμβληματικό βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή να αποτελεί το επιστέγασμά τους.
Ανυπόκριτα σεμνή και ουσιαστικά γενναιόδωρη, η Μαριανίνα Κριεζή έζησε με εφηβική ορμή και αστική ευγένεια, έγραψε για όσα βασανίζουν και όσα εξυψώνουν τους ανθρώπους και αφιερώθηκε στα ζώα. Ενδεικτικό του χαρακτήρα της είναι πως, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της, ακόμη και κοντινοί της άνθρωποι ανακαλύπτουν σπουδαία περιστατικά από τη ζωή της, τα οποία εξαιτίας της σεμνότητας που τη χαρακτήριζε, δεν είχε αναφέρει ποτέ.
Πόσοι άραγε ήξεραν ότι είχε γράψει και εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές όσο ήταν ακόμη μαθήτρια στο εξατάξιο Γυμνάσιο; Και πόσοι γνώριζαν ότι είχε ταχυδρομήσει τη μια στον Γιώργο Σεφέρη μαζί με μια επιστολή της; Και μάλιστα ο Σεφέρης της απάντησε ιδιαιτέρως θερμά και τέλος ποιος γνώριζε ότι η μεταξύ τους αλληλογραφία είχε μια μικρή αλλά τόσο σημαντική εξέλιξη;
Κι ενώ άλλος στη θέση της, με αυτή την αλληλογραφία με τον Σεφέρη, θα είχε βάλει τις βάσεις για μια λαμπρή πορεία στο χώρο της ποίησης, η Μαριανίνα Κριεζή το «ξέχασε» και αυτόφωτη έκανε το πέρασμά της στην τέχνη του λόγου.
Καλοκαίρι 1963
«Άγγιζες
τα νερά και τα φύλλα
και τα φτερά των ψαριών
πάνω στον άνεμο
καπνίζοντας
εκείνο το κορίτσι
πουχε παρατηρήσει
πόσο ρομαντικά κάπνιζες
πήγε εξοχή ξέχασε γέρασε
κάτι τέτοιο
έπειτα ήταν τα φιλιά μας
τα θυμάσαι ποτέ-ποτέ
τα φιλιά μας
εκείνη πόρτα
που έκλεινε σιγά-σιγά
τρίζοντας
είναι πάντα εδώ
την ανοίγω το βράδι
βγάζω τα σκουπίδια
διώχνω τις άρρωστες γάτες
η μητέρα φωνάζει
πότε θα κλειδώσεις λοιπόν
πότε θα κοιμηθούμε
ε ί ν α ι π ο λ ύ α ρ γ ά»
Τα παλιά ονόματα τα παλιά δέντρα
Τον τελευταίο καιρό κάθε φορά που στέκομαι μπροστά στη βιβλιοθήκη μου αισθάνομαι σαν τον γέρο-Σκρουτζ τη στιγμή που ετοιμάζεται να κάνει μια βουτιά στη γεμάτη με χρυσές λίρες πισίνα του.
Έπειτα από μια τέτοια βουτιά έφερα στην επιφάνεια όχι μια λίρα αλλά ένα σπάνιο μαύρο διαμάντι.
«Θυμάμαι να αναρωτιέμαι τι ήταν καλύτερο, ο νεκρός χρόνος στο σχολείο, ή το ξύλο απ’ τον πατέρα μου. Ήταν μια παράξενη μέρα που τ’ αποφάσισα, μια μέρα που έκανα κοπάνα, γύρισα σπίτι, ο πατέρας μου το κατάλαβε και μ’ έδειρε, κι όσο εκείνος με χτυπούσε αποφάσισα πως αυτό ήταν καλύτερο, ο πόνος προτιμότερος της πλήξης, ο εξευτελισμός ευγενέστερος της ανοησίας, η πιο ποταπή κίνηση σαφέστατα ανώτερη της καταναγκαστικής ακινησίας. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για βία: η δυναμική βία που πληγώνει το σώμα, και η ασάλευτη βία, που το εκπαιδεύει, το ναρκώνει, το περιορίζει, το πλάθει, το κόβει και το ράβει, το ντύνει, το στήνει, το γδύνει, το χύνει, το αγκαλιάζει και το δένει, σ’ επαναλήψεις αντιδράσεις συνήθειες και πόζες, ώστε εν καιρώ δεν υπάρχει πια σώμα, παρά μόνο ένα κούτσουρο σε μια καρέκλα, κι ο χρόνος που κυλά σαν το στέρεο ρετσίνι».
Η Πολεμική μηχανή (εκδ. Εστία) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Χάρη Καλαϊτζίδη και είναι από τα πιο δουλεμένα, κατασταλαγμένα και ολοκληρωμένα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενου, που διάβασα εδώ και πολύ καιρό. Έχει καταφέρει να ισορροπήσει όλα τα δομικά στοιχεία της ιστορίας του και να κάνει την κάθε σελίδα συναρπαστική - ακραία σοκαριστική.
Το βιβλίο χωρίζεται άτυπα σε δύο μέρη. Στο καθένα διαβάζουμε, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, την ιστορία δύο νέων εφήβων, του Διονύση και της Αριάδνης και την επώδυνη διαδρομή τους μέχρι να συναντηθούν με την πραγματική τους ταυτότητα. Συνδετικός κρίκος των δύο ιστοριών ο Βαρθολομαίος, μια σκοτεινή φιγούρα την οποία ερωτεύτηκαν και οι δύο σε διαφορετικές περιόδους. Ένας καταλύτης που τους βύθισε ακαριαία στα σκοτάδια τους και τους έφερε αντιμέτωπους με καταστάσεις που δεν είχαν διανοηθεί ότι υπάρχουν.
Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους και η εμμονική τοποθέτηση του Βαρθολομαίου από τον Διονύση στο κέντρο της ζωής του, μου έφερε στο νου την ιδιότυπη, εμμονική, εξαρτησιακή και άκρως δραματική σχέση των δύο πρωταγωνιστών στο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, Κωνσταντίνος (εκδ. Καστανιώτη).
Όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολη (και τις περισσότερες φορές περιττή) είναι η περιγραφή / αφήγηση μιας σεξουαλικής σκηνής. Μια λεπτομερής και κυριολεκτική περιγραφή δεν θα μας πει κάτι που δεν γνωρίζουμε, και δεν θα συνάδει και με το ύφος του υπόλοιπου έργου, ενώ απόπειρες με συνδηλώσεις, υπονοούμενα, «ευφάνταστες» παρομοιώσεις – στην καλύτερη περίπτωση θα βγάλουν γέλιο, στη χειρότερη θα οδηγήσουν σε παρανοήσεις.
Ο Καλαϊτζίδης έχει καταφέρει, ειδικά στο πρώτο μέρος, να συνθέσει ένα ύφος αφήγησης όπου οι σκηνές βίας, σεξ και σωματικού πόνου να συνυπάρχουν με λυρικές και συναισθηματικές εικόνες, ένα αφηγηματικό κράμα που συνιστά μοναδικό, προσωπικό ύφος γραφής.
«Ο Βαρθολομαίος άρχισε να με πηδάει, κι εγώ, ως σώμα, έφυγα… Η νύχτα ξετυλιγόταν από πάνω, εκείνος έτρεμε, κρατώντας τους ώμους μου σφιχτά, κρατώντας τους μ’ απελπισία. Λουσμένος από φεγγαρόφως, μέσα μου ο Βαρθολομαίος κι η κάθε υπόσταση να λάμπει, έφτανα κοντά στο τέλος· νύχτα, μόνοι μας, ξέρες, αρχίδια ν’ ακουμπάνε, ευτυχία ν’ αναβλύζει, ένιωσα απίστευτα λεπτός, σαν να ’μαι από χαρτί, γραμμή αγνή και κάθετη, δισδιάστατη φιγούρα που σχίζει τον κόσμο μοναχή, μένοντας στάσιμη καθώς αυτός κυλάει, κάθε στιγμή αγγίζοντας ένα κενό πεδίο. Σαν σκιές χυθήκαμε στο πάτωμα. Δύο πτώματα αδειανά, στη νύχτα αγκαλιασμένα».
Ο Διονύσης και η Αριάδνη δεν είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά δύο από τις πολλές διαδρομές που ακολουθεί όποιος επιδιώκει την απόλυτη ρήξη όχι μόνο με όσα τον περιβάλλουν και τον έχουν διαμορφώσει αλλά κυρίως με το σώμα του, τη σεξουαλικότητα και τα όριά του, ώστε να «γεννηθεί» ξανά λυτρωμένος, βιώνοντας την ελευθερία που στερήθηκε.
Έχοντας περάσει μέσα από σκοτεινά και κλειστά δωμάτια, κατάφερε και διέσωσε το φως που υπήρχε μέσα του. Το προστάτεψε, το φρόντισε μέχρι που αυτό δυνάμωσε και έδωσε ζωή στα δωμάτια και πνοή στα ποιήματα της πρώτης ποιητικής συλλογής του –καλού ηθοποιού, ραδιοφωνικού παραγωγού και πάντα ανήσυχου– Λευτέρη Ζαμπετάκη Ψυχής μου κύματα (εκδ. Διόπτρα).
Προμελετημένα όνειρα
«Τα παραμορφωμένα όνειρά μου
αποδεικνύονται προφητικά.
Η δυστοπία καρποφορεί τον πόνο
της άλλοτε αινιγματικής και ψευτοενδιαφέρουσας
νυχτερινής ζωής μου.
Καλπάζοντας φιλάρεσκα σε πόθους,
εντέλει γεμίζει με βρομιές
την παιδική ψυχή μου».
Ποιητική συλλογή με «αυτοβιογραφικά στοιχεία» αναγράφεται στο αυτί του βιβλίου, σύντομα όμως καταλαβαίνουμε ότι η ψίχα των ποιημάτων ξεπερνά το προσωπικό βίωμα και λογοδοτεί σε αρχέτυπα: στον πόνο, στην ενοχή, στη μνήμη, στην αγάπη, στο φως.
«Αδιαπραγμάτευτη φωτεινότητα σήμερα.
Επέλαση φωτός,
εισβολή θέρμης,
ακτίνων ενέργειας,
με αποφασιστικότητα
να προδώσουν κάθε κόκκος σκόνης
στα παλιά έπιπλα της μάνας.
Το δίλημμα έχει ως εξής:
Να σταθώ μπροστά,
να εισχωρήσει η λάμψη του ήλιου
στο βάθος του είναι μου,
να γλυκάνει το ψύχος της καρδιάς μου,
ή
θα προδώσει έτσι και την δική μου
σκονισμένη, παλιακή διάθεση για ζωή;»
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
*Στην κεντρική εικόνα ο Αλ Πατσίνο διαβάζει στη Νέα Υόρκη.