Ο Σάκος Εκστρατείας κάνει τη δική του αποτίμηση για το 2023 και επιλέγει δέκα βιβλία από το σύμπαν των βιβλίων.
Γράφει ο Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Η λάμψη της ποιότητας του βιβλίου τα τελευταία δέκα χρόνια είναι ανθός αισιοδοξίας για τον απαιτητικό αναγνώστη. Το 2023 ήταν μια ακόμη πλούσια χρονιά για το σύμπαν των σελίδων. Από τον Λάσλο Κρασναχορκάι και τον Ενρίκε Βίλα-Μάτας, κατ᾽ εξοχήν μάστορες ενός οξύμωρου μαξιμαλιστικού μινιμαλισμού, μέχρι τον εμπρηστικά ταλαντούχο Μπενχαμίν Μπατατούρ και την πρώτη μας γνωριμία με τον ντοστογιεφσκικά βυθομέτρη της ανθρώπινης ψυχής εν καιρώ πολέμου (και δη εμφυλίου) Ζοάν Σάλες, συν δύο νέες (αλλά εκπληκτικά μεστές) ποιητικές φωνές, αδράξαμε την ευκαιρία να περιπλανηθούμε στο μέλαθρο της λογοτεχνίας. Φυσικά, από το αναγνωστικό μας πλάνο δεν έλειψαν η φιλοσοφία και το δοκίμιο, η ποίηση, το λεύκωμα, και το υβρίδιο.
Το φορητό μουσείο του Ντίλαν
Εκκινώ με έναν τόμο-μαμούθ: πρόκειται για το φορητό μουσείο Bob Dylan / Mixing Up The Medicine από τον οίκο Callawy, 608 σελίδων και βάρους 1.99580642 χιλιογράμμων, με πολύτιμο, ανέκδοτο έως τώρα, υλικό, με φωτογραφίες, δακτυλόγραφα, χειρόγραφα, σκίτσα και σχόλια, αντλημένα από τα αρχεία του Bob Dylan Center, άγνωστα έως σήμερα, ένα σεντούκι με τιμαλφή.
Κυκλοφόρησε στα τέλη Οκτωβρίου, με τις υπογραφές των εμβριθών ντυλανολόγων Mark Davidson και Parker Fishel, που στεγάζουν πάνω από 1100 εικόνες φωτογράφων, ζωγράφων, κινηματογραφιστών, ανάμεσα στους οποίους οι λίαν εκλεκτοί Annie Leibovitz, D. A. Pennbaker, Mark Seliger, Richard Avedon. Daniel Kramer, Jerry Schatzberg, και Hedi Slimane.
Τριάντα πρωτότυπα δοκίμια συνοδεύουν τις εικόνες, καθένα προβαίνει στη διαύγαση μίας από τις μυριάδες δημιουργικές στιγμές του νομπελίτσα τροβαδούρου, με λαμπρές υπογραφές όπως αυτές των Clinton Heylin, Richard Hell, Alex Ross, Greg Tate, Peter Carey, κ.ά.
Δύο γυναικείες ποιητικές φωνές
Μέσα στο έως πανζουρλισμού πρόσφατο μπουμ της ελληνικής ποίησης, φέτος άστραψαν στα ματογυάλια μου οι εξόχως συνεκτικές συλλογές Τέχνη προς αποφυγή (εκδ. Ιωλκός) της Καλλιόπης Αλεξιάδου (Αθήνα, 1987) και Ἅδης ἁπαλῶς (εκδ. Κίχλη) της Κωνσταντίνας Σιαχάμη (Αδελαΐδα της Αυστραλίας, 1971). Σε αντίθεση με άλλα ποιητικά πονήματα, τα βιβλία αυτά δείχνουν μια γόνιμη και πολυετή περιπλάνηση τόσο στην ιστορία της ποιήσεως όσο και στους λαβυρίνθους του στοχασμού.
Η Αλεξιάδου συνδυάζει τη βαθιά ελληνική, και σύγχρονη ματιά της (στην οποία θητεύει και η Σιαχάμη) με μια δεδηλωμένη, καίτοι με τρόπο υπόρρητο, αγάπη για την προφορική everyday αμεσότητα της Beat Generation και τον post-punk μεταλλικό σαρκασμό.
Η Σιαχάμη αντλεί υλικό από το οπλοστάσιο της λογοτεχνίας, εμπλέκοντας στο λίαν πρωτότυπο στυλ της τη Μάτση Χατζηλαζάρου με τον Αρθούρο Ρεμπώ, την Ανν Σέξτον με τον Ντοστογέφσκι, την Ιζαντόρα Ντάνκαν με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Πάουλ Κλέε με τον Χαΐμ Σουτίν.
Το χιούμορ της Αλεξιάδου μοιάζει ενίοτε να βγαίνει από τους ανατρεπτικούς τρόπους του αείμνηστου Βασίλη Στεριάδη και από καρέ του φιλμ Fight-Club.
Αποδομεί αναδομώντας, και τούμπαλιν. Η στοχαστικότητα της Σιαχάμη αποδομεί επίσης μια λόγια θεώρηση και σκευή, προκειμένου να εγείρει μια —συγκροτημένη στέρεα από την ποιήτρια— κατάφαση στη ζωή, στο ναι, στο πάλλομαι, στο επικυρώνω, στο θέλω — προσφέροντάς μας, παράλληλα, μια μίνι ιστορία του ημεδαπού και αλλοδαπού ηρωικού μοντερνισμού.
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι (Γκιούλα της Ουγγαρίας,1954) με όλα του τα βιβλία, αλλά ιδίως με το Herscht 07769 (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις) δείχνει ότι το μυθιστόρημα μπορεί να είναι συνάμα φιλοσοφικό πόνημα, υπερσύγχρονο ψυχογράφημα, μουσική σύνθεση μεγάλης πνοής, εικαστική εγκατάσταση, εκκρεμές ανάμεσα στο απόλυτα σοβαρό και στο σπαρταριστά αστείο, καταβύθιση στην άβυσσο, πατινάζ στην ολισθηρή επιφάνεια, ακροβασία πάνω από το ανησυχητικό κενό μιας εποχής, σήμα κινδύνου, βραχνή επείγουσα προσευχή.
Ο Λάσλο, καίτοι στοχαστής του ολέθρου, γράφει πάντα από τη μεριά του Καλού, του Αγαθού, υπό τη σκιά του Πρίγκιπος Λεβ Νικολάεβιτς Μίσκιν, κι έτσι διασώζει τον άνθρωπο, ενώ μας καλεί σε μια βιωματική ανάγνωση, σωματική, κυτταρική, σε έναν αντι-αλτσχάιμερ οδηγό απόλυτης προσοχής και προσήλωσης στο βιβλίο του, καθόσον απαρτίζεται από 420 σελίδες δίχως ούτε καν μία τελεία, και έστω μόνο μία λέξη αν παραλείψεις να διαβάσεις χάνεις εντελώς το όλον και υποχρεούσαι να το πιάσεις από την αρχή, άλλη μία δωρεά/προσφορά αυτού του μείζονος δημιουργού σ᾽ εμάς όλους που ζούμε σε συνθήκες διάσπασης της προσοχής και ψυχονοητικού ζάπινγκ: το ότι μας επαναφέρει στην αργή, λέξη προς λέξη, στοχαστική πράξη του διαβάσματος.
Δύο Καταλανοί
Δύο Καταλανοί που με συνεπήραν φέτος. Λαβύρινθος και σκακιέρα είναι το μυθιστόρημα Μοντεβιδέο (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος) του μαιτρ της παιγνιακής σύνθεσης Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Βαρκελώνη, 1948). Κάθε έργο του Βίλα-Μάτας είναι ένα hommage στα θέλγητρα της λογοτεχνίας (άλλοτε τιμά τον Τζέιμς Τζόυς, άλλοτε τον Ρόμπερτ Βάλζερ, άλλοτε τον Μοντένι, άλλοτε τον Μέλβιλ)· είναι, όπως το ήθελε ο κρυφός εμπνευστής του συγγραφέα μας, ο Μαρσέλ Ντυσάν, μια παρτίδα ζατρικίου ανάμεσα στον ίδιο και στον εαυτό του με διαιτητή την Ιστορία της Λογοτεχνίας.
Στο Μοντεβιδέο, ο Μάτας αυτοβιογραφείται (παραπλανητικά, όπως πάντα), χώνεται σε ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ σαν να χώνεται σε μιαν αίθουσα με δεκάδες καθρέφτες, κλείνει το μάτι στην σπουδαία συγγραφέα Φλερ Γέγκι (Ζυρίχη, 1940), μπλέκει την αληθινή και ζώσα πειραματική εικαστικό Ντομινίκ Γκονζάλεζ-Φερστέρ (Dominique Gonzalez-Foerster, Στρασβούργο, 1965) με ανύπαρκτους χαρακτήρες που επινοεί και διαπλάθει για να μας αποπροσανατολίσει, ενώ ως υπερρεαλιστής φλανέρ τρυπώνει σε στέκια του Παρισιού, του Κασκάις, και του Μοντεβιδέο, γλεντοκοπώντας με τις πλάκες που σκαρώνει επικαλούμενος το φάσμα της ασάφειας και τις γκάφες που διαπράττονται προκειμένου να γίνει σαφής η ασάφεια, και ούτω καθεξής — κι ας είναι καλά ο Ρομπέρτο Μπολάνιο όπου κι αν βρίσκεται, καθόσον το Μοντεβιδέο δεν είναι παρά μια βαθύτατα συγκινητική (μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα) προσευχή στον μέγιστο συγγραφέα του 2666 και των Άγριων Ντετέκτιβ.
Ο Ζοάν Σάλες (Joan Sales, 1912-1983), Καταλανός όπως και ο Βίλα-Μάτας, υπογράφει το πολυπρισματικό μυθιστόρημα Αβέβαιη Δόξα (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Άγρα). Ήδη ο τίτλος, αντλημένος από τον Σαίξπηρ, από το έργο Οι Δύο Άρχοντες από τη Βερόνα, φανερώνει τις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Σάλες έζησε τον Ισπανικό Εμφύλιο, πολέμησε στο μέτωπο της Μαδρίτης και της Αραγώνας, κατέφυγε στη Γαλλία μετά τη συντριβή των δημοκρατικών και των αναρχικών από τον φασίστα Φράνκο.
Ο Σάλες δεν εστιάζει στα γεγονότα της σύγκρουσης ανάμεσα στα 1936 και 1939 (όπως ο Τζορτζ Όργουελ και ο Χανς Μάγκνους Έντσεσμπεργκερ) αλλά στα κίνητρα, ιδίως στη δίψα για δόξα. «Η δίψα για δόξα», γράφει, «γίνεται, σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής, επίπονα έντονη. Όσο πιο έντονη είναι η δίψα τόσο πιο αβέβαιη είναι η δόξα για την οποία διψάμε, δηλαδή πιο αινιγματική».
Το πολυσέλιδο επίτευγμα του Σάλες είναι, μέσα από τη μυθοπλασία, η ατέρμονη εξιχνίαση αυτού του αινίγματος. Το τραγικό εδώ χορεύει βαλς εζιτασιόν με το κωμικό, ένας χριστιανικός υπαρξισμός αποτελεί την υποκείμενη φιλοσοφική θεώρηση του έργου. Ο Σταυρός ή το Παράλογο, διερωτάται ο συγγραφέας. Γι᾽ αυτόν έχει παρέλθει το καλοκαίρι της αναρχίας προτού καν αρχίσει, δεν τον καίνε παρά μόνον ηθικά διλήμματα, η αγωνία για το ποια είναι η ψυχονοητική ιδιοσυστασία μας.
Ο λοξός λυρισμός του Μπομπέν
Μια μινιατούρα –περιεκτική, όπως συμβαίνει με πολλά εκλεκτά μικροσκοπικά έργα, όσο εκατοντάδες σελίδες– που διαβάστηκε ξανά και ξανά στο γραφειόσπιτό μου, τόσο από εμένα όσο και από όποιο φιλικό πρόσωπο με επισκεπτόταν: Ο Σχοινοβάτης (μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος & Béatrice Connolly, εκδ. Κίχλη) του Κριστιάν Μπομπέν (Christian Bobin, 1951-2022) θυμίζει με έναν λιτό λοξό λυρισμό ότι η τρυφερότητα ποτέ δεν πεθαίνει, ότι η συγκίνηση δεν παύει να ιερουργεί εντός μας, ότι ζούμε από την ανάσα λέξεων που συνδυάζονται για να γεννήσουν ψυχονοητικά θαύματα.
Ένα εγκώμιο της δημιουργικότητας μέσα από μιαν ιδιότυπη φιλοδοξία της άνοιξης και της, κατά Εμμανουέλ Λεβινάς, ανοιχτότητας στον Άλλο. «Αυτό που ονομάζω άνοιξη δεν γίνεται χωρίς σπαραγμό. Είναι κάτι γλυκό και βίαιο συνάμα», γράφει ο Κριστιάν Μπομπέν, και ο Ε. Χ. Γονατάς στέλνει ένα ηδύ μειδίαμα από τους ουρανούς.
Ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ (Benjamín Labatut, Ρόττερνταμ,1980) είναι ένας πολυμήχανος κατασκευαστής υβριδικών αφηγημάτων που, ενώ είναι πλούσια σε μνείες, αναφορές, στοχασμούς, τεκμήρια, έρευνες, διαβάζονται απνευστί — ωθώντας σε, ωστόσο, και σε αντίθεση με ευπώλητα page-turner κατασκευάσματα, να σκεφτείς πολύ σοβαρά τις σχέσεις επιστήμης, τέχνης, και κοινωνίας.
Χιλιανός, ο Λαμπατούτ, τόσο στο Maniac όσο και στο Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο (αμφότερα μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, και εκδ. Δώμα) μυθιστοριογραφεί αναφερόμενος σε μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Τζων φον Νόυμαν, ο Ρίτσαρντ Φάυνμαν, ο Ντέμης Χασάμπης, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Ρόμπερτ Οππενχάιμερ, ο Έρβιν Σραίτινγκερ, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, παρουσιάζοντας και σχολιάζοντας τις κοσμοϊστορικές (ενίοτε και ολέθριες) συμβολές τους στη σχέση του ανθρώπου με την επιστήμη και με την τεχνητή νοημοσύνη. Ένας συνδυασμός Μπόρχες και Μπολάνιο καθιστά το έργο του Λαμπαμπούτ πηγή απόλαυσης και τροφή για στοχασμό.
Για τον Γεράσιμο Στεφανάτο
Τροφή για στοχασμό, εν προκειμένω όχι σχετικά με την επιστήμη αλλά με το δημιουργικώς πράττειν, με το πώς η ψυχανάλυση δεξιώνεται και αναλύει τις καλλιτεχνικές διεργασίες, αποτελεί το πολύτιμο πόνημα Το φαντασιακό της δημιουργίας: Σκέψη, τέχνη, ψυχή (εκδ. Εστία) του αείμνηστου ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή Γεράσιμου Στεφανάτου (1950-2021).
Ο Στεφανάτος διεξοδικά διερευνά την προέλευση και παραγωγή του έργου τέχνης μέσα από την «εργασία του ονείρου», αντλώντας βεβαίως από τον Ζίγκμουντ Φρόυντ και τον Κορνήλιο Καστοριάδη προκειμένου να καταπιαστεί με τις σχέσεις της φαντασίας με τη δημιουργία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο» (εκδ. Νήσος).