Για την ποιητική συλλογή της Ιφιγένειας Ντούμη «Love Μe Τender» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Το όνομά μου προφέρεται dome. Όχι dome, μην πάτε να το ωραιοποιήσετε– μην με ντρέπεστε. Just do me. «ONOMATOPOEIA»Του Θοδωρή Τσαπακίδη
Do not go gentle into that good night […] Όταν το εγγόνι […] τον αποκάλεσε γελώντας «ηλικιωμένο», έφαγε ένα χαστούκι […] («Ο παππούς») Στίχοι του Yeats, της Dickinson, του Cummings και άλλων παρατίθενται εδώ και εκεί. Η Ντούμη μιλάει με τους ποιητές· άλλοτε συμφωνεί μαζί τους, άλλοτε διαφωνεί – συχνά με ανήλικο θράσος. Love Me Tender τιτλοφορεί τη συλλογή της και είναι τόσο ισχυρό αυτό που η παράκληση ηχεί ως επίκληση, και το επίθετο ως ουσιαστικό (ο κηδεμόνας, ο φροντιστής) ή και όνομα, παρατσούκλι, ο Tender…
[…] Με φαντάστηκα στο σπίτι του, τροφαντή, / να του ψήνω ψωμί, / να με πηγαίνει βόλτα με τ’ αγροτικό, / να με ξαπλώνει στην καρότσα, / το μεσημέρι, / σ’ ένα χωράφι / δίπλα στα πρόβατα [….] Κι ύστερα κοίταξα το κινητό μου, / είχα μια πρόσκληση απ’ τον καλό μου σε winebar, / όπου θα μου ανοίξει –αγκομαχώντας– άλλο ένα μπουκάλι κρασί. («A Hundred Summers») Ποθεί τον συγχρόνως τρυφερό και κυριαρχικό άλλον. Και αυτή η ανεπίτευκτη σύζευξη ιδιοτήτων σ’ ένα πρόσωπο αναλύεται στην ποίησή της σε ζεύγη αντιθέτων. Κι αν στο Her Triumph, απόσπασμα του οποίου ανοίγει το βιβλίο, «Because I had fancied love a casual / Improvisation, or a settled game / That followed if I let the kerchief fall», o Yeats εκφράζει έναν γυναικείο ερωτισμό, αφαιρώντας, όμως, από τη γυναίκα της εποχής του τα στολίδια της και τη δύναμη (στον έρωτα), τοποθετώντας τη –γυμνή και ευγνώμονα– πίσω στον βράχο της, δίπλα στη θάλασσα, η γυναίκα στην Ντούμη το κάνει από μόνη της.
Η αντίθεση των δύο σκηνών στο «A Hundred Summers», που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, φανερώνει και μια άλλη αντίθεση ή δυνάμει συμπληρωματικότητα στον ποιητικό κόσμο της Ντούμη, την αντίθεση/συνύπαρξη της υπαίθρου και του άστεως. […] Θα ένιωθα το ίδιο αν με άφηνε αυτή η κυρία στη στάση να κάνω λίγο πατ πατ τα μαλλιά της από κάτω όπως κάνεις πατ πατ στο κεφάλι του σκύλου. Η λακ είναι πολύ καθησυχαστική. («”Παντρεύομαι”, είπε»)
Η ύλη των φαντασιώσεών της προέρχεται από μια ύπαιθρο ελάχιστα λυρική, ενώ η ίδια βιώνει μια αστική πραγματικότητα, στην οποία αναζητά τον λυρισμό στις ανώφελες λεπτομέρειες – ως ένα είδος παρηγορίας. Ο κούρος στο μουσείο της Σάμου […] / είναι ο πρίγκιπάς μου / Αχ και να ήμουν από πέτρα. («Παρεξήγηση»)
Η συλλογή απαρτίζεται από τρεις ενότητες, στις οποίες συνυπάρχουν ποιήματα και μικρά πεζά. Στην πρώτη, με τίτλο «Μελίγκρα», κυριαρχεί η ποίηση, όπου το μπεκετικό ανεπίτευκτο –του χώρου, του χρόνου και του αγαπημένου προσώπου– ενεδρεύει, συχνά με σχεδόν κωμικές συνέπειες. Έξω από το τζάμι η συλλογή από κάλτσες / σχολαστικά απλωμένες σε ζευγάρια. / Το λάστιχο του ποτίσματος κρέμεται απ’ το μπαλκόνι / […] οι παλάμες κρατούν τα απαλά της μάγουλα / και οι αγκώνες της κολλάνε σε λίγη χυμένη πορτοκαλάδα. («Πανσέληνος»)
Η Ντούμη έχει τη δύναμη να μεταφέρει στα αντικείμενα (ακολουθώντας παρεμπιπτόντως τον τρόπο του Yeats) το συναίσθημά της, καθιστώντας το ευτελές συμβολικό, αναδεικνύοντας, συγχρόνως, τις συγκρούσεις που διέπουν το υποκείμενο, όπως στο ποίημα «Πανσέληνος», όπου η τάξη (οι σχολαστικά απλωμένες κάλτσες) και η απροσεξία (η χυμένη πορτοκαλάδα) συνυπάρχουν. Και μέσα απ’ αυτή τη συνύπαρξη των αντιθέτων ανατέλλει ευτυχώς η ποίηση, εδώ το φεγγάρι, αλλά όχι εκ προοιμίου λυτρωτικά.
Η δεύτερη ενότητα «Περί Εγγυτέρων και λοιπά», η οποία περιλαμβάνει περισσότερα πεζά, ανοίγει με δυο στίχους της Dickinson: It might be lonelier / Without the Loneliness
Θυμίζοντάς μας ένα ποίημα της συλλογής, που προηγείται: Είναι πολύ πρακτικό να κλαις / όταν οι άλλοι περνούν καλά. / Δεν σε παρατηρούν. / Δεν σε ρωτά κανείς τι έχεις. / […] Ο απόηχος μια μοναχικής βραδιάς –ναι, σύμφωνοι, μπορεί να ήταν πιο μοναχικά / χωρίς τη μοναξιά αλλά– είναι πάντοτε θλιμμένος («Αρμόνικες»)
Στη δεύτερη ενότητα, η Ντούμη αφήνει τον περιβάλλοντα κόσμο, και δη των εγγυτέρων (παππούς, οικογένεια κ.ά.) να εισβάλλει στο ποιητικό της σύμπαν ή αντίστροφα, βγαίνει η ίδια από το τελευταίο, για να περιπλανηθεί. Υπάρχει μια καταπληκτική άσκηση για τους γλουτούς. Βάζεις ένα ξεσκονόπανο στο πάτωμα, κάθεσαι πάνω και με τα πόδια τεντωμένα μπροστά και κατάλληλη κίνηση της λεκάνης, μετακινείσαι στο χώρο, γυαλίζοντας ταυτόχρονα και το πάτωμα («Παρκετέζα»). Να περιπλανηθεί στο καθημερινό και το τετριμμένο, a wind has blown the rain away and / blown the sky away and all the leaves / away, and the trees stand. I think I too / have known autumn too long / Όταν ο ουρανός είναι γκρίζος / τίποτα δεν με λυπεί περισσότερο / από τα χαμένα είκοσι λεπτά / του θερμοσίφωνα […] («Το εγκεφαλικό του θερμοστάτη») και να ανιχνεύσει εκεί την ποιητικότητα, στις οριακές του στιγμές ή στις λεπτομέρειες – αυτοσαρκάζεται σχεδόν σ’ αυτή τη διαδρομή, που μας συστήνει με τόλμη την «πεζή», μικροαστική καταγωγή της.
Ένα σκυλί εμφανίζεται σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής, στο «Παντός καιρού»: «Σκεφτόμουνα πως δεν θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί». Στο συγκεκριμένο (όπως και αλλού) η Φύση και η Πόλη παρατίθενται αντιθετικά (βροχή/σταγόνες από κλιματιστικά – χιόνι/πιτυρίδα στον γιακά σου) και το σκυλί φαίνεται να αποτελεί το ιδανικό ον που μετέχει και των δύο κόσμων, που επιτυγχάνει την επιθυμητή σύζευξη. Ένα σκυλί, λοιπόν, επιστρέφει ως τίτλος της τρίτης ενότητας: «ντόγκι».
Εκπρόσωπος η Ιφιγένεια Ντούμη ενός σύγχρονου ρεύματος Ελλήνων ποιητών που θα ήθελαν να κινούνται με άνεση μεταξύ Λονδίνου, Άμστερνταμ ή Βερολίνου, εμφανίζεται με μια γραφή που δεν καμώνεται την ποίηση, αλλά τη βρίσκει μ’ ένα σχεδόν «άξεστο», όπως έλεγε ο Γ. Χειμωνάς, τρόπο, και συγχρόνως τόσο κοριτσίστικο.
* Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΣΑΠΑΚΙΔΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.