
Ένα πορτρέτο του βιβλιοπωλείου «Πολιτεία» πολυπρισματικό, φιλοτεχνημένο από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες συγγραφέων και μεταφραστών. Σήμερα, η συγγραφέας και μεταφράστρια Αργυρώ Μαντόγλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η σχέση όλων μας με την ανάγνωση και τα βιβλία περνάει μέσα και από αμέτρητες ώρες αναζήτησης σε μικρά και μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία, στο κέντρο της Αθήνας ή στο βιβλιοπωλείο της περιοχής μας. Το βιβλιοπωλείο της «Πολιτείας» από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του αποτέλεσε στέκι συγγραφέων και αναγνωστών, καθιερωμένη στάση στις αθηναϊκές βόλτες μας.
Ένα πορτρέτο της «Πολιτείας» φιλοτεχνημένο από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες συγγραφέων, μεταφραστών και επιμελητών, τους κατοίκους της μεγάλης πολιτείας των βιβλίων.
«Βίος και Πολιτεία – Μια ιστορία από τον προηγούμενο αιώνα» της Αργυρώς Μαντόγλου
Ήταν μια εποχή, όχι πολύ παλιά, που οι αναγνώστες ενημερώνονταν για τις καινούργιες εκδόσεις –αποκλειστικά– μέσα από τις εφημερίδες και τα έντυπα. Γνωρίζοντας ότι πάντα κάτι θα ξέφευγε από τους κριτικούς, προτιμούσα να πηγαίνω στον πάγκο της «Πολιτείας», να ξεφυλλίζω τα βιβλία πριν τα αγοράσω, φορές φορές ξεχνιόμουν και διάβαζα απαρατήρητη κάμποσα κεφάλαια.
Είχα φτάσει στο τρίτο (σύντομο) κεφάλαιο ενός, άγνωστου σε εμένα συγγραφέα, η γραφή δεν με ενθουσίαζε, αλλά με εντυπωσίαζε η τόλμη του να εκτεθεί και να εκθέσει τους οικείους του. Όχι, δεν ήταν μυθοπλασία, καθώς δήλωνε ρητά στην αρχή ότι επρόκειτο για «μια αληθινή ιστορία».
Μόλις πήγα να αφήσω το βιβλίο στην στοίβα με τα υπόλοιπα, με πλησιάζει ένας κύριος μέσης ηλικίας και οργισμένος μου απευθύνεται: «Γιατί το αφήνεις; Δεν θέλεις να μάθεις τι γίνεται παρακάτω;» Και καθώς εγώ παρέμεινα αποσβολωμένη συνέχισε να με βομβαρδίζει: «Σε βλέπω τόση ώρα απορροφημένη, γιατί δεν το αγοράζεις;» Δεν θυμάμαι τι είπα, αλλά όταν έκανα να απομακρυνθώ, ο κύριος έξαλλος με εμπόδισε: «Δεν φέρονται έτσι στα βιβλία, δεν τα αφήνουν αδιάβαστα». Η σαστιμάρα δεν μου επέτρεψε να αποκριθώ, κι αυτός κέρδισε έδαφος. «Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να το γράψω; Ξέρεις ότι είναι μια αληθινή ιστορία;»
Το πήρε στα χέρια και το ανέμισε μπροστά στο πρόσωπό μου οργισμένος. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και τα γκρίζα μαλλιά του ορθώνονταν ηλεκτρισμένα. Δεν ήξερα σε τι είχα φταίξει. Δεν είχα ποτέ φανταστεί τον συγγραφέα ως πωλητή και μάλιστα τόσο επίμονο. Δεν είχα μπει σε μαγαζί με ρούχα, να τα δοκιμάσω και να τα αφήσω τσαλακωμένα στο δοκιμαστήριο. Το πνευματικό προϊόν, υποτίθεται ότι δεν στο σερβίρει αυτός που το δημιουργεί.
Όταν μου ζητήθηκε να περιγράψω μια σκηνή από την «Πολιτεία», ανακάλεσα τη φωνή του θυμωμένου μεσήλικα, τις απανωτές ερωτήσεις του: «Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να το γράψω;»
«Χρόνια που μου πήρε να το γράψω», συνέχισε ο κύριος απτόητος κουνώντας μου το δάχτυλο, «και δεν ασχολήθηκε κανείς, σε λίγο θα χαθεί κι αυτό στα τάρταρα μαζί με εμένα. Πήγαινε να το αγοράσεις κι έλα να στο υπογράψω», με πρόσταξε. Δεν θυμάμαι τι έκανα, δεν θυμάμαι πώς ξέφυγα. Στη μνήμη μου κρατώ την εντύπωση ότι ξέφυγα, ότι τον άφησα και το έβαλα στα πόδια, μακριά, μακριά από τον βίο και την πολιτεία του.
Μέχρι που σε μια πρόσφατη εκκαθάριση της βιβλιοθήκης βρήκα το βιβλίο. Το αναγνώρισα αμέσως, το όνομα, το εξώφυλλο και την υπογραφή του. Δεν είδα ποτέ ούτε άκουσα γι’ αυτόν κι όμως θυμόμουν τι είχε συμβεί μέχρι το τρίτο κεφάλαιο που είχα διαβάσει όρθια μπροστά στον πάγκο του βιβλιοπωλείου, γι’ αυτό και πήγα κατευθείαν στο τέταρτο.
Όταν μου ζητήθηκε να περιγράψω μια σκηνή από την «Πολιτεία», ανακάλεσα τη φωνή του θυμωμένου μεσήλικα, τις απανωτές ερωτήσεις του: «Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να το γράψω;» Αν τον είχα μπροστά μου θα του απαντούσα: «Ξέρετε πόσο καιρό μου πήρε εμένα για να το διαβάσω;»
*Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.