Τριάντα ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν μέσα στο 2023 και ξεχώρισαν για την πρωτοτυπία τους, τις θεματικές τους και το αισθητικό τους αποτύπωμα.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η ποίηση θα είναι πάντα το καταφύγιό μας. Όσα μυθιστορήματα κι αν «καταναλώσουμε» μέσα στη χρονιά. Όσα διηγήματα ή νουβέλες κι αν μας συνεπάρουν με τους ήρωες και τις περιπέτειές τους, οι ποιητικές συλλογές θα έχουν στην καρδιά μας ξεχωριστή θέση. Είμαστε άλλωστε χώρα που δοξάζει την ποίηση ποικιλοτρόπως. Μπορεί να μην είναι ευάριθμοι οι αναγνώστες που αγοράζουν ή διαβάζουν ποίηση (οι περισσότεροι γράφουν...), ωστόσο και φανατικοί είναι και εκλεκτικοί.
Επιλέξαμε τριάντα ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν μέσα στο 2023 και θαυμάστηκαν για την πρωτοτυπία τους, τις θεματικές τους και το αισθητικό τους αποτύπωμα.
Πόλεις που χάθηκαν κάτω από ερείπια, πόλεις που έμειναν χωρίς μέλλον, αλλά με σκοτεινό παρελθόν. Από εκεί, όμως, αναδύεται μια πόλη με γυναικείο όνομα. Σαν αναγκαία γέννα.
Η ποητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή Η πόλη Μαρία (εκδ. Πόλις) είναι αναζωογονητική και μεταμορφωτική. Είναι φτιαγμένη από τρυφερή ύλη έτσι ώστε να προσφέρει μια μικρή (αλλά ουσιαστική) ίαση στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους της σήμερον.
Ενδεικτικά:
«Όταν εσύ, Μαρία, σ’ ένα άλλο δωμάτιο γράφεις, /ελευθερόστιχα σονέτα για τα μέλη του εργατικού κόμματος και/τα μάτια σου λάμπουν/σαν δυο αναμμένα κάρβουνα μέσα στη νύχτα, /εγώ απλώνω τον ίσκιο μου σε μια κρεμάστρα γιατί μυρίζει ήδη /φθινόπωρο και ναφθαλίνη, μετράω /φανοστάτες και περαστικούς ωρολογοποιούς ώσπου να ‘ρθεις».
Ο θάνατος της μητέρας είναι η τελευταία κίνηση στο σκάκι που λήγει την παρτίδα. Είναι το τελευταίο σύννεφο στην πιο απομακρυσμένη πτυχή του ουρανού. Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου γράφει είκοσι οκτώ ποιήματα για τον θάνατο της μητέρας αποτυπώνοντας με βάθος και πονετικό συναίσθημα της σχέση μάνας-κόρης.
Η συλλογή Γη Μήτηρ (εκδ. Ύψιλον) είναι φτιαγμένη από ελεγειακούς τόνους, από βαθύπνοες σιωπές που αποτυπώνουν την ερήμωση και την απουσία του αγαπημένου προσώπου που φεύγει από τη ζωή.
Ενδεικτικά:
«Μακρύ φουστάνι/Φόρεσες /Τα σύννεφα /Γκρίζα κι αραιά στην αρχή /Κάτασπρο/ Το πυκνό χιόνι/Πιο ύστερα/Πήρες /Ανεβαίνοντας αργά τον ουρανό κι ανυπόδητη/Έφυγες/Μα δεν αποχαιρέτισες/Ποτέ/Μόνο απ’ τις κόγχες των ματιών σου/Έσταξε/Σταγόνα βαθύ κυανό πράσινο/Το βλέμμα σου/Στο νωπό χώμα/Μαμά μου».
Αν η Ιστορία εκδικείται, η ποίηση το κάνει καλύτερα. Ο Μένγκελε αναγκάζεται να μιλήσει. Ο Σπέερ να βγει από την κρυψώνα του.
Ο δυσώδης Άιχμαν να δει κατάματα τον μαύρο θάνατο που σκόρπισε. Είναι η δαντική κατάδυση στην Κόλαση η νέα συλλογή του Γιάννη Στίγκα Sonderkommando (εκδ. Άγρα). Είναι συλλογή ανίερη και ιερή ταυτοχρόνως. Βέβηλη, αλλά και αναθηματική.
Το Κακό είναι εκεί, εκθετικά φωτισμένο από τον Στίγκα. Δεν τον μπερδεύεις και δεν αναδύεται για να το ξορκίσεις, αλλά για να το δεις στο βάθος του σκοτεινού του κύκλου.
Ενδεικτικά:
«Παλιά οι νύχτες παίζαν τον γιατρό/και τώρα τον χασάπη/θέλω να πω/μην ξεγελιέσαι/και μ' ένα στομωμένο πια γιατί/ μπορείς να σκίσεις άσχημα τα φρύδια σου/σ' τα λέω εγώ αυτά/που κατεβάζω όλο και πιο χαμηλά το κασκέτο μου/
τόσο/που βλέπω τις ραφές του σκοταδιού/τύψη --- δειλία --- τύψη .../αχρείες οι βελονιές//κλωστίτσα το αχ που μου εκκρεμεί».
Λιτός, ίσως πιο συναισθηματικός από κάθε άλλη συλλογή του, με την αίσθηση του χρόνου που φεύγει, του θανάτου που επίκειται και της απώλειας που δεν καλύπτεται ούτε με λέξεις, ο Γιάννης Τζανετάκης επανέρχεται με τη συλλογή Μετά από μένα (εκδ. Πόλις).
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, με το τελευταίο που είναι αφιερωμένο στον αδόκητο θάνατο της αδελφής του να είναι ένας ποιητικός θρήνος υψηλής έντασης. Μια συλλογή που δεν σπαταλάει λέξεις, αλλά συμμαζεύει λαγαρές εικόνες του παρελθόντος.
Ενδεικτικά:
«Αχ θάνατε στην κλίνη μας/ψύχρα αυγινή πώς μπαίνεις/πώς ξεγελιόμαστε οι άμοιροι/δροσάτο/απ' τα μικράτα μας/
ότι είσαι μελτεμάκι/και πάνω εκεί/στην πλάνη μας/την ώρα που μας παίρνεις/αδιόρατο στα χείλη μας/ανθίζει ένα γελάκι».
Τέσσερα χρόνια από τη συλλογή της Φλου (εκδ. Σαιξπηρικόν) κι αφού είχε κάνει και ένα πολύ ιδιαίτερο «πέρασμα» από την πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων Επιλεγμένα είδη (εκδ. Μελάνι), η Ειρήνη Μαργαρίτη επιστρέφει με την ποιητική συλλογή Συννεφοκυνηγητό (εκδ. Μελάνι).
Η συλλογή είναι αυτό που «προδίδει» ο τίτλος της. Μια διαπάλη ανάμεσα στον αέρα και τα πράγματα της γης. Σαφώς πιο ολοκληρωμένη και ώριμη αυτή η συλλογή σε σχέση με το, έτσι κι αλλιώς, επιτυχημένο Φλαμίνγκο (εκδ. Μελάνι).
Ενδεικτικά:
(ΕΧΩ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ): «το λέω: ''ήταν μια μέρα δύσκολη κάτω από το σώμα μου ήρθε και ξάπλωσε ένα μυρμήγκι τόσο κουρασμένο από τιςεξορμήσεις του να βγει να δουλέψει για λίγο φαγητό κι ύστερα να πάρει το λεωφορείο να γυρίσει πίσω εκεί που λέει ότι είναι σπίτι του εκεί που είναι το τραπέζι και το μαξιλάρι του κι ένα μικρό ποτήρι γυάλινο που έχει για να μαζεύει τη βροχή''».
Πρώτη ποιητική συλλογή για τον Αργύρη Δούρβα με τον υπαινικτικό τίτλο Νεκτροταφείο ζώων / Άλλα ερωτικά (εκδ. Νεφέλη). Για φιλόζωους και ερωτόπληκτους είναι αυτή είναι η συλλογή, αλλά όχι με την τρέχουσα ερμηνεία των όρων.
Εδώ υπάρχουν ζώα που ακόμη κι αν είναι άσχημα, δεν παύεις να τρέφεις συναισθήματα γι’ αυτά. Επίσης, τα ερωτικά μιλούν περισσότερο για το αίνιγμα της αγάπης και το πώς γίνεται να σου λείπει ο εαυτό σου ή το έτερον ήμισυ που ενώ είναι δίπλα σου, στην ουσία είναι εξαφανισμένο.
Ενα παιχνίδι από το οποίο, φυσικά, δεν χάνεται η σωματικότητα του έρωτα. Μάλλον, απαιτείται.
Ενδεικτικά:
«(ΓΑΤΑ) Κρύβεται/ξέρει ότι ξέρουμε και/θα μείνει εκεί/μέχρι να ξεχάσουμε/Σε κάθε περίπτωση/αυτό μπορεί να πάρει/πολύ καιρό και ίσως εξηγεί/ότι σταμάτησα να/έχω γρατσουνιές/που δεν θυμάμαι καν/πώς τις απέκτησα».
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος έχει την ικανότητα να μετατρέπει το τετριμμένο, το προφανές, το καθημερινό σε ποίηση.
Κάθε στιγμή, ακόμη και η πιο μικρή της καθημερινότητας, σε εκείνον αποκτάει ένα ποιητικό βάθος.
Στην τελευταία του συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ο θάνατος πλένει το πρόσωπό του στα νερά που κυλάνε απ’ το σώμα (εκδ. Πόλις), συνενώνονται οι σωματικοί πόθοι, με τα ποιήματα ποιητικής, τα διαβάσμά του και η υπαρξιακή περιδίνηση.
Ενδεικτικά:
(ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ)«Τις αργίες, που κανείς δεν έρχεται/να κατεβάσει τις τέντες/ή να χαμηλώσει τα στόρια,/πώς λάμπουν στην 5η Λεωφόρο/κάτω απ' τον ήλιο του πρωινού//οι κούκλες στις βιτρίνες των καταστημάτων/με τα φλοράλ φορεματάκια τους/και τα ψηλά σανδάλια τους/στα πόδια φορεμένα.//Έτσι έρχεται η άνοιξη».
Η Αθηνά Παπαδάκη έχει σταθερή και χρόνια παρουσία στα ποιητικά πράγματα. Η νέα της ποιητική συλλογή Σκιά ψυχής (εκδ. Καστανιώτη) περιλαμβάνει είκοσι οκτώ ποιήματα, όπου η ανθρώπινη ψυχή βρίσκει εκείνη που διασπάται στο σύμπαν.
Η σωματικότητα και ο ψυχισμός, κατά την ποιήτρια, δεν είναι διαιρεμένα περιβάλλοντα, αλλά ένα αδιαίρετο σχήμα.
Μπρος στην επικείμενη και αναπόδραστη φθαρτότητα, η Παπαδάκη προτάσσει έναν φωτεινό κόσμο έπους που ανοίγει στο μέλλον γεμάτο καρπούς για τους νέους ανθρώπους.
Ενδεικτικά:
«Λαμπάδα είσαι άγνωστε./Θ’ ανάψεις;/Χρόνια περιμένω φως. (..)//πώς να τον προσεγγίσω;/Εγώ που δεν αποθησαύρισα/το «γνώθι σαυτόν».
Άνθρωποι χαμένοι, αλλά όχι λησμονημένοι. Άνθρωποι που πέρασαν στην άλλη όχθη, αλλά τώρα ανακαλούνται.
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου Έθνος εξαιρετικά (εκδ. Περισπωμένη) είναι μια ελεγεία και ένα κάλεσμα στους νεκρούς να έρθουν στο φως. Η ποίηση του Κοσμόπουλου είναι γεμάτη εικόνες, συνενώνοντας τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων με τα μεγάλα γεγονότα (από το Εσκί Σεχίρ εώς τον Εμφύλιο).
Ενδεικτικά:
«Πῆρε νὰ βρέχει πάλι. Στὴν ἀνεμοβραχιὰ/ἔπεσε ὀμίχλη. Ἀπὸ τὰ τζάκια/καρτερικὸς καπνός, δὲν βγαίνει πιά./Χαλάσματα στὴν ἐγκαρτέρηση,/τρικλίζουνε. Θεόκλειστα σπίτια./Ἄκουσες τὸ γεράκι;/
Μὴν μιλήσεις. Περνᾶνε οἱ ἴσκιοι τῶν νεκρῶν./Περνᾶνε μὲ γυλιὰ καὶ χλαῖνες/κι ἄστραμμα ἀνάβει-σβήνει τὸ ἐθνόσημο χρυσό,/φλόγα κεριοῦ στὸ πούσι/Τὸ χέρι του στὰ μαλλιά μου,/τὰ ὀνόματά τους ψιθυρίζει, μὲ θρόισμα φύλλου./“Λυκοῦργος... Ἐσκὴ Σεχίρ... Πανάγος... Προύσα.../Δημήτρης... Δρέπανο... Γιάννης, Νικόλας... Ντικελί...”/Ὕστερα χάνεται μαζί τους».
Συνήθως σκωπτικός, αλλά με μια ειρωνεία που τσακίζει παρά θέλει να ευχαριστήσει, ο Χάρης Μελιτάς έχει καταφέρει έπειτα από δέκα έξι ποιητικές συλλογές να εκφράσει το δικό του ποιητικό credo με καθαρό τρόπο.
Στη συλλογή του Μαύρο ή γυαλιστερό μωβ (εκδ. Μανδραγόρας) γίνεται περισσότερο υπαινικτικός έως και βαθύτατα αλληγορικός. Oι στίχοι μιλούν με πραγματικά και μη πρόσωπα. Δημιουργούν μια κατάσταση και στο τέλος, με ένα ξάφνιασμα που πάντα σε περιμένει στον ύστατο στίχο, σαν να την αναιρούν.
Ενδεικτικά:
(Ανάξιος λόγου) στην Κατερίνα Γώγου
«Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου /όμως ποτέ δεν φίλησε τη θάλασσα /ούτε που Βούτηξα να σώσω έναν αθώο. /Δεν έστησα ποιήματα στους τοίχους /δεν έψησα βουτήματα με άρωμα φωτιάς /καλώντας τις απέναντι ασπίδες για καφέ /στα οδοφράγματα. /Δεν σήκωσα ποτέ μου ένα λάβαρο /ένα κομμάτι ουρανό /ένα παιδί στις πλάτες. /Ήθελα να γράφω όπως Γώγου /όμως είμαι πολύ κοντός για να τη φτάσω /ας σκαρφαλώνω σε βραβεία βλοσυρά /σε λίστες με τακούνια δωδεκάποντα /σε παχυλά βιβλία ενοχών /από νιφάδες φόβου. /Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου /να μην καμώνομαι πως είμαι ποιητής».
Ο Θανάσης Χατζόπουλος έχει διακριτή και σημαίνουσα παρουσία στα ποιητικά πράγματα. Οι συλλογές του είναι πάντα στοχαστικές, αναζητούν τα ρήγματα μέσα από τα οποία θα περάσουν οι ποιητικές έννοιες.
Το αυτό συμβαίνει και με τη νέα του συλλογή Κρατήρας (εκδ. Πόλις) που περιλαμβάνει εξήντα οκτώ ποιήματα που όλα μαζί συνθέτουν έναν κρατήρα από τον οποίο αναβλύσει, ως άλλη λάβα, η ποιητική ματιά του για τον φυσικό και τον ψυχικό κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά και μας καθορίζει.
Ο υπαρξιακός στοχασμός σε συνδυασμό με τη διάσταση του πένθους, μέσα από τους στίχους του Χατζόπουλου αποκτούν ουσιαστική υπόσταση.
Ενδεικτικά:
(ΨΥΧΙΚΑ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΙ) «Δεν ξέρουν άλλη από τη φυσική ζωή. Η καρδιά τους που πάλλεται δεν τους ανήκει. Την έχουν εγκαταλείψει εκεί όπου πλάστηκε. Μόνον τα χέρια τους είναι δικά τους, αλλά όχι όπως για τους χειρώνακτες και τους χειροπράκτες. Ετούτοι τα χρησιμοποιούν σαν κουπιά, σαν φτερά, σαν αδράχτια. Δάχτυλα δεν έχουν. Δεν έχουν και δαχτυλίδια.Η ζωή τούς χρωστά γιατί είναι χωμένοι σε τάφο. Δεν τους αγγίζει το φως του ήλιου και ας κυκλοφορούν στην επιφάνεια της γης. Ποτέ δεν θυμούνται, ούτε ονειρεύονται. Φτενοί, ένα αιώνιο παρόν οι ίδιοι. Κι εντούτοις περήφανα αδιαπέραστοι, ύλη της ύλης. Δεν έχουν άλλο από την αδράνειά της. Και με αυτήν ζουν. Από αδράνεια.
Τους ρημάζει κάποτε ένας σεισμός και η ηφαιστειογενής λάβα τούς καλύπτει. Γίνονται εκτάρια γης, καινούργιοι ογκόλιθοι. Μετάλλευμα που θα έρθει κάποιος να το εξορύξει και να το ισοπεδώσει. Αυτό είναι το ριζικό και ο προορισμός τους, επιφανειακό κοίτασμα».
Πενήντα πέντε ποιήματα που είναι αριθμημένα με τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, η νέα ποιητική συλλογή της Νάνας Παπαδάκη Αρχέγονη (εκδ. Μελάνι) κάνει μια καταβύθιση στα πιο μύχια των ανθρώπων.
Μέσα από τα σκοτάδια του καθενός από εμάς, σε εκείνο το ασυνείδητο δωμάτιο του εαυτού μας, βρίσκονται όλες οι πηγές στις οποίες βρέχεται η ποίηση της Παπαδάκη.
Ερωτικοί πόθοι, απωθημένα, τραύματα, ακραία συναισθήματα και καθετί κρυφό κι ανομολόγητο. Η ποίηση όλα αυτά τα φωτίζει έτσι ώστε να μας οικειώσει με το πιο σκοτεινό εγώ μας.
Ενδεικτικά:
«Ο φλοιός του δέντρου σπάει./Ένας ζωντανός έλικας από φίδια φτάνει ώς τη νύχτα./Είναι πλεγμένος μ’ αστέρια./Αυτή είναι κορίτσι και παίζει το αιώνιο παιχνίδι της./Στις άκρες των χεριών της που ‘ναι κλαδιά κάτι φιγούρες/Σαν να ξερίζωσε μόνη της ένα μεγάλο θέατρο σκιών/Απ’ το χώμα».
Ο θάνατος, ο χρόνος, το σώμα και η γλώσσα των ανθρώπων. Ολα ιστορούνται, όλα φτιάχνουν μύθους (αυτούς που μας συνέχουν και δίνουν υπόσταση στην ύπαρξή μας), ακόμη κι αν το τέλος του κόσμο καταφτάνει.
Κι όμως δεν είναι εσχατολογική η νέα ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου Μύθοι για το τέλος του κόσμου (εκδ. Κέδρος). Δεν είναι διότι ο άνθρωπος ακόμη και μπρος στο ατελεύτητο τέλος του θα συνεχίσει να αναζητεί, να στοχάζεται και να ψάχνει.
Η ποιητική σύνθεση της Παναγιώτου θαυμάζεται για το πώς απλώνει το βλέμμα της σε σημερινά ζητήματα (βλ. οικολογική καταστροφή), αλλά και ιστορικά (ρατσισμός, η δύναμη της εξουσίας, ιδεολογικές ψευδαισθήσεις).
Ενδεικτικά:
«Οταν πεθαίνει κάποιος / ο κόσμος αλλάζει γλώσσα, / χάνονται οι ήχοι των πραγμάτων, χάνονται / Κοιτάς τον ουρανό και ξέρεις: / τα φώτα δεν ανάβουν για μας.// Μόνο ο μύθος λάμπει, αν δεις σε βάθος / το εκτυφλωτικό του γαλάζιο».
Έστω κι αν μπήκε στην ποίηση ως δημιουργός σε μεγάλη ηλικία, ο γνωστός ηθοποιός Δημήτρης Καταλειφός, έπειτα από τρεις ποιητικές συλλογές, έχει καταφέρει να μας δείχνει ένα μέρος του εαυτού του ευαίσθητο, ειλικρινές, στοχαστικό.
Η τρίτη ποιητική συλλογή Επί κλίνης κρεμάμενος (εκδ. Πατάκη) έχει ως συνεκτικό σκηνικό το κρεβάτι σε όλες τις μορφές της. Είναι η κλίνη που προσφέρει ζωή, έρωτα, αλλά και θάνατο.
Το ποιητικό εγώ (ο Καταλειφός δεν κρύβει πως μπορεί να είναι και ο ίδιος – έστω και κάποιες φορές) τριγυρνάει διαρκώς μέσα στα ποιήματα και μάλιστα επί «κρεμασμένο» επί της κλίνης.
Ενδεικτικά:
«Το κρεβάτι μια σχεδία/ενόψει τρικυμίας/που επέρχεται./Αυτός πάντα πνίγεται στο τέλος».
Ένας ειλικρινής ύμνος στο αναλλοίωτο και ζωογόνο θήλυ είναι η τρίτη συλλογή της Βίκυς Κατσαρού Χαρακίδες (εκδ. Ενύπνιο).
Η γυναίκα που υφίσταται δεινά, που χαρακιές πληγώνουν το σώμα και τη ψυχή της και που τα τραύματά της αντί να την μετατρέπουν σε διαρκές θύμα την εμψυχώνουν και κατά μια έννοια προετοιμάζουν το μέρλλον της.
Αυτό το βιβλίο δεν μόνο είναι για τις γυναίκες της γενιάς της Κατσαρού, αλλά και για όσες εξακολουθούν να ομνύουν στην ελεύθερη σκέψη και την δίχως δεσμεύσεις (κοινωνικές και πατριαρχικές) ζωή.
Ενδεικτικά:
(«Μάχες»): « Το σώμα μου στο τραπέζει τρως και πίνεις,/τη μάχη κέρδισες, λες,/ με το μαχαιροπίρουνο πρώτα με σταυρώνεις/[…] μπουκιά μπουκιά με τρως,/ το πιρούνι τρυπάει τα πλευρά μου».
Ο Νίκος Φρατζέτης είναι άνθρωπος του βιβλίου. Οι περισσότεροι τον ήξεραν ως μια από τις αγαπημένες φιγούρες του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Πλέον, τον ξέρουμε και ως ποιητής.
Μόλις κυκλοφόρησε η τέταρτη ποιητική του συλλογή Ένα ταγκό στο Σαντιάγο (εκδ. Κίχλη) που συνομιλεί ανοιχτά με τις τρεις προηγούμενες.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος, οι ιστορίες που αποτυπώνει ποιητικά είναι άλλοτε αληθινές, άλλοτε επινοημένες κι άλλοτε κάπου ανάμεσα. Αυτό που σε κερδίζει σίγουρα στην ποίηση του Φρατζέτη είναι η πηγαία αφηγηματικότητά τους.
Ενδεικτικά:
(ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ): «Μύριζε βροχή και ψητό κρέας./Η κόκκινη σάλτσα σιγόβραζε/σε μια τεράστια κατσαρόλα./Καθόταν σε ένα τραπέζι ξύλινο,/πελεκημένο από τα χρόνια και τις αναμνήσεις,/παίζοντας με ένα κομπολόι/που οι χάντρες του είχαν φαγωθεί απ’ τα χτυπήματα./Η γυναίκα του πρόβαλε στην πόρτα./Με μια πράσινη πλαστική ποδιά γεμάτη λεκέδες./Άναψε τσιγάρο και του το ’δωσε αμίλητη./Μια κοκκινωπή γάτα τρίφτηκε στις μπεζ κάλτσες της/και κουλουριάστηκε κάτω από το τραπέζι./Έκανε δυο τζούρες και της το ’δωσε πίσω./Κάπνιζε στηριγμένη στο κούφωμα της πόρτας./Έτριψε τα γόνατά του και σηκώθηκε με αργές κινήσεις./«Θα βρέξει λες;»/«Πονάνε τα κόκαλά σου;»/«Ολόκληρος πονάω!»//«Θα βρέξει. Δεν φτιάχνω ντολμάδες»./Πέταξε το τσιγάρο στην άκρη του πεζοδρομίου./Μια αστραπή φώτισε με το απόκοσμο λευκό του κεραυνού/τα πρόσωπά τους./Σήμερα δεν θα είχε κόσμο το μαγέρικο./Αύριο πάλι».
H Λένα Καλλέργη καταφέρνει από συλλογή σε συλλογή να ισχυροποιεί την ποιητική φωνή της. Στο τρίτο ποιητικό βιβλίο της Ανήμερο (εκδ. Ίκαρος) ο φυσικός κόσμος συνδέεται άρρηκτα μ’ αυτόν του ανθρώπου.
Συναντιούνται στο σκοτεινό στρατί όπου το θήραμα και ο θηρευτής γίνονται ένα και το αυτό.
Είναι ένα αίτημα για αυθεντικότητα αυτή τη συλλογή με τα ποιήματα να αναδεικνύουν πλάσματα της φύσης που με υπόγειο τρόπο συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Ενδεικτικά:
(Τεκνοποιία): «Επειδή είθισται/επιβάλλεται/έτυχε·/επειδή γυναίκα/γηρατειά/αποκούμπι·/παιδιά/ας μην προκύψουν./Παιδιά/κάνουν κι οι έχιδνες/οι σμέρνες, οι διωναίες, τα μαυροσκάθαρα/τα σκουλήκια./Παιδιά/μην ξαναγίνουμε ποτέ/κι είμαστε πάλι έρμαια/στα χέρια των ανθρώπων».
Η Αναστασία Γκίτση συναρμολογεί κόσμους μέσα από την ποίησή της. Τόπους που αναφλέγονται και αναδημιουργούνται μέσα από τους στίχους της.
Πρόκειται για τοπιογραφίες εσωτερικής φύσεως μέσα στους οποίους οι άνθρωποι αναζητούν τον εσώτατο πυρήνα τους. Στην τελευταία της συλλογή Ό,τι λύπει συναρμολογείται (εκδ. Σαιξπηρικόν) τα συναισθήματα (λύπες και χαρές) φτιάχνουν τους δρόμου μας. Μέσω της ποίησης, αυτοί οι δρόμοι παύουν να είναι αδιάβατοι.
Ενδεικτικά:
(eva humanicus): «στην παλάμη σου/η ρανίδα του ήλιου/μιλώ τη γλώσσα της φωτιάς/για ν' αγαπάει η νύχτα//σοκάκι τετράγωνο/ενύπνιο/στιγμής χοϊκής/διακόπτει/το βηματισμό/θα φτάσω στη γωνία/της παλάμης σου/πλάστη του κύκλου//θα φτάσω/πρώτη»
Ο Δημήτρης Άναλι υπήρξε μια σημαντική φυσιογνωμία που έγραψε κυρίως στα γαλλικά, κι όμως, δεν έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα. Την παρούσα έκδοση Τα διάκενα του χρόνου (εκδ. Ιωλκός) δεν πρόλαβε να την δει καθώς πέθανε το 2012.
Βάσει του ιδιόχειρου σχεδιασμού του βιβλίου από τον ίδιο τον ποιητή, σ’ αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο η δεύτερη συλλογή της παρούσας έκδοσης –με τίτλο Πρελούδιο στο νέο κοσμικό ψύχος, που μετέφρασε στα γερμανικά, αλλά και τέσσερα επιπλέον ποιήματα, τα οποία –με γενικό τίτλο Τα διάκενα του χρόνου– προτάσσονται του Πρελούδιου, καθιστώντας το των Διάκενων προφητική προοπτική.
Είναι ένα ύστατο χαίρε αυτό το βιβλίο προς τον ποιητή. Τη μετάφραση των ποιημάτων έκαναν η Αντιγόνη Βλαβιανού και ο Σπύρος Μοσκόβου, ενώ η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο της Τιτίκας Δημητρούλια.
Ενδεικτικά:
(ΤΑ ΚΕΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΠΕΡΙΑ): «Πριν από τη λησμονιά που θα κρατήσει πολύ/Μερικές αγαπημένες εικόνες, σώματα, λοξές οπτικές/Πίνακες, γλυπτά, αποχαλινωμένες θάλασσες, ξερολιθιές/Κι όλα όσα καταφθάνουν μόνα τους, καλεσμένα/Από τις παράταιρες φωνές της μνήμης,/Αναμνήσεις, παρ' όλα αυτά ξεκάθαρες/Παρούσες κάθε στιγμή.//Ανάμεσα στην τελεσίδικη ακινησία/Της τελευτής και την ανάρμοστη,/Υστερική τύρβη των ημερών μας/Απομένει ένα βλέμμα, απομένει ένα χέρι».
Η Ειρήνη Ρηνιώτη εδραιώνει περαιτέρω τη φωνή της με τη νέα ποιητική συλλογή της Κόκκινη γραμμή (εκδ. Άγρα).
Είναι σαν να βλέπει τον άνθρωπο ωσάν ένα δέντρο και εισχωρώντας μέσα του έρχεται σε επαφή με τις σκοτεινές του ρίζες, τα άγρια φυλλώματα. Από τη ζωή έως τον θάνατο, μια διαδρομή άφευκτη, η ποίηση της Ρηνιώτη στέκεται μπροστά στα ελάχιστα, τα μικρά που όμως μέσω των στίχων της νοηματοδοτούνται.
Ο τρόπος που βλέπει τις ελάχιστες αυτές πτυχώσεις του καθημερινού, προσδίδοντάς τους ελεγειακή μορφή κι άλλες φορές έναν λυρισμό που δεν ξεπέφτει σε κάτι φτηνό, είναι που κάνουν τη συλλογή της κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη.
Ενδεικτικά:
(ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ) –στη μνήμη του πατέρα μου «Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον/κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο/ρούχο, όπου επάνω του κεντούσαν οι μοδίστρες των/νεφών σκίουρους, πουλιά και φύλλα.//Σαν έρθει η ώρα το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες/μες στη γη. Να γίνεις δέντρο».
Καθώς διαβάζει κανείς τη συλλογή Ανέκδοτα ποιήματα (εκδ. Βακχικόν) του Ηλία Κωνσταντίνου έρχεται σε επαφή με έναν ποιητή-ανακάλυψη. Το ερωτικό στοιχείο είναι έντονο στα ποιήματα του, καθώς ο ήρωας/ομιλητής αναζητεί τη σεξουαλική ταυτότητά του, μακριά από στερεότυπα και υποχρεώσεις που φτιάχνει η κλειστή κοινωνία.
Ο Κύπριος ποιητής απλώνεται και σε κοινωνικά θέματα (οικολογία, παρακμή του πολιτισμού, καταβαράθρωση της ανθρώπινης ζωής). Έστω και μετά θάνατον αξίζει να γνωρίσουμε τη φωνή αυτού του ποιητή.
Ενδεικτικά:
(Γενέθλια): «Είμαι σιωπηλός εγώ σαν την γη./Οι λέξεις έν’ όπλα φονικά λέω τες, να φύουσιν./Είμαι μούρμουρος εγώ σαν το νερό./Οι λέξεις έν’ ζώνες ζωντανές/ό,τι λέω τυλίομαι το.//Ό,τι λέω γίνομαι./Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό/περνούν, βρίσκουν την σκέψη σου, χτίζουν/μες στον αέρα./Ό,τι λέω σιωπά./Οι λέξεις — μια συνεχής ανάληψη/μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως στον ήλιο».
Αξίζει να συζητηθεί αρκετά η ποιητική συλλογή του Πάνου Στασινού Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα (εκδ. Ίκαρος). Αν ζούσε ο Ηλίας Λάγιος είναι πιθανό να την εξέταζε σοβαρά βρίσκοντας πολλά δικά του στοιχεία σ’ αυτήν.
Ο θάνατος με τη λυρική του μορφή είναι πανταχού παρών. Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη που το ένα λειτουργεί προσθετικά στο άλλο. Οπως ξεκινάει έτσι και τελειώνει με μια μουσικότητα και ακρίβεια έκφρασης που δεν γίνεται να μην προσέξεις.
Ενδεικτικά:
«Μία παρέα πίνει κόκα κόλα-ούζο/και σιγοσβήνει κάτω από τους φανοστάτες,/νομίζοντάς με πρώτης τάξεως κολαούζο,/και κουβαλώντας κόμπλεξ έκλειψης στις πλάτες//της· μα εμένα η νύχτα μου κάνει πλάτες,/πρώτο τραπέζι πίστα, σκαλάκια του Στρέφη./Το περιβάλλον το σηκώνει γι’ αυταπάτες —/όποιο κι αν είναι το πάθος μου, επιστρέφει».
Ο νόστος, οι ξένοι τόποι, ο εξωτισμός, η μνήμη και ο κόσμος ως μια συμβολική παράσταση, είναι ορισμένα από τα σημάδια που υπάρχουν στη συλλογή του Γιώργου Βέη Καταυλισμός (εκδ. Ύψιλον).
Πρόκειται για ποίηση υπαρξιακού ταξιδιού που κουβαλάει την αγωνία του βίου, του έρωτα, αλλά και του αέναου ταξιδιού.
Η δύναμη των εικόνων του Βέη μετατρέπουν τους στίχους του σε στοχαστικά τοπία που, θαρρείς, μπορείς να αποκτήσεις μαζί τους απτική σχέση.
Ενδεικτικά:
(Επαναπατρισμός): «Η θερισμένη στην ώρα της σίκαλη/ το άγριο κανναβούρι/μια βελανιδιά στην άκρη του θέρους/ ή μήπως από μουσική όλα/ ένα νεκρομαντείο στη στροφή δεξιά/ η γερακίνα έτοιμη να σ΄ αρπάξει για τα καλά/ ενώ το πορφυρό κοχύλι, ο ορίζοντας/ ανοίγει δύο από τα μυστικά του. […]Ένα ζευγάρι πέρδικες / από την πατρίδα των αναμνήσεων/ κοντοστέκονται, δείχνουν αμέσως ουρανό/ όλες οι σημασίες βέβαια στ’ αγκάθια/ στ΄ αγριόχορτα οι αλήθειες».
Mπορεί το καλό να νικήσει το κακό; Είναι η καλοσύνη το τελευταίο οχτυρό μας; Η ποίηση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη όπως μάς παραδίδεται στη συλλογή της Ημέρες καλοσύνης (εκδ. Πόλις) είναι σημερινή, πολιτική με την καθαρή ουσία του θέματος.
Ανοίγει το βλέμμα της προς όλη την Ευρώπη (παρελθόν και παρόν) θέλοντας να καταδείξει πως ζούμε σε έναν κόσμο που αναδιατάσσεται συνεχώς. Παράλληλα, για πρώτη φορά στην εργογραφία της, γίνεται περισσότερο εξομολογητική αφήνοντας ακόμη και ερωτικά αποτυπώματα στους στίχους της. Μια εξόχως ιδιαίτερη ποιητική φωνή.
Ενδεικτικά:
«Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή./Σκύβει το κεφάλι αυτή;/Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου./Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ/το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της./Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,/από κοντά, με τις περούκες/και τα φιογκάκια στα παπούτσια/σ' έναν χορό που σας κρατά/δεμένους χώρια./Κι όταν ο φόβος/σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά/απογεύματα με γεύση χώματος,/να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·/γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν/κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·/μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως/πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες./Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,/μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος./Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες./Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως».
Πολιτική, προσωπική και κοινωνική είναι η ματιά του Δημήτρη Βούλγαρη. Η ποιητική του συλλογή Οι ένοικοι των ημερών (εκδ. Σμίλη) δεν είναι μια απλή διαμαρτυρία απέναντι σε μια κοινωνία που τελεί υπό καθεστώς χαύνωσης.
Είναι μια μεγάλη διερώτηση για το πού πάει το πράγμα, μια εδραία αμφισβήτηση, αλλά και μια ποιητική πρόταση που στηρίζεται στην απλότητα και την ευθυβολία της.
Ενδεικτικά:
(ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ): «Σβήνουν οι άνθρωποι/Σαν τις σκιές/Χαράματα στα πεζοδρόμια./Ξένοι με ξένων σιωπή/Να τους βαστάει το χέρι στο φευγιό.//Κι όσοι θυμούνται/Ρίχνουν το βλέμμα στο κενό για λίγο/Κι έπειτα ξεχνούν./Είναι το σύνηθες/Γιατί αλλιώς δεν έχει άλλο μέλλον/Μήτε παρόν αυθύπαρκτο και βιωμένο από κοινού/Κι ως είναι φυσικό/Όσο φυτεύεις παρελθόν κι αυτό θεριεύει/Θερίζεις χάπια ή οινόπνευμα/Ή όποια άλλη τρέλα είναι συμβατή/Για να σταθεί και να ριζώσει ο νους.//Μα δεν κρατούν τα γόνατα/Και τα τραγούδια και τα ποιήματα/Και θέλει κι άλλο λίγο ακόμα/Κι όλοι μας ξέρουμε/Η ιστορία αυτή πού καταλήγει».
Aνάμεσα στη ζωή και τον θάνατο κινείται η ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Σιαχάμη Άδης απαλώς (εκδ. Κίχλη),. Τα πεζοποιήματά της έχουν έντονη εικονοποιία, είναι αισθαντικά, ερωτικά και δραστικά ως προς την αμεσότητά τους.
Η ζωή αντιμάχεται τον θάνατο, ο οποίος σε αρκετά ποιήματα κάνει στην εμφάνισή του, όχι με τη μορφή ενός φοβερού θεριστή που έρχεται να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο του ανθρώπου με τη ζωή.
Ενδεικτικά:
(Μικρή συνομιλία με τον Αρθούρο Ρεμπώ): «Εκείνο το απόγευμα η Δύση έπεσε στα πόδια μου. Έσκυψα, τησήκωσα, την πήρα στα γόνατά μου, δεν τη βρήκα πικρή ούτε τηβλαστήμησα, Αρθούρε. Την άφησα να μου περάσει τη θηλιά της στον λαιμό. Μέσα μου είχε φυτρώσει άγριο, κόκκινο χορτάρι. Πρέπει να βρω μια γλώσσα όταν κόβεται το φως’’.
Η Αντιγόνη είναι ένας αναλλοίωτος μύθος. Ο Σοφοκλής μάς παραχώρησε αυτή την ηρωίδα που λειτουργεί ως σύμβολο αντίστασης σε κάθε τυφλή εξουσιαστική βούληση.
Ο Νίκος Μπατσικανής με τη ποιητική σύνθεσή του Αντιγόνη (εκδ. Νίκας) δεν ακολουθεί το νήμα του αρχαίου, ούτε τον μετεγγράφει. Αυτό που καταφέρνει να αναδείξει είναι η διαρκής πάλη των γυναικών κατά της πατριαρχίας και των λογής διώξεων που υφίσταται.
Είναι ένα αίτημα ανθρωπιάς που ο Νίκος Μπατσικανής το μεταστοιχειώνει σε ποίηση.
Ενδεικτικά:
«Εδώ, στα νύχια της νυχτιάς/να συλλογιέμαι πάλι.//Μοναδική μου συντροφιά/της σκέψης το μπεγλέρι.//Η φαντασία έχει φτερά/και το μυαλό δαιδάλους.//Πετώντας χάνομαι ψηλά/στου λογισμού τα νέφη.//Η μνήμη φίδι ζωντανό/
αι σέρνεται ολούθε..//Σκιές σαλεύουν γύρω μου//ψυχές βασανισμένες.//Είναι που βράδιασε νωρίς/και μαύρισε η καρδιά μου».
H αρχαία Νικόπολη, πολη της Ηπείρου που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους, δίνει το ποιητικό έναυσμα στην Λαμπριάνα Οικονόμου στην τρίτη ποιητική συλλογή της Νικόπολη (εκδ. Κοβάλτιο).
Έμπνευση για την ποιήτρια αποτελεί ο συγκεκριμένος τόπος και η Πρέβεζα για την δημιουργία αυτής της συλλογής.
Η Οικονόμου δοκιμάζεται ακόμη και με την πεζόμορφη ποίηση στο τέλος της συλλογής. Ένα εφραστικό πείραμα που βαίνει καλώς.
Ενδεικτικά:
«Ύστερα ξανοιχτήκαμε: «Ποιος τόπος;»/μουρμούρησες του ύπνου./«Στον δρόμο για τα τείχη», αποκρίθηκα/και κοίταξα το βάθος: μπλε/ηλεκτρικό, πιο μέσα/γκρίζο των βουνών./Ένα μακρόβιο πηγαινέλα/στο σπίτι και στην ύπαιθρο./Στ’ αυτιά μου η φωνή του/ακατάσχετη: για τη ζωή/και την προσπάθεια του ζώου/― μικρός όπως το χαμομήλι και κοφτερός/σαν τρωκτικό./«Γνωρίζω αυτό το άπληστο σκοτάδι,/μα έχω πίστη σε καλόβολες καρδιές/και ίσως στην επανάσταση που κρούει επί θύρας./Εξάλλου, είσαι στο κόλπο κι εσύ,/που αποκαλύπτεις πέτρες/μεσ’ από τα ερείπια».
Ποιήματα που ανοίγονται μέσα στο χρόνο, έτσι όπως γράφτηκαν μέσα σε διάστημα είκοσι πέντε ετών, συναποτελούν τη συγκεντρωτική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη Μια απέραντη ματιά (εκδ. Βακχικόν).
Στο πρώτο μέρος του νέου της βιβλίου, συνδιαλέγεται, με θεατρικούς ήρωες και κείμενα, με τα οποία έχει ασχοληθεί κατά την πολύχρονη και ποικιλότροπη ενασχόλησή της με το θέατρο.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, καταθέτει το ανοίκειο βλέμμα της για τον κόσμο που μας περιβάλλει, μοιράζεται εμπειρίες με τους αναγνώστες, με διάθεση άλλοτε παιγνιώδη, άλλοτε σοβαρή, ενώ στο τρίτο και τελευταίο μέρος, σε μία μικρή ποιητική σύνθεση, επιχειρεί την αποτύπωση με λέξεις μιας εσωτερικής αντίληψης του σώματος, μιας ιδιάζουσας και βασανιστικής σωματικότητας.
Ενδεικτικά:
«Στένεψε η λωρίδα πολύ/ Το σώμα λικνίζεται/ Αβέβαιη κίνηση/ Τα γόνατα έχουν πυρετό/ Μπάλες φωτιάς/ Απωθημένα, συμπλέγματα/ Όλα εκεί/ Δρόμοι οι μύες/ Δρόμοι τραχείς/ Βουνά κακοτράχαλα/ Η ζωή μου».
Μια προσευχή είναι η ποιητική συλλογή της Όλιας Λαζαρίδου Η προσευχή του ελάχιστου (εκδ. Εστία). Μια προσευχή που χρησιμοποιεί την ποιητική φόρμα για να εκφραστεί. Είναι η προσευχή μιας γυναίκας που θέλει να διατηρήσει ζωντανό το παρελθόν. Τότε που ήταν κορίτσι.
Ο έρωτας, το σμίξιμο, ο αποχωρισμός και η απώλεια ενυπάρχουν μέσα στην προσευχή που κοντράρεται με το πεπερασμένο φέγγος της καθημερινότητας. Το βίωμα σ΄αυτές τις περιπτώσεις επικρατεί.
Ενδεικτικά:
«…Τα βράδια, μερικές φορές,/δεν μπορώ να κοιμηθώ,/δεν ξέρω τι να τους κάνω όλους αυτούς,/όλα αυτά, που έχω μαζέψει μες στη μέρα,/τριγυρνάνε στον ύπνο μου.//Κουβαλάνε μαζί τους απομεινάρια ασυνάρτητα, ξεκομμένα,/δυσκολεύομαι να τα συνδέσω,/παραμιλάω,/ένα κορδόνι παπουτσιού, ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο,/τους δίνω ονόματα,/ψάχνω πέρασμα κι αυτοί αντιστέκονται,/ακόμα και στον ύπνο μου αντιστέκονται.//Εδώ τα φυλάω//Όλα…».
Πρώτη ποιητική συλλογή για την Καλλιόπη Αλεξιάδου. Τέχνη προς αποφυγή (εκδ. Ιωλκός) είναι μια φρέσκια ματιά πάνω στην τέχνη της ποίησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αλεξιάδου όχι μόνο δεν την θεοποιεί αλλά πολύ συχνά στα ποιήματά της παίζει μαζί της, την αποστρέφερται χωρίς ενοχές, για να επιστρέψει πάλι σ΄αυτήν. Μια πρώτη εμφάνιση που αξίζει να την προσέξουμε.
Ενδεικτικά:
(ΚΟΡΗ ΜΙΑ): «Έριξα μια κρυφή ματιά έξω από μένα/και είδα την ολότητα/και είπα, ναι,/είναι μία από σένα,/είναι εσύ/και είσαι εκείνη/από το ίδιο άχρονο υλικό./Ποιος θα πει πως δεν υπήρξε;/Ποιος θα πει πως δεν υπήρξα;/Ποιος θα τολμήσει να πει πως δεν υπήρξα·/κι έτσι πασχίζω,/πασχίζω για το αποτύπωμα/το έξω από μένα/και κάπου εκεί τη χάνω,/γιατί εκείνη/είναι ελεύθερη της μακρόστενης ανάγκης μου./Εκείνη δεν είναι εγώ·/είναι άνεμοι, είναι άστρα, θάλασσες, ουρανοί, είναι ήλιοι·/κι ας λέει πως είναι απλώς/ένα κορίτσι/σαν όλα τ' άλλα».
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).