Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Ο ζεστός αέρας που ένιωθα να περνά από την ανάκλιση της μπαλκονόπορτας, είχε γυρίσει εδώ και λίγη ώρα σε κρύο ρεύμα. Τα πόδια μου, μετά από λίγο πρέπει να είχαν μελανιάσει γιατί δεν ένιωθα τίποτα. Μόλις πήγα να ανασηκωθώ και να κάνω μπροστά, το πουκάμισο στην πλάτη μου ήταν μούσκεμα, ενώ νερό έσταζε από το πίσω μέρος του κεφαλιού στον αυχένα. Ένα ρίγος με διαπέρασε, πετάχτηκα από την καρέκλα μου και κοίταζα απορημένος μια το ταβάνι, μια το χαλί και μια το σκληρό, καλοκαιρινό φως και τις αντανακλάσεις του στο μικρό γραφείο.
«Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ κι αμέσως άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταγόνες πάνω στην κάπα μου. Διακεκομμένες αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό και φώτιζαν στιγμιαία το θαμπωμένο τοπίο. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα μόνος τότε. Εντελώς ξαφνικά ανέβηκε στο μυαλό μου μια εικόνα αδιέξοδου. Συχνά το πάθαινα αυτό και είχα βρει τρόπο να το αντιμετωπίζω. Πήγα και σταμάτησα το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου, απ’ τη μεριά που φαινόταν η κοιλάδα. Το ένα πόδι αφημένο στο πετάλι, το άλλο ακουμπισμένο στη γη. Παρακολουθούσα το χάος που άρχιζε ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Το ακανόνιστο τοπίο. Τις καλλιέργειες των ανθρώπων στις πλαγιές».
Δεν θυμάμαι πότε ήταν η προηγούμενη φορά που ένα βιβλίο με είχε βάλει τόσο έντονα στην ατμόσφαιρά του, στις κλιματολογικές συνθήκες μιας σκηνής. Διαβάζοντας (καθυστερημένα) τον (βραβευμένο με Κρατικό βραβείο) Ταχυδρόμο (εκδ. Εστία) του Γιώργου Παπαδάκη, σταδιακά αφέθηκα, όπως αφήνεται και ο ήρωας του βιβλίου σ’ αυτό που ονομάζει ζωή. Αφήνεται ολοκληρωτικά και άβουλα. Καθώς διασχίζει με το ποδήλατό του τα ορεινά χωριά των Χανίων, έρχεται αντιμέτωπος με ένα ισχυρό κοινωνικό πλέγμα που επιτάσσει άμεσα γάμο, παιδιά, απομάκρυνση από φίλους.
Δεν είναι κουτός, δεν του λείπει μυαλό, δεν έχει προβλήματα αντίληψης της καθημερινότητας. Δέχεται στωικά και χωρίς να υποψιάζεται δόλο εκ μέρους των άλλων, κάθε μια αναποδιά, κάθε τι που τον εκτρέπει από τον –μέχρι εκείνη τη στιγμή– ρου της ζωής του.
«Επέστρεψα στο σπίτι, περίμενα να ξυπνήσει ο γιος, άφησα την Αρτεμισία να πλένει τα ρούχα του. Άκουσα ότι ξύπνησε. Γέμισα το πιάτο, να του το πάω στο κρεβάτι. Στο διάδρομο σταμάτησα. Έβγαλα το σακουλάκι με το δηλητήριο που μου είχε δώσει η Ελπινίκη. Το άδειασα μέσα στο πιάτο. Όλο το άδειασα. Ύστερα δεν άκουγα, δεν έβλεπα. Η νύχτα μπήκε στα μάτια μου. Ένιωθα πως μεγάλωνα κι έβγαινα έξω από το δέρμα. Αλλά εκεί, έξω από μένα, δεν ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ, γιατί δεν υπήρχε καθόλου χρόνος».
Το επίτευγμα στο μυθιστόρημα του Παπαδάκη, δεν είναι ούτε η τραγική ιστορία που αφηγείται, ούτε ο τρόπος της αφήγησης αλλά ο ίδιος ο ήρωας – ταπεινός, άβουλος, βολικός. Διαθέτοντας ένα ψυχικό ισοκράτημα, που με τα χρόνια ατσαλώθηκε, την κρίσιμη στιγμή δεν είχε καμιά δυνατότητα να «λυγίσει» και έσπασε. Ο τρόπος που φωτίζονται οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα, όσο το σαράκι κατατρώει το μέσα του, είναι η σπουδαία συμβολή του Γιώργου Παπαδάκη στην ελληνική πεζογραφία.
«Μικρό το καλοκαίρι μεγάλος ο καιρός / κανείς όμως δεν ξέρει ποιος θα `ναι ο τυχερός». Ο στίχος αυτός του Νίκου Γκάτσου έπαιζε σε λούπα (στο κεφάλι μου) τους τελευταίους τρεις μήνες, ενώ αυξομειώνονταν η ρυθμική του ταχύτητα, ανάλογα με το αν περπατούσα ή στεκόμουν, αν προσπαθούσα να συγκεντρωθώ και να θυμηθώ κάτι ή αν φυλλομετρούσα βιβλία μέχρι να καταλήξω σε αυτό που θα διαβάσω.
Τη στιγμή που πήρα μπροστά μου το βιβλίο του Αλέξανδρου Ίσαρη Έξι περίπατοι (εκδ. Κίχλη), η μουσική φράση τελείωνε και σταμάτησε να επαναλαμβάνεται. Η κομψή πρόζα του Ίσαρη, έφερε εικόνες ολοζώντανες, ήχους και μυρωδιές από μέρη όπου έκανε τους περιπάτους του – με μεγάλες παρέες στο παρελθόν, κατά κανόνα μόνος εδώ και αρκετά χρόνια. Οι Σέρρες των εφηβικών του χρόνων, το Βερολίνο που μένει ίδιο, εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, κι ας έπεσε το τείχος, η Βιέννη με τα εκπληκτικά κτίρια και η βόλτα που καταλήγει στον Δούναβη.
«Το κυρίαρχο αίσθημα σ’ όλες τις περιόδους της ζωής μου ήταν ο φόβος. Μικρός φοβόμουν τους δασκάλους, τους γονείς μου και τους νταήδες της τάξης. Αργότερα φοβόμουν τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς, τους καθηγητές του Πολυτεχνείου, τους προϊσταμένους. Φοβόμουν την απόρριψη, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, φοβόμουν τους ασυνείδητους εκδότες, τις πολύξερες διορθώτριες, τους φαντασμένους γκαλερίστες, τις αρρώστιες, τη μοναξιά, την προδοσία, την κακία των στερημένων, τις συκοφαντίες. Αυτό που δεν με φόβισε ποτέ ήταν ο θάνατος».
Η πρόζα του Αλέξανδρου Ίσαρη χαρακτηρίζεται από θλιμμένη αξιοπρέπεια, ηχεί σαν λιντ του Richard Strauss ή σαν την Ella Fitzgerald όταν τραγουδάει: “Oh, please, have some pity / I'm all alone in this big city”. Αν και μοναχικοί, οι περίπατοι του Ίσαρη στις μεγάλες πόλεις, περιλαμβάνουν πάντα κάποιον νοερό αποδέκτη των σκέψεων και των συλλογισμών του.
«Στη Βιέννη είμαι πάντα μόνος και συνομιλώ νοερά με τους μεγάλους λογοτέχνες, μουσικούς και φιλοσόφους που έζησαν εκεί. Οι περισσότερες από αυτές τις συζητήσεις διεξάγονται ανάμεσα σ’ εμένα και τον Ρόμπερτ Μούζιλ, τον συγγραφέα που επηρέασε όσο κανείς άλλος τη σκέψη μου».
Και αλλού:
«Όταν φτάνεις στο Τέγκελ ή στο Σαίνεφελντ, ακόμα και όταν δεν σε περιμένει κανείς, δεν πειράζει, γιατί σε περιμένει το Βερολίνο».
Ο καλαίσθητος τόμος με τα έξι αφηγήματα περιλαμβάνει και ένα έβδομο, παλαιότερο μεν, ιδανικό επιστέγασμα δε. Πρόκειται για το «Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς», που αρχικά δημοσιεύθηκε στη Lifo το 2011 και την επόμενη χρονιά, κυκλοφόρησε αυτοτελώς στη σειρά της Κίχλης «Τα άστεγα». Η ιστορία αφορά την πρώτη φορά που ο συγγραφέας επισκέφθηκε την Τήνο, έπειτα από ανάθεση που του έγινε, στο πλαίσιο της κυκλοφορίας ενός λευκώματος από το εξωτερικό, για να αποτυπώσει το κοιμητήριο στον Πύργο. Το φως και οι αντανακλάσεις από τα μάρμαρα, που βρίσκονται παντού, δημιουργούν μια μοναδική αίσθηση. Η φιλοξενία των ντόπιων, το μαγευτικό τοπίο και η ιστορία των κτισμάτων και των νεκρικών πλακών από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ήταν ορισμένα από τα στοιχεία που τον ώθησαν να πάρει μια παράτολμη απόφαση, για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ: Ζήτησε και αγόρασε εκεί έναν χώρο, για την τελευταία του κατοικία.
«Όπως έμαθα από ντόπιους που γνώρισα, τον νεκρό τον σκεπάζουν ακόμα και σήμερα με άνθη ή φύλλα λεμονιάς, τον τυλίγουν μ’ ένα λευκό σεντόνι και για προσκέφαλο του βάζουν ένα μαξιλάρι χωρίς κόμπους, γεμισμένο με λεμονόφυλλα. […]
»Εκείνη τη στιγμή κάτι άστραψε στο μυαλό μου· μια σκέψη, που σε λίγο μετατράπηκε σε σφοδρή επιθυμία. Ήθελα να με θάψουν σ’ εκείνο το σημείο, στο ωραιότερο νεκροταφείο των Κυκλάδων, δίπλα στα περήφανα κυπαρίσσια, τυλιγμένο με άνθη λεμονιάς, μέσα σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι. Είδα την ψυχή μου να φτερουγίζει πάνω από τη γη της Τήνου, να χαμηλώνει πάνω από τον Πλάτανο, να εκτινάσσεται ως τη θάλασσα και να κάθεται μεταμορφωμένη σε γλάρο στον φάρο του Πλανήτη· να αναβοσβήνει πεταρίζοντας κι ύστερα να διαχέεται πάνω από τα φαλακρά βουνά».
«Έχει σημασία αν ξέρεις πώς γράφτηκε η κάθε λέξη ενός βιβλίου;» αναρωτιόταν η Βάσια Τζανακάρη πριν από δύο εβδομάδες, σε ένα θέμα με επιλογές βιβλίων από εννέα συγγραφείς. Διαβάζοντας αυτή τη φράση, σκεφτόμουν πως το ίδιο θα μπορούσα να πω κι εγώ για το δικό της βιβλίο. Το Αδελφικό (εκδ. Μεταίχμιο), αν και έχω διαβάσει μεγάλο μέρος του σε πολλές φάσεις μέχρι να ολοκληρωθεί, τώρα που εκδόθηκε (με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο, βασισμένο σε μια φωτογραφία της Μυρσίνης Γκανά) το διάβασα και πάλι. Το τυπωμένο και οριστικό κείμενο έγινε ο δρόμος προς το χωριό των Σερρών, το Αδελφικό, εκείνο που ένας μύθος έλεγε ότι πηγαίνοντας σ’ αυτό ξεχνάς ό,τι άσχημο σου έχει συμβεί. Εκεί είχαν καταφύγει η Μάρω και ο Μελισσινός, μια ανύπαντρη μητέρα ενός μωρού και διορθώτρια σε εφημερίδα και ένας χειρουργός. Η Μάρω ερχόταν από την Αθήνα, ο Μελισσινός από τη Θεσσαλονίκη. Κι όμως κάποτε, οι ζωές τους ήταν πολύ κοντά, κινούμενες όμως παράλληλα. Το Αδελφικό έγινε το σημείο τομής τους.
«Στο Αδελφικό συνήλθα κάπως. Οι αλλαγές πάντα βοηθάνε ακόμα και τους πιο πείσμωνες. Στην αρχή είχα προσπαθήσει να μάθω πλαγίως αν οι κάτοικοι γνώριζαν για τις υποτιθέμενες ιδιότητες του χωριού, αν υπήρχαν καταγραφές συμβάντων, αλλά δεν έβγαλα άκρη, κάποιοι είχαν γελάσει, άλλοι δεν καταλάβαιναν καθόλου τι τους έλεγα, και σύντομα σταμάτησα τις ερωτήσεις γιατί τους έβλεπα να με κοιτάζουν παραξενεμένοι, σαν να με θεωρούσαν σαλεμένο – όπως, για παράδειγμα, ο καθηγητής από την Αγγλία. Ήταν ένας άντρας στην ηλικία μου. Δίδασκε στο πανεπιστήμιο στο Μάντσεστερ και είχε καταφτάσει μια μέρα για να επισκεφτεί τη μάνα του. […] Ανταλλάξαμε μερικές πληροφορίες για το ποιόν μας – δεν φαινόταν να υπάρχει ιδιαίτερο πεδίο συνεννόησης, ο άνθρωπος ζούσε στο Μάντσεστερ και δεν ήξερε τους Joy Division. Όταν η αναπόφευκτη αμήχανη σιωπή της Μία Γουάλας έπεσε στο τραπέζι μας, τον κοίταξα, πήρα βαθιά ανάσα και έκανα την ερώτηση που με βασάνιζε τόσον καιρό. «Υπήρχε μήπως ποτέ κάποιος θρύλος για το χωριό; Για κάποιες ιδιότητες, ίσως, πώς να τις πω, ιδιαίτερες», είπα διστακτικά και συνέχισα εξηγώντας. Με κοίταξε τόσο παραξενεμένος που ντράπηκα. «Μιλάτε δηλαδή για μεταφυσικές ιδιότητες;» είπε εμβρόντητος και ένιωσα τόσο ανόητος που σηκώθηκα απότομα, ζήτησα συγγνώμη κι έφυγα».
Ο Μελισσινός, ορθολογιστής και με πίστη στην επιστήμη του, έχει περάσει όλα του τα χρόνια κρατώντας αποστάσεις από κάθε τι καλλιτεχνικό και αμφίσημο. Ήξερε τόσο τι ζητούσε από τη ζωή του, όσο και ότι δεν το είχε βρει ακόμα. Ένα ιατρικό λάθος, που στοίχισε τη ζωή ενός ασθενή του, κλόνισε την κοσμοθεωρία του και τον έστειλε στο Αδελφικό.
Η Μάρω, ανήσυχη φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, κατεβαίνει στην Αθήνα για ν’ ανοίξει τα φτερά της και να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα. Το ρετιρέ της πλατείας Αμερικής μοιάζει ιδανικό εφαλτήριο, μέχρι τη στιγμή όπου όλα θα πάνε στραβά και το διαμέρισμα θα τυλιχτεί στις φλόγες. Την επόμενη στιγμή, η Μάρω, το μωρό και ό,τι διασώθηκε από την πυρκαγιά, ταξίδευαν οδικώς προς το Αδελφικό.
«Καθώς βάδιζα με προσοχή στον διάδρομο, μια δίνη με τράβηξε στο παλιό μου δωμάτιο, παραπάτησα, γλίστρησα σε ένα από εκείνα τα αμμουδερά σκαλοπάτια της θάλασσας και έπεσα στο κενό, στην άβυσσο, με είδα ξαπλωμένη πεντάχρονη πάνω στο κρεβάτι να παίζω με τα λούτρινα ζωάκια μου, να κουνάω πάνω κάτω τα πόδια με το άσπρο οπάκ καλσόν και τα κόκκινα λουστρίνια, και έπειτα ανακάθομαι δέκα χρονών με κόκκινες γαλότσες, τις κούκλες σε ένα κουτί που μου έδωσε η μαμά για να μπει στο πατάρι, τα λούτρινα παραταγμένα στο κρεβάτι, και μετά ξαπλώνω ξανά μπρούμυτα πάνω από ένα βιβλίο, το cd player μπροστά μου παίζει Tindersticks, ένα ζευγάρι κόκκινα Doc Martens μπροστά στο κρεβάτι, διαβάζω υπό το αυστηρό βλέμμα του Νικ Κέιβ. […] Ακούω μια ακατάληπτη φωνή, τη δική μου, μπλεγμένη με του Στιούαρτ, κλείνω τα μάτια, κάτι σκέφτομαι, τι σκέφτομαι, πώς σκέφτομαι;
Όπως με παρατηρούσα να γυρίζω τις σελίδες και να απομνημονεύω παράγραφο-παράγραφο την Ιστορία Δέσμης σκεφτόμουν ότι οι παλιές εκδοχές του εαυτού μας μπορεί να ζούσαν σε ένα παράλληλο σύμπαν, ενώ εμείς προχωρούσαμε προς ένα λειψοί. Ήθελα να συναντήσω έστω μια παλιά εκδοχή του Βασίλη. Πισωπάτησα και βγήκα στην επιφάνεια».
Το μυθιστόρημα είναι διαρθρωμένο σε δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Η Μάρω και ο Μελισσινός διατρέχουν τις ζωές τους, έρχονται αντιμέτωποι με τις λάθος αποφάσεις, προσπαθούν να ξεχάσουν και να συμφιλιωθούν με την απώλεια. Στο Αδελφικό οι ζωές τους τέμνονται και επάνω σ’ αυτή την τομή, θα χτίσουν ένα καταφύγιο, όπου θα επουλώσουν τα τραύματά τους. Όταν η ανωνυμία της μεγάλης πόλης γίνεται ανυπόφορη για τη Μάρω, η φυγή προς το Αδελφικό είναι μια άτυπη επιστροφή στην παιδική ηλικία και στην ασφάλεια της οικογένειας. Εκεί βρίσκεται ήδη η μητέρα της με τον αδελφό της, τον Βασίλη, σε μια προσπάθειά του να μείνει μακριά από το αλκοόλ. Όταν η Μάρω φτάσει στο χωριό, και για όσο θα αναζητά τον Βασίλη, ο οποίος είναι διαρκώς απών, ξεδιπλώνει με φλας μπακ τον ισχυρό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στα δύο αδέλφια, παρόλο που οι ζωές τους γρήγορα αυτονομήθηκαν.
Νοσταλγία για τα ανέμελα χρόνια της δεκαετίας του ’90, μουσικές και κινηματογραφικές αναφορές, διακριτές αφηγηματικές φωνές, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, δουλεμένη γλώσσα και μια πηγαία έφεση στο storytelling, έχουν ωθήσει προς τα εμπρός τη γραφή της Τζανακάρη προσδίδοντάς της αφηγηματική ωριμότητα.
«Στον ύπνο μου, άκουγα μουσική. Ξεχασμένες, θαμπές μελωδίες πλημμύριζαν το κεφάλι μου, ρευστές και διάφανες, γλιστρούσαν στις πτυχές του εγκεφάλου μου, ζωντάνευαν ναρκωμένες περιοχές και όταν ξυπνούσα ένιωθα σαν κάτι να έλειπε, σαν να ‘χα χάσει ένα μέλος του σώματός μου σε κάποιο φρικτό δυστύχημα. Άλλες φορές πάλι, λίγο πριν αποκοιμηθώ, τίτλοι από μυθιστορήματα, βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ· στίχοι από ποιήματα, καπνίσαμε –θυμήσου– ατελείωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ· ή από τραγούδια, ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε, έναν τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει σε χιονισμένα τοπία σε δέντρα από μελάνι, εμφανίζονταν με νέον γράμματα, σαν ταμπέλες μπαρ, κι ύστερα τσιτσίριζαν, καίγονταν κι έσβηναν. Πήγαινε καιρός που είχα σταματήσει να διαβάζω και να ακούω μουσική, δεν μπορούσα καν να ανακαλέσω τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν αυτές οι ασχολίες, τα στρίμωξα κάποτε σε ένα συρτάρι που φράκαρε, δεν έλεγε ν’ ανοίξει, μερικές φορές δοκίμασα, μα έβγαζε έναν ήχο σαν αλύχτισμα που μου ‘φερνε σύγκρυο κι έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια».
Ο μήνας τελειώνει και οι προβλέψεις για τον επόμενο είναι δυσοίωνες. Αναζητώ το φως: στους ανθρώπους, στη μουσική, στην πεζογραφία, στην ποίηση. Το φτενό βιβλίο βρίσκεται μέρες εδώ δίπλα και περιμένει τη σειρά του. Κορίνα Καλούδη Και βέβαια τους φοβάμαι (εκδ. Περισπωμένη). Το παίρνω στα χέρια μου και ένα ευγενικό μπιλιέτο γλιστράει από μέσα. Σήμερα μόνο οι ποιητές έχουν κρατήσει κάποιες από τις αβρότητες του παρελθόντος. Στον νου μου έρχεται στιγμιαία ο Μένης Κουμανταρέας.
ΠΑΤΕΡΑΣ
Το χέρι του έμοιαζε με σπίτι
Όταν ερχότανε το κρύο
άνοιγε να μπω
Δεν έφτανε ποτέ εκεί ο χειμώνας
Άγνωστη ακόμα η πορεία
Εύπλαστα τα σχήματα
Οι λέξεις μου ελάχιστες
αλλά επαρκούσαν
Κι όταν με σήκωνε ψηλά
φαινόταν εύκολη υπόθεση
να πιάσω το φεγγάρι
℘
ΤΟ ΞΕΡΩ ΠΙΑ
Τα πράγματα κυλούν στις ράγες
Οι σταθμοί πάντα στη θέση τους
Όμως το ξέρω πια
Αν δεν πηδήξουμε
δεν φτάνουμε ποτέ
℘
[Ήταν η αγάπη]
Ήταν η αγάπη
πιο πυκνή
απ’ το σκοτάδι
Τι να φοβηθώ;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα η Γκρέις Κέλι.