Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
«Ο Απρίλιος ήταν ο σκληρότερος μήνας» (so far). Πέρασε μέσα σε πυκνό σκοτάδι και σιωπή. Και ακινησία.
«Το Black out το παθαίνεις στον αέρα. Είναι αυτό που παθαίνω κάθε φορά που σε ψάχνω και δεν είσαι εκεί».
Ούτε κι αυτές οι φράσεις έφτασαν μέχρι το συναίσθημα. Το παγωμένο· το κρυμμένο· το κοιμώμενο. Μήπως, το απόν; Αλέρτ.
Ο μήνας πέρασε και οι στοίβες με τα βιβλία έμειναν ανέγγιχτες. Μια-δυο προσπάθειες επανασύνδεσης με τη διαδικασία της ανάγνωσης, έπεσαν στο κενό. Διάσπαση προσοχής, καθημερινή υπερπληροφόρηση για την πανδημία, διαμεσολαβημένες επαφές με φίλους, συγγενείς, συνεργάτες. Μπερδεύω τις μέρες, οι νύχτες μοιάζουν με μια ατελείωτη συνέχεια, όπου σκοτεινές ώρες μεγαλώνουν την απόσταση του παρόντος από την πάλαι ποτέ πληκτική «κανονικότητα».
Μια ψύχραιμη αποτίμηση της μέχρι τώρα κατάστασης, μέσω ενός βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε ίσως βάλει τα πράγματα στη θέση τους και με βγάλει από το βασανιστικό αναγνωστικό τέλμα. Ο Paolo Giordano, Ιταλός πεζογράφος και καταρτισμένος επιστήμονας με διδακτορικό στη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων, έγραψε το Περί μετάδοσης (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη) από τις 29 Φεβρουαρίου μέχρι και τις 6 Μαρτίου, στην αρχή, δηλαδή, της ασύλληπτης κατάστασης που θα βίωνε η Ιταλία το επόμενο διάστημα. Ο Giordano απαντά με ψυχραιμία και ακρίβεια σε όλα τα βασικά ερωτήματα που είχαν τεθεί εκείνες τις μέρες.
«Τα εμβόλια έχουν τη μαθηματική δύναμη να μετατρέπουν τους επίνοσους σε αναρρώσαντες χωρίς να περάσουν από το στάδιο της νόσου. Τα εμβόλια είναι σπουδαία επειδή μας προστατεύουν από τον ιό, αλλά έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων, επειδή μας απαλλάσσουν από την επιδημία. Δεν θα χρειαζόταν να εμβολιαστούμε όλοι. θα αρκούσε ένα επαρκές ποσοστό για να επιτευχθεί αυτό που ονομάζεται “ανοσία αγέλης”».
Η δοκιμασία με την οποία ήρθε αντιμέτωπος όλος ο πλανήτης (και δεν έχει τελειώσει ακόμα), και ειδικά η σφοδρότητα με την οποία επέλευσε ο SARS-CoV-2 από την Ιταλία, προκαλεί πανικό, θολή κρίση, σύγχυση καθώς και μεγάλη ευκαιρία για διασπορά ψευδών ειδήσεων και εκμετάλλευση ηλικιωμένων και ευάλωτων πολιτών.
«Ψάχνω μια περιεκτική φράση, ένα σύνθημα που μπορούμε να απομνημονεύσουμε, και να που το βρίσκω σε ένα άρθρο του περιοδικού Science το 1972: “More is Different”. Το περισσότερο είναι διαφορετικό. […] Το σωρευτικό αποτέλεσμα των ενεργειών μας στην κοινότητα είναι διαφορετικό από το άθροισμα των μεμονωμένων αποτελεσμάτων. Όταν είμαστε πολλοί, οι επιλογές μας έχουν παγκόσμιες συνέπειες, μερικές φορές αφηρημένες και δύσκολα αντιληπτές: στην επιδημία, η έλλειψη αλληλεγγύης είναι προπάντων έλλειψη φαντασίας».
Τα βιβλιοπωλεία βρίσκονται ανάμεσα στα καταστήματα λιανικού εμπορίου που επαναλειτουργούν αμέσως μετά το lockdown. Ψήγματα αισιοδοξίας ανάμεικτα με σκεπτικισμό και μετρημένες κινήσεις, τόσο για τους αναγνώστες όσο και για όλους όσοι δουλεύουν σε βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους.
Οι απολογισμοί δίνουν τη θέση τους σε επαναπροσδιορισμό των εκδοτικών προγραμμάτων. Οι πρώτοι νέοι τίτλοι εμφανίζονται στα βιβλιοπωλεία και λίγο μετά ξεκινά ένας εκδοτικός καταιγισμός. Ελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία αλλά και πολλά δοκίμια, μελέτες, οδηγοί επιβίωσης (εντός και εκτός πανδημίας). Μαζεύουμε όλες τις πληροφορίες και φτιάχνουμε ένα θέμα με 40 +1 βιβλία για το καλοκαίρι. Απολαμβάνω το στήσιμο του θέματος. Οργανώνω τα διαβάσματά μου, τα βιβλία που βρίσκονται στο γραφείο μου αλλά και τις νέες εκδόσεις που θα αρχίσουν να καταφτάνουν.
Και ξαφνικά, υποτροπή. Άρνηση. Αποστρέφω το βλέμμα από τα βιβλία γύρω μου, αποφεύγω να τα πάρω στα χέρια μου. Συγκεντρώνομαι στη δουλειά, κοιτάζω μόνο την οθόνη του λάπτοπ και όταν ξανασηκώνω το βλέμμα, ο ελέφαντας έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο μικρό μου δωμάτιο.
Ο μήνας μπαίνει και η χαλαρή αναγνωστική διάθεση καλύπτεται πίσω από ένταση, αγωνία και χαρά για το νέο, ολοκαίνουργιο σάιτ μας. Ψάξιμο, δοκιμές, ατελείωτα μέιλ και βγαίνουμε στον αέρα. Και οι δοκιμές συνεχίζονται μέχρι να τελειοποιηθεί. Τίποτα να μην ξεφεύγει, όλα να είναι αρμονικά, καλόγουστα και λειτουργικά. Καθετί που φτιάχνω είναι σαν την πρώτη φορά. Εντολές, κουμπιά, νέες δυνατότητες και ο αρχικός ενθουσιασμός γίνεται ήρεμη χαρά καθώς κοιτάζω κάποιες φωτογραφίες για ένα νέο πρότζεκτ που ετοιμάζουμε.
Είναι πολύ πρωί και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω αν θα ακολουθήσει μια συννεφιασμένη ή μια ηλιόλουστη μέρα. Ανοίγω την τσάντα μου, είναι εκεί δύο μέρες τώρα, αλλά ξέρω ότι αυτό θα είναι το βιβλίο που θα με ξαναβάλει στο παιχνίδι.
Δύο αδέλφια, μεσήλικες. Μια ιδιότυπη σχέση υπάρχει μεταξύ τους. Ο ένας σιωπά περιφρονητικά. Ο άλλος αναζητά απαντήσεις με επιμονή που κλιμακώνεται. Το κοινό τους παρελθόν, που τους διαμόρφωσε με τόσο διαφορετικό τρόπο, ίσως κρύβει τις απαντήσεις στα ερωτήματα του μεγάλου αδελφού. Ερωτήματα που υποβάλλονται υπό οριακές συνθήκες, καθώς ο μεγάλος αδελφός και αφηγητής, έχει δέσει, ακινητοποιήσει και φιμώσει τον μικρότερο αδελφό του, αναγκάζοντάς τον να τον ακούσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Με αυτά τα δεδομένα, μέσα σε μια συνθήκη ερεθιστική, ξεκινά το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη Πυθαγόρας (εκδ. Καστανιώτη).
«Δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου, έγινα γιατρός επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω με τίποτα σε κάτι έξω απ’ τον άνθρωπο, έγινα γιατρός γιατί η φυσική ήταν πιο κοντά στη λογική μου απ’ τη μεταφυσική, παράτησα τη Θεολογία και την Ελλάδα και φεύγοντας για το εξωτερικό αγάπησα τη Βιολογία και την Ανατομία, στράφηκα προς τον ουμανισμό, γιατί ο χριστιανισμός μού φάνηκε ουτοπικός, αιθεροβάμων, συναισθηματικός. Κι έτσι απομακρύνθηκα από σένα, εγώ ο μεγάλος αδελφός αποδείχθηκα πιο άβολος, εσύ ο μικρός πιο συντηρητικός, πιο κομφορμιστής, λιγότερο ριψοκίνδυνος, εσύ έμεινες στην πίστη κι εγώ, μολονότι απομακρύνθηκα, πάντα θαύμαζα τον παλμό και τη ζέση σου».
Ένας μονόλογος-απεύθυνση, του μεγάλου αδελφού προς τον μικρό, ο οποίος διακόπτεται συχνά για να παρεμβληθούν παραπληρωματικές σκέψεις και υποθετικά σενάρια, που κατασκευάζει ο μεγάλος αδελφός, και στα οποία ο μικρότερος έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις όπου πρέπει να μιλήσει, να εξηγήσει, να προασπίσει τη θέση του και τις επιλογές του. Κάπου εκεί, βρίσκει την ευκαιρία –με σαρκαστική διάθεση ή ετεροχρονισμένη ειλικρίνεια– να προασπίσει τις θέσεις του και τις επιλογές του και ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του:
«Αν ήμουν συγγραφέας, πραγματικός μυθιστοριογράφος κι όχι ευφάνταστος μυθοπλάστης, δεν θα ΄λεγα την αλήθεια, γιατί δεν είναι πιστευτή, ο αναγνώστης θα δυσανασχετούσε με τη γελοία δικαιολογία μιας εκδικητικής μανίας που δεν έχει λογική, που δεν βασίζεται σε αληθοφανή γεγονότα, ώστε ν’ αναδείξει μια τόσο νοσηρή ψυχολογία, που δεν μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια αντίδραση εκ μέρους σου. Ατελείς αιτιώδεις σχέσεις, αναιμική υπόθεση, προσκόλληση σε καθημερινές ασήμαντες στη μερικότητά τους οικογενειακές έριδες, μικρά και ταπεινά που δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος μιας μυθιστορηματικής σύνθεσης, τέτοια θα’ γραφαν οι κριτικοί, αν ασχολιόντουσαν με το βιβλίο μου, τέτοια και χειρότερα θα σκέφτονταν οι αναγνώστες, κουνώντας απογοητευμένοι το κεφάλι τους».
Όσο συνεχίζεται ο χειμαρρώδης αυτός μονόλογος, σχηματίζονται συμπληρωματικά, κυρίως μέσα από αντιθετικά ζεύγη, οι χαρακτήρες των δύο ηρώων, και διαφαίνονται τα πραγματολογικά στοιχεία και οι συνθήκες, που έφεραν στους δύο ήρωες στο αφηγηματικό παρόν του βιβλίου. Συνθήκες οριακά προσχηματικές, μιας και το ενδιαφέρον του βιβλίου σε κάποια στιγμή μεταφέρεται όχι τόσο στην πλοκή όσο στον τρόπο με τον οποίο τα δύο αυτά πρόσωπα συναντώνται στο εκφωνούμενο παραλήρημα. Η αξιοπιστία του αφηγητή τίθεται σε αμφισβήτηση αλλά πλέον ο αναγνώστης αφήνεται στον «επώδυνο μονόλογο» του μεγάλο αδελφού με τον τρόπο που το εγκλωβισμένο θήραμα παρακολουθεί τον κυνηγό του μέχρι «να επιτεθεί με κλειστά μάτια, με τεντωμένα τα νύχια, με όλους τους μυς του τανυσμένου κορμιού του να συνδράμουν στην ηρωική του έξοδο. Ηρωική όσο και μάταιη».
Έπειτα από δέκα περίπου χρόνια στο πόστο του κριτικού λογοτεχνίας με συνεργασίες σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και το σάιτ της Book Press, με εποπτεία τη σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και με ένα corpus κριτικών κειμένων διόλου ευκαταφρόνητο ως προς τον αριθμό και την ευρύτητα των κειμένων που σχολιάζει, ο Γιώργος Περαντωνάκης «κυοφορούσε» πρωτογενές υλικό και τη φιλοδοξία να περάσει (και) στην πίσω πλευρά της σελίδας με ένα κείμενο αξιώσεων. Βιβλίο που θα συζητηθεί και πιθανώς ν' ανοίξει για τον συγγραφέα μια πόρτα προς το θέατρο.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι –για μένα–, μια από τις παράπλευρες αλλά βασικές διαφορές της ποίησης από την πεζογραφία, είναι το αίσθημα εγγύτητας που νιώθω για έναν ποιητή, όταν με συγκινήσει η δουλειά του, σε αντίθεση με την de facto απόσταση που υπάρχει με τους πεζογράφους, τα έργα των οποίων είναι οι αναγνωστικές μου επιλογές κατά κύριο λόγο.
«Αν είναι
η ελπίδα κάτι φτερωτό,
δεν είναι ένα τυχαίο πουλάκι
που τινάζει τα φτερά
κι απογειώνεται
και που κουρνιάζει
ήσυχα
ανάμεσα σε πυκνά κλαδιά,
ούτε αετός
που επιβλέπει
άδειους κάμπους
κι εμφανίζεται
απ’ τον τεράστιο ουρανό
μόλις φανεί
το θήραμα.
Το λένε
σαρκοφάγο κολιμπρί.
Τρέφεται από το σώμα σου.
Κι αν μένει ακίνητο
συνεχίζει να πετά».
Η καινούργια ποιητική συλλογή της Μυρσίνης Γκανά Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ (εκδ. Μελάνι) είναι γεμάτη υπέροχα μικρά κρυπτικά ποιήματα. Για αγάπες που προσπέρασαν, για βλέμματα που δεν συναντήθηκαν, για ζεστά πρωινά και για κάθε είδους ανθοφορία. Από κελάρι σκοτεινό, αντλεί στιγμές αποτυπωμένες σε ευαίσθητο φιλμ και ακριβό απόσταγμα αισθημάτων, και φτιάχνει ποιήματα όπως αυτό:
«Μια μέρα ξυπνάς
και το πυκνό υφαντό
του κόσμου
δεν σε τυλίγει πια».
℘
«Τα πρωινά, τ΄ απογεύματα,
σε βαγόνι κλεισμένο
προσπαθεί ν’ αποφύγει
σώματα άλλα
το σώμα
μέσα στο οποίο υπάρχω,
αυτό, που με προδίδει σταθερά
και θα το κάνει πάλι
αν κάποτε, ποτέ, σε ξαναδώ,
κι ενώ εγώ θα πηγαίνω
κάπου αλλού
εκείνο θα έρχεται ολόκληρο
σε σένα».
Το εξώφυλλο πορφυρό. Αίμα συμπυκνωμένο που δεν αραιώνεται με τη συνάφεια του κόσμου. Λέξεις χαραγμένες με βεβαιότητα και οικονομία. Τα ποιήματα της νέας συλλογής του (άοκνου αναγνώστη και πολυεστιακού συγγραφέα) Γιώργου Βέη Βράχια (εκδ. Ύψιλον) διακρίνονται για την καθαρότητά τους, το πείσμα τους και την ελευθερία τους να πηγαινοέρχονται στον χρόνο, θρυμματίζοντας λίγο λίγο, τον βράχο της καθημερινότητας στον οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι.
Η ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του αυτήν τη λέξη
μάλλον αγνοούσε πλήρως την ύπαρξή της
ή μήπως μπέρδευε τη σημασία της
και δεν την εμπιστευόταν;
Ποιος ξέρει
πάντως κάποια στιγμή θα τη δει μπροστά του
μόλις θα φτάσει από το αστρικό ταξίδι της
στο μαξιλάρι του δίπλα
ολόσωμη
η Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών.
℘
ΜΕ ΤΟΥΣ ΨΑΡΑΔΕΣ
1.
«Χταπόδι απλωμένο στον ήλιο
η γλώσσα
θα ξεραθεί μέσα στο λιοπύρι
πιασμένη στα λάθη της
θέλει το αίμα της πίσω
να τη γλιτώσεις θέλει
έστω ως ανάμνηση των ερώτων».
6.
«Μα πώς μπορεί να φτάνει ως εδώ
στα σκίνα, στις προκυμαίες, στις τράτες
μαζί με τον άνεμο στο μεσαίο κατάρτι
κι ο Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ;»
Ο Χρήστος Μαρκίδης, εδώ και χρόνια διοχετεύει τις ανησυχίες του τόσο στον χώρο των εικαστικών όσο και σ’ αυτόν του γραπτού λόγου συνθέτοντας βιωματικά θεωρητικά κείμενα περί Τέχνης καθώς και μεστές ποιητικές συλλογές, όπως η τελευταία του Έρεβος ή το άλλο φως (Εκδόσεις του Φοίνικα). Διασχίζοντας και διερευνώντας μονοπάτια προσωπικά, συναντά το μαύρο φως, τον έρωτα και τη φύση, την αμφίβολη υπέρβαση του Είναι.
[…]
Ερχόμαστε πού; Πηγαίνουμε πού;
Ερημιά τρισμέγιστη.
℘
ΑΤΙΤΛΟ
Σχίζοντας κάθετα δύο μεγάλα χέλια
ξεπρόβαλε ένα μακρύ σπαθί
από τα σπλάχνα του ενός.
Παρ’ ολίγο να κοπώ
ολοσχερώς ήταν ακονισμένο.
℘
ΞΥΠΝΗΣΑ ΜΕ ΒΡΟΧΗ
Ξύπνησα με βροχή
Κρατούσα λέει στα χέρια μου
ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο
ωσάν τον ουρανό που αντίκρισα
ανοίγοντας με βιάση τα παραθυρόφυλλα.
Δύο εικοσιτετράωρα ο θεός
καταδέχτηκε να συνωμοτήσει στο νόημα
εκείνο των σαράντα ημερών, το μέγα.
Μα τα φαινόμενα ως είθισται απατούν
μέχρι το ποίημα να τραφεί
ήλιος ανέτειλε χλωμός, δεν συμφωνεί η φύσις.
Η βούληση από το συμβάν έτη φωτός απέχει.
Αυτό που χαρακτηρίζει συνήθως το πρώτο βιβλίο τόσο των πεζογράφων όσο και των ποιητών είναι η αδυναμία να ξεχωρίσουν και να επιλέξουν το καλύτερο υλικό τους. Η σύγχυση στη στόχευση έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτουν βιβλία χωρίς θεματικό ή υφολογικό κέντρο βάρους, βιβλία που συχνά αδικούν την πρώτη ύλη του συγγραφέα. Η Χαραλαμπία Πνευματικού με την πρώτη της ποιητική συλλογή απέφυγε όλους τους παραπάνω σκοπέλους κάνοντας ξεκάθαρη δήλωση για το θέμα της και τη μορφή των ποιημάτων της από τον τίτλο της κιόλας: Σε τρίτο ερωτικό – Χαϊκού (εκδ. Ιωλκός). Εκ των πραγμάτων τα χαϊκού είναι μια συμπυκνωμένη και απαιτητική φόρμα (τρεις στίχοι των 5,7,5 συλλαβών) και το αποτέλεσμα δικαιώνει πλήρως την Πνευματικού.
«Περνά ο χρόνος
ο άνθρωπος μοναχός
ζητά συντροφιά».
℘
«Κλαράκι λυγά
η αγάπη μου πάνω
στα βήματά σου».
℘
«Αναζητείται
έρως καθηλωτικός
κι αμοιβαίος».
℘
«Αηδονάκια
τα λόγια, κρυφοτρώνε
τις υγρές ψυχές».
℘
«Βυσσινόκηπος
μπλαβής και μαραμένος
η υπομονή».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα ο Anthony Perkins.