Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τον μήνα που μας πέρασε: σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων – πεζογραφίας και όχι μόνο. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, μένω στην Αθήνα τέτοια εποχή. Σ' ένα μεγάλο στρογγυλό γυάλινο τραπέζι έχω συγκεντρώσει βιβλία. Στοίβες με αδιάβαστα βιβλία. Μια από τις πολλές στοίβες θα μπορούσε να έχει κολλημένο επάνω της ένα post it: βιβλία που έχω ξεχωρίσει τους τελευταίους μήνες. Βιβλία που έχω βάλει στην άκρη για τότε που θα έχω χρόνο – δηλαδή για τώρα. Ξέρω ότι δεν θα προλάβω να τα διαβάσω όλα. Ξέρω ότι ενδιαμέσως θα ξεκινήσω άλλα, θα τα σταματάω κι αυτά, θα επιστρέφω στα πρώτα.
Τις τελευταίες μέρες το βλέμμα μου έπεφτε συνεχώς σε ένα εξώφυλλο. Ένα ξανθό κορίτσι περιμένει έξω από ένα κατακόκκινο αυτοκίνητο, κάτω από έναν απέραντο ουρανό. Αυτό το κορίτσι το ήξερα. Μ' αυτό θα ξεκινούσα, το είχα αποφασίσει.
Βιβλίο μικρό, μακρόστενο και φρεσκοτυπωμένο. Ατσαλάκωτο κι όμως δικό μου. Πιάνω το μολύβι.
«Το Λος Άντζελες μοιάζει με ανοιχτό μουσείο εκκεντρικών εκθεμάτων: τοπική "vernacular" αρχιτεκτονική· τοπία σαν πίνακες του Ντέιβιντ Χόκνεϋ· αστικό κενό· θηριώδεις οδικές αρτηρίες· η χαμένη αθωότητα των Beach Boys, η ιδιοφυΐα των Byrds. Από τον έναν ωκεανό στον άλλο· από το καλοκαίρι στον χειμώνα: ακολουθώντας τα ίχνη του ροκ εντ ρολ περνάω από το Μπέικερσφιλντ και προχωρώ προς τα ανατολικά, στην έρημο Μοχάβι και στο Λας Βέγκας. Όπως πολλοί Ευρωπαίοι στη Νότια Καλιφόρνια, όπως ο Αντονιόνι στο Zabriskie Point, ενδιαφέρομαι περισσότερο για την έρημο παρά για την πόλη. Αλλά, κάθε φορά που τα joshua trees διαδέχονται τους κάκτους της ερήμου, νιώθω ότι πλησιάζω στο Λος Άντζελες και πατάω το γκάζι για να φτάσω γρηγορότερα».
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι ταυτισμένη –για μένα– με μια διαρκή κίνηση, με απέραντους δρόμους, με γρήγορα αυτοκίνηταֹ με τον κινηματογράφο, το ροκ εντ ρολ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο Λος Άντζελες – Οδηγώντας στη Νότια Καλιφόρνια (εκδ. Μελάνι) περιέχει επιλογές από τα δύο πρώτα της βιβλία (Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ και Άλφαμπετ Σίτυ, τα οποία κυκλοφόρησαν το 1992 και το 1994 από τις εκδόσεις Δελφίνι) και κάποια ακόμα κείμενα που γράφτηκαν για την πρώτη έκδοση, το 2007. Όλα αναθεωρημένα, σε ένα κομψό και φροντισμένο τόμο.
Σ' αυτά τα πυρετικά κείμενα, τα οποία διακρίνονται από αποστασιοποιημένη ευαισθησία, η Σώτη Τριανταφύλλου κινείται μεταξύ εξομολόγησης και ιμπρεσιονιστικής καταγραφής της πόλης του Λος Άντζελες και των κατοίκων του. Εστιάζει στους παρίες, τους άστεγους, τους μετανάστεςֹ σε όλους εκείνους που συναντά στο πλάι του δρόμου στις νυχτερινές της διαδρομές είτε προς τους λόφους είτε προς τον ωκεανό. Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία της πόλης είναι ένας παράλληλος τρόπος να αφηγηθεί την ιστορία της.
«Φοινικόδεντρα, έρημος· κάκτοι· ιδιωτικά σπίτια του Frank Lloyd Wright και του Richard Neutra, ισπανική αποικιοκρατική αρχιτεκτονική, αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές απομιμήσεις, –κιτς "υπερβατικό"– λαϊκές πολυκατοικίες που όταν άρχισαν να κτίζονται στη δεκαετία του 1950, θεωρήθηκαν υφέρπων σοσιαλισμός: οι εκλεγμένοι που στήριζαν τα προγράμματα στέγασης δεν ξαναεκλέχτηκαν και οι "lo bottom" οικογένειες παρέμειναν στο ενοίκιο».
Σε κάθε γωνιά της πόλης, μέρα ή νύχτα, η αφηγήτρια συναντά τους κινηματογραφικούς της ήρωες. Βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους και για μια στιγμή γίνεται και η ίδια μέρος του μύθου.
«Τα δημοφιλέστερα σημεία του Λος Άντζελες συνδέονται με το σεξ και την παραβατικότητα: το Strip είναι σκηνικό noir – νάιτ-κλαμπ, στριπτιζάδικα ("topless", "nudies")· πορνογράφοι· προαγωγοί· στοιχηματζήδες· στη Δολοφονία ενός Κινέζου μπούκι ο Μπεν Γκαζάρα αιμορραγεί όρθιος έξω από το καμπαρέ του».
Το Λος Άντζελες της Σώτης Τριανταφύλλου είναι σαν μια σειρά από φθαρμένες φωτογραφίες πολαρόιντ, σκορπισμένες στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, καθώς αυτό αφήνει πίσω του την πόλη των Αγγέλων.
«Η γεωγραφία, η ιστορία και η κοινωνική αφήγηση του Λος Άντζελες είναι συνυφασμένη όχι μόνο με τη γεωγραφία (Κάλβερ Σίτυ, Μπέρμπανκ) και την ιστορία της κινηματογραφικής βιομηχανίας –ένα παλίμψηστο– αλλά και με την τέχνη της αφήγησης. Πώς αφηγούμαστε ιστορίες; Τι είναι πλοκή; Πώς δημιουργούμε χαρακτήρες; Τι είναι και πώς διαχειριζόμαστε τον αφηγηματικό χρόνο; Το Λος Άντζελες, αινιγματική πόλη· η πιο φωτογραφημένη πόλη στον κόσμο που δίνει τις απαντήσεις».
Πηγαίνω μέχρι τη βιβλιοθήκη, εντοπίζω εκείνα τα δύο βιβλία από τις εκδόσεις Δελφίνι και τα παίρνω μαζί μου. Βιβλία που δεν κυκλοφορούν πια. Σπάνια και πολύτιμα.
Χθες βράδυ πέθανε η Toni Morrison. Σπουδαία συγγραφέας, μοναδική προσωπικότητα. Μαχητική και ασυμβίβαστη. Με τα βιβλία της, με τη στάση της και τις δημόσιες παρεμβάσεις της εναντιώθηκε σε κάθε μορφή διάκρισης και ρατσισμού και αποτέλεσε η ίδια λαμπρό παράδειγμα θάρρους και επιμονής.
Το μυθιστόρημά της Jazz, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε αναθεωρημένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, δεν έχω προλάβει να το τακτοποιήσω δίπλα στα άλλα της βιβλία. Έτσι όπως είναι πρόχειρα ακουμπισμένο στη βιβλιοθήκη, το παίρνω και διαβάζω:
«Καθισμένη κάτω απ' το λιγοστό, αιχμηρό φως του μαγαζιού, παίζοντας μ' ένα μακρύ κουτάλι σ' ένα ψηλό ποτήρι, άρχισε να σκέφτεται μιαν άλλη γυναίκα σ' ένα άλλο τραπέζι, που παρίστανε πως έπινε από ένα φλιτζάνι. Τη μητέρα της. Δεν ήθελε να γίνει σαν κι αυτήν. Ω, ποτέ σαν κι αυτήν. Να κάθεται σ' ένα τραπέζι, μόνη στο φεγγαρόφωτο, ρουφώντας τον καφέ της από ένα λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι όσο ήταν γεμάτο και παριστάνοντας πως πίνει όταν είχε πια αδειάσειֹ περιμένοντας το πρωί που θα 'ρχονταν οι άντρες, μιλώντας χαμηλόφωνα σαν να μην ήταν εκεί γύρω άλλος κανείς παρά μονάχα αυτοί, σκαλίζοντας τα πράγματά μας, παίρνοντας ό,τι ήθελαν – ό,τι ήταν δικό τους, είπαν, έστω κι αν εμείς μαγειρεύαμε σ' αυτό, πλέναμε τα σεντόνια μας σ' αυτό, τρώγαμε απ' αυτό. Αυτό είχε γίνει αφού πρώτα είχαν σύρει μακριά το αλέτρι, το δρεπάνι, τι μουλάρι, τον χοίρο, τον κάδο και την πρέσα για το βούτυρο. [...] Κι όταν έφτασαν στο σπίτι όπου καθόταν η μάνα μας νανουρίζοντας ένα άδειο φλιτζάνι, τράβηξαν το τραπέζι κάτω απ' τους αγκώνες της και ύστερα, ενώ καθόταν εκεί μόνη, μονάχη με τον εαυτό της, με το φλιτζάνι στα χέρια, ξαναγύρισαν κι έγειραν την καρέκλα όπου καθόταν. Κι αυτή δεν αναπήδησε αμέσως, γι' αυτό την ταρακούνησαν λιγάκι και καθώς έμενε ακόμα καθισμένη –κοιτάζοντας μπροστά της, το κενό–, έγειραν την καρέκλα ακόμα πιο πολύ, όπως διώχνεις από ένα κάθισμα μια γάτα, όταν δεν θέλεις να την αγγίξεις ή να την πάρεις αγκαλιά [...]».
Το μικρό ταξιδιωτικό βιβλιαράκι της Σώτης κατάφερε και με ξεσήκωσε. Θέλω να ταξιδέψω μέχρι την Καλιφόρνια και ακόμα πιο μακριά. Για την ακρίβεια, θέλω να βρεθώ εκεί μ' έναν τρόπο μαγικό, γιατί καμιά φορά τόσο μεγάλα ταξίδια είναι κουραστικά. Εκτός και αν έχεις σημαντικό λόγο να τα κάνεις. Όπως ο κύριος Άρθουρ Πλην, που θα πήγαινε μέχρι το φεγγάρι, για να αποφύγει έναν γάμο, και συγκεκριμένα τον γάμο του επί εννέα χρόνια εραστή του – στον οποίο γάμο ήταν, φυσικά, καλεσμένος. Γεγονός, επίσης, είναι πως μέχρι την τελευταία στιγμή είχε την ευκαιρία να διαλέξει.
«Ο Φρέντι τον κοίταξε κατάματα. "Δεν μπορώ να έρχομαι πια εδώ".
"Καταλαβαίνω".
Ο Φρέντι φάνηκε σαν να ήθελε να προσθέσει κάτι, αλλά σώπασε. Είχε το βλέμμα ανθρώπου που προσπαθεί να κρατήσει στη μνήμη του μια φωτογραφία. Τι έβλεπε άραγε; Γύρισε την πλάτη στον Πλην κι έπιασε τα γυαλιά του. "Φίλησέ με σαν να με αποχαιρετάς".
"Κύριε Πελού", είπε ο Πλην. "Δεν λέμε στ' αλήθεια αντίο".
Ο Φρέντι φόρεσε τα κόκκινα γυαλιά του – κάθε φακός και ενυδρείο μέσα στο οποίο κολυμπούσε ένα γαλάζιο ψαράκι.
"Θέλεις να μείνω μαζί σου για πάντα;"
[...] Ο Πλην έσκυψε κι έδωσε στον Φρέντι ένα παρατεταμένο φιλί. Έπειτα τραβήχτηκε και είπε: "Αν καταλαβαίνω καλά, χρησιμοποίησες την κολόνια μου".
Τα γυαλιά, τα οποία είχαν ενισχύσει την αποφασιστικότητα του νεαρού, μεγέθυναν τώρα τις ήδη διεσταλμένες κόρες του. Τα μάτια του σάλευαν δεξιά-αριστερά, καθώς περιεργάζονταν το πρόσωπο του Πλην, σαν να διάβαζαν κάτι. Ο Φρέντι έμοιαζε να προσπαθεί να βρει το κουράγιο να χαμογελάσει, και, τελικά, το πέτυχε».
Εξαιτίας αυτού, ο κύριος Πλην ξεκίνησε από το Σαν Φρανσίσκο και έκανε, στην κυριολεξία, τον γύρο του κόσμου. Λίγο πριν γίνει πενήντα χρόνων, ο Άρθουρ Πλην, άσημος συγγραφέας, αποφασίζει να αποδεχτεί όλες τις προτάσεις που του έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα. Μια παρουσίαση ενός διάσημου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας στη Νέα Υόρκη, ένα λογοτεχνικό συνέδριο στην Πόλη του Μεξικού, μια υποψηφιότητα βιβλίου του σε βραβείο μετάφρασης στο Τορίνο, μια σειρά μαθημάτων πέντε εβδομάδων στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, μια ολιγοήμερη επίσκεψη στο Μαρόκο για τα γενέθλια μιας άγνωστής του κυρίας συμπληρώνοντας μια κενή θέση, έπειτα από πρόταση ενός φίλου του. Κι από εκεί στην Ινδία, σε ένα σπίτι που του παραχωρησαν, με θέα την Αραβική θάλασσα, ιδανικό μέρος για να ξαναδεί από την αρχή το νέο του μυθιστόρημα, το οποίο (θα μάθει στην αρχή του ταξιδιού του) απορρίφθηκε από τον εκδότη του. Τέλος, ο Άρθουρ Πλην θα μεταβεί στο Κυότο, στη θέση ενός γνωστού του δημοσιογράφου, για να γράψει ένα άρθρο σχετικά με την παραδοσιακή γιαπωνέζικη κουζίνα καϊσέκι.
Το μυθιστόρημα του Andrew Sean Greer Πλην, μεταφρασμένο εξαιρετικά από την Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Δώμα, είναι μια ιστορία αυτογνωσίας και συμφιλίωσης, που περνά μέσα από την άρνηση του έρωτα, για να καταλήξει εκεί απ' όπου ξεκίνησε: στον έρωτα και την αποδοχή του. Ξεκαρδιστικό, σαρκαστικό, τρυφερό, ρομαντικό, ανελέητα ειλικρινές.
«Διαβάζουμε σχετικά ποιήματα [...] ακούμε τους Σικελούς να λένε ότι τους χτύπησε κεραυνός. Όμως εμείς ξέρουμε ότι δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα, ότι δεν υπάρχει ο έρωτας της ζωής σου. Ο έρωτας δεν είναι τόσο τρομακτικός. Έρωτας είναι να βγάζεις το κωλόσκυλο βόλτα, ώστε να μπορέσει ο άλλος να κοιμηθεί, να ασχολείσαι με τις φορολογικές δηλώσεις, να καθαρίζεις το μπάνιο χωρίς να κρατάς κακία στον σύντροφό σου. Να έχεις έναν σύμμαχο στη ζωή. Δεν είναι φωτιά, δεν είναι κεραυνός. Είναι αυτό που μοιραζόμασταν η Τζάνετ κι εγώ. Σωστά; Αν όμως έχει δίκιο, Άρθουρ; Αν οι Σικελοί έχουν δίκιο; Ότι έρωτας είναι αυτό το συγκλονιστικό θάμπος που εκείνη ένιωσε; Εγώ δεν έχω νιώσει ποτέ κάτι τέτοιο. Εσύ;»
Ο Greer ξέρει ότι το καλύτερο όχημα για να φτάσει η ιστορία του σε πάρα πολλούς αναγνώστες είναι να τη διανθίσει με κωμικά στοιχεία, – από δηκτικά σχόλια μέχρι σπαρταριστά περιστατικά. Βάζει, μάλιστα, τον ήρωά του, τον Πλην να λέει για το μυθιστόρημά του που απορρίφθηκε και ξαναγράφει:
«Σε μια θλιβερή σκηνή, όπου ο Σουίφτ παίρνει ένα σακούλι με κοκαΐνη στην τουαλέτα του ξενοδοχείου και φτιάχνει μια γραμμή πάνω στον πάγκο του νιπτήρα, ο Πλην προσθέτει απλώς έναν στεγνωτήρα χεριών που ενεργοποιείται με φωτοκύτταρο· ακολουθεί ένα βουητό και, αμέσως μετά, ξεσπάει μια ταπεινωτική χιονοθύελλα! [...] Με μια ευχαρίστηση που αγγίζει τα όρια του σαδισμού, αναποδογυρίζει τον έναν εξευτελισμό μετά τον άλλο για να δείξει την ευτράπελη πλευρά τους. Τι πλάκα! Μακάρι να μπορούσε να κάνει το ίδιο και στη ζωή!»
Αν σημείωνα με χρώμα θα υπογράμμιζα με κόκκινο. Αν τσάκιζα τις σελίδες, ένα τριγωνάκι επάνω αριστερά θα έκανε την εμφάνισή του. Αν άφηνα αρωματισμένους σελιδοδείκτες ή αποξηραμένα φυλλαράκια μέσα στο βιβλίο θα ήταν σ' εκείνη τη σελίδα που λέει:
«Μπροστά στον καθρέφτη, στέκεσαι πίσω από την πλάτη του για να του δέσεις τη γραβάτα που θα φορέσει σε μια απαγγελία, κι εκείνος χαμογελάει, επειδή ξέρει θαυμάσια να δένει γραβάτες».
Αγαπημένη κατηγορία βιβλίων: τα βιβλία που λένε ό,τι έχουν να πουν σε περίπου εκατό σελίδες. Διαβάζονται με ένα μικρό διάλλειμα και μεταφέρονται πανεύκολα. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχει η νουβέλα του Χιλιανού Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ, Η αφηγήτρια ταινιών, σε μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου και με εμπνευσμένο εξώφυλλο από τη Μάρω Κατσίκα για τις εκδόσεις Αντίποδες.
Βρισκόμαστε στη Χιλή και σε ένα μικρό χωριό στην έρημο, το οποίο κατοικείται, κατά κύριο λόγο, από εργάτες στα ορυχεία νίτρου. Ο κινηματογράφος αποτελεί τη μόνη διέξοδο των κατοίκων του οικισμού και της πενταμελούς οικογένειας της αφηγήτριάς μας. Όταν ο πατέρας μείνει ανάπηρος εξαιτίας ενός εργατικού ατυχήματος, η σύνταξή του θα αρκεί μόνο για τα απολύτως απαραίτητα έξοδα του σπιτιού και για ένα και μόνο εισιτήριο για τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε ως παιχνίδι: Καθένα από τα πέντε παιδιά είδε μια ταινία στο σινεμά και επέστρεψε να την αφηγηθεί στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η Μαρία-Μαργαρίτα, η μικρότερη από τα πέντε αδέλφια, καθηλώνει όσους την ακούν να αφηγείται την ταινία που μόλις είδε:
«Μπήκα στο σπίτι με τα μάτια πρησμένα. Με περίμεναν όλοι με αγωνία. Ήπια το φλιτζάνι με το τσάι αμίλητη, πέρασα μπροστά και, χωρίς ούτε να τρέμουν τα πόδια μου ούτε τίποτα, άρχισα να λέω το έργο.
Και τότε ένιωσα κάτι να με κυριεύει.
Όση ώρα εξιστορούσα την ταινία, χειρονομώντας, μορφάζοντας, αλλάζοντας φωνές, ήταν σαν να μεταμορφωνόμουν, σαν να αποκτούσα πολλούς εαυτούς, σαν να γινόμουν το κάθε πρόσωπο του έργου. Εκείνο το βράδυ έγινα ο νεαρός Μπεν Χουρ. Έγινα ο Μεσσάλας, ο κακός της υπόθεσης. Έγινα οι δύο λεπρές γυναίκες που γιάτρεψε ο Χριστός.
Έγινα ο ίδιος ο Χριστός.
Δεν εξιστορούσα την ταινία, έπαιζα την ταινία. Ή μάλλον: ζούσα την ταινία. Ο πατέρας μου και τα αδέλφια μου με άκουγαν και με κοιτούσαν με το στόμα ορθάνοιχτο. [...]
Και τα μάτια τους ήταν γεμάτα δάκρυα».
Έπειτα η ιδιωτική και μικρή ιστορία της αφηγήτριας καθορίζεται από τη φυγή της μητέρας, το μίσος και τη δολιότητα κάποιων ανθρώπων του οικισμού καθώς και την αλλαγή καθεστώτος στη Χιλή και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, την έλευση, δηλαδή, της τηλεόρασης.
Με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια των πεζογράφων της Λατινικής Αμερικής, o Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ συμπυκνώνει στο πρόσωπο της αφηγήτριά του, τόσο το δυσοίωνο παρόν της χώρας του όσο και την αγάπη του για τις ιστορίες και την ιαματική επίδρασή τους.
Αργία σήμερα. Γιορτή. Είπα κι εγώ να γιορτάσω, να τιμήσω την αργία. Καναπές, μισάνοιχτα στόρια, τραβηγμένες κουρτίνες, προμήθειες σε απόσταση χεριού και το απολαυστικό βιβλίο του Bernd Brunner Η τέχνη της ξάπλας – Εγχειρίδιο για τον οριζόντιο τρόπο ζωής (εκδ. Αλεξάνδρεια), σε ωραία μετάφραση της Ευαγγελίας Τόμπορη. Ο Brunner διατρέχει την ιστορία της ανθρωπότητα και ξεχωρίζει ενδιαφέροντα περιστατικά, από τον τρόπο και τον τόπο που ο άνθρωπος επέλεγε, όχι μόνο να περάσει τη νύχτα του και να κοιμηθεί, μα και να ξαποστάσει μέσα στη μέρα. Η στάση όπου κοιμόμαστε τι δείχνει για την προσωπικότητά μας και από πότε το κρεβάτι μας έγινε και χώρος φαγητού και εργασίας; Από τα Ρωμαϊκά ανάκλινδρα στην καρέκλα του Le Corbusier και από τα Ιαπωνικά φουτόν στον Οθωμανικό οντά, ο τρόπος που ξαπλώνει κανείς και οι τυπολογίες των χώρων ανάπαυσης και τα είδη των στρωμάτων είναι μικρά μαθήματα πολιτισμού για τον κάθε τόπο. Δύο σημειώσεις που κράτησα.
Ένα παράθεμα του Μπιλ Μπράισον για το κρεβάτι ως ένα μέρος πόνου και αγωνίας.
«Δεν υπάρχει άλλος χώρος μέσα στο σπίτι που να περνάμε τόσο πολύ χρόνο κάνοντας τόσα λίγα πράγματα, και μάλιστα σιωπηλά και ασυνείδητα. Κι όμως, στο υπνοδωμάτιο διαδραματίζονται πολλές από τις έντονες και επίμονες δυστυχίες της ζωής. Εάν βρίσκεσαι στα πρόθυρα του θανάτου, αν είσαι άρρωστος, εξαντλημένος, σεξουαλικά δυσλειτουργικός, έτοιμος να βάλεις τα κλάματα με το παραμικρό, εξουθενωμένος από το άγχος, τόσο θλιμμένος που δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον κόσμο, ή αν σου λείπει εν γένει η γαλήνη και η χαρά, τότε το πιο πιθανό είναι να βρίσκεσαι στο κρεβάτι».
Και μια φράση του Ότο Φρίντριχ Μπόλνο, την οποία συμπληρώνει ο Bernd Brunner.
«"Στο κρεβάτι κλείνει ο κύκλος, τόσο της μέρας όσο και της ζωής. Εκεί βρίσκουμε την ανάπαυση, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης". Το κρεβάτι είναι το κύριο ή το ενδότερο σπίτι μέσα στο σπίτι, το μέρος που επιτρέπει και διευκολύνει την απόσυρση στην ασυνείδητη μορφή της ύπαρξής μας».
Μπορώ να περάσω ώρες ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας βιβλία μαγειρικής. Συνήθως δεν αναζητώ συνταγές αλλά χαζεύω τις φωτογραφίες, την αισθητική των πιάτων, το τυπικό στο στρώσιμο του τραπεζιού. Κυρίως όμως διαβάζω και απολαμβάνω τα κείμενα. Τις βασικές οδηγίες προς τις νέες νοικοκυρές, σε παλαιότερους οδηγούς μαγειρικής, τη σαφήνεια με την οποία περιγράφονται οι συνταγές, τα πολιτισμικά στοιχεία που υπάρχουν διάσπαρτα σ' αυτά τα βιβλία.
«Για έναν όχι τόσο παράδοξο λόγο, η παρέα των πέντε μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη των τεσσάρων με την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα αρνηθείτε την πρόταση του σερβιτόρου να ενώσει δύο τραπέζια "για να είστε πιο άνετα". Ο πέμπτος έρχεται να διαλύσει τη σταυροειδή συμμετρία των τεσσάρων. Θα σφηνωθεί σε μια γωνία, θα αναγκάσει τους υπόλοιπους να συμπτυχθούν και να περιστρέψουν ελαφρώς το σώμα τους. Η εγγύτητα μεγαλώνει, το σώμα σου θα ακουμπήσει στο σώμα των διπλανών, ο λόγος αρχίζει την κυκλική περιστροφή του. Οι πέντε κυκλώνουν το τετράγωνο τραπέζι σαν τους ξυλιασμένους γύρω από ένα βαρέλι φωτιάς και σύντομα η άνεση και η άπλα αποδεικνύονται υπερτιμημένες αξίες».
Το απόσπασμα δεν περιλαμβάνεται σε κάποιον οδηγό μαγειρικής αλλά στο βιβλίο του Αλέξανδρου Ψυχούλη Τα τσίπουρα στον Βόλο (εκδ. Νήσος). Στο μικρό αυτό εγχειρίδιο ο Αλέξανδρος Ψυχούλης έχει συγκεντρώσει και τυποποιήσει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αυθεντικών τσιπουράδικων του Βόλου, καθιστώντας το βιβλίο ένα άτυπο savoir vivre για όσους κάποια στιγμή βρεθούν σε ένα αυθεντικό τσιπουράδικο στον Βόλο.
«Ένα μαχαίρι: Το μαχαίρι είναι πάντα ένα και αποτελεί μια ακούσια υπόμνηση της ιστορίας του τσιπουράδικου. Πρόσφυγες ψαράδες κρατούσαν κάτι από την ψαριά τους για να συνοδεύσουν τα δυο τσιπουράκια που θα έπιναν με τους φίλους τους στα καφενεία της παραλίας. Ο ψαράς που έφερνε τον μεζέ ήταν ο μόνος που χρειαζόταν μαχαίρι για να τον μοιράσει στους συνδαιτυμόνες».
Διαβάζω στο αφτί του βιβλίου ότι ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο και αυτό μου φέρνει στον νου ένα ωραίο κείμενο της αδελφής του, της Ελένης Ψυχούλη στο βιβλίο της Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού (εκδ. Πατάκη).
«Κάθε απόγευμα τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά σταματούσαν σε μια στιγμιαία ανακωχή με την πείνα. Οι μαμάδες έβγαιναν στο κατώφλι και φώναζαν τα παιδιά, να τους δώσουν το κολατσιό τους. Φέτες ζυμωτό βρεγμένο ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη ή ψωμί με σπιτικό ντοματοπελτέ για την ντόπια μαρίδα, ψωμί πολυτελείας με βιτάμ και μερέντα, μαζί με ζαχαρούχο γαλατάκι ρουφηχτό από το κουτάκι του για εμάς, τους παραθεριστές από την πόλη. Με κάτι μάτια θεόρατα από την έκπληξη, κάθε απόγευμα ξανά ολοκαίνουρια η ίδια απορία, πώς γίνεται να τρώγεται κάτι που λέγεται βρεγμένο ψωμί με νωπή ζάχαρη. Κι ενώ μέχρι μια στιγμή πριν όλα τα παιδιά ήμασταν μια αδιαίρετη και ομοούσια παρέα στην αγωνία του κυνηγητού, εκείνο το κολατσιό ερχόταν να βάλει τα όρια, να ορθώσει ανάμεσά μας τα τείχη μιας ταξικής κοινωνίας. [...] Ποιος να το 'λεγε οτι τώρα πια η φρυγανισμένη φέτα ζυμωτού ψωμιού αλειμμένη με πελτέ, μερικές σταγόνες ελαιόλαδο και λίγη ρίγανη θα αποτελούσε το γαστρονομικό όραμα κάθε ψαγμένου γευσιγνώστη».
Τόσο τα κείμενα όσο και οι συνταγές σ' αυτό το βιβλίο της Ελένης Ψυχούλη χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια και τιμιότητα για τον τόπο της, την παιδική της ηλικία, τους ανθρώπους που έζησαν και ζουν εκεί και τα προϊόντα της γης τους. Αισθάνομαι τόσο οικεία με όλα όσα γράφει η Ψυχούλη, που αίφνης αναρωτιέμαι πώς μπορεί να με ενδιαφέρει εξίσου και το βιβλίο που έπιασα και ήδη ξεφυλλίζω. Η κουζίνα του Balthazar 1973-1983 – Συνταγές και ιστορίες από ένα εστιατόριο της Αθήνας (εκδ. Ιστός). Εστιατόριο που άφησε εποχή για τον πλουραλισμό και την ποιότητα των πιάτων του. Για τις αυθεντικές συνταγές από πρωτάκουστες κουζίνες. Για τους κοσμικούς της εποχής και τους διάσημους επισκέπτες του από το εξωτερικό. Επικεφαλής του Balthazar η συγγραφέας και δεινή μαγείρισσα Καίη Τσιτσέλη και ο σύζυγός της Νίκος Παλαιολόγος. Ένας τόμος γεμάτος ιστορίες (και συνταγές του καταλόγου του εστιατορίου). Μόλις που προλαβαίνω να διαβάσω μια συνέντευξη της Καίη Τσιτσέλη, όταν συνειδητοποιώ ότι πρέπει επειγόντως να φτιάξω κάτι να φάω. Σπαγγέτι, μπέικον, αυγό, παρμεζάνα. Το 'χουμε...
Τις τελευταίες τρεις μέρες με έχει συνεπάρει ένα βιβλίο για τη γαστρονομική και την κοινωνική ιστορία των εστιατορίων. Ο Κρίστοφ Ρίμπατ έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο Στο εστιατόριο – Η κοινωνία στο πιάτο μας (μτφρ. Ηλίας Τσιριγκάκης, εκδ. Εστία) ένα πλήθος πληροφοριών και ιστοριών αντλημένες τόσο από εξειδικευμένες κοινωνιολογικές μελέτες και λογοτεχνικές αναφορές όσο και από χρονικά δημοσιογράφων-κριτικών εστιατορίων και προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που δούλεψαν σε όλα τα πόστα ενός εστιατορίου. Διαβάζω για τα πρώτα εστιατόρια:
«Η ιστορία του ευρωπαϊκού εστιατορίου αρχίζει την εποχή που οι άνθρωποι παύουν να πεινούν ή προσποιούνται πως έχουν πάψει να πεινούν. Στο υποσιτισμένο Παρίσι του 1760 δεν συνάδει με το αριστοκρατικό πνεύμα της εποχής να περιδρομιάζει κανείς σε ταβέρνα ή πανδοχείο. Όποιος φροντίζει τον εαυτό του είναι ευαίσθητος. Δεν αντέχει πολύ, τρώει ελάχιστα, αλλά αφιερώνει πάρα πολλή ώρα στο φαγητό. Οι επιφανείς πελάτες προσελκύονται από τα πολυτελώς επιπλωμένα μαγαζιά νέου τύπου. Στους τοίχους κρέμονται μεγάλοι καθρέφτες, μέσα στους οποίους μπορεί κανείς να θαυμάσει τον εαυτό του και τους άλλους. Σε διακοσμητικές πορσελάνινες λεκάνες αχνίζει το "αναστηλωτικό" κονσομέ, που χαρίζει στα καινούργια μαγαζιά το όνομά τους».
Σύντομα προστέθηκαν και άλλες τροφές (κοτόπουλο, μακαρόνια, αυγά, μαρμελάδες, κομπόστες) στο μενού των εστιατορίων με συνέπεια την άμεση ανάγκη δημιουργίας μιας διακριτής ταυτότητας για το καθένα.
«Στις αρχές του 19ου αιώνα έχει εδραιωθεί ο νέος τύπος εστιατορίου, αλλά μόνο στο Παρίσι και σχεδόν πουθενά αλλού στη Γαλλία. Τότε αρχίζει επίσης η εποχή της κριτικής των εστιατορίων: Ο Αλεξάντρ Μπαλταζάρ Λοράν Γκριμό ντε λα Ρενιέρ δημοσίευε το Αλμανάκ του γαστρίμαργου, το οποίο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα κυκλοφορεί συστηματικά. [...] Δύο κοινωνικοί τομείς του 19ου αιώνα γονιμοποιούνται αμοιβαία: η γαστρονομία και ο επεκτεινόμενος κόσμος των μέσων ενημέρωσης στο Παρίσι. Η γαλλική κουζίνα γίνεται γαλλική κουζίνα, μόνο και μόνο επειδή γράφονται πολλά γι' αυτήν».
Ο Ρίμπατ συνδυάζει με τρόπο μοναδικό όλες αυτές τις πληροφορίες –που αφορούν τόσο τα εστιατόρια του Παρισιού όσο και τα αντίστοιχα των μεγάλων πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών–, με τους πίνακες του Hopper και την απεικόνιση σ' αυτούς, μοναχικών ανθρώπων σε εστιατόρια, με τους ήρωες του Joseph Roth και του Émile Zola, καθώς και με τη συναρπαστική ιστορία του George Orwell, όταν δούλεψε λαντζέρης στην κουζίνα δύο εστιατορίων.
Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφεραν στην πρώτη γραμμή την ανάγκη δημιουργίας σταθμών επισιτισμού («Κοινοτικά μαγειρεία») σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία, διαβάζουμε, έπειτα από εντολή του Τσόρτσιλ, ονομάζονται «Βρετανικά εστιατόρια» και προσφέρουν διατροφή σε περίπου μισό εκατομμύριο πολίτες. Οι δεκαετίες του '50, του '60 και του '70 ήταν οι χρυσές δεκαετίες τόσο για τα πολυτελή εστιατόρια της Νέας Υόρκης όσο και για τις μεγάλες αλυσίδες φαστ φουντ. Τα McDonald's, μέχρι το 1980 είχαν στις Η.Π.Α. 6.200 υποκαταστήματα. Η στήλη κριτικής εστιατορίων των New York Times αποκτά εκείνα τα χρόνια μεγάλη αναγνωσιμότητα. Από τον Κρέιγκ Κλέιμπορν, που ήταν ένας εστέτ τζέντλεμαν, φίλος όλων των κορυφαίων σεφ, η στήλη των ΝΥΤ περνά στη Μίμι Σέρατον, η οποία μεγάλωσε σε μια μεσοαστική οικογένεια στο Μπρούκλιν. Η Σέρατον «εντελώς πρωτοποριακά, εισάγει τις τιμές ως απαραίτητο συστατικό της κριτικής της. Εξετάζει εξονυχιστικά τα πάντα. Επειδή δεν θέλει να την αναγνωρίζουν στα μαγαζιά που κρίνει, φοράει περούκες: μια μαύρη, μια γκρίζα, μια κόκκινη».
Η Άρλι Χόχσιλντ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας, –αναφέρει ο Ρίμπατ–, το 1983 με το βιβλίο της Η χειραγωγημένη καρδιά – Εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου συναισθήματος, έφτασε σε εξαιρετικά εύστοχα συμπεράσματα ερευνώντας μια ιδιαίτερη μορφή εστιατορίου: το ιπτάμενο και τους εργαζόμενους σ' αυτό, τους αεροσυνοδούς.
«Η προτροπή "Χαμογελάτε διαρκώς" αποτελεί ένα τέχνασμα που αφορά όλους τους εργαζόμενους στον κλάδο παροχής υπηρεσιών. Η εκπαίδευση του προσωπικού καμπίνας υπερβαίνει κατά πολύ το κατ' εντολήν χαμόγελο. Οι ένστολες κοπέλες οφείλουν να προσποιούνται ότι ο εργασιακός τους χώρος δεν είναι ο εργασιακός τους χώρος αλλά το ιδιωτικό τους διαμέρισμα. Οφείλουν να εκλαμβάνουν τον επιβάτη όχι ως πελάτη αλλά ως προσωπικό τους καλεσμένο. Επομένως, απαιτείται από αυτές "συνειδητή υπόκριση". Τα συναισθήματα των εργαζομένων δεν ανήκουν πλέον στους ίδιους αλλά στην εταιρεία για την οποία δουλεύουν.
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, οι αεροσυνοδοί πολύ συχνά την αναγνωρίζουν, της σφίγγουν με ευγνωμοσύνη το χέρι, επειδή εισάγοντας τον όρο "συναισθηματικός μόχθος" έδωσε ένα όνομα στους κόπους τους. Επιστήμονες εφαρμόζουν τα πορίσματα της Χόχσιλντ σε μελέτες με θέμα τις πωλήτριες, τις κομμώτριες, τους γηροκόμους. Για τα μέλη του κλάδου παροχής υπηρεσιών, δημιουργείται ένας νέος όρος, τον οποίο δεν γνώριζαν ο Σάρτρ, ο Όργουελ και η Ντόνοβα. Οι σερβιτόροι και οι σερβιτόρες, που υποχρεώνονται να χαμογελούν, ανήκουν πλέον στο "συναισθηματικό προλεταριάτο"».
Ο Κρίστοφ Ρίμπατ διαρθρώνει το βιβλίο του σε τρία μεγάλα και άκρως ενδιαφέροντα μέρη, δίνοντας στοιχεία και μαρτυρίες για τα πρώτα εστιατόρια στα μέσα του 18ου αιώνα, την αλματώδη ανάπτυξη των χώρων εστίασης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις των σύγχρονων εστιατορίων τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Είναι όμως το τέταρτο και τελευταίο μέρος, όπου διαφαίνεται πόσο σπουδαίος μελετητής είναι ο Ρίμπατ. Εκεί συσχετίζει όλα τα δεδομένα, τα οργανώνει και παρουσιάζει με ζηλευτή ακρίβεια και σαφήνεια όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και αισθητικές παραμέτρους των εστιατορίων και των ανθρώπων μέσα σ' αυτά.
«Μια κοινωνία ανοιχτή σε μετανάστες και μειονότητες ξεχωρίζει χάρη στην πληθώρα των διαφορετικών κουζινών. Η λεγόμενη "έθνικ" γαστρονομία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα. Στο εστιατόριο συναντιούνται οι μειονότητες με τις πλειονότητες, ή διαφορετικές μειονότητες μεταξύ τους. [...] Ωστόσο, και η πλέον ευφραντική βρώση εξωτικών σπεσιαλιτέ από μόνη της δεν μαρτυρεί κατ' ανάγκη διαπολιτισμική αντίληψη. [...] Ο όρος "μπουτίκ πολυπολιτισμικότητας" περιγράφει τη στάση σύμφωνα με την οποία επιζητούμε ευχαρίστως την απόλαυση π.χ. στο ρεστοράν του "άλλου", χωρίς όμως να είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε την αμφισβήτηση των δικών μας πολιτισμικών και ηθικών αξιών εκ μέρους αυτού του άλλου. Ενδιαφέρουσες, αισθητικές λεπτομέρειες ενδέχεται να αναζωογονήσουν την καθημερινότητα και τις καταναλωτικές επιλογές μας. Αν το δούμε, όμως, πιο προσεκτικά, ο οπαδός της "μπουτίκ πολυπολιτισμικότητας" μπορεί να είναι κάλλιστα ένας ξενοφοβικός που αγαπάει την ποικιλία στο φαγητό του. [...] Η λεγόμενη "έθνικ" κουζίνα έχει ασφαλώς δημιουργήσει πολλά στερεότυπα και παρεξηγήσεις αλλά και φωτεινές διεπιδράσεις. Έτσι, παραμένει, για παράδειγμα, αμφίβολο αν η επιτυχία της ινδικής κουζίνας στη Μεγάλη Βρετανία μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη αποδοχής των μεταναστών».
Έχω φτάσει μέχρι τη μέση. Μ' αρέσει ως εδώ. Δεν ξέρω ακόμα γιατί. Σαν να με έχει υποβάλλει και συνεχίζω να διαβάζω – όλο και πιο αργά, όλο και πιο νωχελικά. Όσο προχωράνε οι σελίδες, αισθάνομαι το πρόσωπό μου σκληρό, ανέκφραστο. Έπειτα από λίγο τίποτα απ' όσα διαβάζω δεν μου φαίνεται καν σαρκαστικό.
«Άνοιξα τα χέρια μου με ορμή για ν' αναφωνήσω πως φαινόταν περίφημα, πως δεν είχε αλλάξει καθόλου, δεν ξέρω από πού την έχω πάρει αυτή την έφεση στο ψέμα, σίγουρα όχι απ' τους γονείς μου, απ' τα πρώτα χρόνια μου στο λύκειο ίσως, γεγονός όμως ήταν πως είχε καταντήσει ένα φρικτό ράκος, τα ξίγκια ξεχείλιζαν σχεδόν από παντού και το πρόσωπό της ήταν σχεδόν φαγωμένο απ' την ακμή, το πρώτο της βλέμμα μάλιστα ήταν λίγο δύσπιστο, η πρώτη της σκέψη ήταν σίγουρα πως τη δούλευα...»
Απροκάλυπτα μισογύνης και σεξιστής, ο Μισέλ Ουελμπέκ με τη Σεροτονίνη (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Εστία) βάζει στο κέντρο του βιβλίου του το υπ' αριθμόν ένα διεγερτικό: την αγάπη.
«Ήμουν ευτυχισμένος, δεν είχα υπάρξει ποτέ τόσο ευτυχισμένος, κι ούτε έμελλε να είμαι ποτέ ξανά τόσοֹ σε καμία στιγμή όμως δεν ξεχνούσα πόσο εφήμερη ήταν η κατάστασή μου. [...] Θα μπορούσα να της είχα προτείνει να σταματήσει τις σπουδές της, να γίνει νοικοκυρά, τέλος πάντων να γίνει γυναίκα μου. [...] Όμως δεν το έκανα, και μάλλον δεν μπορούσα να το κάνω, δεν είχα προγραμματιστεί για μια τέτοια πρόταση, [...] ήμουν μοντέρνος, [...] η επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών ήταν κάτι που έπρεπε πάση θυσία να το σεβόμαστε, ήταν το απόλυτο κριτήριο, το ξεπέρασμα της βαρβαρότητας, η έξοδος απ' τον Μεσαίωνα. [...] Δεν ξέρω πια, είμαι γέρος τώρα, δεν μπορώ πια να καλοθυμηθώ, αλλά μου φαίνεται πως φοβόμουν ήδη, και πως είχα καταλάβει ήδη από τότε ότι ο κοινωνικός κόσμος είναι μια μηχανή που καταστρέφει την αγάπη».
Ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας αφηγείται τη ζωή του εκκινώντας από την απόφασή του να χωρίσει με τη νυν σύντροφό του. Κάνοντας έναν απολογισμό και αξιολογώντας τη μέχρι τώρα πορεία της ζωής του, ο ήρωας του Ουελμπέκ, αρχικά επιφυλάσσει για τον εαυτό του επιεική αντιμετώπιση, αναγνωρίζει σφάλματα και ανεπάρκειες και διαπιστώνει πόσο σημαντικός παράγοντας ήταν στη ζωή του η αγάπη και οι στιγμές ευτυχίας. Την ίδια στιγμή απαξιώνει σχεδόν κάθε γυναίκα που γνώρισε, εκτός από αυτή που αγάπησε και την πρόδωσε. Ανασύρει από τη μνήμη του, για την κάθε μια, ένα στοιχείο από τις σεξουαλικές τους ικανότητες ή τη χαλαρή ηθική τους και από εκεί επανασυνθέτει την εικόνα τους.
Και ενώ ο αφηγητής βρίσκεται σε μεγάλη προσωπική κρίση, αποφασίζει να επισκεφτεί τον Αιμερίκ, έναν Νορμανδό αριστοκράτη που έχει γίνει κτηνοτρόφος. Ο Αιμερίκ, φίλος του αφηγητή από τα φοιτητικά του χρόνια, από τότε που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, διατηρεί ένα αγρόκτημα σε οριακές συνθήκες και αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα πουλώντας κάθε τόσο στρέμματα της τεράστιας πατρογονικής περιουσίας του. Λίγο μετά την πρωτοχρονιά ο Αιμερίκ θα είναι ένα από τα βασικά στελέχη τις ομάδας των αγροτών, που θα ηγηθεί και θα συντονίσει των αγώνα τους εναντίων της απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μειώσει κι άλλο την τιμή του γάλακτος, εξωθώντας τους στη χρεωκοπία και τον αφανισμό.
Μελαγχολία, απογοήτευση και θλίψη: για την κοινωνία, τους ανθρώπους και τον ίδιο. Αυτά αισθάνεται ο αφηγητής και δεν χάνει ευκαιρία να το επισημαίνει. Το σώμα του καταρρέει, η ερωτική του διάθεση είναι ανύπαρκτη, το μυαλό του θολώνει και οι λογικοί συνειρμοί αραιώνουν με την πάροδο του χρόνου. Η αγάπη συνεχίζει να είναι το ζητούμενο, τώρα όμως μοιάζει περισσότερο με πράξη ελεημοσύνης, για την επούλωση μιας συνεχούς οδύνης.
«Δεν ωφελεί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τους άλλους σκεφτόμουν, ούτε η φιλία ούτε η συμπόνια ούτε η ψυχολογία ούτε η κατανόηση της περίστασης ωφελούν σε τίποτα, οι άνθρωποι φτιάχνουν μόνοι τους τον μηχανισμό της δυστυχίας τους, ανοίγουν τον διακόπτη και μετά ο μηχανισμός γυρίζει και γυρίζει, ασταμάτητα, με κάποιες αστοχίες, κάποιες αδυναμίες όταν παρεμβαίνει η αρρώστια, αλλά συνεχίζει να γυρίζει μέχρι τέλους, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. [...] "Έχω την εντύπωση πως πολύ απλά πεθαίνετε από λύπη"».
Τη στιγμή που φτάνω στο τέλος, ξέρω και γιατί μου άρεσε. Γιατί όσο κι αν προσπάθησε ο Ουελμπέκ, κάτω από τον γνήσιο σεξισμό του, τις προκλητικές αποφατικές σκέψεις του, την εξαιρετικά επιτυχημένη σύνδεση της πλοκής του με το τι συμβαίνει στη γαλλική κοινωνία σήμερα, η Σεροτονίνη είναι η απεγνωσμένη (και σχεδόν συγκινητική) προσπάθεια ενός συναισθηματικά ανάπηρου άντρα, να δώσει νόημα τόσο στη ζωή του, όσο και στον θάνατό του.
«Είναι ένα μικρό λευκό χάπι, οβάλ, με μια εγκοπή στη μέση.
Δεν δημιουργεί, ούτε μεταμορφώνειֹ ερμηνεύει. Ό,τι ήταν οριστικό, το κάνει παροδικόֹ ό,τι ήταν αναπόφευκτο, το κάνει απλώς πιθανό. Δίνει μια νέα ερμηνεία της ζωής – λιγότερο πλούσια, πιο τεχνητή, με μια ορισμένη ακαμψία. Δεν δίνει καμιά μορφή ευτυχίας, ούτε καν πραγματικής ανακούφισης, η δράση του είναι εντελώς άλλης φύσης: μετατρέπει τη ζωή σε μια διαδοχή από τυπικότητες, σου επιτρέπει να ξεγελιέσαι. Κι έτσι βοηθά τους ανθρώπους να ζουν, ή τουλάχιστον να μην πεθαίνουν – για ένα ορισμένο διάστημα».
Για να μην τρομάξει κανείς μας, κοιτάζω μακριά, εκφέρω ένα στοχαστικό «χμ, ωραίο» και υποδύομαι ότι διαβάζω άλλη μια φορά το ανέκδοτο ποίημα της Μυρσίνης Γκανά. «Να σου διαβάσω κάτι;» θέλω να πω αλλά το μόνο που βγαίνει προς τα έξω είναι μια φλέβα, δεξιά στον λαιμό μου. Με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά, κρατάω την ανάσα μου μήπως και την ακούσεις όπως χτυπάει. «Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο;» σ' ακούω να μουρμουρίζεις και αμέσως μετά: «Λοιπόν, τι κλείνω;»
Αν πίστευα
σ' έναν θεό,
και στων εικόνων του
τη δύναμη,
θα έλεγα ότι νιώθω
αυτό που νιώθουν
όσοι προσκυνούν
και ακουμπούν τα χείλη τους
στο τζάμι
να φορτιστούν παρηγοριά,
να πλημμυρίσουν ζέστη,
να σπάσουν όλα τα
φράγματα εντός,
να πάρει μπρος το αίμα,
όταν ξαπλώνω
και ακουμπώ
στη χλόη της κοιλιάς σου.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: η Catherine Deneuve διαβάζει το μυθιστόρημα της Charlotte Bronte, Shirley.