
Για την παράσταση «Η δύναμη της συνήθειας» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στο Θέατρο Ροές. Μαζί με τον Περλέγκα παίζουν τα μέλη της ομάδας «κι όμΩς κινείται».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο «Ροές» ο Γιάννος Περλέγκας συνεχίζει την ενασχόλησή του με τον Τόμας Μπέρνχαρντ, μεταφράζοντας και σκηνοθετώντας το έργο «Η δύναμη της συνήθειας».
Είναι ένα έργο αλληγορικό, με υπερρεαλιστικά στοιχεία, που σαρκάζει το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού...
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ έγραψε τη Δύναμη της Συνήθειας για το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (27 Ιουλίου 1974), δύο χρόνια μετά από το Ο αδαής και ο παράφρων. Το έργο φέρει τον υπότιτλο "κωμωδία" και είναι η πρώτη κολασμένη κωμωδία χαρακτήρων που έγραψε για τον ηθοποιό Μπέρνχαρντ Μινέτι. Είναι ένα έργο αλληγορικό, με υπερρεαλιστικά στοιχεία, που σαρκάζει το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τον ανούσιο χαρακτήρα των σκηνικών τεχνών όταν δεν επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική συνύπαρξη, την ουτοπική προσπάθεια να ερμηνευθεί σωστά η μουσική, και (όπως πάντα) τη δουλική στάση των μελών ενός θιάσου προς τον φασίζοντα θιασάρχη. Πρωτοπαρουσιάστηκε αποσπασματικά το 1986, στο Φεστιβάλ της Πάτρας, σε σκηνοθεσία Ανρί Ρονς, με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στον ρόλο του Καριμπάλντι (Η παράσταση, εμπνευσμένη από τον Γιαν Σταρομπίνσκι, είχε τίτλο «Το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου»). Το 1992, το έργο ανέβηκε ολόκληρο στο θέατρο Ιλίσια από το Θέατρο της Άνοιξης, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη.
Ο καμβάς της υπόθεσης
Ένα βράδυ του 1974, στην πλατεία Τερζινβίζεε του Μονάχου, εμφανίζεται ένας θίασος που θα ερμηνεύσει το «Κουϊντέτο της Πέστροφας» του Φράντς Σούμπερτ. Μετά την πρόβα του «Κουιντέτου» ο θίασος Καριμπάλντι θα πρέπει να αναχωρήσει για τη γειτονική πόλη της Αυγούστας (Augsburg). Ο μεγαλομανής θιασάρχης, ονόματι Καριμπάλντι (Γιάννος Περλέγκας) πασχίζει άδοξα για πολλά χρόνια να ανεβάσει στη μουσική σκηνή το "Κουιντέτο της Πέστροφας", βελτιώνοντας τόσο τις επιδόσεις του στο βιολοντσέλο, ώστε να φτάσει τον αγαπημένο του τσελίστα Πάμπλο Καζάλς. Η έμμονη ιδέα αυτού του μεμψίμοιρου γέροντα (κάτι σαν τον Πανταλεόνε της Commedia dell’Arte) είναι να διδάξει στην Εγγονή του, στον Ταχυδακτυλουργό, στον Ακροβάτη τεντωμένου σχοινιού, στον ανηψιό του Θηριοδαμαστή και στον Κλόουν πώς να τον συνοδεύσουν σε μιαν άρτια (κατά τη δική του εκδοχή) ερμηνεία του έργου του Σούμπερτ. «Τα πρόσωπα του Μπέρνχαρντ μέσα από το στοιχείο της επανάληψης και του αντικατοπτρισμού στα λόγια και στις κινήσεις τους ανακαλούν τη μαριονέτα1», γράφει η Ειρήνη Λεβίδη.
Το splatter στοιχείο συνεχίζεται με τον Κλόουν του θιάσου, που αδυνατεί να διατηρήσει τον σκούφο του στο κεφάλι την ώρα που παίζει κοντραμπάσο.
Όμως, ο θίασός του Καριμπάλντι δεν παλεύεται: αφενός ο ανίκανος ανιψιός του (Θηριοδαμαστής) παίζει πιάνο και βρίσκεται στον θίασο προκειμένου ν’αντικαταστήσει τον προκάτοχό του, που τον κατασπάραξαν οι λεοπαρδάλεις. Αφετέρου, η (έφηβη) Εγγονή του παίζει βιόλα και προσπαθεί να αντικαταστήσει τη μάνα της, που γκρεμίστηκε κατά τη διάρκεια των ακροβατικών της και είδε την κλείδα της να βγαίνει από τους κροτάφους. Το splatter στοιχείο συνεχίζεται με τον Κλόουν του θιάσου, που αδυνατεί να διατηρήσει τον σκούφο του στο κεφάλι την ώρα που παίζει κοντραμπάσο. Τέλος, ο Ταχυδακτυλουργός (Jongleur) του θιάσου παίζει βιολί επειδή έτσι τον υποχρέωσαν να κάνει από παιδί, όμως δεν είναι σε θέση να ισορροπήσει πάνω από δεκαοκτώ πιάτα στο νούμερό του.
Βαβέλ και διάλυση: ο ανέφικτος στόχος
Ένα πραγματικό πανηγύρι ατεχνίας, κακοφωνίας και αρνητισμού επικρατεί επί σκηνής, καθώς αποσυνάγωγοι και τσιρκολάνοι τοποθετούνται πάνω στα ζητήματα της Υψηλής Τέχνης. Το ετερόκλητο πλήρωμα που επιβαίνει στο παρανοϊκό βαγόνι αυτής της παράστασης καθιστά σαφές στο κοινό πως, μετά από δύο ολόκληρες ώρες μάταιων προσπαθειών δεν υπάρχει περίπτωση να παιχτεί το «Κουϊντέτο», γιατί όλοι έχουν εθιστεί στην αποτυχία.
Καριμπάλντι: «Η τελευταία πρόβα ήταν σκέτη απελπισία. Δεν θά’θελα να ξανασυμβεί αυτό (παίζει για πολλή ώρα την πιο χαμηλή νότα ενώ μονολογεί). Ένας μεθυσμένος θηριοδαμαστής που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, ένας γελωτοποιός που του πέφτει διαρκώς το σκουφί απ’το κεφάλι του, μια εγγονή που μ’εκνευρίζει ακόμα και με το που υπάρχει. Η αλήθεια είναι μια αποτυχία!»
Από την οροφή κρέμονται, εν είδει αιώρας, κάποιες απειλητικές κορνίζες που κινούνται προς και από το κοινό, ενώ η μουσική επένδυση σκόπιμα είναι παράφωνη: όλα-και κυρίως τα εντυπωσιακά ακροβατικά της κας Λινάρδου- υπογραμμίζουν τη σολιψιστική φύση του κειμένου:
Καριμπάλντι: «Όταν λέω να κάνετε κρεσέντο, θα κάνετε κρεσέντο! Όταν λέω να κάνετε ντεκρεσέντο, θα κάνετε ντεκρεσέντο!»
Η ανωτερότητα της μουσικής και η απέχθεια προς τις γερμανικές πόλεις
Η επιμονή του Μπέρνχαρντ στην ανωτερότητα της μουσικής, η οποία, σε αντίθεση με τις άλλες τέχνες που μιλούν μόνο για «σκιές», μιλάει για την αληθινή «ουσία» του κόσμου, σίγουρα ταιριάζει με την περιφρόνησή του προς τις παραδοσιακές τεχνικές της συμβατικής αφήγησης- περιλαμβανομένων της πλοκής, του σκηνικού, των χαρακτήρων. Η μουσική φιλοδοξία είναι ένα μοτίβο που ξανασυναντούμε στον «Αποτυχημένο»: εκεί, τόσο ο αφηγητής όσο και ο Βερτχάιμερ φιλοδοξούν να κερδίσουν τη δόξα ως βιρτουόζοι του πιάνου. Αντίστοιχα, κι εκεί πηγαίνουν στο Σάλτσμπουργκ για να σπουδάσουν με τον Χόροβιτς, ενώ και οι δύο γνωρίζονται με τον Γκλεν Γκουλντ. Ο Βερτχάιμερ σταδιακά συνειδητοποιεί ότι ποτέ δεν θα γίνει Γκλεν Γκουλντ και ότι ποτέ δεν θα ερμηνεύσει τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» σαν κι αυτόν, ενώ είναι παντελώς ανίκανος για αυτόνομη σκέψη και δράση, όπως και όλα τα ανθρώπινα όντα. Η αυτοεκτίμησή του είναι τόσο μικρή ώστε, λίγο πριν την αυτοκτονία του, αγοράζει ένα τελείως άχρηστο, ξεκούρδιστο πιάνο, πάνω στο οποίο θα προβεί σε μια γκροτέσκα, κακότεχνη ερμηνεία του έργου. Έτσι και ο Καριμπάλντι της «Δύναμης της Συνήθειας» δηλώνει ότι ο Καζάλς κατάφερε να γίνει ο Καζάλς, επειδή έφυγε από εκεί που έπρεπε να φύγει, τη στιγμή που έπρεπε, ενώ αυτός δεν έφυγε ποτέ από το σιχαμένο γερμανικό περιβάλλον του.
Πρόκειται για ευθεία, χωρίς περιστροφές, άμεση αναγνώριση της ασχημοσύνης που ο Μπέρνχαρντ διαπίστωνε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα της ζωής στην Αυστρία και στις άλλες γερμανόφωνες περιοχές...
Η περιφρόνηση που εκφράζει ο συγγραφέας για το Σάλτσμπουργκ στην Αυτοβιογραφία του είναι αντίστοιχη σε υπερβολή με τις σαρκαστικές, σκωπτικότατες, δηκτικές περιγραφές των πόλεων στη «Δύναμη της Συνήθειας»: της Βιτεμβέργης, και κυρίως της Αυγούστας (Augsburg), που του στοίχισαν μιαν ακόμη μήνυση. Όπως εκεί χαρακτηρίζει το Σάλτσμπουργκ ένα «νεκροταφείο της φαντασίας», μια «εμποροπανήγυρη του ερασιτεχνισμού» (έκφραση που προκάλεσε εναντίον του δίκη για εξύβριση) και την κοινωνία του «ένα μείγμα ανοησίας και εγγενούς βαρβαρότητας», έτσι και εδώ τα χαρακτηριστικά της Αυγούστας είναι η «ανίατη ασθένεια», η «αφόρητη οσμή», το «θανατερό κλίμα», το «ανόητο μείγμα εθνικοσοσιαλισμού και καθολικισμού». Πρόκειται για ευθεία, χωρίς περιστροφές, άμεση αναγνώριση της ασχημοσύνης που ο Μπέρνχαρντ διαπίστωνε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα της ζωής στην Αυστρία και στις άλλες γερμανόφωνες περιοχές: μια απέχθεια που έρχεται στο επίκεντρο της θεματικής του και συνιστά κινητήριο μοχλό όλων των πολιτικών αλληγοριών που επιστρατεύει. Tην ίδια απέχθεια διακρίνει κανείς και στον «Θεατροποιό», καθώς και στα υπόλοιπα έργα του.
H παράσταση του Περλέγκα
Μαζί με τον Γιάννο Περλέγκα παίζουν τα μέλη της ομάδας «κι όμΩς κινείται»: Νώντας Δαμόπουλος, Αντιγόνη Λινάρδου, Πάνος Σολδάτος και Χριστίνα Σουγιουλτζή, δημιουργώντας μια πολύτεχνη παράσταση όπου οι πέντε ρόλοι περνούν από τον έναν στον άλλον(στη δημιουργική ομάδα συμμετείχαν οι: Γιάννος Περλέγκας, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Νώντας Δαμόπουλος, Αντιγόνη Λινάρδου, Πάνος Σολδάτος, Φίλιππος Βασιλείου, Μαρία Αθανασοπούλου, Φανή Μουζάκη και Federico Bustamante). Ο σκηνοθέτης ακολουθεί πιστά την πιο εντυπωσιακή από τις καινοτομίες του Μπέρνχαρντ: τη χρήση της επανάληψης ως αφηγηματικού εργαλείου. Επιστρατεύοντας πραγματικούς ακροβάτες, καταφέρνει να καταδείξει πώς οι εκκεντρικοί άνθρωποι του τσίρκου, που δεν είναι παρά φιγούρες κλόουν και κομμάτια υπάρξεων, πασχίζουν με συνεχείς επαναλήψεις να γίνουν ξεκάθαρες, εικονοκλαστικές αλληγορίες των νευρωτικών ανθρώπων (όλων ημών) της σύγχρονης εποχής, που σε αγελαία υποταγή αναπαράγουμε τη θνησιμότητα, τη βαναυσότητα, όλα όσα ακολούθησαν την έξαρση του Ρομαντισμού.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο κύριος Περλέγκας υπονομεύει, σε ένα δεύτερο επίπεδο, όλα όσα προτίθεται να υπονομεύσει ο συγγραφέας: υπό αυτήν την έννοια πρόκειται για έναν εκτενή πειραματισμό με τα εργαλεία που του προσφέρει ο Μπέρνχαρντ.
Η παράσταση μοιάζει με ανοιχτή πρόβα, απευθύνεται στο κοινό και λειτουργεί μέσω αυτού. Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο κύριος Περλέγκας υπονομεύει, σε ένα δεύτερο επίπεδο, όλα όσα προτίθεται να υπονομεύσει ο συγγραφέας: υπό αυτήν την έννοια πρόκειται για έναν εκτενή πειραματισμό με τα εργαλεία που του προσφέρει ο Μπέρνχαρντ. Επίσης, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως πρόκειται, επίσης, για μια ξεκάθαρη πολιτική δήλωση: καθώς, με απρεπές, επιθετικό ύφος, ο θιασάρχης κατηγορεί τους θιασώτες του για ανικανότητα, οι συστροφές της γλώσσας του παραμένουν πολύ χαρακτηριστικές του ύφους του μεγάλου αυστριακού συγγραφέα. Η αλληγορία είναι σαφής: όσο υπάρχουν τύραννοι/ επικεφαλής και θύματα/υπήκοοι από κάτω, δεν πρόκειται να παιχτεί σωστό πολιτικό παιχνίδι. Όσο ο ένας θα παραμένει η μαριονέττα και το υποχείριο/ανδρείκελο του άλλου, όσο δηλαδή θα επικρατεί η θεσμική ιεραρχία, κάθε προσπάθεια συνεννόησης, έκφρασης και αληθινής δημιουργίας θα ματαιώνεται. Ο Γιάννος Περλέγκας «θραύει» τον καμβά της υπόθεσης και στήνει ένα σκηνικό με τα θραύσματά του: αυτό αφορά τόσο τους χαρακτήρες (persones), όσο και τα σκηνικά προπς. Η δύναμη της αδράνειας επικρατεί στο έργο, οι χαρακτήρες τελματώνουν, αδυνατούν να ολοκληρωθούν.
Θεατρικά έργα του Μπέρνχαρντ
Το 1959 ο Μπέρνχαρντ έγραψε τα «Ρόδα της ερημιάς», πέντε σχέδια για μπαλέτο, φωνή και ορχήστρα, σε μουσική του Γκέρχαρντ Λάμπερσμπεργκ. Η καριέρα του Μπέρνχαρντ ως θεατρικού συγγραφέα ξεκίνησε το 1970, όπως και η μακρόχρονη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Κλάους Πάϋμαν, ο οποίος σκηνοθέτησε το πρώτο μεγάλο και γκροτέσκο έργο του, «Μια γιορτή για τον Μπόρις», στο Schauspielhaus του Αμβούργου. Το «Μια γιορτή για τον Μπόρις» είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας γραμμένης για τον σπουδαίο ηθοποιό Μινέτι. Τα δύο άλλα έργα της τριλογίας έχουν ανέβει στην ελληνική θεατρική σκηνή: «Ρίττερ, Ντένε, Φος» (1991-Νέα Σκηνή, μτφρ. Λευτέρης Βογιατζής-Σωτηρία Ματζίρη, σκ. Λευτέρης Βογιατζής) και «Θεατροποιός» (2016-Θέατρο Πόρτα, μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης, σκ. Ακύλλας Καραζήσης). Το 1972 γράφει το «Ο αδαής και ο παράφρων» (στην Ελλάδα ανέβηκε το 2016 από το Εθνικό Θέατρο, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, σκ. Γιάννος Περλέγκας) και το 1974, το Burgtheater της Βιέννης παρουσιάζει το νέο του έργο «Η συντροφιά των κυνηγών», ενώ το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ παρουσιάζει τη «Δύναμη της Συνήθειας». Η πρεμιέρα του «Προέδρου» γίνεται στο Burgtheater, το 1976, με τον ηθοποιό Μινέτι στον ομώνυμο ρόλο. Το 1978 έγραψε το «Ιμμάνιουελ Καντ» και το «Μινέτι» (στην Ελλάδα ανέβηκε το 1995 από το Θέατρο Τέχνης, μτφρ. Άννυ Κολτσιδοπούλου, σκ. Γιώργος Λαζάνης) και το 1979 τον «Αναμορφωτή του κόσμου» και το «Πριν από τη Σύνταξη». Το 1980 γράφει το «Ένας πεθαμένος» και το 1981 γράφει το «Πάνω απ’όλες τις κορυφές βαιλεύει ησυχία» και το «Στον προορισμό» (στην Ελλάδα ανέβηκε το 2001 από το Θέατρο Τέχνης, μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης, σκ. Μάγια Λυμπεροπούλου). Ο «Αποτυχημένος» (ή, αλλιώς μεταφρασμένο: «Αυτός που βουλιάζει») εμφανίστηκε το 1983, ταυτόχρονα με το «Τα φαινόμενα απατούν» (εξαιρετικό ανέβασμα του «Αποτυχημένου» το 2024 στο Ίδρυμα Νιάρχος από τον Έκτορα Λυγίζο). Το 1984 ακολούθησαν ο «Θεατροποιός» και το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» (που το 1985 ανεβαίνει στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ), ενώ το 1986 το «Απλώς Περίπλοκα» κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Schiller, στο Βερολίνο. Η «Ελισάβετ η Δεύτερη», το μοναδικό από τα έργα του Μπέρνχαρντ που έκανε πρεμιέρα μετά τον θάνατό του, ανέβηκε στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του 1987 στο θέατρο Schiller. Το 1988 τα κατεξοχήν αντιναζιστικά του έργα, το «Πριν την αποχώρηση» (στην Ελλάδα το ανέβασε ο Νίκος Μαστοράκης, το 2020, στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας) και η «Πλατεία Ηρώων», παρουσιάζονται στο Burgtheater της Βιέννης (την «Πλατεία Ηρώων» σκηνοθετεί έξοχα ο Δημήτρης Καραντζάς το 2017 στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας). Το 1982 πραγματοποιείται στο Sesto Fiorentino η ιταλική πρεμιέρα της «Δύναμης της συνήθειας», σε σκηνοθεσία Ντίνο Ντεσιάτα, ενώ εκδίδεται μια συλλογή θεατρικών έργων που περιλαμβάνει τα έργα: «Μια γιορτή για τον Μπόρις», «Η Δύναμη της Συνήθειας» και «Ο αναμορφωτής του κόσμου».
1. Ειρήνη Λεβίδη, Μεταμορφώσεις, μετατοπίσεις, επαναλήψεις και παραλλαγές στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ- Η περίπτωση Βίτγκενστάιν, στο πρόγραμμα της «Νέας Σκηνής» του Λευτέρη Βογιατζή για την παράσταση «Ρίτε, Ντένε, Φος» του 1991, που επιμελήθηκε η Ελένη Μπούρα.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.