Για την παράσταση του Thomas Bernhard Ο θεατροποιός, σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόρτα.
Του Νίκου Ξένιου
Το ντεμπούτο του στο θέατρο ο Τόμας Μπέρνχαρντ το έκανε το 1970 στο Αμβούργο με το γκροτέσκο Μια γιορτή για τον Μπόρις (Ein Fest für Boris), που παραπέμπει στο θέατρο του παραλόγου και είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, τα δύο άλλα έργα της οποίας έχουν ανέβει στην ελληνική θεατρική σκηνή: Ρίττερ, Ντένε, Φος και Θεατροποιός.
Στον Θεατροποιό, αυτός ο μέγας σαρκαστής του μεταπολεμικού κόσμου επιχειρεί ένα εκτενές, πικρόχολο και αυτοσαρκαστικό σχόλιο για την κεντρική Ευρώπη, τους παρηκμασμένους θεσμούς της και την πεπλανημένη της αντίληψη για την τέχνη και τη δημιουργία. Μια πολύ αξιόλογη σκηνοθεσία της μαύρης αυτής κωμωδίας από τον Ακύλλα Καραζήση στο θέατρο «Πόρτα», με τους Νίκο Χατζόπουλο, Νικήτα Αναστόπουλο, Δήμητρα Βλαγκοπούλου και Άρη Μπαλή, στην άψογη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη.
«Η επαρχία είναι ο θάνατος της ψυχής»
Ένα κείμενο που αποτελείται, σχεδόν αποκλειστικά, από τα λόγια ενός γελωτοποιού, τον θλιβερό μονόλογο ενός κλόουν που καυχιέται διαρκώς, ενός άξιου συνεχιστή του καυχησιάρη στρατιωτικού (miles gloriosus) της αρχαίας ρωμαϊκής ατελανικής κωμωδίας.
Ο createur-auteur-acteur Μπρουσκόν φτάνει με τον γιο, την κόρη και τη γυναίκα του στο πανδοχείο της μικρής επαρχιακής πόλης Ούτσμπαχ για να ανεβάσει στο παραμελημένο της θέατρο το έργο του «Ο τροχός της Ιστορίας»: η φθορά του σώματος, ο φόβος της παράλυσης, η ανεπάρκεια των εκφραστικών μέσων, η έλλειψη ιστορικής γνώσης και θεματικού άξονα, η απουσία συνείδησης σχετικά με τη σύνθεση και τις προσλαμβάνουσες του κοινού, αλλά και η κρυπτοφασιστική νοοτροπία και η επιπόλαια, ρηχή προσέγγιση της ρητορεία του λόγου, όλα θα αναφανούν στον τεράστιο, απαιτητικό μονόλογο χωρίς απάντηση του Μπρουσκόν που γίνεται τοξικός ως ψυχαναγκαστική, ειλικρινής, de profundis εξομολόγηση, μηρυκάζει τη ματαίωση των ονείρων, την αδυναμία επικοινωνίας με τους άλλους και την περιφρόνηση γι’ αυτούς, τέλος δε συνθλίβεται από την ενδόμυχη πεποίθηση πως το «μεγάλο θεατρικό γεγονός» δεν θα λάβει ποτέ χώρα (όπως μαρτυρεί και η επαναλαμβανόμενη φράση του ήρωα: «Το ήξερα...το ήξερα», με την οποίαν αρχίζει και τελειώνει το κείμενο). Ένα κείμενο που αποτελείται, σχεδόν αποκλειστικά, από τα λόγια ενός γελωτοποιού, τον θλιβερό μονόλογο ενός κλόουν που καυχιέται διαρκώς, ενός άξιου συνεχιστή του καυχησιάρη στρατιωτικού (miles gloriosus) της αρχαίας ρωμαϊκής ατελανικής κωμωδίας. Επικεντρωμένος στη ματαίωση των σπουδαίων του θεατρικών του σχεδίων, αυτοαναιρείται διαρκώς, δυναμιτίζοντας τη γελοιότητα της επαρχιακής θεατρικής διοργάνωσης, καθώς όλα τον ενοχλούν: η υγρασία, το φαγητό, η ατμόσφαιρα, ο υπερβολικός φωτισμός, ακόμη και η ίδια του η υπεροπτική θεώρηση και η περιδινούμενη ματαιοδοξία του, της οποίας γίνεται τραγικός μάρτυρας ο ίδιος στο τέλος της παράστασης, που εκρήγνυται εν τη γενέσει της «μέσα στην παράσταση».
Στηλιτεύοντας την έπαρση όχι μόνο στον χώρο της τέχνης, μα και στην κεντροευρωπαϊκή κοινωνία με τα φασιστικά κατάλοιπα και τις οδυνηρές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπέρχαρντ αρχικά είχε γράψει ένα τρίωρο μονόλογο, προορισμένο για την ερμηνεία ενός ιδιαίτερα «δυνατού» ηθοποιού.
Στηλιτεύοντας την έπαρση όχι μόνο στον χώρο της τέχνης, μα και στην κεντροευρωπαϊκή κοινωνία με τα φασιστικά κατάλοιπα και τις οδυνηρές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπέρχαρντ αρχικά είχε γράψει ένα τρίωρο μονόλογο, προορισμένο για την ερμηνεία ενός ιδιαίτερα «δυνατού» ηθοποιού. Ήδη στο μυθιστόρημά του Παγωνιά (1963) είχε εξεικονίσει το παγερό αλπικό τοπίο που κυριαρχείται από τη βία και την ωμότητα. Ανάμεσα στα 1975 και τα 1982 δημοσίευσε την Αυτοβιογραφία του, τον Ανεψιό του Βίτγκενστάιν (Wittgensteins Neffe) και τους Ξυλοκόπους (Holzfällen), ενώ το 1986 το opus magnum του, την Εξολόθρευση (Auslöschung). Οι κυριότεροι χαρακτήρες του, που ο ίδιος τους αποκαλούσε Geistesmenschen, αποκηρύσσουν και αμφισβητούν όλες τις «βαρύνουσες» για την αυστριακή συνείδηση έννοιες, περιλαμβανόμενης της «Καθολικής-εθνικιστικής-σοσιαλιστικής» αντίληψης για την τέχνη και τη ζωή. Η εκτίμησή του για θεσμούς όπως το βιεννέζικο Burgtheater και για κάποιους ξεχωριστούς υπηρέτες της τέχνης, του υπαγορεύει τη συγγραφή έργων που θέτουν υπό αίρεσιν τους παράγοντες απομόνωσης και αυτοκαταστροφής των τελειομανών συμπατριωτών του, συνδέοντας την αναζήτηση της τελειότητας με τη στασιμότητα και τον θάνατο. Άξιοι επίγονοι των ηρώων του Ντοστογιέβσκη, του Κάφκα και του Μπέκετ, οι θεατρικοί του χαρακτήρες γράφτηκαν για ηθοποιούς όπως ο Μπρούνο Γκανζ, ο Μπέρναρντ Μινέτι, ο Γκερτ Φος, η Κίρστεν Ντένε και η Ίλσε Ρίτερ και έχουν εμπνεύσει σύγχρονους δημιουργούς, όπως τον αντιφατικό σκηνοθέτη Κλάους Πάιμαν και την Ελφρίντε Γιέλινεκ.
Ηθοποιοί καρικατούρες και Ευρώπη παρωδία
Γελοίος και τραγικός μέσα στην ανεπάρκειά του, ο μπουφονικός αυτός θεατράνθρωπος βλέπει επί σκηνής να καταρρέει το μεγαλόπνοο, υπερφίαλο όραμά του.
Ο Μπέρνχαρντ θεωρούσε τη γερμανική γλώσσα «επιτηδευμένη, αδέξια και φριχτή, γλώσσα φοβερή που σκοτώνει ό,τι ελαφρύ και υπέροχο». Οι απόψεις του περί θεάτρου και ηθοποιών συγκεντρώνονται στον χαρακτήρα του Μπρουσκόν και γενικεύονται για το σύνολο των κοινωνικών θεσμών. Γελοίος και τραγικός μέσα στην ανεπάρκειά του, ο μπουφονικός αυτός θεατράνθρωπος βλέπει επί σκηνής να καταρρέει το μεγαλόπνοο, υπερφίαλο όραμά του. Επιχειρεί να διασταυρώσει μια σειρά από ετεροχρονισμένες αυταρχικές φιγούρες της ευρωπαϊκής ιστορίας: τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Μέτερνιχ, τον Χίτλερ και τον Τσώρτσιλ, αλλά και προσωπικότητες της Φιλοσοφίας, τον Σπινόζα και τον Κίρκεγκωρ, και επιστήμονες όπως τη Μαρία Κιουρί. Μια παρωδία ιστορικότητας διατρέχει το εκφερόμενο από αυτές τις προσωπικότητες κείμενο, που μάλιστα είναι προορισμένο να ερμηνευθεί από τον σωματικά και πνευματικά ανάπηρο γιο του Φερούτσιο, που τον ερμηνεύει εξαιρετικά ο Άρης Μπαλής.
Στην πυρηνική οικογένεια θεατρωνών που κατασκευάζει -διάδοχο του μεσαιωνικού μπουλουκιού- ο Μπέρνχαρντ διατηρεί αξιακές παραδοχές μιας πατριαρχικής αφοσίωσης, μιας ανήμπορης, χοντροκομμένης και ατάλαντης συζύγου κι ενός «lebensmensch» («άνθρωπος της ζωής της») που θεωρεί ότι κρατά τα ηνία του θιάσου: στην παράσταση του κύριου Καραζήση βλέπουμε ένα βουβό γυναικείο πρόσωπο που διαρκώς βήχει να ερμηνεύει αυτήν τη σκιώδη φιγούρα υποταγμένης συζύγου, ερμηνευμένη από άντρα, διεκπεραιωτικά μόνο «στημένη» επί σκηνής για να λάβει χώρα το δράμα πίσω από μιαν αυτοσχέδια αυλαία και πάνω σε μια ράμπα που στήνεται εκ των ενόντων. Στην ετερογενή, αυτοσχεδιαστική ποιότητα του σκηνικού συμβάλλει πολύ έξυπνα και η φιγούρα ενός σχεδιασμένου ελαφιού (υποδηλωτική του ονόματος της πανσιόν), καθώς και μια ηθελημένα χαμηλής καλλιτεχνικής αξίας απεικόνιση του Χίτλερ, που ανασύρεται από την αποθήκη κι επιστρατεύεται αυτομάτως στη διοργάνωση της παράστασης. Ο ενδιάθετος μηδενισμός του κειμένου υπογραμμίζεται από την αδικαιολόγητη, υπερβολική περιφρόνηση του πατέρα-θεατρώνη προς όλον το θίασο που συνιστούν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του θεάτρου: αυτό το επιπλέον στοιχείο προσδίδει ένα ξεκαρδιστικό τόνο στο θέμα.
Τα εύσημα για την ανάληψη, άρτια διαχείριση, επί σκηνής απογείωση αυτής της «παρτιτούρας» που συνιστά ο ρόλος του Μπρουσκόν τα παίρνει ο εξαιρετικός Νίκος Χατζόπουλος, η συγκινητική ερμηνεία του οποίου καταγράφεται στα θεατρικά γεγονότα της χρονιάς.
Ο Νικήτας Αναστόπουλος στον ρόλο του ανεπαρκούς πανδοχέα πλάθει ένα χαρακτήρα υποτακτικό, δέσμιο της παθητικής επανάληψης και ρουτίνας, σιωπηρό και θυματοποιημένο μάρτυρα του ατελείωτου μονολόγου του Μπρουσκόν. Παγιδευμένος σε μιαν ομηρεία ακρόασης, ο ξενοδόχος αυτός δέχεται καταιγιστικά παράπονα και διαπιστώσεις που τον υποτιμούν αλλά δεν τον καταρρακώνουν, γιατί είναι φορέας της πλήρως αλλοτριωμένης συνείδησης. Την κόρη του Μπρουσκόν Σάρα, προσηλωμένη στον πατέρα της και μειωμένης νοημοσύνης, υποδύεται με χιούμορ η Δήμητρα Βλαγκοπούλου. Η σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση είναι άρτια, ρυθμική, σεμνή και παράλληλα πρωτότυπη, υπηρετεί δε απόλυτα τη διαγραφή της δονκιχωτικής προσωπικότητας του Μπρουσκόν αντιστρέφοντας τα ενδότερα της σκηνής με τον τρόπο της κάμερας του Βέντερς για να μας ταυτίσει με τον θλιβερό θίασο. Όμως τα εύσημα για την ανάληψη, άρτια διαχείριση, επί σκηνής απογείωση αυτής της «παρτιτούρας» που συνιστά ο ρόλος του Μπρουσκόν τα παίρνει ο εξαιρετικός Νίκος Χατζόπουλος, η συγκινητική ερμηνεία του οποίου καταγράφεται στα θεατρικά γεγονότα της χρονιάς.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.