
Για την παράσταση Πλατεία Ηρώων, του Thomas Bernhard, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής.
Του Νίκου Ξένιου
Παρά το γεγονός ότι ο Τόμας Μπέρνχαρντ υποστήριξε κάποτε πως «το θέατρο είναι μια ένωση τελματόβιων», ο ίδιος άφησε δεκαοκτώ θεατρικά έργα, 10 μικροδράματα, ένα έργο για μπαλέτο με φωνές και ένα λιμπρέτο για όπερα δωματίου, ακολουθώντας την παράδοση του Χάινριχ φον Κλάιστ και του Γκέοργκ Μπίχνερ. Στην Πλατεία Ηρώων που παρακολουθήσαμε στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά η προσωπικότητα του μεταστάντος καθηγητή Σούστερ διαγράφεται μέσα από τα λόγια των άλλων. Μiα παράσταση που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Αδυσώπητο κατηγορώ στην Αυστρία
Τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα του έργου στο Μπουργκτεάτερ της αυστριακής πρωτεύουσας (1966), ο Μπέρνχαρντ πέθανε, αφήνοντας την παρακαταθήκη «να μην παίζονται τα έργα του στην Αυστρία», συνθήκη όμως που δεν τηρήθηκε.
Ο Μπέρνχαρντ γράφει την Πλατεία Ηρώων αφού συμφώνησε με τον Κλάους Πέιμαν στη συγγραφή ενός αμιγώς πολιτικού έργου, που θα ανασυνδέει το αυστριακό κοινό με το φαύλο παρελθόν που παράγει ένα εμβληματικό κτήριο στό ιστορικό κέντρο της Βιέννης. Την περίοδο που γράφτηκε η Πλατεία Ηρώων στην Αυστρία πρόεδρος ήταν ο αμφιλεγόμενος Κουρτ Βαλντχάιμ, ενώ το έργο τοποθετείται χρονικά αμέσως μετά την αυτοκτονία του στοχαστή καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ. Ακριβώς πενήντα χρόνια πριν ο Χίτλερ είχε κηρύξει το «Άνσλους» – την προσάρτηση, δηλαδή, της Αυστρίας στην Γερμανία, μπροστά απ’ το ανάκτορο Χόφμπουργκ, μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος παραληρούντων από ενθουσιασμό Αυστριακών. Τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα του έργου στο Μπουργκτεάτερ της αυστριακής πρωτεύουσας (1966), ο Μπέρνχαρντ πέθανε, αφήνοντας την παρακαταθήκη «να μην παίζονται τα έργα του στην Αυστρία», συνθήκη όμως που δεν τηρήθηκε.
Το τελευταίο αυτό και κορυφαίο έργο του μεγάλου συγγραφέα σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς, στοχεύοντας στην κατάντια των τεχνών και στον απαίδευτο τρόπο προσέγγισης των φλεγόντων πολιτικοκοινωνικών θεμάτων από ένα εφησυχασμένο, παθητικό κοινό. Το έργο είναι αυστηρό στην κατά μέτωπον αιτίαση του μέσου αστού και αυτό το πετυχαίνει η παράσταση με τον καθρέφτη, αρχικά oblique και αμέσως μετά, με τη σκηνή της κηδείας, κάθετο απέναντι στο κοινό του ιστορικού μικρού θεάτρου της οδού Κυκλάδων.
Ο αδελφός του καθηγητή, ο Ρόμπερτ, αποκαλεί όλους τους Αυστριακούς κρυφο-ναζί και χαρακτηρίζει τους Σοσιαλιστές πιο επικίνδυνους ακόμη και από τους Εθνικοσοσιαλιστές. Στα δριμύτατα λόγια αυτού του χαρακτήρα ο Μπέρνχαρντ εναποθέτει το προσωπικό του μένος κατά της αυστριακής ασυνειδησίας, κατά του πολιτικού καιροσκοπισμού, κατά της εκκλησιαστικής ιδιοτέλειας, κατά της κρυπτοφασιστικής νοοτροπίας των θαμώνων των αστικών θεάτρων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Ρόμπερτ είναι ένας παραιτημένος άνθρωπος, που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως προοίμιο θανάτου. Η αμβλύνοια των «πέραν των Άλπεων» πολιτισμένων λαών της κεντρικής Ευρώπης και το ανθρωπιστικό κενό είναι τα μοτίβα που διακρίνουν την αιρετική, καταγγελτική γραφή του Μπέρνχαρντ.
Μνήμη εξοργισμένη με τη συλλογική αμνησία
Και στις τρεις πράξεις του έργου, με πολλές επαναλήψεις της λέξης «καθηγητής», με πυρετική εμμονή στην ευταξία και με διάθεση στο χείλος της απελπισίας, η οικονόμος κυρία Τσίτελ ζωγραφίζει τη χειριστική προσωπικότητα του εκλιπόντος, αποτυπωμένη στο ίδιο της το είναι.
Καταφεύγοντας στην Οξφόρδη, ο καθηγητής και η γυναίκα του πασχίζουν επί δεκαετίες να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και να παραγράψουν την οδυνηρή μνήμη του Άνσλους, που για τη σύζυγο έχει καταστεί ψυχωσικός εφιάλτης. Και στις τρεις πράξεις του έργου (στο σπίτι με το σιδέρωμα, στο Φολκσγκάρτεν λίγο μετά την κηδεία και στο πένθιμο δείπνο), με πολλές επαναλήψεις της λέξης «καθηγητής», με πυρετική εμμονή στην ευταξία και με διάθεση στο χείλος της απελπισίας, η οικονόμος κυρία Τσίτελ ζωγραφίζει τη χειριστική προσωπικότητα του εκλιπόντος, αποτυπωμένη στο ίδιο της το είναι. Ο αδελφός του καθηγητή, η σύζυγός του, οι κόρες του, ακόμη και ο καλεσμένος στο πένθιμο δείπνο οικογενειακός φίλος, πάνω απ’ όλα όμως ο χαρακτήρας της κυρίας Τσίτελ, είναι φορείς ενός ανεξίτηλου, ανεπούλωτου και μη ιάσιμου τραύματος. Τα πάντα, μέχρι και το τελευταίο προπ της παράστασης, διαρκώς και αδιαλείπτως υπενθυμίζουν αυτά που δεν πρέπει να ξεχνά ο θεατής.
Επικαιροποιώντας τον ιστορικό χαρακτήρα του κειμένου του Μπέρνχαρντ ο Δημήτρης Καραντζάς επιλέγει να σκαρώσει μια σκηνική φάρσα μεγάλης βαρύτητας. Εσκεμμένος δισταγμός και αμηχανία αποδίδεται, σε κάποια σημεία με μεγαλύτερη και σε άλλα με μικρότερη επιτυχία: τα μπαστούνια είναι αμφίβολο αν θα συγκρατήσουν το βάρος των πιατικών ως πόδια τραπεζιού, το βάζο είναι αμφίβολο αν θα σταθεί όρθιο στην τρύπα της μέσης, ο Λούκας πραγματικά δεν έχει πού να ακουμπήσει το παλτό του, ο εξωτερικός θόρυβος τείνει να υπερκαλύψει τις κουβέντες των ηρώων, που πρέπει να αρχίσουν να ουρλιάζουν για να επικοινωνήσουν στην τρίτη σκηνή, σε μια κορύφωση ιδιαίτερης επικινδυνότητας για τους ηθοποιούς. Είναι σαφές πως αυτή η ανασφάλεια διασπείρεται σκόπιμα από τον σκηνοθέτη: εύθραυστα αντικείμενα πρέπει να προσεχθούν, να διπλωθούν, να συσκευασθούν, μετά να ξεδιπλωθούν και να χρησιμεύσουν ως υλικό για την ταχεία κατασκευή άλλων, εξίσου εύθραυστων σκηνικών στοιχείων. Η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη «κεντάει» με την πειθαρχημένη της εκφορά του λόγου, με τις σωστές υφέσεις και κορυφώσεις, με το συγκινητικά αφοσιωμένο ήθος της Τσίτελ που φιλοτεχνεί.
Η λειτουργικότητα του θεάτρου
Το τελευταίο, πένθιμο δείπνο θα δοθεί πάνω σε τραπέζι κατασκευασμένο από τα σπαράγματα αυτού του μπουρζουά νοικοκυριού, ενώ στη μέση θα χάσκει διαρκώς μια άβυσσος κατακρήμνισης, υπαινικτικά δοσμένη με ένα ρήγμα στο πάτωμα.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης επιλέγει ζοφερό κλίμα για να υπογραμμίσει το ήδη απειλητικό ύφος του κειμένου, με τη βοήθεια της μεταφράστριας Έρης Κύργια, της εξαιρετικής σκηνογράφου του Κλειώς Μπομπότη που τοποθετεί τα κουτιά των παπουτσιών, τις κρεμάστρες και τις βαλίτσες της διαλυμένης οικίας Σούστερ σε μια μεταμορφωσιγενή συνθήκη. Το τελευταίο, πένθιμο δείπνο θα δοθεί πάνω σε τραπέζι κατασκευασμένο από τα σπαράγματα αυτού του μπουρζουά νοικοκυριού, ενώ στη μέση θα χάσκει διαρκώς μια άβυσσος κατακρήμνισης, υπαινικτικά δοσμένη με ένα ρήγμα στο πάτωμα. Η κινησιολογία της Ζωής Χατζηαντωνίου, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και οι εκπληκτικές ερμηνείες της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη, του Χρήστου Στέργιογλου, της Σύρμως Κεκέ και της Μαρίας Σκουλά, οι αξιοπρεπέστατες παρουσίες της Άννας Καλαϊτζίδου, της Υβόννης Μαλτέζου, του Παναγιώτη Εξαρχέα και του Γιώργου Μπινιάρη, καθώς και ένας εσωτερικός ρυθμός ασθματικός που χαρακτηρίζει την παράσταση, την καθιστούν μιαν από τις σημαντικότερες παραστάσεις της δεκαετίας.
Φανατικός της ακρίβειας και της αστικής ευταξίας, ο σκιαγραφούμενος αυτόχειρας καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ έχει υποκαταστήσει την ψυχωσική σύζυγό του με την καλά εκπαιδευμένη οικονόμα του. Αυτός και η σύζυγός του υπήρξαν ένα ζευγάρι Εβραίων που πέρασαν τη ζωή τους συγκρατημένα, υπό τη συνεχή απειλή του αντισημιτισμού που στηλιτεύει ο συγγραφέας. Η εθελούσια απομόνωση του φιλάσθενου Ρόμπερτ, του αδελφού του Σούστερ, στο εξοχικό του στο Νόιχαουζ από απέχθεια προς τη νέα κατάσταση πραγμάτων, παρά την αλλοτριωτική για ένα διανοούμενο επίδραση της ζωής στην εξοχή, σκιαγραφεί δια της σιωπής τον φιλισταϊσμό, τον υφέρποντα ολοκληρωτισμό («Σ’ αυτήν τη χώρα που είναι η αποκρουστικότερη όλων η μόνη επιλογή σου είναι ανάμεσα στα μαύρα και στα κόκκινα γουρούνια») και την υπαρξιακή μελαγχολία του σύγχρονου, σκεπτόμενου Ευρωπαίου («Ένας ριζικά εκφυλισμένος κόσμος με τον οποίο δεν θέλω να έχω καμία σχέση»).
Κατ’ ουσίαν, μια νεκρώσιμη ακολουθία είναι αυτό το έργο. Όχι μόνο επικήδειος για τους αυστριακούς θεσμούς και τον φιλελευθερισμό, αλλά επικήδειος και για την τέχνη, η λειτουργικότητα της οποίας συρρικνώνεται στα λόγια του συγγραφέα, για να αφήσει μόνο ένα ισχνό αποτύπωμα.
Κατ’ ουσίαν, μια νεκρώσιμη ακολουθία είναι αυτό το έργο. Όχι μόνο επικήδειος για τους αυστριακούς θεσμούς και τον φιλελευθερισμό, αλλά επικήδειος και για την τέχνη, η λειτουργικότητα της οποίας συρρικνώνεται στα λόγια του συγγραφέα, για να αφήσει μόνο ένα ισχνό αποτύπωμα. Το σημαντικότερο όλων: η διαδοχική συστολή και διαστολή του χρόνου που διακρίνουν το θεατρικό σύμπαν του Μπέρνχαρντ επιτυγχάνονται στην σκηνοθεσία Καραντζά χωρίς περιττές, ψευτοκουλτουριάρικες υποδηλώσεις: σημαίνουν, δε, ακριβώς αυτό που προτίθενται να σημάνουν: τον άναρχο, κατ’ επανάληψιν εκτεθειμένο στην εισβολή υπαρξιακών ερωτημάτων, τον σπαρακτικά παράλογο χαρακτήρα των ανθρωπίνων, την απανθρωπιά και τον νόμο της ζούγκλας που επικρατεί στη δόμηση των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, την υποκρισία που θεμελιώνει τις σχέσεις μας ως πεμπτουσία της τερατογένεσης που τεκταίνεται. Τέλος, την τεράστια απορία που γεννάται στην ψυχή του θεατή, καθώς παρακολουθεί το τερατώδες στοιχείο να διογκούται, να ακμάζει παρασιτικά και να καταβροχθίζει αιώνες ολόκληρους Διαφωτισμού, για να παραχωρήσει, αναπόφευκτα, στη φθορά και στον θάνατο τον ζωτικό χώρο που τους αρμόζει. Όμως η πραγματική αιτία της αυτοκτονίας του Σούστερ ερμηνεύεται στην ψυχή του θεατή. Η ψυχιατρική νοσηλεία της χήρας, που επικρέμαται μαζί με μιαν υποψία θεατρικότητας, το απειλητικό κλίμα που στην παράσταση πλανάται και υποδηλώνεται με ένα είδος «σεισμικού» βόμβου εκτός σκηνής, τα αναπάντητα ερωτήματα που πλανώνται, όλα στη σκηνοθεσία Καραντζά συνιστούν μιαν ηθική και πνευματική δοκιμασία ηθοποιών και κοινού. Αυτός δεν θα ’πρεπε να είναι ο στόχος της τέχνης;
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.