
Για το μυθιστόρημα της Σουηδής Ία Γένμπεργκ (Ia Genberg) «Οι λεπτομέρειες» (μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδ. Gutenberg), μια «θραυσματική και εξ αντανακλάσεως εξερεύνηση του εαυτού, μέσα από μια χαμηλόφωνη, ενδοσκοπική αφήγηση».
Γράφει η Φανή Χατζή
Η περσινή επιτροπή του Διεθνούς Βραβείου Booker γοητεύτηκε έντονα από βιβλία που κινούνται γύρω από τη μνήμη, τις ανθρώπινες σχέσεις και την ανασύνθεση του παρελθόντος μέσα από τη γραφή. Το νικητήριο Kαιρός (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτη) της Έρπενμπεκ και το Στραβό αλέτρι (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αίολος) του Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ εμπλέκουν την ιστορική μνήμη με την προσωπική, ενώ το Ας πούμε πως είμαι εγώ (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Δώμα) της Ράιμο και το αμετάφραστο ακόμα What I’d rather not think about της Ποστούμα ανακαλούν με μια άμεση πρωτοπρόσωπη αφήγηση το τραύμα σε μια προσπάθεια διαχείρισής του.
Το μυθιστόρημα Οι λεπτομέρειες (μτφρ. Γιώργος Κονδύλης, εκδ. Gutenberg) της Ία Γένμπεργκ, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση από τα σουηδικά, επιβεβαιώνει αυτή την προτίμηση της επιτροπής σε αφηγήσεις που εξερευνούν τη συνύφανση της μνήμης με την ταυτότητα. Το μυθιστόρημα που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Booker 2024 και κέρδισε το σουηδικό βραβείο August στηρίζεται στην ιδέα της θραυσματικής και εξ αντανακλάσεως εξερεύνησης του εαυτού, μέσα από μια χαμηλόφωνη, ενδοσκοπική αφήγηση.
Ένα βιβλίο του Όστερ σαν μια προυστιανή μαντλέν
Στον πρώτο τόμο του κεφαλαιώδους Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο – Από τη μεριά του Σουάν (μτφρ. Παύλος Ζάννας, εκδ. Εστία) ο αφηγητής βουτάει ένα κομμάτι μαντλέν στο τσάι του, μια στιγμή πασίγνωστη στην παγκόσμια λογοτεχνία, που τον γυρίζει στα παιδικά του χρόνια στο Κομπραί, απ’ όπου ξεκινά η καταβύθιση στις αναμνήσεις, που εκτείνεται σε πάνω από 3.000 σελίδες. Στη θέση του γαλλικού κέικ η Γένμπεργκ τοποθετεί ένα βιβλίο και συγκεκριμένα τo H τριλογία της Νέας Υόρκης (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) του Πολ Όστερ. Η ανώνυμη αφηγήτρια, ψημένη στον πυρετό, κατεβάζει από τη βιβλιοθήκη της το βιβλίο και η αφιέρωσή του την γυρνάει εικοσιπέντε χρόνια πίσω. Το ξεδίπλωμα των δικών της αναμνήσεων θα χρειαστεί μόλις 154 σελίδες.
Η άλλοτε σύντροφος της αφηγήτριας, στην οποία ανήκουν τα γράμματα και το τρυφερό σημείωμα της αφιέρωσης, πλέον δεν έχει καμία θέση στη ζωή της. Με εξομολογητικό τόνο, η αφηγήτρια αφιερώνει το πρώτο τμήμα του γραπτού της σε αυτήν και στα άλλα τρία άλλοτε κοντινά της πρόσωπα που πλέον δεν υπάρχουν στη ζωή της. Τέσσερα «κεφάλαια» της ζωής της, τέσσερα κεφάλαια βιβλίου. Οι μακροχρόνιοι και σταθεροί δεσμοί της ζωής της ως φίλης ή μητέρας, σχέσεις ενεργές στο παρόν της συγγραφής, αναφέρονται μόνο παρεμπιπτόντως, αποκαλύπτοντας μια επιθυμία ανασύνθεσης μόνο των χαμένων εκφάνσεων της προσωπικότητάς της.
Το εγώ μέσα από άλλους
Όπως προδίδει, ίσως, και το εξώφυλλο του βιβλίου, τα θραύσματα που μοιράζεται η συγγραφέας από τη ζωή της, τοποθετημένα στη σωστή σειρά, γίνονται το καθρέφτισμα της ίδιας. Το «εγώ», σημειώνει άλλωστε η αφηγήτρια, είναι στην ουσία «απομεινάρια ανθρώπων πάνω στους οποίους τριβόμαστε» (σελ. 36). Το εγχείρημα αντικατοπτρισμού του εαυτού μέσα από τέσσερα διαφορετικά ψυχογραφήματα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν τα πορτρέτα των βασικών ηρώων δεν είναι ολοκληρωμένα, αλλά αποτελούνται από αποσπασματικές πινελιές.
Οι τέσσερις βινιέτες, πάντως, αποτυπώνουν διαφορετικές φάσεις της ζωής της αφηγήτριας, όπως την ανέμελη φοιτητική φάση της κυριολεκτικής και μεταφορικής ακαταστασίας που επέβαλε η πρώην συγκάτοικός της Νίκι, και εν αντιθέσει την τακτική, «ενήλικη» ζωή που της προσέφερε η σύντροφός της, Γιοχάνα. Η ξεκάθαρη κλιμάκωση στην κομβικότητα του ρόλου που διαδραμάτισαν τα πρόσωπα αυτά στη ζωή της καταλήγει πρώτα στη ρομαντικοποιημένη απεικόνιση του κεραυνοβόλου έρωτά της με τον Αλεχάνδρο και, τελικά, στη ρεαλιστική, νηφάλια αναμέτρησή της με το τραύμα, μέσω της ιστορίας της Μπριζίτε.
Οι αναδιπλώσεις του χρόνου
Η διαρκής υπενθύμιση της αντίθεσης ανάμεσα στον παροντικό χρόνο καταγραφής και τον φυσικό χρόνο των βιωμάτων δημιουργεί μια απόσταση στην οποία υπεισέρχεται η προκατάληψη, η υποκειμενικότητα, η λήθη και η στρέβλωση. Επιθυμία της Γένμπεργκ είναι περισσότερο η αναδίπλωση του χρόνου, η δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι ο τωρινός εαυτός στέκεται δίπλα στον παρελθοντικό, ο ένας βίωσε τη ζωή σαν έναν ορμητικό χείμαρρο και ο άλλος επισκέπτεται και σταχυολογεί συγκεκριμένες λεπτομέρειες.
Υπάρχει, ωστόσο, η αίσθηση της ανάφλεξης των σχέσεων που λήγουν, των ανθρώπων που φεύγουν ξαφνικά και δια παντός από τη ζωή μας.
Αν εξαιρέσουμε, πάντως, την άναρχη επίσκεψη στις παρελθοντικές διαδρομές που ίσως σχετίζεται με την εμπύρετη συνθήκη, η αφήγηση δύσκολα θα χαρακτηριζόταν «πυρετώδης». Αντίθετα από ένα αναμενόμενο παραληρηματικό ύφος, η αφήγηση είναι διαυγής, εντός αυστηρών γραμμικών πλαισίων, λιτή, με μια συνειδησιακή ροή οριοθετημένη και εύληπτη. Υπάρχει, ωστόσο, η αίσθηση της ανάφλεξης των σχέσεων που λήγουν, των ανθρώπων που φεύγουν ξαφνικά και δια παντός από τη ζωή μας.
Η Λογοτεχνία ως σταθερά
Κοινός παρονομαστής και σταθερά της αφήγησης είναι μόνο η Λογοτεχνία. Τα πρόσωπα κάθε κεφαλαίου συνδέονται αφενός με συγκεκριμένα βιβλία και συγγραφείς και αφετέρου με συγκεκριμένα στάδια εξοικείωσης της αφηγήτριας με τη γραφή. Ο απρόβλεπτος και ιδιότροπος χαρακτήρας της Νίκι, για παράδειγμα, σχετίζεται με το storytelling, την αυθεντικότητα, την παρατήρηση και την εξάσκηση, ενώ ο οργανωμένος χαρακτήρας της Γιοχάνα συνδέεται με τη γραφή ως σύστημα και ρουτίνα. Κατά κάποιον τρόπο, η Λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει τη μόνη συνεκτική γραμμή που ενώνει τις επιμέρους ιστορίες και βιώματα.
Βουτιά με σωσίβιο
Συνολικά, η Γένμπεργκ αποτυπώνει με λογοτεχνικό τρόπο την αλληλεξάρτηση των ανθρώπων και τις συνάψεις που καλλιεργούν, ενώ αναγάγει τη Λογοτεχνία σε επιδραστικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιεί την αυτομυθοπλασία με μεγάλη λεπτότητα, φροντίζοντας ώστε η συγγραφέας να μην επιβάλλεται στην αφηγήτρια και, με εξαίρεση την τοπογεωγραφία της Σουηδίας, καταγράφει πανανθρώπινα συναισθήματα και σχέσεις.
Αντιθέτως, δίνεται η αίσθηση ενός συγκρατημένου κειμένου, με μια κοντρολαρισμένη μελαγχολία που δεν αφήνεται ποτέ ανεξέλεγκτη.
Από την άλλη, όπως γράφει προς το τέλος και η ίδια, «η εμβάθυνση απαιτεί απώλεια ελέγχου» (σελ.148) και αυτή η επιθυμητή «απότομη βουτιά» δεν επιτυγχάνεται παρά σε ελάχιστα σημεία. Αντιθέτως, δίνεται η αίσθηση ενός συγκρατημένου κειμένου, με μια κοντρολαρισμένη μελαγχολία που δεν αφήνεται ποτέ ανεξέλεγκτη. Η επιλογή να διατηρηθεί ένα συμπαγές ύφος και όχι μια υφολογική ρευστότητα που θα αποτυπώνει τις μεταβάσεις ή τα στάδια της νεότητας αφήνει την αίσθηση του προμελετημένου και όχι του πηγαίου, ενώ, συνολικά, η γραφή μας αφήνει με μια επίγευση δυσκαμψίας και αποτυχίας να αγγίξει τις πιο ευάλωτες χορδές.
* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ία Γένμπεργκ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1967. Ξεκίνησε την καριέρα της ως δημοσιογράφος και έκανε το λογοτεχνικό ντεμπούτο της το 2012 με το μυθιστόρημα Sweet Friday. Έκτοτε έχει γράψει τα βιβλία Belated Farewell (2013), Small Comfort (2018) και Οι λεπτομέρειες (2022).
Το τελευταίο της μυθιστόρημα τιμήθηκε με το Βραβείο August 2022 και βρέθηκε στη Βραχεία Λίστα για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2024.