Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τον μήνα που μας πέρασε. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Δεν περιμένω τις γιορτές. Δεν περιμένω τις μπάλες, τις γιρλάντες και τις κάλτσες στο τζάκι, για να τοποθετήσω ανάμεσά τους τα πακέτα με τα δώρα μου. [Χρατς, χρατς] Μα, τι έκπληξη: Βιβλίο! Κι άλλο βιβλίο! Τα λαμπάκια δίπλα στο γραφείο, αν και σκονισμένα, δεν τα έχω σβήσει από πέρυσι. Η γιορτή αρχίζει και τελειώνει μπροστά σ’ ένα βιβλίο.
Την αίσθηση της παρηκμασμένης γιορτής, φορτωμένη με κούραση και ψεύτικα χαμόγελα, μεταδίδει πολύ πετυχημένα το μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη Θέα Ακρόπολη (εκδ. Μεταίχμιο). Το προσωπικό και οι επισκέπτες του πολυτελούς ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας, του Athens Excelsior, συγκροτούν τον φανταχτερό και εναλλασσόμενο διάκοσμο του μυθιστορήματος, μέσα στον οποίο η συγγραφέας θα αναπτύξει χαρακτήρες, θα υπογραμμίσει και θα καταδείξει το βάθος των επαγγελματικών και φιλικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων και καμιά φορά των τακτικών πελατών και τέλος, θα σκιαγραφήσει, με διάσπαρτα πραγματολογικά στοιχεία, το αφόρητα ζεστό καλοκαίρι του 1992. Έρωτες, μυστικά, ζήλιες, μια αυτοκτονία χωρίς σημείωμα και ένα μεγάλο πάρτι στο ρουφ γκάρντεν του Excelsior είναι ορισμένα από όσα συμβαίνουν εκείνο το καλοκαίρι στην καρδιά της Αθήνας.
«Μεγάλο πράγμα οι ατέλειες. Αυτές ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, από αυτές τους θυμόμαστε. Το χνότο του γενικού διευθυντή που μύριζε πάντα αλκοόλ, το αριστερό πόδι του Μάκη, οι ελιές στην πλάτη του Λουκά Πριβάλοφ, η σπασμένη μύτη του Παρμενίωνα από έναν καβγά στα νιάτα του, το σπασμένο ρο της Βιολέτας. Μόνο η Ακρόπολη είναι τέλεια έτσι όπως είναι. Ολόκληρη θα ήταν παραστολισμένη, βαριά. Η Ακρόπολη είναι τέλεια όπως είναι. Και “Η προσμονή” του Λύτρα».
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Μάκης, υπεύθυνος για τις βάρδιες ή αλλιώς ο άνθρωπος που με ψυχραιμία δίνει λύση σε κάθε πρόβλημα. Πανταχού παρούσα και η Θέκλα, μια εντυπωσιακή ξανθιά καμαριέρα, η οποία είναι η προσωποποίηση του προβλήματος. Αν όχι για όλους, σίγουρα για τον Μάκη και τον Παρμενίωνα, πρώην κολλητό του Μάκη και νυν σύζυγο της Θέκλας – σε διάσταση επί του παρόντος. Η Χαρούλα από το λογιστήριο, η Έμιλι και η Ναντίν από την υποδοχή, ο Στέλιος από την είσοδο, ο Θάνος από την κουζίνα και ο Τριπόδης από το καμαράκι του στο 2ο υπόγειο που έλεγχε την ασφάλεια του ξενοδοχείου, εφορμούσαν καθημερινά σε ολόκληρο το Athens Excelsior, και για λίγο, συντόνιζαν τις ζωές τους –κάποιοι και τον βηματισμό τους– με τη ζωή των πλούσιων και συχνά διάσημων ενοίκων του ξενοδοχείου.
«Στον διάδρομο του τρίτου ορόφου, στολισμένου με πίνακες και γκραβούρες, καθώς ο Μάκης περπατούσε δίπλα στον ηθοποιό πάνω στην μπλε μοκέτα με τους χρυσούς ρόμβους, το μάτι του Σπέισι σταμάτησε στο αριστερό του πόδι που σερνόταν ελαφρά. Το κοιτούσε συνέχεια, όσο ο Μάκης χαιρετούσε μ’ ένα ελαφρύ σκύψιμο του κεφαλιού ένα γκρουπ Γιαπωνέζων [...]
“Θα σας αφήσω τώρα να ξεκουραστείτε. Είμαστε στη διάθεσή σας για ό,τι χρειαστείτε” είπε ο Μάκης και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. [...]
... πλησίασε τον ολόσωμο καθρέφτη δίπλα στην πόρτα. “Χρόνια πολλά απ’ όλους εμάς, κύριε Σπέισι” είπε μιμούμενος την προφορά και τη φωνή του Μάκη κοιτάζοντας το είδωλό του. “Χρόνια πολλά απ’ όλους εμάς” ξαναείπε, απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη και τον ξαναπλησίασε, μιμούμενος αυτή τη φορά το ελαφρύ σούρσιμο του ποδιού του Μάκη. Μπορεί να του χρησίμευε σε κάποιον ρόλο».
Η αποτύπωση της μικροκοινωνίας στην καρδιά ενός μεγάλου ξενοδοχείου, με απόλυτο καθορισμό των θέσεων των εργαζομένων και διάκριση της ιεραρχίας, είναι κάτι που η συγγραφέας μελέτησε επαρκώς και κατέγραψε με χιούμορ και γρήγορες εναλλαγές σκηνών. Διαβάζοντάς το, συχνά είχα στο μυαλό μου εκείνη την ωραία ταινία του Robert Altman, το Gosford Park. Οι επάνω και οι κάτω, οι προνομιούχοι και οι εργαζόμενοι, οι μεταξύ τους σχέσεις και δυναμικές που αναπτύσσονται όταν κάποιος περνάει τη διαχωριστική γραμμή.
Το ξενοδοχείο της Δέρβη μπορεί να βρίσκεται ακριβώς στη θέση της Μεγάλης Βρετανίας, είναι όμως μοναδικό. Μοναδικό αφενός γιατί δύσκολα μπορεί να φέρει κανείς στο νου του άλλο βιβλίο σε παρόμοιο περιβάλλον, αφετέρου γιατί το ίδιο το ξενοδοχείο είναι ο κεντρικότερος από τους ήρωες, στο εσωτερικό του οποίου ζει και αναπνέει ένας τεράστιος, καλοκουρδισμένος μηχανισμός, μια σκηνή κι ένα θεατρικό κείμενο εν εξελίξει. Μια ιδιάζουσα συνθήκη μέσα στην οποία όλα λειτουργούν στην εντέλεια, ακόμη και όταν οι ηθοποιοί αποσύρονται και τη θέση τους παίρνουν νέα πρόσωπα.
Το όνομά του ακόμα δεν το έχω απομνημονεύσει αλλά το ακούω όλο και συχνότερα. Πρωτοεμφανιζόμενος με νουβέλα. Από τη μικροκοινωνία ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, έχω μεταφερθεί στη νύχτα, στον μικρόκοσμο μιας μεγάλης πίστας. Επάνω εκεί παίζει κλαρίνο ο Γιάννης, από τα Γιάννενα, ο βασικός χαρακτήρας της ιστορίας. Φώτα, λάμψη, αποδοχή, χρήματα ρέουν άφθονα τη νύχτα. Την ημέρα όμως, πόσα από αυτά έχουν αξία και είναι αληθινά;
«Κρατάει μια σακούλα με σκουπίδια. [...] Προτού φτάσει στον κάδο, τον βουτάω απ’ τον λαιμό. Τον στρίβω προς το μέρος μου και τον πετάω κάτω. Τσακίζεται με την πλάτη και φωνάζει. Τον αρπάζω απ’ την μπλούζα. Η βρώμα από τους κάδους σκάει στα μούτρα μας. Με κοιτάζει σαν τον διάολο. Δεν τον βαράω. Τον αφήνω και φτύνω δίπλα του. Ούτε που με κοιτάζει μέχρι να ξαναμπώ στην πολυκατοικία. Ο Δημητράκης δεν έχει έρθει ακόμα. Κρίμα. Ήταν ο μόνος που ήθελα να χαιρετίσω».
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης είναι ο συγγραφέας της νουβέλας Patriot (εκδ. Πόλις). Patriot, από το «πατριώτης». Πατριώτης χωρίς πατρίδα είναι και ο Γιάννης, που δεν λέγεται Γιάννης αλλά Αγκίμ, και δεν είναι από τα Γιάννενα, αλλά από την Αλβανία. Ο Αγκίμ παίζει καλό κλαρίνο, τόσο καλό, που ένας πατριώτης του τον βάζει σε μια δουλειά, σε ένα μεγάλο νυχτερινό κέντρο, με την προϋπόθεση κανείς να μη μάθει ότι είναι Αλβανός. Και γίνεται, άθελά του, μοχλός σε έναν σκοτεινό μηχανισμό βίας, ξεπλύματος μαύρου χρήματος και εκβιασμών.
Το μεγάλο δίλημμα του Αγκίμ, για το αν θα πρέπει να ομολογήσει την καταγωγή του, ξεκινά από τον πόσο έχει ο ίδιος αποδεχτεί και συμφιλιωθεί τόσο με το παρελθόν του, όσο και με ένα μέλλον που προβλέπεται δυσοίωνο. Όταν το πρόβλημα έρχεται μπροστά στα μάτια του και βλέπει την τύχη μιας από τις κοπέλες του μαγαζιού, η οποία επίσης απέκρυψε την αλβανική της καταγωγή, όλα ξεκαθαρίζουν μέσα του και αναλαμβάνει δράση.
«— Κι από πού είστε, αν επιτρέπεται; Από δω, Αθηναίος;
— Τι με κάνετε; ρωτάω τη νοικοκυρά.
— Α, δεν ξέρω, γελάει, δεν είμαι καλή σ’ αυτά εγώ.
— Στην Αλβανία γεννήθηκα. Στην Αθήνα είμαι εδώ και έντεκα χρόνια.
Με χαιρέτησε ευγενικά και είπε πως θα με ενημερώσει. Πριν κατέβω τις σκάλες, μου εξήγησε πως πρώτα θα περιμένει να της απαντήσουν οι άλλοι δύο που είχαν δει το σπίτι πριν από μένα.
— Ξέρετε, λόγω προτεραιότητας».
Διαβάζοντας το Patriot διέκρινα αμέσως το πηγαίο ταλέντο του Μαλανδράκη στην αφήγηση, στο πώς ελέγχει τον ρυθμό του κειμένου και, όσο πλησιάζει η ιστορία προς το τέλος, στον τρόπο που κλιμακώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την ασθμαίνουσα γλώσσα σε συνάρτηση με την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου. Η απειρία και το μάγκωμα του συγγραφέα εντοπίζονται, ίσως σε κάποιες επιλογές λέξεων που στρογγυλεύουν τις φράσεις, που κλείνουν τα νοήματα, που φυλακίζουν το ύφος. Ακριβώς αυτό, το ύφος –η ιδιαίτερη φωνή του ήρωα–, εν τέλει η ξεχωριστή ματιά του συγγραφέα για τον ήρωά του, είναι ίσως, άνιση σε σχέση με την πρωτοτυπία του θέματος. Με τέτοια, όμως, αφηγηματική άνεση είναι σίγουρο ότι το επόμενο βήμα του Μαλανδράκη θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
«Όταν έρχεται η σειρά μου ξεκινάω δυνατά. Όσο παίζω, καταλαβαίνω ότι έχω ρέντα απόψε. Μερικές φορές τα πόδια μπορούν να λυγίσουν περισσότερο, το στόμα να φυσήξει πιο δυνατά και τα δάχτυλα να κινηθούν πιο γρήγορα. Στο “Να ξαναρθείς” κάνω μόστρα, πάω αέρα. Νομίζω το πιάνουν και μερικοί από κάτω και σφυρίζουν δυνατά. Κουνάω τα μπράτσα μου κι έχω κλειστά τα μάτια σε όλο το τραγούδι. Σολάρω. Νιώθω τα φώτα να πέφτουν πάνω μου. Φαντάζομαι ότι αστράφτουν μόνο για μένα. Όλα τα ποτήρια σηκώνονται στην υγειά μου και όλα τα τσιγάρα ανάβουν για πάρτη μου».
Παίρνω στα χέρια μου, με μεγάλη χαρά και αμείωτη περιέργεια, κάθε νέο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου. Χαρά γιατί ξέρω πλέον, πως στο κάθε κείμενό του έχει βάλει όλη του την αφοσίωση και περιέργεια γιατί είναι ένας συγγραφέας που όχι μόνο αγαπάει τις λέξεις, αλλά διασκεδάζει (αφού έχει κοπιάσει μέχρι να τα «βρει») να δοκιμάζει ετερόκλητα είδη λόγου για το κάθε του βιβλίο. Συχνά μάλιστα, συνδυάζοντάς τα με τις εξαιρετικές φωτογραφίες που τραβάει στους περιπάτους του στις πόλεις.
Χ
Το νέο του βιβλίο έχει τίτλο Άλμα (εκδ. Νεφέλη) και είναι ένα ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα. «Ένα αλληγορικό βιβλίο για το πώς ένα παιδί αλλάζει τις ζωές όλων όσοι έρχονται σε επαφή μαζί του» διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Λόγος λιτός, βαθύς και ακαριαίος. Στέκομαι συχνά σε φράσεις του. Τις διαβάζω ξανά και ξανά και προσπαθώ να απορροφήσω την απλότητα και την αλήθεια τους.
«Ήθελε απλώς να πει ότι έχει γράψει ένα τραγούδι για όλα εκείνα τα χρόνια που αισθανόταν μόνος.
Ήθελε να πει ότι βαθιά μέσα του τον βασανίζει ακόμα ένα αίσθημα αδικίας.
Ήθελε να πει ότι θα επιθυμούσε να ήξερε αν τον αγάπησαν ποτέ οι γονείς του.
Ήθελε να πει ότι κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να πάει παρακάτω».
Σε μια μονάδα φιλοξενίας οι ιστορίες έξι έγκλειστων κι ενός επισκέπτη τρέχουν παράλληλα χωρίς να διασταυρώνονται καμία στιγμή. Όταν από το διπλανό μαιευτήριο, μια γυναίκα φέρει στον κόσμο την κόρη της και εισαχθούν στη μονάδα φιλοξενίας, η καθημερινότητα και οι ζωές των έξι ενοίκων και του επισκέπτη θα στραφούν προς τη νεογέννητη Άλμα.
«Δεν δουλεύει. Ζει πουλώντας τα περιεχόμενα του πατρικού της διαμερίσματος σε ένα ενεχυροδανειστήριο. Αισθάνεται διπλή χαρά, καθώς ο χώρος αδειάζει αργά αργά, ένα πράγμα τη φορά. Είναι κι αυτό μια προετοιμασία για ό,τι επέρχεται. Όπως το σπίτι καταλαμβάνεται σταδιακά από το κενό εκείνη ολοένα γεμίζει μέσα της. Αισθάνεται το αδειανό πατρικό της σπίτι σαν μια οικιακή μήτρα που δημιουργεί χώρο για τις δυο τους».
Στο μυθιστόρημα του Χρυσόπουλου όλα τα πρόσωπα είναι φασματικά. Ρόλοι αρχετυπικοί. Φορείς ενός λόγου από το παρελθόν, χωρίς το βάρος του τετελεσμένου. Εκλάμψεις στιγμών διηθημένης μνήμης, όπου έχουν παραμείνει μόνο τα ακριβά μέταλλα. Κι αν κανείς υποθέσει ότι πρόκειται για μια αποστειρωμένη, εγκεφαλική κατασκευή, θα πέσει έξω. Η βαρύτητα του κειμένου δεν προέρχεται από τη θραυσματική οργάνωση των διαφορετικών αφηγήσεων ούτε από την απόκοσμη ατμόσφαιρα της μονάδας φιλοξενίας (ο συνεχής βόμβος του Kingdom υπάρχει και εδώ), αλλά από το ατόφιο συναίσθημα των φασματικών αυτών χαρακτήρων.
«Στο νοσοκομείο, είχε μια τελευταία έκλαμψη. Τον κοίταξα μέσα στα μάτια, του είπα: “Δεν είναι τίποτα, μπαμπά, δεν είναι τίποτα...”.
Εκείνος ψιθύρισε: “Δεν είναι τίποτα, αλλά αυτό είναι όλο...”. Και μετά έσβησε».
Όταν η Άλμα θα σταματήσει να μεγαλώνει, η μητέρα της θα πάψει να ανησυχεί. Το μέλλον είναι ένα ήσυχο μέρος να ζει κανείς μιας και:
«Κάτω από το λεπτό στρώμα της καθημερινότητας κυλά διαρκώς η παρουσία του παιδιού.
Δεν θα είναι ποτέ ξανά μόνοι».
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από την πρώτη φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου. Κι ενώ από τότε έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα της τα βιβλία, διαβασμένα τουλάχιστον μια φορά, αναγκάζομαι με κάθε νέα κυκλοφορία να συγκρατώ τον ενθουσιασμό μου και τη διάθεσή μου να σταματήσω ό,τι κάνω και να ξεκινήσω το διάβασμα του βιβλίου της. Με δύο λέξεις, λοιπόν, η προσμονή για κάθε νέο βιβλίο της Σώτης με κάνει εκστατικά ευτυχισμένο. Αυτό συνέβη και με το Λούνα παρκ στο ιερό βουνό (εκδ. Πατάκη), ίσως το πιο σκοτεινό και πένθιμο βιβλίο της, εδώ και πολλά χρόνια.
«Ήταν όλοι τους καλοί άνθρωποι, αλλά δεν τα έβγαζαν πέρα στη ζωή».
Τρίτο μέρος μιας άτυπης τετραλογίας, Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό μάς μεταφέρει στη Γεωργία της δεκαετίας του ’80. Κεντρική ηρωίδα η Ιρίνα: ανήσυχη, ανυπόμονη, φιλομαθής. Πριν τελειώσει τη σχολή δημοσιογραφίας, η Ιρίνα θα γνωρίσει τον Ίβανε και για λίγο καιρό θα μεγαλώσουν μαζί. Έπειτα ο Ίβανε θα εγκαταλείψει την Ιρίνα και το πανεπιστήμιο «με διαφορά μερικών ωρών». Το επόμενο διάστημα η Ιρίνα θα προσληφθεί στη ρωσόγλωσση εφημερίδα Χρονικά της Σοβιετικής Γεωργίας και εκεί θα βρίσκεται όταν θα μάθει για την απόπειρα αεροπειρατείας του γεωργιανού αεροσκάφους, τον ρόλο του Ίβανε σ’ αυτή, την αιματηρή κατάληξή της και το κλείσιμο της υπόθεσης με συνοπτικές διαδικασίες.
«Τη στιγμή που έτρεχα στην αποβάθρα με το εισιτήριο στο χέρι, το τρένο είχε αρχίσει να τσουλάει στις ράγες· μπορούσα να δω το τελευταίο βαγόνι, απ’ όπου αγελάδες έβγαζαν το κεφάλι τους από το ξύλινο τοίχωμα και κοιτούσαν τους ανθρώπους στην αποβάθρα. Ένας σιδηροδρομικός με έσπρωξε πάνω στο βαγόνι κι ένας άλλος με έπιασε στον αέρα. Κι όταν πήρα βαθιά αναπνοή, συλλαβίζοντας ευ-χα-ρι-στώ, μου είπε: “Όλα εντάξει, καημενούλα μου”. Ακριβώς έτσι ένιωθα: καημενούλα».
Η Ιρίνα, σε πείσμα όλων, θέλει να μάθει τι συνέβη την ημέρα της αεροπειρατείας. Γιατί αυτοκτόνησε ο ένας εκ των αεροπειρατών και τι ακριβώς συνέβη στους υπόλοιπους; Αντιμετωπίζοντας δυσκολίες κι έπειτα από πολλές αρνήσεις, συναντά τους γονείς των νέων, που κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία και τους επιβλήθηκε θανατική ποινή. Η συζήτηση με τον καθένα καταδεικνύει ένα ζοφερό αξιακό σύστημα. Η απόσταση που έχει πάρει ο καθένας από την πραγματικότητα ποικίλλει: ορισμένοι τη διαστρεβλώνουν και βλέπουν ό,τι ησυχάζει τις τύψεις τους, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν απομακρυνθεί τόσο από την αντικειμενική πραγματικότητα που αρνούνται να δεχτούν το παραμικρό.
«Ένιωθα ότι σε λίγους μήνες μάθαινα ό,τι ήταν γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο επί δεκαετίας – κι ότι παρ’ όλα αυτά παρέμενα πίσω· η ψυχή μου είχε γεράσει πρόωρα: διάβαζα ακόμα ρωσικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα· πίστευα, και δεν ξέρω αν έχω αλλάξει γνώμη, ότι η σύγχρονη λογοτεχνία μας είναι πιο καταθλιπτική από τη ζωή μας».
Το μυθιστόρημα δεν τελειώνει εδώ, η ζωή της Ιρίνας όμως τελειώνει – όχι βιολογικά. Ο ορίζοντάς της κλείνει και η Ιρίνα παραιτείται από κάθε προσπάθεια που θα την πάει μπροστά. Τι κι αν γνώρισε τον Κονστάντινε; Τι κι αν προσφέρθηκε να τη βοηθήσει με πληροφορίες μέσα από το αεροδρόμιο; Τι κι αν έκανε το πρώτο της ταξίδι στη Μόσχα; Η Ιρίνα επέστρεψε στην εφημερίδα περισσότερο απαισιόδοξη από ποτέ.
«Καθώς άνοιγα την πόρτα για να φύγω, ο Ίρακλι μου είπε:
— Έχει βουλώσει η τουαλέτα. Περιμένουμε τον υδραυλικό. Αν θες πιπί σου, πρέπει να πας στον φούρνο. Κι αν πας στον φούρνο, φέρε γυρίζοντας καμιά τυρόπιτα.
Σκέφτηκα με αηδία ότι ώσπου να ξεβουλώσει ο υδραυλικός την τουαλέτα, ο Ίρακλι θα κατουρούσε στον νιπτήρα. Κι ενώ είχα αποφασίσει να δώσω, προς το παρόν, τέλος στη λογομαχία, του είπα:
— Είμαστε δημοσιογράφοι, πρέπει να ερευνάμε την αλήθεια, σύντροφε Ίρακλι Γκαβρίλοβιτς.
Μεγάλη σοφία ξεστόμισες, Ιρίνα. Στη Σοβιετική Ένωση κερδίζουμε τη ζωή μας αραδιάζοντας κοινοτοπίες.
— Ρε συ, Ιρίνα, τώρα που ο καθένας έχει δικαίωμα ν’ ανοίξει κομμωτήριο, γιατί δεν πας να γίνεις κομμώτρια;»
Τα γεγονότα της άνοιξης του 1989 στην Τιφλίδα αποκάλυψαν το μέγεθος της πλάνης. Μιας πλάνης προερχόμενης από την κεντρική εξουσία της Μόσχας, μιας εξουσίας όμοιας με ένα κήτος, το οποίο αφού ξεπέρασε το σημείο του κορεσμού, «ξερνούσε» χωρίς οίκτο χρησιμοποιημένες ιδεολογίες, συνθήματα και ανθρώπους.
Τι απέγινε η Ιρίνα δεν χρειάζεται να το αποκαλύψουμε. Εικάζω, όμως, ότι το Λούνα παρκ στο ιερό βουνό θα αποτελέσει ορόσημο, όχι στη θεματολογία των βιβλίων της Σώτης Τριανταφύλλου αλλά στον τρόπο γραφής της και στο ύφος της, κάνοντάς το πιο μεστό και συμπυκνωμένο. Ήσυχο, βαθύ και λυπημένο.
«”Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις, Ιρίνουσκα, αλλά μην κάνεις τίποτα περισσότερο”».
Ομολογώ ότι το περίμενα: Τα δύο πρώτα βιβλία δούλεψαν ήσυχα και αθόρυβα. Περίμενα πότε θα κυκλοφορήσει το 3ο μέρος και κοίταζα συχνά γι’ αυτό, στο σάιτ της Πολιτείας.
Ομολογώ, επίσης, ότι δεν το περίμενα: Ενώ είχαν παρεμβληθεί αρκετά βιβλία, δεν περίμενα να θυμάμαι τόσο καθαρά το περίγραμμα της ηρωίδας και την κατάσταση που την άφηνα σε κάθε βιβλίο, τη στάση της απέναντι στους συνομιλητές της, τις μετρημένες και οξυδερκείς παρατηρήσεις της. Έτσι, η μετάβαση από το 1ο, στο 2ο και από εκεί στο Κύδος, το 3ο βιβλίο, έγινε λες και μηδενίστηκε ο ενδιάμεσος αναγνωστικός χρόνος και η Φαίη, η ηρωίδα της τριλογίας της Rachel Cusk, κύλησε σαν υδράργυρος ανάμεσα στις σελίδες, παίρνοντας κάθε φορά κάτι από την ενέργεια, τους προβληματισμούς και τη θερμοκρασία των ανθρώπων που συνάντησε.
Το κεντρικό αφηγηματικό τέχνασμα της τριλογίας έχει ως εξής: Μέσα από τις συζητήσεις και τις ιστορίες των ανθρώπων που συνομιλούν με τη Φαίη, σχηματίζεται η δική της μορφή, ο δικός της χαρακτήρας. Η Φαίη ως καλή ακροάτρια –ιδιαίτερα στο 1ο βιβλίο–, γίνεται δέκτης πολλαπλών αφηγήσεων οι οποίες στο τέλος του 3ου βιβλίου, αφού θα έχουν αποχωρήσει οι αφηγητές τους, θα διαγράφουν μια ολοκληρωμένη –με αντιθέσεις και γωνίες– ηρωίδα.
«Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τέχνη χωρίς οδύνη δεν υπάρχει, είπε, και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ειδικά η αγάπη μου για τη λογοτεχνία πηγάζει από την επιθυμία να επαληθεύεται αυτή η πεποίθηση».
Από το ταξίδι της στην Αθήνα, τις συζητήσεις της με Έλληνες συγγραφείς και εκδότες και τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παραδίδει –όπως περιγράφονται στο Περίγραμμα–, μέχρι κάποια χρόνια μετά –όπως θα συναντήσουμε τη Φαίη στη Μετάβαση–, η οποία θα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο ζωής –χωρισμένη με δύο ανήλικους γιους, σε ένα διαμέρισμα εν μέσω ανακαίνισης– η ρευστότητα της ηρωίδας της Cusk θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα τόσο μιας ασχημάτιστης και σε διαρκή αναζήτηση προσωπικότητας, όσο και ενός βαθιά φιλοσοφημένου χαρακτήρα, στα όρια του ζεν, με οξυμένη ενσυναίσθηση για οτιδήποτε την περιβάλλει.
«Για τα παιδιά μου ο κόσμος είναι παγιωμένος, όπως έλεγα, και είναι διατεθειμένα να πάρουν το μερίδιο που τους αναλογεί, τελικά όμως το μερίδιο αυτό θα είναι πολύ μικρότερο, είπε, απ’ αυτό που πήρα για λογαριασμό μου, παρότι εμφανώς αφοσιώθηκα στην πνευματική ζωή. Προσωπικά έχω πολύ περισσότερα απ’ όσα θ’ αποκτήσουν ποτέ εκείνοι. [...] Μου δίνουν διαρκώς συμβουλές πώς να γίνω πιο ευτυχισμένος, πώς να είμαι πιο χαλαρός, και είναι καλές οι συμβουλές τους, είπε, μόνο που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται πως αν τις ασπαστώ, τέρμα το δραματικό στοιχείο απ’ τη ζωή μου, και ο κόσμος δεν θα με ενδιαφέρει πια τόσο πολύ».
Στο 3ο βιβλίο, με τίτλο Κύδος η Φαίη εμφανίζεται πλέον ισορροπημένη και γήινη. Μια ισότιμη συνομιλήτρια η οποία έχει ξεκάθαρες και ενδιαφέρουσες θέσεις για την αγάπη, την οικογένεια, τη δημιουργία, τη σχέση της με τους άλλους. Η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου και στους τρεις τόμους αποτέλεσε εχέγγυο προσεκτικής δουλειάς και σεβασμού κειμένων και αναγνωστών.
Η τριλογία της Cusk είναι φτιαγμένη με σχετικά απλά υλικά, δομημένη με τέτοιον τρόπο που μαρτυρά σκέψη αλλά και αφαίρεση, λιτότητα εκφραστική και ξεκάθαρη στόχευση. Και όπως όλα τα αξιόλογα κείμενα, δείχνει να είναι κάτι λιγότερο από αυτό που τελικά εγγράφεται στο μυαλό αλλά και στο θυμικό του κάθε αναγνώστη.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Τα μάτια έχουν στραφεί απροκάλυπτα επάνω σου. Ετοιμάζεσαι κάτι να πεις, απλώνεις το χέρι και πιάνεσαι από ένα βιβλίο.
Raymond Carver από την ανθολογία Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλον Μτφρ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος |
Κυριακή βράδυ
Χρησιμοποίησε τα πράγματα που έχεις γύρω σου.
Τούτην εδώ, ας πούμε, την απαλή βροχή
Έξω από το παράθυρο.
Τούτο το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά σου,
Αυτά τα πόδια πάνω στον καναπέ.
Τον σιγανό ήχο του ροκ εντ ρολ,
Την κόκκινη Ferrari μες στο κεφάλι σου.
Τη γυναίκα που σκουντουφλάει
Μες στην κουζίνα μεθυσμένη...
Βάλ' τα όλα μέσα,
Χρησιμοποίησέ τα.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Anjelica Huston φωτογραφημένη από τον Bob Richardson για τη Βρετανική Vogue, τον Νοέμβριο του 1971.