
Σκέψεις για την εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους και της λογοτεχνίας ανά τους αιώνες, καθώς και τη σημερινή θέση της, στην εποχή «μετά» τον μεταμοντερνισμό. Στην κεντρική εικόνα, ο Φρέντρικ Τζέιμσον (Fredric Jameson), θεωρητικός που μελέτησε αναλυτικά τον μεταμοντερνισμό.
Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης
Μια πιστολιά ακούστηκε.
Η εποχή του μεταμοντερνισμού είχε τελειώσει.
Πρέπει ένας συγγραφέας να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική; Πολλοί ίσως απαντήσουν αρνητικά. Ωστόσο, δεν μπορείς να είσαι καλλιτέχνης ή επιστήμονας αν δεν γνωρίζεις την ιστορία και τη φιλοσοφία της τέχνης ή της επιστήμης σου. Η κριτική, οι γραμματολογικές και πολιτισμικές σπουδές είναι ο ληξίαρχος που χτυπάει τη σφραγίδα της αξίας στα λογοτεχνικά κείμενα, ο φύλακας που ελέγχει τα μέτρα και τα σταθμά που φυλάσσονται άγρυπνα στο μουσείο της λογοτεχνίας.
Μέχρι τη δεκαετία του ’60 συνυπήρχαν η παραδοσιακή και η Νέα Κριτική και, παρά τις διαφορές τους, υπήρχε ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής για την αξία των λογοτεχνικών κειμένων. Ο δομισμός, η σημειωτική, ο μεταδομισμός, η θεωρία της πρόσληψης, η ψυχανάλυση, ο φεμινισμός, οι σπουδές του φύλου, η μετααποικιακή κριτική αμφισβήτησαν όχι μόνον τη Νέα Κριτική, αλλά τις βάσεις του εποικοδομήματος με αποτέλεσμα την κρίση, τη σύγχυση και τη σχετικότητα που προκαλεί σκεπτικισμό. Ταυτόχρονα, μέσω του Χάρολντ Μπλουμ, η φωνή της παράδοσης ακούγεται σαν μια νοσταλγική επιστροφή στο απόλυτο μέτρο και την τάξη του κανόνα που χάθηκε.
Ή, όπως το έθετε η Βιρτζίνια Γουλφ, με το πέρασμα των αιώνων μάθαμε πολλά για την κατασκευή των μηχανών και των αυτοκινήτων, αλλά είναι αμφίβολο αν μάθαμε κάτι για την κατασκευή της λογοτεχνίας
«Προοδεύει η λογοτεχνία, όπως η ιατρική ή η μηχανική;» αναρωτιέται ο Τζέημς Γουντ σε ένα άρθρο του στο The New Yorker το 20101. Ή, όπως το έθετε η Βιρτζίνια Γουλφ, με το πέρασμα των αιώνων μάθαμε πολλά για την κατασκευή των μηχανών και των αυτοκινήτων, αλλά είναι αμφίβολο αν μάθαμε κάτι για την κατασκευή της λογοτεχνίας2. Την εποχή του νεοκλασικισμού υπήρχε η αυταπάτη πως θα μπορούσαν να βρεθούν στην τέχνη οι θεμελιώδεις αρχές, όπως συνέβη στη Φυσική. Οι αυστηροί κανόνες με καταγωγή από την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, στηριγμένοι στην Ποιητική του Αριστοτέλη, τη μίμηση και τις τρεις ενότητες (δράσης, τόπου και χρόνου) χρησιμοποιούνταν στη λογοτεχνία δίκην μαγειρικών συνταγών.
Το ρομαντικό ιδανικό (και η ανατροπή του)
Το ρομαντικό ιδανικό που ακολούθησε δεν ήταν μόνον η αλλαγή κάποιων συγγραφικών κανόνων. Μετά τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, ο ρομαντισμός εξέφραζε μια νέα υποκειμενικότητα, που διεκδικoύσε με την ελευθερία της έκφρασης τον δικό της λόγο. Απέναντι στη συμμόρφωση του κλασικισμού, ανέδειξε τη δημιουργική φαντασία και την εσωτερικότητα, την πρωτοτυπία, ένα καινούριο προσωπικό αίσθημα για τη φύση και την αλήθεια των πραγμάτων. Ο Βέρθερος (1774) δεν είναι παρά η απελευθέρωση του συναισθήματος με τη μορφή της εξομολόγησης και της έκφρασης του «εγώ» στο επιστολικό μυθιστόρημα του Γκαίτε, στα πρότυπα που είχαν εγκαινιάσει ο Ρίτσαρτσον και ο Ρουσσώ. Ο νεαρός Βέρθερος, που παρασύρεται στη θάλασσα των συναισθημάτων, μέχρι η έκρηξη του ερωτικού πάθους να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία, άγγιξε τις ευαίσθητες ψυχές, ώστε να γίνει μόδα για τα μέτρα της εποχής.
Οι αισθητικές αρχές δεν είναι γραμμένες σε πέτρα, αλλά επηρεάζονται από τις αλλαγές στην κοινωνία και τις καινούριες ευαισθησίες που αναδύονται. Η ιστορικότητα της λογοτεχνίας και η σύνδεσή της με τα κοινωνικά συμφραζόμενα φαίνεται στην αντίδραση του ρεαλισμού. Όταν τα ιδεώδη της ελευθερίας και οι αξίες του ρομαντισμού ηττηθούν πολιτικά στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης, θα αντικατασταθούν από τον φιλελευθερισμό και τις αξίες της αστικής τάξης. Η λογοτεχνία, επηρεασμένη από την επιστήμη και τον θετικισμό, εγκαταλείπει τις υπερβολές της ρομαντικής υποκειμενικότητας και στρέφεται στην ανελέητη αναζήτηση της αλήθειας, χτίζει μια καινούρια ατομικότητα γειωμένη στο πεδίο της πόλης και της κοινωνίας, όπου αγωνίζεται να επιβιώσει και να αυτοπραγματωθεί.
Η φαντασία και το όνειρο του ρομαντισμού έχουν σβήσει κι έχουν αντικατασταθεί από την παρατήρηση και την απεικόνιση του πραγματικού κόσμου.
«Και τώρα οι δυο μας!» αναφωνεί ο Ραστινιάκ στην τελευταία σελίδα του Μπαρμπα-Γκοριό του Μπαλζάκ, όταν βλέπει το Παρίσι φιδογυριστά ξαπλωμένο στις όχθες του Σηκουάνα, αυτή την πολύβουη κυψέλη στην οποία ήθελε να εισχωρήσει. Η φαντασία και το όνειρο του ρομαντισμού έχουν σβήσει κι έχουν αντικατασταθεί από την παρατήρηση και την απεικόνιση του πραγματικού κόσμου.
Συνιστά τούτο πρόοδο της λογοτεχνίας; Αποτελεί κατ’ αρχάς μια αναπαρθένευση του λόγου, ώστε να πετάξει τη σκόνη που έχει σωρευθεί για να γίνει πιο δραστικός, προκειμένου συγγραφέας και αναγνώστης να αναφέρονται σε μία κοινή πραγματικότητα. Με τον ίδιο τρόπο ο μοντερνισμός αποτελεί τη διαδικασία με την οποία απάντησαν η κοινωνία και η λογοτεχνία, όταν οι «αλήθειες» της εποχής του ρεαλισμού κατάντησαν ξεπερασμένες συμβάσεις, που δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους στο τέλος του 19ου αιώνα. Η αμφισβήτηση του σκληρού κορσέ της βικτωριανής ηθικής, η διάλυση της ομοφωνίας που ακολούθησε, έκανε τον κόσμο λιγότερο βέβαιο και πιο περίπλοκο. Οι κοινωνικές αξίες γίνονται πια σχετικές, όπως φαίνεται στον Τένυσον, τον εκπρόσωπο της παλιάς αστικής ηθικής, που καταγγέλλει τον καινούριο αναδυόμενο κόσμο. Συγγραφείς αθεϊστές, αισχρά πάθη, χωρίς σεβασμό, κορίτσια βυθισμένα στη λάσπη του Ζολά3. Οι λέξεις δεν είναι πια μονοσήμαντα δεμένες με τα πράγματα και το υποκείμενο πιο ρευστό, καθώς ο Φρόυντ ανακαλύπτει ανεξερεύνητες ηπείρους κάτω από την παραδεδεγμένη σύμβαση του «εγώ».
Ένα νέο συμβόλαιο ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη είναι αναγκαίο. Κάποιες φορές παίρνει θορυβωδώς τη μορφή ενός μανιφέστου, όπου κάποιος θα δώσει όνομα σε μια διάχυτη κατάσταση, που ωριμάζει χρόνια με αργές αλλαγές. Τις περισσότερες, όμως, κάποιος συγγραφέας όπως ο Τζόυς, ο Προυστ, η Βιρτζίνια Γουλφ θα μας αποδείξουν με το έργο τους πως υπάρχει ένας καινούριος τρόπος, νομοθετώντας εξ αρχής τους κανόνες της τέχνης. Συνιστούν αυτά πρόοδο; Ίσως. Γιατί άνοιξαν καινούριους δρόμους στη λογοτεχνία και μας έκαναν περισσότερο υποψιασμένους. Τα καινούρια έργα, πάντως, δεν γκρέμισαν τη Μαντάμ Μποβαρύ, ούτε πέταξαν στα σκουπίδια τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσέχωφ. Πόσα έργα, όμως, μπορούμε να γράψουμε με την τεχνική της «συνειδησιακής ροής» χωρίς να φθαρεί ο αφηγηματικός τρόπος της Βιρτζίνιας Γουλφ και πόσα μυθιστορήματα σαν την Κυρία Νταλογουέι μπορούμε να διαβάσουμε χωρίς να βαρεθούμε; Το αυτί και το μάτι του αναγνώστη πληρώνουν ακριβά για πρωτότυπες συγκινήσεις.
Κάποιοι εξώθησαν τον τρόπο του μοντερνισμού μέχρι τα όρια. Έγραψαν καινούρια μανιφέστα, όπως το «Για ένα Νέο Μυθιστόρημα» του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ. Μερικοί ανήγγειλαν πομπωδώς τον «θάνατο του συγγραφέα» ή ακόμα τον «θάνατο της λογοτεχνίας». Κάποιοι έγραψαν λογοτεχνικά κείμενα δοκιμάζοντας νέες τολμηρές ελευθερίες σε ένα διαρκές παιχνίδι των μορφών, που αμφισβητούν τη δυνατότητα της γλώσσας να αποκαλύψει την ανθρώπινη εμπειρία, όπως επιχειρούσαν ο ρεαλισμός και ο μοντερνισμός. Έργα που καταργούν τη διάκριση του «υψηλού» και του «χαμηλού» και συγκλίνουν σε μια νέα αισθητική που ονομάστηκε μεταμοντερνισμός.
Το μυθιστόρημα γίνεται πια η κοίτη μέσα στην οποία συγκλίνουν ετερογενή λογοτεχνικά είδη και υφολογικά επίπεδα, πρότυπα της μαζικής κουλτούρας, παιχνίδια αντικατοπτρισμών και εικονικής πραγματικότητας.
Η αμφισβήτηση του γνωστικού υποκειμένου, η αντίληψη ότι η αφήγηση είναι μια κατασκευή, είναι από τις βασικές συντεταγμένες της περίπλοκης αυτής έννοιας. Το μυθιστόρημα γίνεται πια η κοίτη μέσα στην οποία συγκλίνουν ετερογενή λογοτεχνικά είδη και υφολογικά επίπεδα, πρότυπα της μαζικής κουλτούρας, παιχνίδια αντικατοπτρισμών και εικονικής πραγματικότητας. Η αυτοαναφορικότητα της αφήγησης αναζητά την επίγνωσή της, ο στοχασμός της γραφής ψηλαφεί την οντολογία της, συνειδητοποιεί τα όρια και την αδυναμία της να κυκλώσει αποτελεσματικά και εφάπαξ τον πραγματικό κόσμο των βιωμάτων, να τον εκλογικεύσει, να τον αποδώσει στο χαρτί.
Στην εποχή μας η επιτελεστικότητα, οι σπουδές φύλλου, η queer λογοτεχνία, η μετα-αποικιακή κριτική, έθεσαν καινούρια προβλήματα και νέες ευαισθησίες που αμφισβητούν ριζικά τη λογοτεχνία της καπιταλιστικής κοινωνίας «ως αυταρχική και καταστροφική για την ανθρώπινη ελευθερία, ως ιδεολογία της πατριαρχίας επινοημένη για να ενορχηστρώνει την αρσενική, λευκή ηγεμονία εναντίον του θηλυκού και των “κατώτερων φυλών”», ενώ αριστουργήματα γραμμένα «από νεκρούς λευκούς άνδρες» όπως ο Όμηρος ή ο Ντίκενς αποσύρονται από τα προγράμματα σπουδών4. Η συζήτηση αυτή είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής διαμάχης, που εκφράζει την κρίση παραδοσιακών θεσμών, όπως η οικογένεια, η θρησκεία ή το κράτος.
Μεταμοντερνισμός σε αμηχανία και «επιστροφή» στον ρεαλισμό
Συνιστά ο μεταμοντερνισμός πρόοδο; Το «αντι-μυθιστόρημα», που απορρίπτει την παράδοση, θεωρήθηκε επαναστατικό αισθητικό ρεύμα. Πόσοι, όμως, διαβάζουν σήμερα τη Ζήλια του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ; Ωστόσο, διαβάζουμε τον Ντελίλο και τον Πίντσον ή τον Μπέκετ και τον Μπόρχες που ήταν μεταμοντέρνοι πριν τον μεταμοντερνισμό και χωρίς μανιφέστα. Ο μεταμοντερνισμός, ο οποίος σήμερα βρίσκεται σε αμηχανία, μας έδωσε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά δεν εξαφάνισε την παράδοση. Πολλοί, μάλιστα, ισχυρίστηκαν πως καταλήγουμε σε έναν μεταμοντέρνο χυλό, όπου τα κλασικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αντιμετωπίζονται όπως τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας. Παρά τον βαρύ τους εξοπλισμό και τις πομπώδεις θεωρίες οι ετικέτες -μεταμοντέρνο, αποδόμηση, επιτελεστικότητα κτλ.- δεν καθαγιάζουν, ούτε δίνουν μόνες τους πιστοποιητικά ποιότητας. Κανένα αισθητικό ρεύμα δεν εξασφαλίζει πως ένα έργο θα είναι πετυχημένο, αλλά εκείνο το μυστικό που φυλάσσεται ζηλότυπα από τον Μινώταυρο της λογοτεχνίας και χαρίζεται μόνον σε ελάχιστους συγγραφείς. Ο Χάρολντ Μπλουμ, υπερασπιζόμενος την παράδοση και τις κλασικές σπουδές, γενικεύει την αντίδρασή του και στεγάζει κάτω από τον εύγλωττο τίτλο της «Σχολής της Μνησικακίας», όπως την αποκαλεί, φεμινιστές, μαρξιστές, λακανικούς, νέους ιστορικιστές, αποδομητές, δηλαδή όσους επιδιώκουν να κάνουν τη λογοτεχνία και την κριτική όργανο κοινωνικής αλλαγής5.
Παραδόξως, στη μετανεωτερική εποχή, παρά την πυρετώδη αναζήτηση της πρωτοτυπίας και την καταδίκη της παράδοσης, τις καινούριες απαντήσεις σε παμπάλαια ερωτήματα, υπάρχει ταυτόχρονα μια επανάκαμψη του ρεαλισμού, η απεριόριστη «δίψα για πραγματικότητα», όπως επισημαίνει ο Τζέημς Γουντ με αφορμή το Reality Hunger: A Manifesto του David Shields. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης αποτελεί η εξάτομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ Ο αγώνας μου με τον αφόρητο ρεαλισμό του6. Είναι η «πραγματική» αλήθεια ανώτερη από τη μυθιστορηματική; Ο κόσμος του Κάφκα είναι εξωπραγματικός. Είναι, ωστόσο, προφητικός και πολύ πιο πειστικός από χιλιάδες σελίδων φλυαρίας, που απλώς δανείζονται ατελώνιστα από το κοινό ταμείο της καθημερινής εμπειρίας. Πιστεύω πως η λογοτεχνία παράγει πολύ περισσότερη αλήθεια από όση μας εξιστορούν τα γεγονότα της πραγματικής ζωής με τη μερικότητά τους. Γιατί η ζωή είναι από τη φύση της χαοτική, μια τρικυμισμένη θάλασσα, και η λογοτεχνία με τη δική της αφήγηση της δίνει σχήμα, όνομα και μια γενικότερη αλήθεια, παρόλο που γνωρίζει πως δεν μπορεί να αγγίξει με το ακόντιό της την Αλήθεια με α κεφαλαίο.
Σε αυτή τη σκοτεινή περιοχή, που βρίσκεται επέκεινα της γλώσσας, το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τα σύμβολα για να υπαινιχθεί, έστω και με αναλογίες, την αόρατη ουσία του κόσμου ή το πολύπλοκο της ζωής
Το βαθύ και σκοτεινό μόνον φευγαλέα και εξ αντανακλάσεως στον καθρέφτη του άρρητου μπορούμε να το πλαγιοκοπήσουμε. Σε αυτή τη σκοτεινή περιοχή, που βρίσκεται επέκεινα της γλώσσας, το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τα σύμβολα για να υπαινιχθεί, έστω και με αναλογίες, την αόρατη ουσία του κόσμου ή το πολύπλοκο της ζωής, θεραπεύοντας την ατέλεια του λόγου. Η ειρωνεία, η μεταφορά, η αλληγορία, ο μεταφορικός και συμβολικός λόγος εν γένει, είναι η προστιθέμενη αξία του συγγραφέα στη γλώσσα και τη λογοτεχνία ή, για να το θέσουμε όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «το μεγαλύτερο δώρο της γλώσσας»7.
Κι ο μυθιστοριογράφος, μετά από όλα αυτά, παραπατάει σαστισμένος, χωρίς να βρίσκει στέρεο έδαφος να σταθεί. Μπορούμε, άραγε, σήμερα να χρησιμοποιήσουμε την αληθοφάνεια του ρεαλισμού, την οπτική γωνία, τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, την πλοκή, τους χαρακτήρες, την ψυχολογική ανάλυση, την ειρωνεία, τη μεταφορά, την αλληγορία; Η φθορά των μυθιστορηματικών συμβάσεων άφησε κάτι ζωντανό ή όλα έχουν οξειδωθεί μέσα στους ανέμους των καιρών; Τι είναι, άραγε, το μυθιστόρημα; Ένα φορμαλιστικό παιχνίδι ή ένας ναρκισσισμός τη γλώσσας, όπως ήθελε ο Ρολάν Μπαρτ; Ένας μαραθώνιος ωραίων προτάσεων; Ή, μήπως, «ένα τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας», όπως ήθελε ο Κάφκα; Υπάρχει κάτω από τις γραμμές του μυθιστορήματος κάποια «πραγματικότητα», κάποιο ηθικό δίλημμα του κόσμου που αναδεικνύεται, ώστε η «αλήθεια» μιας πραγματικότητας και η ομορφιά της μορφής να λάμπουν όπως οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος;
Δεν υπάρχει βασιλική οδός
Και πώς να γράψει κάποιος στη μεταμοντέρνα εποχή; Κάθε τόσο μια επονομαζόμενη επαναστατική θεωρία ή ένα ρεύμα διατείνεται ότι κατέχει το κλειδί. Έναν απλανή οδηγό της αλήθειας παντός καιρού. Όμως, οι υποσχέσεις αποδεικνύονται απατηλές. Ενώ περιέχουν χρήσιμα στοιχεία, μετατρέπονται σε άκαμπτα δόγματα. Κάθε θεωρία λάμπει για κάποια χρόνια στο λογοτεχνικό στερέωμα, για να εμφανιστούν οι πρώτες ρυτίδες εγγεγραμμένες στην ιστορικότητά τους και να ξεθωριάσουν. Το κακό είναι ότι γερνάνε. Δυστυχώς, δεν υπάρχει βασιλική οδός στη λογοτεχνία. Η μια θεωρία γκρεμίζει την άλλη. Κι εκείνο που μένει ακλόνητο από την εποχή του Θερβάντες να διασχίζει πλησίστιο τους αιώνες, είναι η απόλαυση της ανάγνωσης. Αλλά και η καχυποψία πως τίποτε πια δεν είναι αθώο. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον ρεαλισμό του Μπαλζάκ ή του Φλωμπέρ, με τη ρετσινιά πως φαντάζεις ανυπόφορα παλιομοδίτης, την ψυχολογική ανάλυση του Ντοστογιέφσκι με τον φόβο πως είναι ξεπερασμένη, την ενδοσκόπηση του Τζόυς ή του Προυστ, αλλά ποτέ δεν θα αγγίξεις τα βάθη τους, τον μεταμοντέρνο τρόπο του Μπαρθ, με την ανησυχία στο πίσω μέρος του μυαλού σου πως οι χαρακτήρες σου είναι χάρτινοι και χωρίς ψυχή. Το μυθιστόρημα θεματικά ανανεώνεται διαρκώς συντονιζόμενο με τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, αλλά η κόπωση και η σύγχυση είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν, όσον αφορά την ποιητική του. Παρακολουθεί, χωρίς την αισιοδοξία της νεωτερικότητας, το ανθρώπινο υποκείμενο και τα όριά του στους ρευστούς καιρούς με τις αλλαγές ρόλων και ταυτοτήτων, τις νέες ανησυχίες για το περιβάλλον, τις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών.
(...) θα βλέπαμε να σχηματίζεται η καμπύλη του Gauss μιας κανονικής κατανομής, όπου τα περισσότερα μυθιστορήματα σωρεύονται στη μεσαία περιοχή, ανάμεσα στις δυο ακραίες οριακές τιμές που είναι ο κλασικός ρεαλισμός και η προγραμματικά μεταμοντέρνα ή πειραματική μεταμυθοπλασία.
Εντωμεταξύ πυκνώνουν οι εκκλήσεις για τον «θάνατο του μεταμοντερνισμού». Η θετική του συνεισφορά, με την αμφισβήτηση των μεγάλων αφηγήσεων, έχει εξαντληθεί και έφτασε στα όριά του. Το βασικότερο, όμως, είναι πως δεν μπορεί να περιγράψει πια τη σημερινή ανθρώπινη συνθήκη. Αλλά τι υπάρχει μετά τον μεταμοντερνισμό8; Εκείνο που παρατηρείται, ίσως, σήμερα είναι η εξάντληση των παλαιών «-ισμών» και η κυριαρχία του υβριδισμού. Ένας λογοτεχνικός συγκρητισμός που κατέστησε τα όρια ανάμεσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα και τα λογοτεχνικά είδη ρευστά. Οι κάθε λογής –ισμοί έρχονται και παρέρχονται, η τέχνη παραμένει, όπως θα έλεγε και ο Ναμπόκoφ. Διαμορφώνεται ένα τοπίο όπου μυθιστόρημα, ιστορία, βιογραφία, αυτομυθοπλασία, παρωδία, φαντασία συμφύρονται στις πεζογραφικές αφηγήσεις. Νομίζω πως αν κάναμε μια ποσοτική μέτρηση, θα βλέπαμε να σχηματίζεται η καμπύλη του Gauss μιας κανονικής κατανομής, όπου τα περισσότερα μυθιστορήματα σωρεύονται στη μεσαία περιοχή, ανάμεσα στις δυο ακραίες οριακές τιμές που είναι ο κλασικός ρεαλισμός και η προγραμματικά μεταμοντέρνα ή πειραματική μεταμυθοπλασία. Λίγες είναι οι δραματικές καινοτομίες και οι μονολιθικές αφηγήσεις των άκρων. Δεν παρατηρούμε την πόλωση και τον διχασμό ανάμεσά τους, αλλά συμβιβασμούς και επιγαμίες. Εκείνο που κυριαρχεί είναι το «μεταξύ», μια αίσθηση ενδιάμεσου, μια συνεχής ταλάντωση, που ταυτίζεται και αναιρεί9.
Το μυθιστορηματικό τοπίο μπορεί να εποπτευθεί από τις δυο αντίθετες οπτικές γωνίες που συγκλίνουν στο μέσο. Είτε πρόκειται για μεταμόρφωση, επανεπεξεργασία ή επανεφεύρεση του ρεαλιστικού συμβολαίου, όχι ως μίμηση ή αναπαράσταση αλλά, μέσα σε ένα τοπίο πολλαπλών ρεαλισμών, που ενσωματώνουν μοντερνιστικά και μεταμοντέρνα στοιχεία, είτε από τη ματιά ενός ήπιου μεταμοντερνισμού που ενσωματώνει υβριδικά την παράδοση του ρεαλισμού, χωρίς ακραία στοιχεία που διαρρηγνύουν κάθε ρεαλιστικό κώδικα. Υπάρχει, ωστόσο, η ανάγκη μιας νέας μυθιστορηματικής ηθικής απέναντι στον κυνισμό, την ισοπέδωση και την ασφυξία του μεταμοντερνισμού, και τον χυλό της τηλεοπτικής κουλτούρας που ασμένως τον υιοθέτησε, που να πριμοδοτεί τη γλώσσα και το μυθιστόρημα ως μέσο κοινωνικής συνειδητοποίησης και βαθιάς κατανόησης του εαυτού εν τω κόσμω.
Δεν είναι, όμως, μόνον η αβεβαιότητα της αισθητικής, της γλώσσας, της αλήθειας και των ερμηνειών, αλλά και ο πολυθεϊσμός των αξιών της κοινωνίας, που κολυμπά σε έναν ωκεανό σχετικισμού. Στην αρχαία Αθήνα, αναφέρει ο Σεφέρης, υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στον ποιητή και το κοινό του: η μυθολογική πίστη. «Ήταν σαν ένα θαυμάσιο μουσικό όργανο με κουρδισμένες χορδές, έτοιμο να τ’ αγγίξει ο ποιητής»10. Σήμερα ο συγγραφέας πρέπει να πείσει σε δύσκολους καιρούς χωρίς αυτή τη σιωπηρή συμφωνία και χωρίς τις αναπαυτικές βακτηρίες του αισθητικού ρεύματος στο οποίο άλλοτε εντασσόταν, τις κραυγές των μανιφέστων και τις βροντερές διακηρύξεις, αλλά γυμνός και με μοναδικά εφόδια την τέχνη του.
Τι κρίμα, αναλογίζεσαι ως σύγχρονος πεζογράφος με μελαγχολία και κάποια ζήλεια, που μετά από τόσες επαναστάσεις δεν έμεινε τίποτα όρθιο να γκρεμίσουμε κι εμείς από το ατμόπλοιο της λογοτεχνίας.
«Γκρεμίστε τους Πούσκιν, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι κτλ. από το Πλοίο της Νεωτερικότητας», έγραφε το 1912 ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι στο μανιφέστο των φουτουριστών ποιητών11. Τι κρίμα, αναλογίζεσαι ως σύγχρονος πεζογράφος με μελαγχολία και κάποια ζήλεια που, μετά από τόσες επαναστάσεις, δεν έμεινε τίποτα όρθιο να γκρεμίσουμε κι εμείς από το ατμόπλοιο της λογοτεχνίας. Σήμερα έχουν καταργηθεί όλα τα ιερά. Ο ποιητής προφήτης της φυλής, ο μεγάλος πεζογράφος κι όλοι οι θεοί της έχουν κατεδαφιστεί. Στη μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία της γραφής, όπου όλα είναι αναλώσιμα, δεν υπάρχουν μεγάλοι πεζογράφοι. Δεν είναι ζήτημα ιδεών, αλλά ζήτημα αξιών. Η αξία είναι η μονάδα για να μετρήσουμε τα πράγματα. Κι όταν η κοινωνία έχει θρυμματιστεί σε άπειρες ταυτότητες, υπάρχουν μόνο τα προσωπικά μέτρα για ιδιωτική χρήση. Η εποχή, ωστόσο, του σχετικισμού και της «μετα-αλήθειας» διψά για μια νέα στάση απέναντι στην αλήθεια12. Την αναζήτηση, μέσα από την κατανόηση, κοινών αξιών και κοινών οριζόντων της «αληθείας».
Και σε αυτή την Εποχή της Ανεξιθρησκίας, όπως μου αρέσει να την ονομάζω, και της βαβέλ των αξιών, στο κρίσιμο ερώτημα τι είναι, ίσως, το μυθιστόρημα, απαντά ο καθένας με την προσωπική του αισθητική. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό −η εποχής της αθωότητας έχει παρέλθει−, ούτε αποδεχόμαστε άκριτα την ηγεμονία του κυνικού μεταμοντερνισμού και το χάος του.
Η αμέριμνη μεταμοντέρνα μπελ επόκ του τέλους του 20ού αιώνα, όπου πάνω στα αναπαυτικά βουνά κατανάλωσης μπορούσες ανεξέλεγκτα να βρίζεις με αηδία το σύστημα, να ασχολείσαι ειρωνικά με τα κειμενικά παίγνια, να παρωδείς κυνικά και εκ του ασφαλούς, αφού όλοι έχουν δίκιο και η αλήθεια κοιμάται τον ύπνο του δικαίου στην αγκαλιά της μεταφυσικής, δεν ανταποκρίνεται πια στο zeitgeist, το κοινό αίσθημα. Το γκρέμισμα των Δίδυμων Πύργων, το πρώτο χτύπημα της νέας χιλιετίας, έφερε μια δραστική αλλαγή τόνου. Η ψηφιακή επανάσταση μας προκαλεί μια μόνιμη αμηχανία. Η οικονομική κρίση μάς ξύπνησε. Η κλιματική αλλαγή και οι πόλεμοι της δεκαετίας μάς σόκαραν. Η «αποδυνάμωση της ιστορικότητας», που διαπίστωνε ο Φρέντρικ Τζαίημσον13, αποδεικνύεται εκφραστικά άστοχη, το ευφορικό α-ιστορικό παρόν παύει να είναι μια λαϊκή ποπ υπόθεση με την επανάκαμψη της ιστορίας ως εφιάλτη, που μας αιφνιδιάζει με την απρόβλεπτη στροφή. Ο τρικυμισμένος μας κόσμος δεν προσφέρεται για ανέμελα κυνικά μεταμοντέρνα παιχνίδια. Το «βάθος» που ο Αμερικανός θεωρητικός πέταξε στον κάλαθο της ιστορίας παίρνει την εκδίκησή του14. Η δραματικότητα, η αβεβαιότητα κι ένα αίσθημα βάρους σκεπάζει τις ζωές μας. Τα γοβάκια του Γουόρχολ15 με τη γυαλάδα της χρυσόσκονης, που εκτόπισαν τις πονεμένες μοντερνιστικές αρβύλες του Βαν Γκογκ, μοιάζουν σαν παιδικό παιχνίδι μπροστά στις ατέλειωτες βάρκες των πνιγμένων των ειδήσεων. Και η ψηφιακή εικόνα του πνιγμένου και ανυπεράσπιστου μικρού Aylan Kurdi, με το κόκκινο μπλουζάκι και το μπλε παντελονάκι που έκανε το γύρο του κόσμου, αποτελεί το σύμβολο της νέας εποχής. Η Κραυγή του Μουνκ, που οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού βιάστηκαν να ξορκίσουν με τον «μαρασμό του θυμικού»16, ακούγεται ξανά στις μέρες μας. Μια νέα «δομή αισθήματος» αναδύεται στον κόσμο, διακριτή από την προηγούμενη περίοδο του μεταμοντερνισμού. Είναι ο παγωμένος αέρας από το κατώφλι της νέας εποχής.
Και το μυθιστόρημα αναζητά έναν καινούργιο τρόπο για να εκφράσει αυτό το αίσθημα. Τη δίψα για νόημα και αλήθεια, που ο Ντερριντά πόντισε στον πάτο της αποδομητικής αβύσσου. Τη διάκριση ουσίας και φαινομένου, αυθεντικού-μη αυθεντικού, υψηλού-χαμηλού, τη συγκίνηση και την τραγική θεμελίωση της ζωής, που η θεωρία αποκήρυξε17 με την παιγνιώδη ελαφρότητα, την έλλειψη βάθους και τον «θάνατο του υποκειμένου», το οποίο εξακολουθεί ως μοναδιαίο να κυριαρχείται όχι από την ευφορία της κατανάλωσης, αλλά από την αβεβαιότητα ενός ομιχλώδους μέλλοντος. Το μυθιστόρημα αναζητά μια νέα ανήσυχη ποιητική, που θα υπερβαίνει τον αστικό ρεαλισμό, τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό και θα συνθέτει τα καλύτερα στοιχεία των τριών. Άλλωστε, ανεξαρτήτως πού κατέληξε, και ο μεταμοντερνισμός στην αρχική του σύλληψη, όπως περιγράφεται σε δύο πολύ ενδιαφέροντα ιδρυτικά κείμενα του Τζων Μπαρθ −«The Literature of Exhaustion» (1967) και «The Literature of Replenishment: Postmodernist Fiction» (1980)−, δεν συμφωνούσε με την άρνηση του μοντερνισμού και του προμοντερνισμού -σαν να μην υπήρξαν- και περιέγραφε το φαινόμενο «ως σύνθεση και υπέρβαση αυτών των αντιθέσεων» και τρόπων γραφής18. Έφερνε, μάλιστα, ως λαμπρό παράδειγμα τον Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιά: «Ένας υποδειγματικά μεταμοντερνιστής και αυθεντία της αφηγηματικής τέχνης»19.
Παρά την κρίση και την αισθητική αμηχανία, ωστόσο, ο μυθιστοριογράφος οφείλει να ανακαλύπτει νέες προσεγγίσεις και απαντήσεις. Γιατί το μυθιστόρημα είναι υποχρεωμένο να επανεφευρίσκει τον εαυτό του για να υπάρξει. Και πρέπει να ξεπεράσει τη θεμελιώδη μεταμοντέρνα αντίφαση στην οποία βρίσκεται. Σε μια εποχή όπου έχουν εκπέσει οι μεγάλες αφηγήσεις, αμφισβητούνται οι αλήθειες και αποδομούνται τα νοήματα, επιθυμεί να συνθέσει μια γενικότερη αφήγηση, να οσμιστεί ένα νόημα, να κωδικοποιήσει μια, σχετική έστω, «αλήθεια» που θα ερμηνεύει τον κόσμο. Να κάνει το βήμα πέρα από τον μεταμοντερνισμό και τον αντιανθρωπισμό της θεωρίας του γαλλικού μεταδομισμού, που κυριαρχούν με την αμφισβήτηση του υποκειμένου και την άρνηση της αναφοράς. Να επανακτήσει τον ηθικό και φιλοσοφικό στοχασμό για τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, χρώματος και ερωτικού προσανατολισμού, τον πόνο και την αγάπη, το κακό και την αρετή, τις ανισότητες και τις πλανητικές προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή έναν Νέον Ανθρωπισμό στον ψηφιακό οικουμενικό μας κόσμο.
Και μπορεί οι θεωρητικοί να χλευάζουν αλαζονικά την παράδοση, αλλά δεν δίνουμε σύνταξη ούτε στον Όμηρο, ούτε στον Σαίξπηρ, όπως δήλωνε σεμνά ο Έλιοτ20. «Και ποιος διαβάζει σήμερα Μπαλζάκ;», αντέτεινε το 1902 με κολοσσιαία έπαρση ο Τζόυς στον Γέητς -όταν εκείνος ανέφερε το όνομά του-, γελώντας δυνατά και κάνοντας όλους τους θαμώνες του καφενείου στο οποίο συζητούσαν να γυρίσουν προς το μέρος τους21. Αλλά ο δημιουργός της Ανθρώπινης Κωμωδίας, εκατό χρόνια μετά, διαβάζεται εξίσου με τον αλαζόνα νεαρό Ιρλανδό.
Κάποτε θαυμάζουμε τα ταπεινά προάστια του ρεαλισμού με την απλή τους δομή, άλλοτε τους πανύψηλους καθεδρικούς του μοντερνισμού με την περίπλοκη αρχιτεκτονική και κάποτε τους απαστράπτοντες και ακατανόητους πύργους τους μεταμοντερνισμού.
Τα αισθητικά ρεύματα οικοδομούν καινούριες περιοχές, αλλά ευτυχώς δεν γκρεμίζουν τις παλιές, όπως περιπαθώς πιστεύουν οι πεφυσιωμένοι θεωρητικοί των ρευμάτων. Όπως οι μη Ευκλείδειες γεωμετρίες δεν γκρέμισαν την κλασική, αλλά πρόσθεσαν μια καινούρια ήπειρο δίπλα τους. Έτσι μεγαλώνει η πολιτεία της λογοτεχνίας. Κάποτε θαυμάζουμε τα ταπεινά προάστια του ρεαλισμού με την απλή τους δομή, άλλοτε τους πανύψηλους καθεδρικούς του μοντερνισμού με την περίπλοκη αρχιτεκτονική και κάποτε τους απαστράπτοντες και ακατανόητους πύργους τους μεταμοντερνισμού.
Αλλά αν τα αισθητικά ρεύματα έρχονται και παρέρχονται, πώς θα μετρήσουμε την αξία της; Τι ήταν ο Φλωμπέρ; Ρεαλιστής, ρομαντικός, μοντέρνος, μεταμοντέρνος; Ο αυτοβιογραφικός λυρισμός των πρώτων έργων δείχνει ότι μέσα του υπήρχε μια ρομαντική τάση. Παρά το γεγονός ότι η Μαντάμ Μποβαρύ θεωρήθηκε ορόσημο του ρεαλισμού, ο ίδιος τον απεχθανόταν. Έλεγε πως είναι ένας τροβαδούρος. Ένας άνθρωπος ρομαντικός, της παλιάς εποχής. Όταν τον αποστήθισε ο Τζόυς, έγινε μοντερνιστής, γράφει ο Τζαίημσον22 κι όταν τον παρέλαβε η Ναταλί Σαρότ μετατράπηκε σε μεταμοντέρνο. Σίγουρα πρόκειται για ένα γόνιμο έργο το οποίο προκαλεί αντιφατικές κρίσεις, όπως και η φύση του συγγραφέα. Ένα έργο που γοήτευσε τον Μαρσέλ Προυστ, τον Φραντς Κάφκα, τον Χένρι Τζέημς, τον Όσκαρ Ουάιλντ και εμπνέει ακόμη και σήμερα συγγραφείς σαν τον Μάριο Βάργκας Λιόσα −«είμαι ένας πυγμαίος δίπλα σ’ αυτό το γίγαντα»− ή τον Τζούλιαν Μπαρνς. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν κατατάσσονται εύκολα, αντέχουν στον χρόνο και διαλέγονται με τις εποχές.
«Η πρωτοτυπία, με την έννοια του ανοίκειου και του ξένου, είναι εκείνη η ιδιότητα, πάνω από κάθε άλλη, που κάνει ένα έργο μέρος του Κανόνα», επαυξάνει ο Χάρολντ Μπλουμ
Σήμερα ο μυθιστοριογράφος μπορεί να επιλέξει πια από όλη τη φαρέτρα που υπάρχει σε διαθεσιμότητα. Είναι φανερό, όμως, πως όταν χρησιμοποιεί κάτι πολυφορεμένο είναι δύσκολο να πείσει. Υπάρχει, ωστόσο, ένα κριτήριο με το οποίο πρέπει να κρίνεται. Διασταυρώνει κάθετα όλα τα αισθητικά ρεύματα και εντάσσεται στη μνήμη της τέχνης. Όπως λέει ο Βίκτορ Σκλόφσκι για τον Τολστόι, «περιγράφει ένα αντικείμενο σαν να το βλέπει για πρώτη φορά, ένα γεγονός σαν να συμβαίνει για πρώτη φορά»23. Αν η λογοτεχνία μάς χαρίζει πραγματικά αυτό το βλέμμα, δεν πειράζει αν το πετυχαίνει με τον ρεαλισμό, τον μοντερνισμό, τον μεταμοντερνισμό και οτιδήποτε ακολουθήσει στο μέλλον. «Η πρωτοτυπία, με την έννοια του ανοίκειου και του ξένου, είναι εκείνη η ιδιότητα, πάνω από κάθε άλλη, που κάνει ένα έργο μέρος του Κανόνα», επαυξάνει ο Χάρολντ Μπλουμ24. Η συνήθεια καταβροχθίζει το βλέμμα μας, κάνει τα πράγματα αόρατα και η παρθενική ματιά που αφαιρεί τη σκόνη του κόσμου και μας παραδίδει την ανθρώπινη ύπαρξη να λάμπει σε ένα καινούριο φως, είναι το δώρο της λογοτεχνίας.
* Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ είναι πεζογράφος και κριτικός. Τελευταίο του βιβλίο το δοκίμιο «Η τέχνη του μυθιστορήματος» (εκδ. Επίκεντρο), απ' όπου και το παραπάνω εισαγωγικό κείμενο.
1«Keeping It Real, Conflict, convention, and Chang-Rae Lee’s “The Surrendered”», The New Yorker, 07.03.2010.
2Virginia Woolf, «Modern fiction», The Common Reader, First and Second Series, Harcourt, Brace and Company, New York, 1948, σ. 207.
3Alfred Tennyson, Locksley Hall Sixty Years After, Macmillan and Co., 1886, σ. 20-21.
4Alvin Kernan, Ο θάνατος της λογοτεχνίας, Νεφέλη, 2001, σ.
5Harold Bloom, «The Art of Criticism» No. 1, Συνέντευξη στο The Paris Review, τχ. 118, 1991.
6Τζέημς Γουντ, Πώς δουλεύει η λογοτεχνία, αντίποδες, 2023, σ. 21. Βλ. επίσης, Δημήτρης Τζιόβας: «Πραγματικότητα», Κουλτούρα και λογοτεχνία, Πόλις, 2014, σ. 177, Αλέξης Ζήρας, «Το πρόταγμα της «γυμνής» αλήθειας, η αυταπάτη του και οι εγκολπώσεις του στη σύγχρονη ελληνική και ξένη πεζογραφία» www. oanagnostis.gr, Γιώργος Περαντωνάκης, «Λογοτεχνία και πραγματικότητα: τι καινούργιο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια», www.oanagnostis.gr.
7Χάνα Άρεντ, «Βάλτερ Μπένγιαμιν», Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς, Επίκεντρο, 2021, σ. 261.
8Βλ. Metamodernism: Historicity, Affect, and Depth after Postmodernism, Ed. Robin van den Akker, Alison Gibbons and Timotheus Vermeulen, Rowman & Littlefield International, 2017 και «Metamodernism: Period, Structure of Feeling, and Cultural Logic – A Case Study of Contemporary Autofiction», Robin van den Akker, Alison Gibbons, and Timotheus Vermeulen, New Directions in Philosophy and Literature, Edinburgh University Press, 2019, σ. 41-54.
9Robin van den Akker, Alison Gibbons, and Timotheus Vermeulen, New Directions in Philosophy and Literature, ό.π., σ. 44.
10Δοκιμές Α΄, «Mονόλογος πάνω την ποίηση», Ίκαρος, 1984, σ. 146.
11«A Slap in the Face of Public Taste» (1912), Ellendea & Carl R. Proffer, The Ardis Anthology of Russian Futurism, 1980, σ. 179.
12«Η έννοια της “αλήθειας” ανήκει στο μεταφυσικό οπλοστάσιο που θέλει να καταργήσει ο μεταδομισμός», δηλώνει ο Fredric Jameson. Το μεταμοντέρνο ή πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Νεφέλη, 1999, σ. 47.
13Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Νεφέλη, 1999, σ. 40-100.
14Fredric Jameson, ό.π., 45-48.
15Fredric Jameson, ό.π., 43-47.
16Fredric Jameson, ό.π., 45-47.
17Fredric Jameson, ό.π., 48.
18The Friday Book: Essays and Other Non-Fiction, The John Hopkins University Press, 1984, σ. 203.
19ό.π., σ. 204.
20Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική, Ηριδανός, 1983, σ. 99-100.
21Richard Ellmann, Τζέημς Τζόυς, Scripta 2005, σ. 138.
22Fredric Jameson, ό.π., σ. 108.
23Βίκτορ Σκλόφσκι: «Η τέχνη ως τεχνική», Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019, σ. 7.
24«Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών», Ο Δυτικός Κανόνας, Gutenberg, 2007, σ. 417.