
«Η λογοτεχνία πάντα συνομιλούσε με την πραγματικότητα (δηλαδή την έξω από αυτή ζωή), με όσες σημασίες κι αν δώσει κανείς στην πραγματικότητα και με όσους τρόπους επιχειρήσει να ορίσει αυτή τη συνδιαλλαγή».
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η λογοτεχνία πάντα συνομιλούσε με την πραγματικότητα (δηλαδή την έξω από αυτή ζωή), με όσες σημασίες κι αν δώσει κανείς στην πραγματικότητα και με όσους τρόπους επιχειρήσει να ορίσει αυτή τη συνδιαλλαγή. Πάντοτε δηλαδή η λογοτεχνία προσπαθούσε να αποδώσει την κοινωνία, να (ανα)πλάσει υπαρκτούς κόσμους και ανθρώπους, να βάλει μέσα της Ιστορία και πολιτική, να εντάξει στις σελίδες της βιώματα και εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα. Αυτό είναι ένα διαχρονικό θέμα και έχει συζητηθεί αιώνες τώρα. Επομένως, τι καινούργιο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και πρέπει να ασχοληθούμε ξανά με αυτό το δίπολο;
Αυτό που συμβαίνει εντέλει είναι ότι στην τεχνοκρατική μας εποχή ο λόγος της λογοτεχνίας φαίνεται αναξιόπιστος, λιγότερο δηλαδή φερέγγυος σε σχέση με τον λόγο της επιστήμης ή του δοκιμίου, ακόμα και της δημοσιογραφίας, όπου η κυριολεξία μοιάζει να πείθει περισσότερο για την αλήθεια της. Έτσι, η πεζογραφία –γιατί η ποίηση ποτέ δεν μπήκε σε τέτοιες ανταγωνιστικές ατραπούς– θέλησε να ανανεώσει την αληθοφάνειά της, παριστάνοντας πως δεν είναι κατασκευή, αλλά μια ισάξια με τις άλλες έκφραση της πραγματικότητας, μια γνήσια φέτα λόγου και ζωής. Έτσι, παρατηρούνται συχνά σήμερα πεζογραφικά κείμενα, τα οποία μιμούνται άλλους λόγους, περιορίζουν τη λογοτεχνικότητά τους, όπως είχαμε συλλάβει την έννοια χάρη στην «ανοικείωση» των Φορμαλιστών, και αντίθετα επιδιώκουν την «εξ-οικείωση» προς τους «γνήσιους» εξωλογοτεχνικούς λόγους.
Μερίδα μυθιστορημάτων θέλουν να μοιάζουν με επιστημονικές μελέτες, χωρίς πλοκή αλλά με τακτική παρουσίαση των ιδεών τους, ή με δοκιμιακά κείμενα, που επιχειρηματολογούν χωρίς να αισθητοποιούν όσα λένε.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα επιχειρήσω μια χαρτογράφηση των περιπτώσεων που τεκμηριώνουν αυτή την τάση. Μερίδα μυθιστορημάτων θέλουν να μοιάζουν με επιστημονικές μελέτες, χωρίς πλοκή αλλά με τακτική παρουσίαση των ιδεών τους, ή με δοκιμιακά κείμενα, που επιχειρηματολογούν χωρίς να αισθητοποιούν όσα λένε. Το ίδιο συνέβαινε και συμβαίνει με το ιστορικό μυθιστόρημα –αλλά και κάθε ρεαλιστικό κείμενο της εποχής που προβαλλόταν ως η απόλυτη αλήθεια χωρίς (ρομαντικούς) εξωραϊσμούς–, ιστορικό μυθιστόρημα που φτιάχτηκε στο πλαίσιο του ιστορικού θετικισμού, αλλά πάντοτε διακρινόταν (ή μήπως όχι;) από τις αμιγείς ιστορικές μελέτες (οι οποίες τώρα τελευταία ανενδοίαστα γίνονται πιο «λογοτεχνικές», καθώς αποκτούν μεγαλύτερη αφηγηματικότητα και τονίζουν τον υποκειμενικό χαρακτήρα του ερευνητή). Άλλα μυθιστορήματα μιμούνται τον δημοσιογραφικό λόγο, το ρεπορτάζ, τη συνέντευξη, την τεκμηριωτική έρευνα, ώστε να πείσουν ότι η αλήθεια τους δεν είναι επινοημένη. Εδώ, αξίζει να αναφερθεί το μυθιστόρημα τεκμηρίων (τεκμηριοπλασία, docufiction), που ενσωματώνει εν μέρει ή εν όλω εξωλογοτεχνικά τεμάχια λόγου (επιστολές, άρθρα, ανακοινώσεις, μαρτυρίες κ.ά.), ώστε να δείξει ότι η πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα ντοκουμέντα. Τέλος, η αυτομυθοπλασία (autofiction) διαφέρει από άλλα (προηγούμενης γενιάς) αυτοβιογραφικά κείμενα, γιατί ποιεί λογοτεχνία στηριγμένη εμφανώς και ρητώς στο πρόσωπο του συγγραφέα, με το ίδιο του το όνομα, χωρίς τον μανδύα ενός alter ego αφηγητή.
Πολλές λέξεις από αυτές που χρησιμοποίησα θα έπρεπε να μπουν σε εισαγωγικά, γιατί η χρήση τους έχει αλλάξει, καθώς η λογοτεχνία πλάθει ή αναπλάθει με νέους όρους και μορφές την «πραγματικότητα». Επομένως, πώς μιλάμε ακόμα για «λογοτεχνικότητα», όταν η πεζογραφία κατά βάση αναιρεί τον εαυτό της, απεμπολεί την ποιητική της γλώσσα και σπεύδει να μιμηθεί εξωλογοτεχνικούς λόγους, για να κερδίσει το στοίχημα της αληθοφάνειας; Πώς θεωρούμε λογοτεχνικά τα έργα λ.χ. της Λευκορωσίδας συγγραφέως Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015) και της Γαλλίδας Ανί Ερνό (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022); Η πρώτη π.χ. στο Τσερνόμπιλ – Ένα χρονικό του μέλλοντος (μτφρ. Ορέστης Γεωργιάδης, εκδ. Πατάκη) γράφει ένα χρονικό που αναπαριστά μέσα από μαρτυρίες γυναικών τα δεινά της πυρηνικής καταστροφής, ενώ η δεύτερη, σημαντική εκπρόσωπος της αυτομυθοπλασίας, αποδίδει τη ζωή της χωρίς λογοτεχνισμούς και μεταφορικές μάσκες ή υπεκφυγές. Περαιτέρω, πώς εκλαμβάνουμε ως λογοτεχνία την αντιλογοτεχνική γραφή του Χιλιανού Μπενχαμίν Λαμπατούτ, το non-fiction Εν ψυχρώ (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη) του Τρούμαν Καπότε ή το μυθιστόρημα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (εκδ. Εστία) του Θανάση Βαλτινού, που μοιάζει πιο πολύ με συλλογή δημοσιευμάτων;
Έκτοτε τα δείγματα μιας τέτοιας γραφής πολλαπλασιάζονται. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο να καταλογογραφήσουμε τέτοια έργα, αλλά να συλλάβουμε πώς αυτά είναι λογοτεχνία. Ο Θανάσης Βαλτινός, που μόλις ανέφερα, γράφει λογοτεχνία που δεν μοιάζει με λογοτεχνία! Στο πλαίσιο του βαλτινικού μεταμοντερνισμού, ο συγγραφέας απολογοτεχνίζει τα πεζογραφήματά του, από τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα (εκδ. Εστία), που αποτελούνται από μονταρισμένα πρακτικά δίκης, αμοντάριστα γράμματα προς έναν κρατούμενο κι ένα ενημερωτικό φυλλάδιο μιας συσκευής Kenwood, μέχρι τον Τελευταίο Βαρλάμη (εκδ. Εστία), που προσομοιάζει πολύ πειστικά με ιστορικοφιλολογική μελέτη. Παιδιά του Θανάση Βαλτινού υπάρχουν πολλά: τελευταίο καλό είδος το Τυχερό (εκδ. Πατάκη) του Κώστα Καβανόζη, όπου ένας ερευνητής συγγενής, με το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα, αναζητεί στοιχεία για τον θείο του αλλά και το χωριό του, το Τυχερό Έβρου, συνθέτοντας στην ουσία ένα μυθιστόρημα τεκμηρίων.
Κείμενα αυτομυθοπλασίας συναντάμε πλέον πολλά. Θυμίζω ενδεικτικά το Με λένε Ευρώπη (εκδ. Επίκεντρο) του Γκαζμέντ Καπλάνι, όπου η είσοδος του Αλβανού συγγραφέα στην Ελλάδα αποκαλύπτει γεγονότα και σκέψεις για τη μετανάστευση και τον εγκλιματισμό στη νέα πατρίδα. Αντίστοιχα, ο Ίων ο κύων (εκδ. Ίκαρος, 2023) της Στέλλας Παναγιωτοπούλου, που αναλύει την κουλτούρα του σκύλου με επιστημονικό λόγο, συναντά Το βιβλίο των χελιών (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Μεταίχμιο) του Σουηδού Patrik Svensson το οποίο πραγματεύεται την κουλτούρα των χελιών, και γειτνιάζει με το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα) του Μπενχαμίν Λαμπατούτ. Κοινό σημείο και των τριών είναι η επιστημονική επένδυση η οποία πλαισιώνει την όποια αφήγηση σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μοιάζει σαν να πρόκειται για εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο επιστήμης. Η ιστορία και οι συνήθειες των σκύλων, τα μεγάλα αινίγματα των χελιών και οι ποικίλες εξελίξεις των επιστημών που άλλαξαν την ανθρωπότητα είναι ενδιαφέροντα ως γνώση, ως εύπεπτη γνώση, αλλά πόσο λογοτεχνία ενέχουν μέσα τους;
Η λογοτεχνικότητα πλέον –οφείλουμε να το αποδεχτούμε– δεν εντοπίζεται αναγκαστικά στο ιδιαίτερο (ανοίκειο, ποιητικό, συνυποδηλωτικό κ.λπ.) ύφος, ούτε στα παιχνίδια της απόκρυψης, της συγκάλυψης ή της φωτοσκίασης του αφηγητή. Αντίθετα, πίσω από ένα «συνηθισμένο» ύφος ή έναν με το όνομα του συγγραφέα παρουσιασμένο αφηγητή, κρύβεται η δουλειά του δημιουργού, που έχει κάνει την έρευνά του, έχει κοπτοράψει ό,τι χρειάζεται και το έχει παρουσιάσει σαν να είναι ατόφιο ανεπεξέργαστο υλικό, ενώ στην ουσία είναι μια τεχνήεσσα κατασκευή, τόσο αληθινή, τόσο πειστική και τόσο παραπλανητική όσο η πίπα του Μαγκρίτ, που δεν είναι πίπα.
Η αλήθεια, λοιπόν, παρουσιάζεται σαν να μην είναι λογοτεχνική επινόηση, αλλά γνήσια πραγματικότητα.
Η αλήθεια, λοιπόν, παρουσιάζεται σαν να μην είναι λογοτεχνική επινόηση, αλλά γνήσια πραγματικότητα. Μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, χαράζεται μια νέα γραμμή, που μπορεί να αρέσει ή να μην αρέσει, μια γραμμή λογοτεχνίας χωρίς λογοτεχνία (!) ή μάλλον χωρίς λογοτεχνικότητα, με τη σημασία που δίναμε στη λέξη ως τώρα. Μια επινόηση, γραμμένη σαν να μην φαίνεται ως τέτοια!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).