1917 - Ο αντίκτυπος της Οκτωβριανής επανάστασης σε πέντε λογοτεχνικά βιβλία.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Πολλά τα πονήματα που συνόδευσαν ή/και προκάλεσαν τις συζητήσεις σχετικά με το νόημα και την κληρονομιά της Ρωσικής Επανάστασης, με αφορμή τα εκατό χρόνια από το ξέσπασμά της. Πολλά και τα λογοτεχνήματα που κυκλοφόρησαν προσφάτως όπου άλλοτε η επανάσταση πρωταγωνιστεί και άλλοτε υπάρχει στο φόντο για να εκτυλιχθεί μια πλοκή. Ευφρόσυνα, και με απόσταση ασφαλείας, μπορούμε να απολαύσουμε ορισμένα τέτοια λογοτεχνήματα. Τα υπογράφουν ένας Ρώσος (Μπλοκ), ένας Σουηδός (Σέβε), μια Ιταλίδα (Βιτάλε), ένας Ισπανός (Σεμπρούν) και ένας Κουβανός (Παδούρα), κάτι που λέει πολλά για το πόσο κοσμοϊστορικό ήταν αυτό το γεγονός του 1917.
Η ποιητική σύνθεση Δώδεκα του Αλέξανδρου Μπλοκ (εκδ. Γκοβόστης), τη μετάφραση της οποίας υπογράφει ο έμπειρος ποιητής Γιώργος Μπλάνας, είναι ένα από τα πρώτα παλλόμενα έργα που γράφτηκαν στον αχό της επανάστασης, μόλις δύο μήνες από τον Οκτώβρη. Σύνθεση και κολάζ, με το ένα πόδι στην παράδοση και το άλλο στην πρωτοπορία, με λυρικές εκλάμψεις και κινηματογραφικό μοντάζ, προκάλεσε και ενθουσίασε και δίχασε, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε εμπρηστικό έργο που εντέλει θα γίνει κλασικό. «Ο άνεμος παλαβώνει», ξεσπάει συγκροτημένα ο ποιητής, «Μια χαϊδεύει μια δαγκώνει. / Σηκώνει φούστες και παλτά / θερίζει τους διαβάτες σαν σπαρτά. / Πιάνει, σκίζει το τεράστιο πανό / “Όλη η εξουσία στην Συντακτική!” / Σκορπίζουν τα λόγια από δω κι από κει». Πολύ σωστά, και αφού οι δεκαετίες και ο χρόνος εντέλει αποφαίνονται, ο Μπλάνας σημειώνει ότι «το ποίημα καθεαυτό δεν είναι παρά όλα αυτά που έδωσε και δίνει, οι ενέργειές του ενώπιον του αναγνώστη».
Δύο πεζογραφήματα αντλούν την έμπνευσή τους από τη μεγαλειώδη, ταραχώδη, ιλιγγιώδη προσωπικότητα και ζωή του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι: η μυθιστορηματική βιογραφία Φλέγομαι (εκδ. Μεταίχμιο) του Σουηδού Τούρμπγιερν Σέβε (Κιρούνα, 1941), μεταφρασμένη ανεπίληπτα από τον παλαίμαχο Γρηγόρη Κονδύλη, 589 σελίδες που μας εξοικειώνουν με επεισόδια, περιστατικά, συγκρούσεις, τεκταινόμενα εκείνων των τόσο ανήσυχων καιρών. Από το βιβλίο του Σέβε παρελαύνουν εμβληματικές μορφές της εποχής, όπως ο Μπλοκ των Δώδεκα, αλλά και ο Γεσένιν, ο Γκόρκι, ο Λουνατσάρσκι, ο Μέγιερχολντ, ο Μαντελστάμ. Η αφήγηση, πρωτοπρόσωπη, μιλάει ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι, εκκινεί από τις 26 Μαρτίου του 1930 και τελειώνει στις 14 Απριλίου του ίδιου έτους, με τη σφαίρα στην καρδιά του ποιητή. «Ένας άνθρωπος ελεύθερος δεν μπαίνει ποτέ στον μηχανισμό» λέει ο Μαγιακόφσκι μέσω του Σέβε. «Κι εφόσον τα μέλη του μηχανισμού έχουν τη μεγάλη πλειοψηφία, η πρωτοβουλία, οι ιδέες και η ενέργεια των ελεύθερων ανθρώπων αποτελούν εξωτερική απειλή. Κι έτσι οι άνθρωποι του μηχανισμού και οι ελεύθεροι άνθρωποι αιωνίως θα βλέπουν ο ένας τον άλλον ως εχθρό».
Από εκεί όπου τελειώνει το βιβλίο του Σουηδού αρχίζει αυτό της Ιταλίδας. Με τίτλο Ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό (μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Καστανιώτης), η Σερένα Βιτάλε (Πρίντιζι, 1945) επιχειρεί μια μυθιστορηματική αλλά πολύπλευρα τεκμηριωμένη εξέταση των τελευταίων ημερών και της αυτοκτονίας του ποιητή. Στο βιβλίο της αφθονούν οι φωτογραφίες, τα ντοκουμέντα, τα στοιχεία, οι μαρτυρίες. Βρίσκουμε ακόμα σκίτσα, χειρόγραφα, και πολλά ποιήματα του Μαγιακόφσκι, μεταφρασμένα εδώ από τον Αλέξη Πάρνη. Το βιβλίο διαβάζεται τόσο σαν πολιτικό θρίλερ όσο και σαν μια περιπετειώδης περιδιάβαση στους λαβυρίνθους του μηχανισμού που γέννησε η κομματική ηγεσία μετά τον Οκτώβρη. Και στις δύο περιπτώσεις: απνευστί, χάρη και στη μεταφρασική εργασία της Καλλιφατίδη. «Από τότε που κάποιος τρελός τού επιτέθηκε στο δρόμο, ο Μαγιακόφσκι κουβαλούσε πάνω του, εκτός από μια σιδερογροθιά, κι ένα πιστόλι. Είχε πάνω από ένα. Αγαπούσε τα όπλα, έκανε συλλογή, την επεδείκνυε περήφανος στους σημαντικούς καλεσμένους του (ο Ντιέγκο Ριβέρα θυμάται ότι, μεταξύ άλλων, είχε δει και τρία πιστόλια Μπαγιάρντ στο δωμάτιο της παρόδου Λουμπιάνσκι, κατά την παραμονή του στη Μόσχα το ’27), εξασκούνταν στη σκοποβολή όταν παραθέριζε στο Πούσκινο».
Από την ποίηση στην πολιτική: εκεί μας μεταφέρουν δύο φιλόδοξα και συγκλονιστικά μυθιστορήματα που εμπνέονται από την προσωπικότητα του Λέοντα Τρότσκι, αλλά εστιάζουν κυρίως σε αυτήν του δολοφόνου του και, κυρίως, στα πολιτικά παιχνίδια εξουσίας και στις ολέθριες, πολλές φορές, ψυχικές και διανοητικές επιπτώσεις τους. Το πρώτο, Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (εκδ. Θεμέλιο) είναι το δημοφιλέστερο –και το καλύτερο– έργο του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν (1923-2011), περίτεχνα και περίπλοκα γραμμένο ανάμεσα στα 1967 και 1968, ενώ εκδόθηκε το 1969, αποτελεί μια τρομερά επίμοχθη προσπάθεια του Σεμπρούν, που υπήρξε επαναστάτης και κομμουνιστής, να αναλύσει τα όσα διαδραματίζονται στο μυαλό του Μερκαντέρ. Στην προσπάθειά του αυτή, ο Σεμπρούν χρησιμοποιεί μοτίβα και τρόπους του Μαρσέλ Προυστ καθώς και πολλές κατακτήσεις της πρωτοποριακής και πειραματικής γραφής. Άριστα μετέφρασε το βιβλίο, το οποίο επανεκδόθηκε και κυκλοφορεί ύστερα από δεκαετίες απουσίας, ο θρυλικός Άρης Αλεξάνδρου.
Ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα (Αβάνα, 1955) υιοθετεί περισσότερο συμβατικούς τρόπους στη δική του απόπειρα να ξεψαχνίσει γεγονότα και να εξιχνιάσει προσωπικότητες. Στο ογκώδες μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτης), τα ταξίδια στον χρόνο και στο χώρο είναι πολλά: από τη δεκαετία του 1930 και τον Ισπανικό Εμφύλιο, μεταφερόμαστε στο 1977 και στην Κούβα, μέσα από μετατοπίσεις στη Μόσχα και στο Μεξικό. Με τη θαυμαστή αφηγηματική ευχέρεια, γνώρισμα σχεδόν όλων των ισπανόφωνων δημιουργών, ο Παδούρα παρασύρει τον αναγνώστη στις σκοτεινές κάμαρες της ραδιουργίας αλλά και στα δειλινά και τις ακρογιαλιές μιας σχετικά ανέμελης καθημερινότητας. Αυτή τη χορογραφία του χρόνου την καθιστά σαφή ο Παδούρα όταν μας μιλάει για τους ωριαίους κύκλους και για το πώς «στα λίγα μέτρα από κει που τώρα είναι σήμερα μπορείς να γυρίσεις στο χτες ή να πηδήξεις στο αύριο». Το ότι το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί σαν αστυνομικό αφήγημα ήδη το υπαινίσσεται ο τίτλος του που αποτελεί και τίτλο ενός παλαιού, μισοξεχασμένου διηγήματος του μαιτρ του νουάρ Ρέιμοντ Τσάντλερ. Μια ωραία έκπληξη αναμένει τον αναγνώστη στη σελίδα 662, όπου ο Ραμπόν βάζει στο πικάπ «με τον ήχο σε πολύ χαμηλή ένταση, έναν δίσκο με ελληνικά τραγούδια με τον οποίο είχε ενθουσιαστεί».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.