Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής και διδάκτωρ του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της Λογοτεχνίας, Χρήστος Πονηρός, με αφορμή το βιβλίο του Massimo Recalcati «Με ανοιχτό βιβλίο – Μια ζωή είναι τα βιβλία της» (εκδ. Κέλευθος).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τον Ιούλιο του 2019 ο Γιώργος Βεσσαλάς μου πρότεινε να μεταφράσω το Ανοιχτό Βιβλίο – Μια ζωή είναι τα βιβλία της, για το οποίο λίγους μήνες πριν, μού είχε μιλήσει με ενθουσιασμό. Ήταν το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο που θα μετέφραζα για τις εκδόσεις Κέλευθος και το έκτο από τότε που ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι συστήθηκε στο ελληνικό κοινό με το μικρό βιβλίο Η δύναμη της επιθυμίας από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το 2015.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για ένα εγκώμιο στον κόσμο του βιβλίου. Και επιτρέψτε μου, μιας και απευθύνομαι σ’ έναν ιστότοπο αφιερωμένο στο βιβλίο, να μεταφέρω εδώ δυο λόγια του συγγραφέα για το βιβλίο, που είναι άξιο να φέρει αυτό το όνομα. Μας λέει λοιπόν: «Το βιβλίο είναι θάλασσα», κάτι που μας παραπέμπει στο «ανοιχτό πέλαγος» («alto mare aperto») και στην επιθυμία για γνώση του δαντικού Οδυσσέα. Ως θάλασσα ανοιχτή δεν έχει όρια, «μπορεί να διαβαστεί με χιλίους δυο τρόπους», «να δώσει αφορμή για άπειρα άλλα βιβλία». «Το βιβλίο είναι μαχαίρι», μας σημαδεύει, μας χαράζει, μας διαμορφώνει. Είναι, επίσης, σώμα ζωντανό, ερωτικό. Έχει μυρωδιά, σάρκα, βλέμμα, «μια αισθησιακή γεωγραφία, ένα πάτημα και μια ξεχωριστή ύπαρξη». Και ο συγγραφέας συνεχίζει, διευκρινίζοντας πως στην ανάγνωση ενός βιβλίου δεν αρκεί μόνο η ικανότητα του νου. Χρειάζεται η καρδιά! «Το γράμμα», επισημαίνει ο συγγραφέας, παραπέμποντάς μας στον Ιησού, «που διαχωρίζεται από την καρδιά είναι ένα γράμμα νεκρό». Και καταλήγει σ΄ αυτό που λίγο πολύ όλοι μας έχουμε πολλές φορές διαισθανθεί: «Το βιβλίο με διαβάζει, δεν το διαβάζω [...] Είναι σαν τη μουσική». Κάθεται και «με ακούει, δεν την ακούω».
«Το βιβλίο με διαβάζει, δεν το διαβάζω [...] Είναι σαν τη μουσική». Κάθεται και «με ακούει, δεν την ακούω».
Στον ενθουσιασμό του εκδότη, είχε προστεθεί, λοιπόν, και ο δικός μου ο οποίος, όσο συνέχιζα την ανάγνωση, γινόταν ολοένα και πιο έντονος. Ώσπου ήρθε η ώρα της μετάφρασης… και τον πρώτο ενθουσιασμό ακολούθησε το αίσθημα της ευθύνης. Να μεταφέρω πιστά και όμορφα στη γλώσσα μας αυτά που έλεγε ο συγγραφέας στη δική του γλώσσα (με ή χωρίς αμφισημίες) για το βιβλίο γενικά, και για τα συγκεκριμένα βιβλία που διαμόρφωσαν τον συγγραφέα από παιδί έως τη στιγμή που o ίδιος έγινε πατέρας, στιγμή που αλλάζει όχι μόνο τον ίδιο τον Ρεκαλκάτι αλλά και τον κόσμο όλο.
Στο Ανοιχτό βιβλίο δεν με δυσκόλεψε μόνο η γνωστή γόνιμη «ασάφεια» του λακανικού λόγου, την οποία ο συγγραφέας, ο γιος του ανθοκαλλιεργητή, όπως αρέσκεται να λέει, διασαφηνίζει και ομορφαίνει, «φέρνοντας τον ουρανό στη γη», αλλά και ο πραγματικά ευφυέστατος Σαρτρ με τη Ναυτία του, την «αδικαίωτη απόφυση», το «πλέον είναι», την αίσθηση δηλαδή ότι περισσεύει, το «αμάρτημα της ύπαρξης», το βάρος και την ευθύνη της επιλογής και της ελευθερίας, το ότι είμαστε «ασυγχώρητα μόνοι». Με δυσκόλεψε το ότι το λογοτεχνικό-φιλοσοφικό έργο του Σαρτρ γινόταν αντικείμενο του δοκιμιακού λόγου του συγγραφέα. Κατά συνέπεια έπρεπε και εγώ να παραπέμψω με πλήρη βιβλιογραφική αναφορά. Έπρεπε, δηλαδή, να χρησιμοποιήσω επακριβώς τα λόγια της ελληνικής μετάφρασης των έργων του Σαρτρ. Και όχι απλώς να τα παραθέσω, αλλά πριν τα παραθέσω να συγκρίνω μεταξύ τους τυχόν διαφορετικές μεταφράσεις ώστε να επιλέξω ποια είναι η «καλύτερη». Κριτήριό μου, όπως πάντα, η ελληνική μετάφραση να είναι όσο το δυνατό πιο πιστή με το παράθεμα του συγγραφέα και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στο ύφος του.
Μα η Ναυτία του Σαρτρ, αν και είναι ένα έργο φιλοσοφικό, δεν παύει να είναι γραμμένο στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Για μένα, τα πολύ πιο δύσκολα ακολουθούν με τον Χάιντεγκερ. Στο κεφάλαιο αυτό –«Ένα φιλοσοφικό τραύμα»– δεν είχα να παλέψω μόνο με τον ενίοτε μακροπερίοδο, συνειρμικό, λακανικό, χειμαρρώδη –ωστόσο πάντα αριστοτεχνικό, ζωντανό και εύστοχο– λόγο του Ρεκαλκάτι, αλλά με το Είναι και Χρόνος, ένα «μεγαλόπνοο έργο [...] προορισμένο να αφήσει εποχή». Είχα να παλέψω με την ορολογία του υπαρξιστή Φιλοσόφου, ορολογία που σε όποια γλώσσα και να την διαβάσεις, απαιτεί ερμηνεία, απαιτεί μετάφραση… Και αυτό γιατί, όπως επισημαίνει και ο φιλόσοφος Ρεκαλκάτι, ο Χάιντεγκερ γράφει σε μια «δική του γλώσσα». Γλώσσα που για την απόδοσή της στα ελληνικά έπρεπε πρώτα απ’ όλα να προστρέξω στην ιταλική έκδοση του Είναι και Χρόνος ώστε να εντοπίσω, να «αντιστοιχήσω» το συγκείμενο των όρων με αυτό της ελληνικής έκδοσης.
Θα 'θελα να σημειώσω εδώ πως η ελληνική μετάφραση του Είναι και Χρόνος είναι πολύ «βαριά». Έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στην παλαιά, υπερβολικά καθαρευουσιάνικη, και μοναδική μετάφραση του Γιάννη Τζαβάρα και την χαϊντεγκεριανή ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα.
Ενδιαφέρον και κοπιαστικό ταυτόχρονα, καθότι, όπως και το To Είναι και το Μηδέν του Γάλλου φιλοσόφου, είναι έργα πολύ μεγάλα. Μεγάλα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κατόπιν, ένιωσα περισσότερο από ποτέ την ανάγκη να ζητήσω διευκρινίσεις από τον ίδιο τον συγγραφέα. Πράγμα όμως που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν καθόλου αρκετό. Θα 'θελα να σημειώσω εδώ πως η ελληνική μετάφραση του Είναι και Χρόνος είναι πολύ «βαριά». Έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στην παλαιά, υπερβολικά καθαρευουσιάνικη, και μοναδική μετάφραση του Γιάννη Τζαβάρα και την χαϊντεγκεριανή ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα. Και δεν θα τα κατάφερνα, αν δεν συμβουλευόμουν τον καθηγητή Φιλοσοφίας Παναγιώτη Θανασά. Ένα θερμό ευχαριστώ προς το πρόσωπό του κι από εδώ!
Ευτυχώς, σ’ αυτή την παρουσίαση της πνευματικής αυτοβιογραφίας του Ρεκαλκάτι, μαζί με την «ερριμμενότητα», τη «γεγονότητα», την «προλαμβάνουσα αποφασιστικότητα» και το «Dasein» του Είναι και χρόνος υπήρχαν και τα άλλα βιβλία-σταθμοί στην πνευματική του εξέλιξη και διαμόρφωση, βιβλία που γι' αυτόν είχαν την ιδιότητα μιας πραγματικής συνάντησης, μιας ερωτικής συνάντησης και που για μένα ήταν τα ξέφωτα, ο ανοιχτός ορίζοντας στον οποίο χαλάρωνα και με έκαναν να αισθανθώ πως προχωρούσα σε πιο σίγουρα μονοπάτια. Η Βίβλος, έργα από την κλασική και σύγχρονη λογοτεχνία, έργα του πατέρα της ψυχανάλυσης και φυσικά το «amur» του συγγραφέα, Τα Γραπτά του Λακάν. Μαζί μ’ αυτά η Οδύσσεια, τα Ευαγγέλια, Ο λοχίας στο χιόνι του Μάριο Ριγκόνι Στερν, το Πέραν από την αρχή της ηδονής και η Ερμηνεία των ονείρων του Φρόυντ, το δοκίμιο του Σαρτρ Ο ηλίθιος της οικογένειας. O Γκυστάβ Φλωμπέρ από το 1821 εως το 1857 και τέλος, ο Δρόμος του ΜακΚάρθυ.
Όλα τα παραπάνω βιβλία παρελαύνουν, παρουσιάζονται με το δικό τους βλέμμα, το δικό τους ξεχωριστό βηματισμό, τη δική τους ύπαρξη. Βιβλία που επανενεργοποιούν την πρώτη γλώσσα (τη «lalangue»), την παρακινούν να αναδυθεί, βιβλία που δίνουν στον Ρεκαλκάτι την ευκαιρία να ξετυλίξει τους φιλοσοφικούς-υπαρξιακούς, ψυχαναλυτικούς και προσωπικούς του στοχασμούς και που επέβαλαν την επιλογή, από την πλευρά μου, της κατάλληλης (δηλαδή της πιο αποδεκτής και ταυτόχρονα καθιερωμένης) ορολογίας και του κατάλληλου κάθε φορά ύφους. Ύφος άλλοτε επιστημονικό-δοκιμιακό, άλλοτε λογοτεχνικό, περιγραφικό, προσωπικό, λυρικό, άλλοτε λόγιο-κόσμιο και άλλοτε λαϊκό, μάγκικο-χυδαίο, όπως σε κάποιες σελίδες που ο Ρεκαλκάτι αναφέρεται στον αγαπημένο του συγγραφέα Φίλιπ Ροθ. Εν κατακλείδι, η απόδοση στα ελληνικά της πλούσιας ορολογίας (κυρίως από τον χώρο της Φιλοσοφίας) και δευτερευόντως, το διαφορετικό κάθε φορά ύφος, ήταν για μένα οι μεταφραστικοί σκόπελοι που στο συγκεκριμένο έργο έπρεπε να ξεπεράσω.
Το βιβλίο αυτό ήταν ταυτόχρονα, για μένα, ένας τοίχος και ένας έρωτας. Ένα «amur» που θα έλεγε και ο Λακάν… Με παίδεψε, κόλλησα (με την διττή έννοια, του πόθου και του εμποδίου), αλλά και το αγάπησα όσο λίγα βιβλία!
Το βιβλίο αυτό ήταν ταυτόχρονα, για μένα, ένας τοίχος και ένας έρωτας. Ένα «amur» που θα έλεγε και ο Λακάν… Με παίδεψε, κόλλησα (με την διττή έννοια, του πόθου και του εμποδίου), αλλά και το αγάπησα όσο λίγα βιβλία! Μάλιστα, το ότι κόλλησα, με παίδεψε, το αγάπησα –συναισθήματα που όλα εμπεριέχονται στο λογοπαίγνιο του Λακάν, «amur» και που κατά λέξη παραπέμπει ταυτόχρονα: «στον τοίχο» (a muro) και στον έρωτα (amore/amour)– υποθέτω πως ήταν και ο λόγος που αισθάνθηκα για πρώτη φορά την ανάγκη, λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία του, να «βγω και να μιλήσω», να ακουστώ, να εκφραστώ!
Τελειώνοντας, αναφορικά με το πάντρεμα του πιστού με το ωραίο θα ήθελα να ευχαριστήσω πρωτίστως τη Μaria-Chiara Naldini για την αμέριστη βοήθειά της, αλλά και κάποιους φίλους/ες από τον χώρο της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης, της γραφής και της λογοτεχνικής μετάφρασης για τις συμβουλές τους και τις υποδείξεις τους. Πιο συγκεκριμένα τους: Μαριαλένα Σπυροπούλου, Βέρα Παύλου, Γιώργο Μπανιώκο, Δήμητρα Δότση, Μaurizio De Rosa, Γιοβάνα Βεσσαλά και Σάββα Λαζαρίδη. Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ στους επιμελητές Μαρία Πίγκου και Ηρακλή Καραμπάτο. Κλείνοντας τη «μαρτυρία» μου για το Ανοιχτό βιβλίο δεν θα μπορούσα παρά να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στις εκδόσεις Κέλευθος που μου έκαναν την τιμή να μου το εμπιστευτούν. Ελπίζω και εύχομαι πως όλοι μαζί τα καταφέραμε. Ελπίζω πως ο Έλληνας αναγνώστης θα το εκτιμήσει όσο το εκτίμησαν και oι αναγνώστες στη γειτονική μας χώρα.
Info
Ο Χρήστος Πονηρός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και είναι αριστούχος Διδάκτωρ του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της Λογοτεχνίας. Έχει διδάξει την ιταλική γλώσσα στο Κέντρο Ξένων Γλωσσών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Κέντρα του Ιδρύματος Νεολαίας και Διά βίου Μάθησης του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με μεταφράσεις, κυρίως σε έργα που αφορούν την Ψυχανάλυση. Επίσης, έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά με αντικείμενο μελέτης την ψυχαναλυτική προσέγγιση της Λογοτεχνίας και τη Διδακτική. Τέλος, εργάστηκε ως μέλος ομάδας έργου σε Ερευνητικό-Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας και συμμετείχε στην Ομάδα Έργου για τον Σχεδιασμό και Ανάπτυξη του Δικτύου για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση του Προγράμματος «Youth action and motivation».