
Για τα βιβλία «Πολεμική μηχανή» (εκδ. Εστία) του Χάρη Καλαϊτζίδη, «Μάφιν βανίλια» (εκδ. Σμίλη) της Βασιλείας Παπακώστα και «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα» (εκδ. Μεταίχμιο) του Άρη Αλεξανδρή.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το πρώτο σκαλί, κατά τον Θεόκριτο στο γνωστό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, δεν είναι λίγο πράγμα, αφού για κάθε συγγραφέα, ο οποίος βάζει τις σκέψεις του στο χαρτί, οργανώνει ένα πλάνο συγγραφής, κινητοποιεί γλώσσα, αφήγηση, ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, μοτίβα, σύμβολα κ.λπ. και φτάνει σε ένα αξιόλογο αποτέλεσμα, «εδώ που έφθασε, λίγο δεν είναι· / τόσο που έκαμε, μεγάλη δόξα».
Ο Χάρης Καλαϊτζίδης, παρόλο που είναι μόλις 23 ετών, παρουσιάζει στην Πολεμική μηχανή (εκδ. Εστία) μια γραφή με απίστευτη ωριμότητα, κυρίως γλωσσική, καθώς οι φράσεις του, ο ρυθμός του λόγου, η ευστοχία της έκφρασης μοιάζει να προέρχεται από τη γραφίδα ενός πολύ μεγαλύτερου πεζογράφου. Αυτό εξισορροπεί αρκετά τη θολή στοχοθεσία της αφήγησης που κάπως χάνει την ορθοστασία της.
Ένα τρίγωνο με δύο κατά βάση οπτικές γωνίες στηρίζει σαν τρίποδο την ιστορία. Από τη μια, ο Διονύσης Αλεξίου, που είναι ομοφυλόφιλος, γνωρίζει τη σκληρή στάση του πατέρα, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί μια τέτοια «ανωμαλία», του σχολείου και του στρατού, με την αφόρητη πλήξη και την ισοπέδωση που προκαλούν, της εργασίας και της κοινωνίας, που τον ωθούν στην πορνεία. Όταν ερωτεύεται τον μυώδη Βαρθολομαίο Γδούπα, η δισδιάστατη ζωή του αποκτά μια τρίτη διάσταση. Από την άλλη, η Αριάδνη, που έχει μανιοκατάθλιψη ή παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας ή ό,τι άλλο οι ψυχίατροι δεν μπορούν να ορίσουν, είναι σεξομανής και αρνείται να πειθαρχήσει σε μια αγωγή για όλα αυτά, φεύγει από το σπίτι και πιάνει δουλειά στο κωλόμπαρο του Βαρθολομαίου Γδούπα.
Όπως φάνηκε, τα δύο σημεία εκκίνησης συγκλίνουν και συναντώνται στην τρίτη κορυφή του τριγώνου, τον δεσποτικό Βαρθολομαίο. Αυτός, ακροδεξιών αντιλήψεων και σκληρών πράξεων, παρατάει τον Διονύση, γιατί θέλει να φαίνεται ανδροπρεπής ετεροφυλόφιλος και πιάνει ερωμένη την Αριάδνη, τηρώντας πιστά το ανδρικό πρότυπο.
Τι μας λέει εντέλει ο πρωτοεμφανιζόμενος στα γράμματα Χ. Καλαϊτζίδης; Ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα είναι ότι η κοινωνία αντιμετωπίζει σκληρά όποιον ή όποια ξεφεύγει από το «φυσιολογικό» στον σεξουαλικό τομέα ή στον ψυχολογικό, ασκεί άμεσα ή έμμεσα βία σ’ αυτά τα άτομα κι έρχεται σαν πολεμικός οδοστρωτήρας σε καιρό ειρήνης, που προσπαθεί να ισοπεδώσει ό,τι εξέχει. Ο πόλεμος είναι η συνθήκη με την οποία η κοινωνία λειτουργεί εις βάρος όσων αμάχων δεν συμμορφώνονται με τα εκάστοτε πλαίσιά της, ξεκινά με λεκτική βία, προχωρά στη σωματική και πάντα –ανάμεσα στις άλλες– μετέρχεται την ψυχολογική βία, με εκβιασμούς, προδοσίες, πιέσεις, περιθωριοποιήσεις, εκφοβισμούς κ.λπ.
Σ’ αυτό το πεδίο, ο Βαρθολομαίος είναι συνεκδοχικά η πολεμική μηχανή, η ίδια η κοινωνία, που προσπαθεί να επιβάλει τη δική της στάση ζωής, όχι μόνο στους άμοιρους Πακιστανούς, αλλά και στις μειονότητες που έχουν άλλον σεξουαλικό προσανατολισμό ή στις γυναίκες που έχουν ασταθή ψυχοσύνθεση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί βέβαια ένα υπόρρητο στερεότυπο, ότι δηλαδή οι νταβραντισμένοι Ακροδεξιοί είναι κατά βάση κι οι ίδιοι κρυφο-ομοφυλόφιλοι, ενεργητικοί βεβαίως βεβαίως, έτοιμοι να δείξουν τον ανδρισμό τους και προς τους ομόφυλούς τους, αλλά επιφανειακά διατηρούν το ετεροφυλόφιλο προφίλ τους. Έτσι, είναι και η κοινωνία, που υποκρίνεται την καθωσπρέπει και την προσηλωμένη σε κανόνες επιβολής, αλλά στην ουσία κρύβει τραύματα και πυορροούντα έλκη· γι’ αυτό, καταπιεστική και ισοπεδωτική, επιτίθεται ευθέως ή πλαγίως. Το άτομο, για να αντιδράσει, είτε αποχωρίζεται το εγώ του σε μια ονειρική υπερπτήση, όπως κάνει συχνά ο Διονύσης, είτε ταλαντεύεται ανάμεσα στο ποιητικό και το πραγματικό, όπως η Αριάδνη.
Δεύτερο βιβλίο, μετά απ’ αυτό του Χ. Καλαϊτζίδη, στο οποίο η νεαρότατη ηλικία της συγγραφέως, της Βασιλείας Παπακώστα, δεν την κάνει να υστερεί σε συγγραφική ωριμότητα. Καταρχάς, η ιστορία στο Μάφιν βανίλια (εκδ. Σμίλη), παρόλο που δεν πετάει, δεν εμφανίζει σημεία κοιλιάς, ενώ η γλώσσα αγγίζει τον αναγνώστη με στιβαρότητα, καθαρότητα και σαφήνεια· έτσι, η αφήγηση στρώνει στη μικρή έκταση των εκατόν κάτι σελίδων ένα καλοδομημένο σύνολο.
Στη δυστοπική μικρή πόλη, η οποία παρακμάζει επειδή ο νέος δρόμος την έχει προσπεράσει, στη μικρή πόλη απ’ όπου όλοι θέλουν να φύγουν και το γλυκό «μακιούμ», που δίνεται δωρεάν από το κράτος, προσφέρει απόλαυση και αποχαύνωση, ο Χρήστος συμμετέχει στην τοπική χορωδία κάθε Τετάρτη. Εκεί, μεταξύ του Σολίστ, που είναι επικεφαλής, και των άλλων χορωδών, ανάμεσα στα Λα και στα Μι, ο πρωταγωνιστής ψάχνει να βρει τον ρυθμό του, όχι μόνο στις νότες αλλά και στη ζωή. Μέσα σε όλα αυτά εμφιλοχωρούν αναμνήσεις από πρότερες φάσεις του βίου του, παιδικές μνήμες και ερωτικές στιγμές, που συνδιαλέγονται με το παρόν, στην προσπάθειά του να σπάσει το αδιέξοδο και να πάρει το εξιτήριο φυγής από την πόλη.
Το βαρύ κλίμα και η δυστοπία της καταναγκαστικής ζωής αποδίδεται όχι τόσο ζοφερά όσο μουντά κι ασφυκτικά, καθώς η ρεαλιστική απόδοση των γεγονότων και σκέψεων αντανακλά το ψυχικό βάρος ενός ανθρώπου -και συνεκδοχικά όλων-, ανθρώπου ο οποίος δεν είναι σε θέση να συντονιστεί με το περιβάλλον του. Η παραφωνία του συμβολίζει τη δυσκολία του ατόμου να συμπορευτεί με τους υπόλοιπους και να προσαρμοστεί στο κοινωνικό πλαίσιο, αφού ο πρωταγωνιστής θα ήθελε να αλλάξει ζωή, να αλλάξει πόλη αλλά και πορεία. Το χαπάκι δεν έχει παρενέργειες, εκτός ίσως από μια «αλλαγή φωνητικού εύρους», μια ασήμαντη επίπτωση, η οποία ωστόσο, επειδή μιλάμε για έναν μουσικό, αποτελεί και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που αποσυντονίζει την ιδιοπροσωπία του και αλλοιώνει τη θέση του στη χορωδία και δη στον κόσμο. Η παραφωνία στη μουσική συμβολίζει την απώλεια του προσωπικού στίγματος και αισθητοποιεί το γενικότερο ασύμπτωτο του ανθρώπου με την πραγματικότητα.
Περισσότερο από τους τρεις, αξίζει να προσέξουμε τον δημοσιογράφο Άρη Αλεξανδρή, καταρχάς για το ύφος που έχει προσδώσει στον αφηγητή του στο βιβλίο του Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα (εκδ. Μεταίχμιο). Ο νεαρός Ιγνάτιος, έφηβος στην αρχή, εικοσάρης και κάτι αργότερα, χρησιμοποιεί μια απλή αφηγηματική γλώσσα, η οποία ωστόσο νοτίζεται από ελαφριά ειρωνεία, νεανική μαγκιά, αφελή αλλά και ειλικρινή, που αποκαλύπτει αλήθειες, σχολιάζοντας τόσο όσα συμβαίνουν γύρω του όσο και αυτά που ο ίδιος σκέφτεται και κάνει· πρόκειται για ένα αυτοειρωνικό γελάκι και μια νεανική τόλμη, χωρίς προκλήσεις κι επιθετικότητα.
Όλη η ζωή του πρωταγωνιστή κινείται –κι αυτό έχει τη σημασία του για την εξέλιξή της– στο «ανάμεσα», στο «περίπου» και στο τραμπάλισμα μεταξύ της μίας κατάστασης και της άλλης, χωρίς να κάθεται η μπίλια ξεκάθαρα στο μαύρο ή στο κόκκινο. Ο πατέρας του είχε μια οικογενειακή επιχείρηση στην Κομοτηνή, τον «Γλυκούλη», που δεν είχε ωστόσο γλυκά, ο ίδιος ο Ιγνάτιος θέλει και δεν θέλει να σπουδάσει, βρίσκει τον εαυτό του στα γήπεδα της δημοσιογραφίας, όχι ακριβώς επειδή αυτό ήταν ανέκαθεν ο στόχος της ζωής του, τα έχει και δεν τα έχει με τη Βιργινία, με την οποία εισβάλλει κρυφά σε ξένα σπίτια και για λίγο ζει μέσα τους, δουλεύει στο «Κουμάντο», εφημερίδα η οποία κάνει κάτι μεταξύ δημοσιογραφίας και κανιβαλισμού, με μότο του αρχισυντάκτη της το «Μια καλή είδηση είναι προτιμότερη από δυο καθαρά χέρια».
Το ύφος που ντύνει την αφήγηση αλλά και η αφήγηση του Ιγνάτιου που εκφράζεται με το συγκεκριμένο ύφος σχολιάζει την ίδια τη δημοσιογραφία στην εποχή του διαδικτύου. Ο δημοσιογράφος, αυτό το υβριδικό είδος, προσπαθεί να συνδυάσει την αλήθεια με την αναγνωσιμότητα ή τη θεαματικότητα, να ερευνήσει αλλά και να κατασκευάσει, να αποκαλύψει αλλά και να καυτηριάσει, να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα για να αποδώσει την όποια πραγματικότητα και ταυτόχρονα να ρίξει αίμα σε μια θάλασσα καρχαριών που παραμονεύουν. Είναι ένα πλάσμα, που, αν δεν είναι αδίστακτο, είναι σημαδούρα την οποία παρασέρνουν οι άνεμοι του ανταγωνισμού, της δημοφιλίας, της αιμοδιψούς έρευνας. Ναι μεν γράφει επώνυμα άρθρα, αλλά συνάμα με ψευδώνυμους λογαριασμούς στο twitter προκαλεί ντόρο, σπιλώνει ζωές, διεξάγει ψευδείς διαλόγους, στήνει σενάρια, αναμοχλεύει πάθη.
Το vivere pericolosamente, ή μάλλον το scrivere pericolosamente, δεν είναι ρίσκο μόνο για τα θύματα της γραφής, όπως τον Υπουργό παιδείας, αλλά και για τον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο οποίος στην αρχή ενεργοποιείται σαν νάρκη κι έπειτα απενεργοποιείται –αφού έχει κάνει τη δουλειά του, μέσα και έξω από το ηθικό σύστημα που τον οιστρηλάτησε– και τελικά πετάγεται στο περιθώριο.
Ο Άρης Αλεξανδρής χρησιμοποιεί ζεστά υλικά της τρέχουσας επικαιρότητας, από τη σελέμπριτι με τα φρύδια και τα κέντρα ψυχοθεραπείας ώς την ωμοφαγία στα κανάλια, για να αναδείξει το πρόσωπο της «σηπόμενης» δημοσιογραφίας αλλά και της υποκριτικής κοινωνίας. Το θέαμα που γίνεται αίμα, η σπίλωση και η ηθική, η κινούμενη άμμος μεταξύ του ευπρεπούς και του επιτυχούς είναι η ρουλέτα του σύγχρονου Έλληνα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Aποσπάσματα από τα βιβλία
«Σαν παραμύθι ζούσαμε για λίγο καιρό εκεί, οι τρεις μαζί κι αγαπημένοι, τόσο όμορφα. Έπαθα την πρώτη κρίση αποπραγμάτωσης στα δώδεκα, την ώρα του πρώτου ξυλοδαρμού.
Υποθέτω όλα άρχισαν όταν η μητέρα μου βρήκε τον άνδρα που είχα κρύψει ανάμεσα στο κρεβάτι μου και τον τοίχο. Είχα σκίσει τη σελίδα από κάποιο περιοδικό, με μάγεψε μονομιάς».
Χάρης Καλαϊτζίδης, «Πολεμική μηχανή»
«Συγκεντρώνομαι στις ανάσες και προσπαθώ να λεπτύνω τη χροιά. Συνήθως είμαι εντός τόνου και μετά τις πρώτες παρατηρήσεις το βρίσκω. Είμαι μπάσος εδώ και δύο χρόνια […]. Σήμερα η φωνή δεν υπακούει στον σωστό τόνο. Σφίγγω την κοιλιά· τα χέρια που κρατούν την παρτιτούρα μπροστά στα μάτια μου τρέμουν. Η φωνή μου έχει αλλάξει και δεν είναι μόνο ο Σολίστ που το ακούει».
Βασιλεία Παπακώστα, «Μάφιν βανίλια»
«Όσο εγώ κοιμόμουν, το τουίτ μου είχε πάρει φωτιά. Χιλιάδες είχαν αναδημοσιεύσει τη φωτογραφία, ο κόσμος είχε βγει από τα ρούχα του, επικρατούσε πανικός. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, κι όμως μπορούσα. Στην αρχή χαχάνισα, αν και όχι χωρίς κάποια ανησυχία. Η φωτογραφία είχε αρχίσει να αναπαράγεται και από τον Τύπο, τουλάχιστον τον ηλεκτρονικό. Τα σχόλια του κόσμου ήταν το λιγότερο υστερικά, το ένα πάνω στο άλλο, ένα συνονθύλευμα ακατέργαστου θυμού και μεγάλης όρεξης για πανηγύρι…»
Άρης Αλεξανδρής, «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθεοδωρής έχασε τα πάντα»