Ο γνωστός συγγραφέας λογοτεχνίας τρόμου Τζον Λάνγκαν [John Langan] μίλησε στο Electric Literature για το μυθιστόρημά του «Ο ψαράς», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Πάνου Τομαρά.
Επιμέλεια: Book Press
Πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του μυθιστορήματος του Λάνγκαν ήταν η παλαιότερη απόφαση της πολιτείας της Νέας Υόρκης να πλημυρίσει κάποιες πόλεις προκειμένου να δημιουργήσει έναν ταμιευτήρα, μια τεχνητή λίμνη:
«Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε άκουσα για πρώτη φορά για τη δεξαμενή της Ασόκα. Νομίζω πως άκουσα μια μπερδεμένη ιστορία για την κατασκευή της όταν ήμουν ακόμα προπτυχιακός φοιτητής. Το πρόσωπο που μου την αφηγήθηκε ισχυρίστηκε πως, σε μια ηλιόλουστη μέρα, μπορούσες να κοιτάξεις στο νερό και να διακρίνεις την κορυφή του καμπαναριού μιας από τις βυθισμένες εκκλησίες. Ακόμη και αφού επισκέφτηκα την πραγματική δεξαμενή, χρειάστηκαν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως αυτή η ιστορία, παρότι ενδιαφέρουσα, ήταν ένας μύθος. Η ιδέα της βυθισμένης πόλης με στοίχειωσε, αν και δεν μπόρεσα να βρω εύκολα μια ιστορία που να ταίριαζε μ’ αυτή. Στη συνέχεια, μόλις άρχισα να γράφω τον Ψαρά, κατάλαβα πως είχα βρει επιτέλους τη σωστή ιστορία.»
Στη συνέντευξη, ο Λάνγκαν εξέφρασε την αγάπη του για τις ιστορίες και μίλησε για τις ιδιαιτερότητες της (λογοτεχνικής και μη) αφήγησης:
«Λατρεύω τις ιστορίες. Κατά την άποψή μου, είναι μία από τις σημαντικότερες ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης - ίσως η σημαντικότερη. Όπως το έθεσε ο Σαλμάν Ρούσντι: ‘’Ο άνθρωπος είναι το ζώο που αφηγείται ιστορίες’’. Από τις ιστορίες μαθαίνουμε τον κόσμο. Από αυτές συνεχίζουμε να μαθαίνουμε. Κατάγομαι από μια οικογένεια αφηγητών: ο πατέρας μου έλεγε διάφορες ιστορίες, από τα αστεία ανέκδοτα για τη θητεία του στον Βρετανικό Στρατό μέχρι τις λεπτομερείς περιγραφές των ταινιών που είχε παρακολουθήσει. Η μητέρα μου μας έλεγε ιστορίες για τα νιάτα της, ιστορίες για τα μέλη της οικογένειάς μας. Μεγάλωσα ως Καθολικός και έμαθα για τη θρησκεία μέσα από ιστορίες, είτε από τη Βίβλο είτε από συναξάρια. Μεγάλωσα διαβάζοντας τα κόμικς της Μάρβελ από τις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, που ήταν αστείρευτες πηγές ιστοριών, και ύστερα κατέληξα να διαβάζω ιστορίες από την αρχαιοελληνική και τη σκανδιναβική μυθολογία.
»Πολλά από τα μυθοπλαστικά βιβλία που με διαμόρφωσαν ως συγγραφέα δίνουν προτεραιότητα στην αφήγηση μιας ιστορίας: τα βιβλία του Ρόμπερτ Χάουαρντ, η μυθοπλασία του Στίβεν Κινγκ, το έργο του Φόκνερ. Ταυτοχρόνως, χάρη στον Φόκνερ και στη Βιρτζίνια Γουλφ, κατάλαβα πως η λογοτεχνία δεν είναι απλή υπόθεση. Μου έμαθαν το μάθημα με τίτλο ‘’Δεκατρείς τρόποι να κοιτάς ένα κοτσύφι’’: κάθε ιστορία είναι η απεικόνιση της οπτικής γωνίας του αφηγητή της. Μου αρέσει να πιστεύω πως μια ιστορία μεταφέρει πληροφορίες με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μου αρέσει να συνυπάρχουν διαφορετικές ιστορίες μέσα στο ίδιο έργο και να επηρεάζει η μία την άλλη, να ενισχύουν το νόημα, να δημιουργούν νέο νόημα».