Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξανδρή «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 10 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Oνομάζομαι Ιγνάτιος Καραθοδωρής και αισθάνομαι ότι πρέπει να μιλήσω. Όχι ότι θα έχουν σημασία για κάποιον άλλο εκτός από εμένα αυτά που θα γράψω, αλλά εγώ θα τα πω κι ας μην τα διαβάσει κανείς. Εδώ που έφτασα, αυτή η επιλογή μού φαίνεται λογική και σκόπιμη.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κομοτηνή, παρότι κανένας από τους γονείς μου δεν κατάγεται από εκεί. Η μητέρα μου είναι από την Ξάνθη, ο πατέρας μου από τη Θεσσαλονίκη. Γνωρίστηκαν στην Κομοτηνή όταν η μητέρα μου σπούδαζε στη Νομική και ο πατέρας μου ερχόταν βόλτα με τους φίλους του για να γνωρίσουν κοπέλες. Σε μια από αυτές τις βόλτες τέλος πάντων, έτυχε να δει τη μάνα μου. Ήταν σε έναν χορό μασκέ σε κάποιο μπαρ της πλατείας Ειρήνης. Αυτή πρέπει να τον ερωτεύτηκε παράφορα, αυτός πάλι όχι και τόσο. Έχω μάθει ότι για δύο χρόνια η κακομοίρα πίστευε ότι είχαν αποκλειστική σχέση, εν αγνοία του.
Μην τα πολυλογώ, η μητέρα μου τελείωσε τη Νομική (δεν καταλαβαίνω γιατί, αφού δικηγόρος δεν έγινε ποτέ) και αποφάσισε να μείνει στην Κομοτηνή μόνιμα. Θλιβερό, αν ρωτάτε εμένα. Σύντομα μετακόμισε στο σπίτι της ο πατέρας μου, πράγμα που υποτίθεται ότι συνέβη επειδή συνειδητοποίησε πόσο πολύ την αγαπάει τάχα μου, αλλά εγώ υποψιάζομαι ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε πως δεν είχε λεφτά και ήθελε να φύγει επειγόντως από το σπίτι των παππούδων μου στην Καλαμαριά. Θα έκανε τα πάντα γι’ αυτό, οι παππούδες μου «τον έπνιγαν μέχρι τον θάνατό τους», έτσι μας έλεγε. Οι γονείς της μητέρας μου έχουν αρκετά μεγάλη περιουσία, εντάξει, όχι τεράστια αλλά ικανοποιητική θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως υποθέτω ότι η Λίτσα φάνταζε ωραία επένδυση σ’ εκείνη τη φάση. Δεν μου το έχει πει κάποιος αυτό το τελευταίο, αλήθεια, το υποθέτω από μόνος μου. Από την άλλη, κάποια πράγματα δεν χρειάζεται να ειπωθούν.
Είναι λίγο περίεργη υπόθεση η μητέρα Λίτσα. Δεν το λέω αυτό εις βάρος της, προς Θεού. Ούτε το λέω επειδή χρησιμοποιεί λέξεις όπως «σπορτέξ» και «εξαντρίκ». Απλώς πάντα πίστευα ότι ο πατέρας μου ήταν τελείως απλοϊκός, σε αντίθεση με τη μητέρα μου η οποία, ας πούμε, παρουσίαζε μια κάποια συνθετότητα. Αν οι γονείς μου ήταν πίνακες δηλαδή, ο πατέρας μου θα ήταν κάτι μονοχρωματικό και η μητέρα μου κάτι με εκατό χρώματα, τα οποία θα είχαν προστεθεί πάνω σε έναν παλιότερο πίνακα, ο οποίος θα είχε ζωγραφιστεί πάνω σε έναν ακόμα παλιότερο που ποιος ξέρει τι θα απεικόνιζε – πιθανώς μια ζούγκλα. Έτσι τουλάχιστον πίστευα μέχρι πρόσφατα.
Οι γονείς της μητέρας μου έχουν αρκετά μεγάλη περιουσία, εντάξει, όχι τεράστια αλλά ικανοποιητική θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως υποθέτω ότι η Λίτσα φάνταζε ωραία επένδυση σ’ εκείνη τη φάση. Δεν μου το έχει πει κάποιος αυτό το τελευταίο, αλήθεια, το υποθέτω από μόνος μου. Από την άλλη, κάποια πράγματα δεν χρειάζεται να ειπωθούν.
Έλεγα για την οικογένεια της μαμάς μου. Λοιπόν, οι γονείς της, οι παππούδες μου δηλαδή, έχουν απ’ ό,τι γνωρίζω μια αξιοσέβαστη ακίνητη περιουσία στην Ξάνθη –για την οποία όμως δεν μιλάμε γιατί είναι αγένεια– κι ένα μεγάλο κομμάτι της προορίζεται για τη μαμά μου. Μη με ρωτάτε πώς το ξέρω. Μπορεί να μη συζητάμε εκτενώς τα περιουσιακά, αλλά κάποιες πληροφορίες έρχονται από μόνες τους και με βρίσκουν. Που λέτε, κάθε φορά που ο πατέρας μου της έκανε νύξη σχετικά με το πόσο μεγάλη είναι αυτή η περιουσία τελικά, η μαμά τον επέπληττε σε πολύ υψηλούς τόνους, χρησιμοποιώντας πάντα το ίδιο επιχείρημα: «Θανάση, το να αναρωτιέσαι πόση είναι η περιουσία των γονιών μου είναι σαν να εύχεσαι κρυφά να πεθάνουν! ». Μετά έπαιρνε ένα ύφος λες και ο Θανάσης όχι μόνο ευχήθηκε τον θάνατό τους, αλλά τους σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.
Να αναφέρω ότι η μαμά μου έχει και μια αδελφή, τη θεία Κατερίνα, που γενικά θεωρείται εκθαμβωτικά όμορφη και η μαμά μου δεν την πολυσυμπαθεί. Αυτό το συμπεραίνω από τη μόνιμη αγανάκτηση που δείχνει εναντίον της, ό,τι κι αν τύχει να κάνει η δόλια η θεία μου. «Πφφ, εντάξει τώρα, κλασική Κατερίνα, δεν την ξέρεις;» τη θυμάμαι να λέει μια ζωή στον πατέρα μου κουνώντας το κεφάλι και περιστρέφοντας το χέρι της με νόημα, όταν έκλεινε το τηλέφωνο μαζί της. Εντωμεταξύ, η θεία Κατερίνα μπορεί και να της λέει κάτι αδιάφορο, π.χ. ότι μαγείρεψε ένα καινούργιο φαγητό, αλλά δεν έχει σημασία. Η μαμά μου θα κάνει σαν να άκουσε το πιο εξωφρενικό πράγμα του κόσμου από το πιο εξωφρενικό άτομο του κόσμου. Αυτό με το φαγητό ήταν ένα απλό παράδειγμα, ίσως όχι και τόσο εύστοχο καθώς η θεία μου ούτε μαγειρεύει ούτε τρώει πολύ. Κυρίως «ταξιδεύει και μαθαίνει» όπως της αρέσει να λέει. Εννοείται ότι η μαμά ξερνάει. Ο μπαμπάς παραδόξως τη συμπαθεί, ενώ δεν αγαπάει ιδιαίτερα τα πεθερικά του.
Για την οικογένεια του πατέρα μου δεν ξέρω πολλά, είδα τους γονείς του ελάχιστες φορές στη ζωή μου και μετά πέθαναν. Όχι επειδή τους είδα, αρρώστησαν οι άνθρωποι. Έτσι μας είπε ο μπαμπάς. Μια μέρα όταν ήμουν μικρός, μπήκε στο σαλόνι ο πατέρας μου και μας ανακοίνωσε στην ψύχρα ότι πέθαναν και οι δύο, με διαφορά μερικών ημερών. Άναυδοι εμείς, αναρωτιόμασταν τι μπορεί να είχαν και πέθαναν παρέα. Θυμάμαι ότι εγώ έριξα στο τραπέζι το τροχαίο δυστύχημα. Η μητέρα μου με κοίταξε σαν να είμαι βλαμμένο. Έτσι, καταλήξαμε στην πνευμονία. Βόλευε, γιατί γνωρίζαμε ότι ήταν και οι δύο καπνιστές. Η μαμά μου σιχαίνεται το τσιγάρο.
Δεν πήγαμε καν στην κηδεία τους πάντως – ο πατέρας μου ήθελε να πάει μόνος του και η μαμά μου τον δικαιολόγησε με κάτι φιλοσοφικές αρλούμπες περί μοναχικής εμπειρίας, προσωπικού χρέους κ.λπ. Εγώ εξεπλάγην που μπήκε στον κόπο να πάει. Τους έβλεπε πολύ σπάνια κι όποτε μιλούσε γι’ αυτούς, παλιόγερους τους ανέβαζε, σκατόγερους τους κατέβαζε. Η μαμά μου ήταν πεπεισμένη ότι επρόκειτο για φρικτά άτομα. Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες επαφές μαζί τους, αλλά επέμενε ότι είχαν υπάρξει «αφάνταστα σκληροί με τον Θανάση». Βέβαια, όταν ρώταγα τι του είχαν κάνει, δεν μου έδινε ποτέ σοβαρή απάντηση, παρά μόνο το κλασικό «θα μου επιτρέψεις να γνωρίζω κάποια πράγματα καλύτερα από σένα». Χαίρω πολύ.
Εν πάση περιπτώσει, το ένα πράγμα έφερε το άλλο και οι γονείς μου παντρεύτηκαν. H μητέρα μου ήταν είκοσι τέσσερα, ο πατέρας μου είκοσι οχτώ. Λίγο μετά, με ένα μικρό δάνειο από τους γονείς της (που, απ’ ό,τι ξέρω, δεν ήταν ούτε τόσο μικρό αλλά ούτε και τόσο δάνειο) ο πατέρας μου άνοιξε τον πρώτο «Γλυκούλη» στη γωνία Μακεδονίας και Δημοκρίτου. Ήταν ένα μαγαζί με καλτσόνε που γνώρισε αμέσως ανέλπιστη τοπική επιτυχία. Κανείς δεν περίμενε ότι στους Κομοτηναίους θα άρεσαν τόσο πολύ τα καλτσόνε, να όμως που τους άρεσαν. Ωστόσο, τα καλτσόνε του «Γλυκούλη» δεν άρεσαν μόνο στους ντόπιους. Αν ρωτήσει κανείς τον πατέρα μου, θα μάθει ότι ερχόταν κόσμος από παντού ειδικά γι’ αυτά. Ήταν κατά μια έννοια ένας πόλος έλξης που συνέβαλε με τον τρόπο του στην αύξηση του τουρισμού της Κομοτηνής. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο πατέρας μου. Αλλά ο πατέρας μου λέει ακόμη ότι για τα καλτσόνε του ερχόταν κόσμος κι από τη Βουλγαρία, επομένως δεν θεωρώ την κρίση του πάρα πολύ αξιόπιστη. Όπως και να ’χει, αυτό το απρόσμενο γεγονός έφερε στους γονείς μου και μερικά απρόσμενα λεφτά. Μετά από αυτά, τους έφερε εμένα. Η μητέρα μου επιμένει ότι αν δεν είχε πετύχει ο «Γλυκούλη», εγώ δεν θα είχα υπάρξει ποτέ, γιατί αυτός ήταν που την έκανε να αισθανθεί την απαραίτητη ασφάλεια, ώστε να αφεθεί στο όνειρο της οικογένειας μαζί με τον πατέρα μου. Τότε ήταν που κατάλαβε ότι είχε βρει το λιμάνι της, ένα λιμάνι γεμάτο ζύμες, σάλτσες, τυριά και φέτες μπέικον.
Ο «Γλυκούλης» συνέχισε να κάνει θραύση και μετά τη γέννησή μου. Οι φοιτητές έδιναν ραντεβού στον «Γλυκούλη», οι ερωτευμένοι συναντιούνταν στον «Γλυκούλη», οι μεθυσμένοι έρχονταν μετά τα ποτά για να φάνε όρθιοι στον «Γλυκούλη». Όπως είναι φυσικό, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να αφήσει την επιτυχία του «Γλυκούλη» να περιορίζεται στα ασφυκτικά σύνορα της Κομοτηνής. Η αλήθεια, άλλωστε, είναι ότι δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να καταγγείλει την «ασφυκτικότητα» αυτή (δική του λέξη) και να επισημάνει την ανάγκη υπέρβασής της. Γι’ αυτόν, ήταν προφανές πως μπροστά του είχε ένα επιχειρηματικό χρυσωρυχείο και το μόνο που έλειπε ήταν να το εκμεταλλευτεί κατάλληλα. Σιγά σιγά, άρχισε να ανοίγει «Γλυκούληδες» σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Καλά, όχι σε ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα, αλλά σε κάποια στρατηγικά σημεία της που ήταν αρκετά για να σηματοδοτήσουν μια μικρή αυτοκρατορία. Στο μυαλό του και στο μυαλό μας. Δύο καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, ένα στην Ξάνθη, ένα στην Αλεξανδρούπολη, ένα στην Καβάλα, ένα στις Σέρρες. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου συνεργάστηκε με έναν σύμβουλο επιχειρήσεων ο οποίος του συνέστησε να εμπλουτίσει το μενού του «Γλυκούλη» και με άλλες συνταγές. «Θανάση, δεν είναι δυνατόν το όνομα της επιχείρησής σου να είναι “Γλυκούλης” και να μην έχει ούτε ένα γλυκό». Έτσι, ο «Γλυκούλης» άρχισε να φτιάχνει και καλτσόνε με σοκολάτα, μεταξύ άλλων. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για μεγάλη αηδία. Κάποιοι άλλοι, πιο διακριτικοί, ότι αυτό αλλοίωνε την ταυτότητα του μαγαζιού. Και πράγματι χάσαμε αρκετούς φανατικούς πελάτες μετά την αλλαγή αυτή. Αλλά κερδίσαμε ακόμα περισσότερους. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον «Γλυκούλη».