Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, μια παράλληλη ανάγνωση των μυθιστορημάτων «Grand Hotel Europa» (μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Ίκαρος) του Ίλια Λέοναρντ Πφέιφερ [Ilja Leonard Pfeijffer] και «Τα δέντρα» (μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Gutenberg), του Πέρσιβαλ Έβερετ [Percival Everett].
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Υπάρχουν μυθιστοριογράφοι που δεν χρησιμοποιούν και πολύ τους διαλόγους στα έργα τους, καθώς προτιμούν να ρέει ο λόγος αβίαστα και ο αναγνώστης να ταξιδεύει στον ρου της πρόζας τους δίχως να του προσφέρονται πληροφορίες και υλικό απ᾽ όσα θα έλεγαν οι χαρακτήρες, ο ένας στον άλλον. Τόσο ο Ναμπόκοφ όσο και ο Μπέκετ, αλλά και ο Κρασναχορκάι, λόγου χάριν, είναι λίαν φειδωλοί στη χρήση των διαλόγων. Απ' τα κάμποσα βιβλία που ήταν φορτωμένα στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, και που τώρα τα ντανιάζω στο γραφείο ανά ζευγάρια ή και μικρές ομάδες, για να σας τα παρουσιάσω εδώ, υπήρχαν δύο ολωσδιόλου διαφορετικά μεταξύ τους, με ένα κοινό χαρακτηριστικό: το ογδόντα τοις εκατό και βάλε του περιεχομένου τους απαρτιζόταν από διαλόγους. Το ένα είναι λευκό, ευρωπαϊκό, «φιλοσοφικό», ο συγγραφέας είναι Ολλανδός, θεωρήθηκε από ορισμένους εγκωμιαστές του σημαντικότατο, το Μαγικό Βουνό του 21ου αιώνα αποφάνθηκαν, μεταξύ άλλων. Το άλλο είναι μαύρο, ένα σαρκαστικό και πονεμένο, λυγμικό αλλά και σπινθηροβόλα σπαρταριστό μπλουζ, γραμμένο από Αφροαμερικανό.
Ο πολύς Ίλια Λέοναρντ Πφέιφερ (Ilja Leonard Pfeijffer, 17/01/1968) φιλοδοξεί να μας ξεναγήσει στο σύμπαν των δεινών που μαστίζουν τη σημερινή Ευρώπη και συνάμα στα πάθη του έρωτος και στον, διά της συγγραφής, κατευνασμό της οδύνης που, καθώς ξέρουμε, συνοδεύει τη διάλυση μιας ερωτικής σχέσης. Ο κεντρικός ήρωας που, παιγνιωδώς, φέρει το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα (κάτι που έχει κάνει και ο Μισέλ Ουελμπέκ, άλλωστε), εγκαθίσταται σε ένα άλλοτε μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο προκειμένου, καπνίζοντας το ένα άφιλτρο Gauloises Brunes (ζηλεύω πολύ, είναι τρομερά δυσεύρετα στην Κυψέλη!) μετά το άλλο, ανάβοντάς τα με τον Solid Brass Zippo του (δεν ζηλεύω, είχα δύο, τον έναν τον δώρισα σε μια λαμπρή φίλη, με τον άλλο ανάβω κι εγώ τα άφιλτρα Καρέλια Αγρινίου μου), εξοπλισμένος με ακριβό χαρτί και πολυτελείς στυλογράφους, στρώνεται να γράψει το χρονικό του έρωτά του, τα όσα έζησε πλουσιοπάροχα στη Γένοβα, εν συνεχεία στη Βενετία, κατόπιν στη Μάλτα, και πάει λέγοντας, με την απαστράπτουσα, οξυδερκέστατη, λίαν ευρυμαθή, εκπάγλου καλλονής, ζηλευτής σεξουαλικής δοτικότητας, και υπερμεγαλοαστικής καταγωγής αγαπημένη του, που ακούει στο όνομα Κλίο, καθώς και το πώς κι έγινε να διαλυθεί μια τέτοια εξαίσια σχέση δύο εξαισίων ανθρώπων.
Παραλλήλως, ο λαμπρός αυτός άνθρωπος επιδίδεται σε αλλεπάλληλους φιλοσοφικούς (ο Θεός να τους κάνει!) διαλόγους με διάφορους κυρίους, νεαρούς και γηραιούς, λογίους και παντελώς αγραμμάτους, γονδολιέρηδες και θυρωρούς, κι ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου, στους οποίους διαλόγους θίγονται βαριά και σημαίνοντα θέματα, από το νόημα της τέχνης σήμερα, το φάσμα του θανάτου, την αντιπαραβολή γνήσιου/κίβδηλου, τον υπερτουρισμό, την κινεζική εισβολή στα πάντα, και πάλι ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου.
Σε όλα τούτα, εμπλέκεται η παθιασμένη αναζήτηση ενός χαμένου αριστουργήματος του Καραβάτζιο, οι Ιππότες της Μάλτας, το φάντασμα του Ουμπέρτο Έκο (βγαλμένο από το Όνομα του Ρόδου), στραβοχυμένες σελίδες από τον Κώδικα Ντα Βίντσι, και ξεπατικωτούρα σκηνές από τις χειρότερες πορνοταινίες της δεκαετίας του εβδομήντα.
Ιδού σε τι συνίσταται η μεγαλειώδης μυθστορηματική μπαλαφάρα που φέρει τον τραβηχτικό τίτλο Grand Hotel Europa (μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Ίκαρος), η πιο τρελή τρολιά που έχω διαβάσει στη ζωή μου, θα έλεγα, μόνο που η μεγαλαυχία του κομπορρήμονα Ολλανδού δεν μου επιτρέπει να την εκλάβω ως τρολιά.
Ο μπαγάσας (δυστυχώς γι᾽ αυτόν, και για τον αναγνώστη) σοβαρολογεί. Όπως και να ᾽χει συστήνω (και μάλλον είμαι έως τώρα ο μόνος, μιας και ούτε καν οι συμπαθείς ινφλουένσερ του Instagram δεν έχουν πάρει χαμπάρι τούτο το συγγραφικό εξάμβλωμα) την ανάγνωση του σχεδόν 800 σελίδων (τις οποίες διάβασα, επιμελέστατα, όλες!) Grand Hotel Europa ως κορυφαία άσκηση στο πώς να ΜΗΝ γράφουμε. Με τις υγείες μας!
«Τα δέντρα» του Πέρσιβαλ Έβερετ
Στους αντίποδες του μεγαλοπιασμένου κούφιου Ολλανδού, ο Πέρσιβαλ Έβερετ (Percival Everett, 22/12/1956), ήδη λίαν δημοφιλής και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ακούει ξανά και ξανά τα αριστουργηματικά σκληρά άσματα “Strange Fruit” της Μπίλυ Χόλιντεϊ, “Mississippi Goddam” της Νίνα Σιμόν, και του Μπομπ Ντύλαν το “The Death of Emmett Till’”, και συνθέτει ένα από τα πιο ισχυρά μυθιστορήματα σχετικά με τον ρατσισμό, την Κου Κλουξ Κλαν, και τα λιντσαρίσματα.
Και αυτό το έργο απαρτίζεται κατά ογδόντα τοις εκατό από διαλόγους, αλλά οι διάλογοι είναι πιο ζωντανοί και ζωηροί κι απ᾽ τους δύο γάτους μου στις 7:00 η ώρα το πρωί. Σπαρταριστοί, σπινθηροβόλοι, στραφταλιστοί διάλογοι που ξεδιπλώνουν μιαν ιστορία νουάρ, μαύρη, κατάμαυρη, συγκλονιστική, σπαρακτική αλλά και τίγκα στο μαύρο, κατάμαυρο χιούμορ, με απανωτά πτώματα, με ίντριγκα που σου κόβει την ανάσα, με λουστραρισμένη γνήσια μυθιστορηματική ποιότητα, δίχως ολλανδικούς φραμπαλάδες και πομπώδεις αξιώσεις.
Το φάντασμα του Έμμετ Τιλλ, του δεκατετράχρονου πιτσιρικά που τον Αύγουστο του 1955, βασανίστηκε βάναυσα και δολοφονήθηκε από λευκούς παπάρες μόνο και μόνο διότι τάχατες είχε προσβάλλει μια βλαμμένη λευκή (κάτι που δεν είχε κάνει, μάλιστα) πλανιέται στις 409 σελίδες του βραχνού μπλουζ μυθιστορήματος Τα δέντρα (μετάφραση προς βράβευση του Πάνου Τομαρά, εκδ. Gutenberg).
Στο σημαντικό Κεφάλαιο 64, που καταλαμβάνει τις σελίδες 254 έως και 264, σχεδόν στο κέντρο του βιβλίου, ο ιδιοφυής Πέρσιβαλ παραθέτει ένα αρχείο εκατοντάδων δολοφονημένων από τη λευκή αγριότητα και ΚΔΩΑ (=Κτηνώδης Δύναμις Ογκώδης Άγνοια, με ωμέγα λόγω άγνοιας) Αφροαμερικανών και Ασιατών γυναικών και αντρών, που καταγράφονται σε εφτά χιλιάδες έξι ντοσιέ τα οποία τηρεί και διαφυλάσσει ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που έχω πετύχει στον μισό αιώνα που διαβάζω συστηματικά και ακατάπαυστα, η Μαμά Ζήτα.
Αυτό που διαολοσυμβαίνει είναι ότι με τους διαλόγους του, ο φίλος Πέρσιβαλ Έβερετ κλέβει και καίει το μυαλό και την καρδιά μας, όπως κάθε μείζων δημιουργός.
Το (εξίσου σημαντικό) Κεφάλαιο 71 αποτελείται όχι μόνο από τη σελίδα 288 αλλά και από μία και μοναδική φράση εφτά λέξεων: «O Χο στη Χάιντ: ῾῾Τι διάολο συμβαίνει᾽᾽».
Αυτό που διαολοσυμβαίνει είναι η εκδίκηση του Καλού, όπως λέγαμε άλλοτε, έστω και με κακό τρόπο. Αυτό που διαολοσυμβαίνει είναι ότι η υψηλή λογοτεχνία μπορεί και να συντελείται με λέξεις απλές, καθημερινές, και, κυρίως, με ρυθμούς και ανάσες που βγαίνουν μέσα από την «αληθινή πραγματικότητα του πράγματος», όπως είχε πει ο μεγάλος Φλωρεντινός, ο Νικολό Μακιαβέλλι, ήδη από το 1513. Αυτό που διαολοσυμβαίνει είναι ότι οφείλεις να είσαι παίκτης/ρέκτης της διαλεκτικής μορφή/περιεχόμενο, και έτσι να εστιάζεις στο θέμα σου κι όχι να πελαγοδρομείς προκειμένου να περιαυτολογήσεις. Αυτό που διαολοσυμβαίνει είναι ότι με τους διαλόγους του, ο φίλος Πέρσιβαλ Έβερετ κλέβει και καίει το μυαλό και την καρδιά μας, όπως κάθε μείζων δημιουργός.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Αποσπάσματα από τα βιβλία:
Ίλια Λέοναρντ Πφέιφερ, Grand Hotel Europa: «Μόλις τέλειωσα αυτή τη φράση, αντίκρισα έναν οιωνό πιο τρομακτικό από αυτόν που κατέγραψαν οι Ρωμαίοι χρονικογράφοι με τρεμάμενη πένα στα χρονικά τους. Βρισκόταν στη βιτρίνα του καταστήματος Nutella με τη μορφή πιάτου που μπορούσε κανείς να παραγγείλει μέσα. Ακόμα και τώρα, καθώς θυμάμαι αυτό το τερατώδες όραμα που είναι χαραγμένο στη μνήμη μου, πρέπει να ξεπεράσω την αηδία μου για να το περιγράψω. Ονομαζόταν πίτσα κόοουν, αποτελούνταν από μια τηγανίτα από ζύμη πίτσας διπλωμένη σε χωνάκι, γεμισμένη με τηγανητές πατάτες, με Nutella και πολύχρωμα Μ&Μ από πάνω, γρασαρισμένο με γλάσο ζάχαρης και εστεμμένο με μια μπούκλα σαντιγί, η οποία περιείχε ένα τηγανισμένο ντόνατ καλυμμένο με σάλτσα σοκολάτας και πασπαλισμένο με χρωματιστή τρούφα». (σ. 397-8)
Πέρσιβαλ Έβερετ, Τα δέντρα: «Οι πεθαμένοι δεν νοιάζονται για κάτι τέτοια, δεν έχουν ημερολόγιο. Δεν έχουν ρολόι, θέλω να πω. Όποιος σκάβει λάκο θα πέσει ο ίδιος σ᾽ αυτόν, και η πέτρα θα γυρίσει πάνω σ᾽ αυτόν που την κυλάει». (σ. 129)