Για το μυθιστόρημα του Πέρσιβαλ Έβερετ [Percival Everett] «Τα δέντρα» (μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Gutenberg.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Σε ένα άρθρο που προσπαθούσε να ορθοτομήσει τα πράγματα, κόντρα στην εθνική παράνοια που ενδημεί εδώ και καιρό στις ΗΠΑ, ο δημοσιογράφος του New Yorker, David Remnick, έγραψε αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ:
«Ποιος είναι ικανός να φέρει σε αυτήν την τρομερή στιγμή το είδος του ηθικού αναστήματος που ο Ρόμπερτ Κένεντυ επέδειξε λίγες ώρες αφότου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πυροβολήθηκε έξω από το δωμάτιο 306 του μοτέλ Lorraine; Πολλοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, όντως εξέδωσαν δηλώσεις καταγγέλλοντας τη βία και εκφράζοντας ανακούφιση που ο Τραμπ επέζησε της επίθεσης. Πολλοί απέφυγαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός για πολιτικά οφέλη. Αλλά όχι όλοι».
Η απάντηση, μάλλον, έρχεται από τον τίτλο που επέλεξε για το άρθρο του: «Ένα έθνος στις φλόγες». Αν και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ποτέ δεν έλειψαν οι πολωτικές συνθήκες που κλιμάκωναν τη βία και διαχώρισαν το κράτος στα δύο, αυτή τη φορά φαίνεται πως το σχίσμα είναι βαθύ.
Κουβαλούν πολλά στην καμπούρα τους οι Αμερικανοί: το Βιετνάμ, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, τον ρατσισμό, τον Τραμπ και τώρα… ξανά τον ίδιο που επιθυμεί για τον εαυτό του μια δεύτερη προεδρική θητεία.
Τα αόρατα κύματα
Λες και πιάνει πάντα τα αόρατα κοινωνικά κύματα στον αέρα, ο Πέρσιβαλ Έβερετ, με την καυστική πένα του, καταφέρνει να βρίσκει αυτό που καίει την καρδιά της χώρας του. Μια πύρινη γροθιά που είναι έτοιμη πέσει με σφοδρότητα στο πρόσωπο ενός προαιώνιου εχθρού. Οι παλιοί διαχωρισμοί αναζωπυρώνονται σε επικίνδυνο βαθμό.
Το μυθιστόρημά του Τα δέντρα (μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Gutenberg) εισχωρεί στο θέμα «ρατσιστική βία» με έναν τρόπο ευφυή και πρωτότυπο.
Αν και έχουν γραφτεί ουκ ολίγα μυθιστορήματα για το πώς αντιμετωπίζονται ακόμη και στις μέρες μας οι Αφροαμερικανοί, η ικανότητα του Έβερετ να μιλάει για ένα τόσο «καυτό» θέμα με τρόπο χιουμοριστικό και κατάδηλα ειρωνικό, δείχνει πρώτον ότι η συγγραφική του ικανότητα παραμένει σε υψηλό επίπεδο και δεύτερον ότι κάθε θέμα μπορεί να επανεξεταστεί από διαφορετικές σκοπιές δίχως να φαίνεται πως έχει εξαντληθεί.
Καμία λογική
Αυτό που συμβαίνει στα Δέντρα δεν γίνεται να εξηγηθεί λογικά. Δεν το «επιτρέπει» ως ένα σημείο ούτε και ο συγγραφέας. Ξεκινάει από ένα τοπικό φαινόμενο στην πόλη Χρήμα του Μισισιπί (κι όμως, αυτή η πόλη υπάρχει) όπου κάποιος ή κάποιοι δολοφονούν άγρια δύο λευκούς άντρες και κάθε φορά δίπλα στο εκάστοτε θύμα κείται ένας από καιρό νεκρός μαύρος, που στο ένα του χέρι κρατάει τους κομμένους όρχεις του δολοφονημένου.
Το θέμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθώς ο μυστηριώδης μαύρος εξαφανίζεται συνεχώς από το νεκροτομείο για να βρεθεί ξανά δίπλα σε ένα νέο σκηνικό εγκλήματος. Τι είναι, άραγε, τούτος; Ένα ζόμπι που ζητάει εκδίκηση ή κάποιοι θέλουν να αφήσουν ένα μήνυμα;
Τη στιγμή που η τοπική αστυνομία (ένα μάτσο βλαχαδερά) δεν μπορεί να βγάλει άκρη, μπαίνουν στο παιχνίδι δύο μαύροι αστυνομικοί του Γραφείου Ερευνών του Μισισίπι και όταν κι αυτοί πέφτουν σε τοίχο, αναλαμβάνει δράση μια -επίσης- μαύρη πράκτορας του FBI.
Το ηχηρό παράδοξο του βιβλίου: η πλοκή κλιμακώνεται συνεχώς, αλλά το αποτέλεσμα των ερευνών μένει ανολοκλήρωτο. Το μόνο που γνωρίζουμε για τα θύματα είναι ότι πρόκειται για τοπικούς λεχρίτες (ναι, κανείς δεν θα τους κλάψει), ενώ οι γονείς τους εμπλέκονται στο λιντσάρισμα και τον θάνατο του 14χρονου Έμετ Τιλ το 1955.
Πραγματικό γεγονός
Το γεγονός είναι πραγματικό και ο Έβερετ το χρησιμοποιεί για να «δέσει» το θέμα του. Ο μικρός κατηγορήθηκε πως μίλησε απρεπώς σε μια λευκή με αποτέλεσμα να βρει βασανιστικό θάνατο. Η γυναίκα που τον κατηγόρησε εμφανίζεται γριά πια και μετανοημένη στο βιβλίο, καθώς παραδέχεται πως ο μικρός δεν την πείραξε ποτέ.
Υπό το βάρος των τύψεων κι αφού αντικρίσει στο υπνοδωμάτιό της έναν νεκρό μαύρο θα πεθάνει ακαριαία από την τρομάρα της. Ο κύκλος των θανάτων μόλις έχει αρχίσει.
Μια άλλη υπέργηρη γυναίκα, η Μαμά Ζήτα, φαίνεται πως με κάποιο τρόπο ξέρει τα πάντα για τους φόνους. Τούτη η μαύρη γυναίκα διατηρεί στο σπίτι της ένα ογκώδες αρχείο με όλες τις περιπτώσεις λιντσαρίσματος που έχουν συμβεί στη χώρα από τη μέρα που γεννήθηκε έως τώρα. Ένας κατάλογος ντροπής για ολόκληρη τη χώρα που, όμως, για κάποιους (δεν είναι ανάγκη να αποκαλύψουμε ποιους) αποτελεί άλλοθι για να πάρουν το νόμο στα χέρια τους.
Ο Πέρσιβαλ Έβερετ γεννήθηκε το 1956 στο Fort Gordon της πολιτείας της Γεωργίας των ΗΠΑ. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Καρολίνα. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι και στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Brown. Δίδαξε στο Bennington College και στα Πανεπιστήμια του Wyoming και της Καλιφόρνιας. Σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας όπου διευθύνει το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας. |
Από το τοπικό, ο Έβερετ, επιταχύνει τη δράση και περνάει στο εθνικό, καθώς οι επιθέσεις κατά λευκών εξαπλώνονται σαν ιός σε όλη τη χώρα. Από το ένα άκρο της χώρας έως το άλλο, λευκοί άντρες δολοφονούνται με παρόμοιο (ιεροτελεστικό) τρόπο και δίπλα του κείτεται πάντα ένας νεκρός μαύρος.
Το σκηνικό αποκτάει μιμητές και η άλλη παραλλαγή είναι στη θέση του μαύρου να βρίσκεται ένας ασιάτης. Κάποια στιγμή οι ορδές των μαύρων που περπατούν τους δρόμους σαν φαντάσμαστα φτάνουν έως και στον Λευκό Οίκο και σκοτώνουν τον υπουργό Οικονομικών του προέδρου Τραμπ.
Ο Τραμπ
Ναι, εμφανίζεται κι αυτός στο βιβλίο και μάλιστα το τηλεοπτικό διάγγελμά του είναι εξόχως… τραμπικό (τόσο που δεν γίνεται να μην σκάσεις στα γέλια με τον τρόπο που έχει μιμηθεί ο Έβερετ τον αυθεντικό δημόσιο λόγο του Τραμπ).
Ο Έβερετ χρησιμοποιεί την αστυνομική ίντριγκα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως δεν είναι στις προθέσεις του να προσφέρει ένα ακόμη «καθαρόαιμο» αστυνομικό μυθιστόρημα στην ήδη υπερχειλίζουσα παραγωγή ανάλογων βιβλίων στις ΗΠΑ. Αυτό που περισσότερο αναδεικνύεται στα Δέντρα είναι η ειρωνική διάθεσή του. Οι λευκοί εμφανίζονται σαν καρικατούρες. Καουμπόηδες του άστεως, μάτσο, αγράμματοι, συνωμοσιολόγοι, ρατσιστές και κουφιοκεφαλάκηδες.
Το ίδιο δεν είχε κάνει, άλλωστε, ο Έβερετ με τους μαύρους στο Σβήσιμο (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πόλις); Αν ενώσει κανείς αυτά τα δύο βιβλία, κι ας απέχουν πολλά χρόνια μεταξύ τους, έχει δύο όψεις των δύο άκρων που πληγώνουν αυτή τη στιγμή τις ΗΠΑ.
Στα Δέντρα υπάρχουν δύο ακόμη πρόσωπα που παίζουν καθοριστικό ρόλο κουβαλώντας το καθένα το δικό του συμβολισμό. Το ένα είναι η σερβιτόρα Ντίξι ή αλλιώς Γκέρτρουντ. Μια κοπέλα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται «πρωτοεπίπεδη», αλλά στην ουσία γνωρίζει πολλά περισσότερα από όσα δείχνει.
Το δεύτερο είναι ο καθηγητής πανεπιστημίου, Ντέιμον Θραφ, που έρχεαι στο Χρήμα έπειτα από πρόσκληση της Γκέρτρουντ με σκοπό να καταγράψει τα ονόματα των μαύρων που βρίσκονται καταχωνιασμένοι στα αρχεία της Μαμάς Ζήτα. Με κάποιο τρόπο αυτοί οι νεκροί πρέπει να αποκτήσουν μια ταυτότητα, να μην χαθούν αδικαίωτοι.
Οξυδερκές μυθιστόρημα
Tα Δέντρα μπήκαν στη μεγάλη λίστα του Βραβείου Booker 2022. Όχι άδικα, καθώς πρόκειται για μια οξυδερκέστατη διαχείριση του ρατσιστικού ζητήματος που ταλαντίζει τις ΗΠΑ από έναν συγγραφέα που δεν θέλει να δημιουργήσει ένα πύρινο, καταγγελτικό βιβλίο, αλλά με «όπλο» την καυστική σάτιρα να καταδείξει ένα πολιτικό πρόβλημα που έχει βρει ακόμη λύση.
Στο μεταξύ, επειδή η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σκληρή, η χώρα βιώνει αυτή τη στιγμή μια κατάσταση που κοχλάζει και ουδείς γνωρίζει σε ποιο βαθμό ζέσεως θα φτάσει έως τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Πρόεδρος των Ηπωνμένων Πολιτειών:
Πριν από πεντακόσια χρόνια, όπως μου λένε οι άνθρωποί μου, και είναι καλοί άνθρωποι, ξέρουν πολλά και με συμπαθούν επειδή ξέρω κι εγώ πολλά, μου λένε λοιπόν ότι τότε οι Ευρωπαίοι έσωσαν τους Αφρικανούς απ’ τους δικούς τους. Όπως καταλαβαίνω, οι Αφρικανοί βασιλιάδες πουλούσαν τα ίδια τους τα παιδιά σε άλλους βασιλιάδες, κι εμείς στείλαμε το ναυτικό μας, το καλύτερο ναυτικό του κόσμου, για να τα σώσει. Τα δύο τελευταία χρόνια ανησυχήσαμε για τους εγκληματίες, τους εμπόρους ναρκωτικών και τους βιαστές που έμπαιναν λαθραία στη χώρα από τα νότια σύνορά μας κι εγώ έκανα μεγάλα βήματα, περισσότερα από κάθε άλλον πρόεδρο στην ιστορία, για να βουλώσω τα κενά, και χτίσαμε ένα τείχος, σωστά;» (σελ. 403)