Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, στο πρώτο μέρος, ο σάκος του περιλαμβάνει δύο πολυσέλιδα μυθιστορήματα – ή αλλιώς «τούβλα». Κεντρική εικόνα: © Siora Photography (Unsplash).
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ο βιβλιόφιλος, στα όρια του βιβλιομανούς, κτήτωρ του Σάκου Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, καθώς τυγχάνει εξ ισχυρής πεποιθήσεως μονογαμικός και αντιζάπινγκ, έχει μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στα λεγόμενα «τούβλα», ήτοι τα πολυσέλιδα βιβλία. Ήδη από την εποχή της υπόγειας Πρωτοπορίας στην Κωλέττη, του Κάουφμαν στη Σταδίου, και των τακτικών επισκέψεων στη Βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στη Μασσαλίας, αυτός και οι φίλοι του επένδυαν συστηματικά τις αναγνωστικές ώρες τους σε μυθιστορήματα των πεντακοσίων και άνω σελίδων. Φυσικά, έθυαν και σε ολιγοσέλιδα, μικρού σχήματος πονήματα, τα οποία αποκαλούσαν «μαρίδες» και συνήθως χρησίμευαν ως παρέα σε ραντεβού με κοπέλες που είχαν την τάση να αργούν.
Σήμερα, τα εν λόγω βιβλίδια (ιδίως η πολύτιμη φιλοσοφική & κοινωνιολογική σειρά Πλέθρον/μικρόκοσμος) τα αποκαλούν, κατόπιν εισηγήσεως της βιβλιοφάγου φίλης Alex F., «οπισθοτσεπικά». Τους θερινούς μήνες, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη γεμίζει (και κατόπιν αδειάζει για να ξαναγεμίσει) με «τούβλα»· ορισμένα απ᾽ αυτά είναι λίαν απαιτητικά, άλλα είναι απλώς (;) page-turner, όλα πάντως αποζημιώνουν την επένδυση. (Δες και εδώ).
Ανθοδέσμη από ημιβαρέων έως βαρέων βαρών μυθιστορήματα
Στα επόμενα κείμενα θα προσφέρουμε μιαν ανθοδέσμη από ημιβαρέων έως βαρέων βαρών μυθιστορήματα, καθώς μάλιστα προβαίνουμε σε μιαν επανάληψη του Ενάντια στη μέρα του Τόμας Πύντσον (1234 σελίδες, παρακαλώ!) δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη απόλαυσή του. Αρχίζουμε, λοιπόν, με το Νόμο του Μίσους (Αλμπέρτο Γκαρλίνι, 705 σελίδες) και το Η Mercury παρουσιάζει (Άντονυ Μάρρα, 575 σελίδες), και θα συνεχίσουμε με τον Βασιλιά (Στσέπαν Τβάρντοχ, 482 σελίδες), με τους Αθέατους (Αλαίν Νταμαζιό, 702 σελίδες), τους Αποσυνάγωγους (Ογούζ Ατάι, 997 σελίδες) και τα Βιβλία του Ιακώβ (858 σελίδες), και βλέπουμε.
Οι πεζογράφοι που έχουν θητεύσει στην ποίηση συμβαίνει, σχεδόν στατιστικά, να είναι πιο στυλίστες και πολύπτυχοι από τους άλλους συναδέλφους τους (δες Ναμπόκοφ, Μέιλερ, Χέμινγουεϊ, Μπέκετ, κ.ά.). Τέτοιος είναι και ο Ιταλός Αλμπέρτο Γκαρλίνι (Alberto Garlini, Πάρμα, 1969) που έρχεται με το 705 σελίδων μεγάλου σχήματος μυθιστόρημα Ο Νόμος του Μίσους (έξοχα μεταφράζει η Βασιλική Πέτσα, κομψότατα εκδίδει ο οίκος Πόλις) να μας μεταφέρει στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της άκρας δεξιάς και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του στα λεγόμενα «μολυβένια χρόνια», ιδίως στις αρχές τους, τον Μάρτιο του 1968, και έως την διαβόητη «σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα» (στο μυθιστόρημα μεταμφιέζεται σε Πιάτσα ντελ Μονουμέντο), τρομοκρατική επίθεση με βόμβα στο Μιλάνο που είχε θύματα δεκαεφτά νεκρούς και ογδόντα οχτώ τραυματίες.
Εμβριθώς ο Γκαρλίνι μας ξεναγεί στις συγκρούσεις ακροδεξιών με ακροαριστερούς (κυρίως μαοϊκούς) νεαρούς, στον ταραγμένο ψυχικό κόσμο του Στέφανο Γκουέρα, κεντρικού πρωταγωνιστή του βιβλίου, και στις μηχανορραφίες των μυστικών υπηρεσιών που θέλησαν να επωφεληθούν από (εάν όχι και να στήσουν) τη «στρατηγική της έντασης», έναν ολέθριο κύκλο βιαιοτήτων που διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Πολλές γνωστές μορφές της εποχής συναντάμε στις σελίδες του Γκαρλίνι, όπως τον περιλάλητο εκδότη Τζαντζάκομο Φελτρινέλι (εδώ μεταμφιεσμένος ως Τζιανπέρο Μενεγκέλλο), πολλά γνωστά γεγονότα παρουσιάζονται μεταπλασμένα, και τα χρόνια ανάμεσα στο 1968 και το 1985 προβάλλουν ανάγλυφα. Η ιδέα του Γκαρλίνι να εστιάσει σε έναν νεαρό ακροδεξιό είναι μπορχεσιανά ιδιοφυής· μας θυμίζει το συνταρακτικό «σκάνδαλο Censor» που προκάλεσε στην Ιταλία το 1975 ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι (Gianfranco Sanguinetti, 1948), συνεπικουρούμενος από τον Γκι Ντεμπόρ, με το βιβλίο του Φιλαλήθης Αναφορά σχετικά με τις τελευταίες δυνατότητες επιβίωσης του καπιταλισμού στην Ιταλία (στα ελληνικά: Σχετικά με την ιταλική κρίση, εκδ. Άκμων), όπου εκθέτει επαναστατικές ιδέες υποδυόμενος κάποιον ευπατρίδη πολέμιό τους.
Η εμπλοκή του ερωτικού στοιχείου στην πλοκή του Νόμου του Μίσους δεικνύει πως τα πάντα είναι ρευστά ακόμα και για ανθρώπους σκληροπυρηνικούς. Τα παιχνίδια της ενοχής και της εξιλέωσης που καταστρώνει ο συγγραφέας θα τα ζήλευε και ο πολύς Νόρμαν Μέιλερ. Κάθε σελίδα του Γκαρλίνι είναι κι ένας λυτρωτικός κόλαφος στο «φανταριλίκι» των άκαμπτων πεποιθήσεων. Οι ανατροπές μες στο βιβλίο είναι πάμπολλες και σαρωτικές. Η γραφή είναι πλημμυρισμένη με λυρικές εκλάμψεις, ενώ η βυθοσκόπηση στο ιλιγγιώδες βλέμμα των εμπλεκομένων είναι ντοστογιεφσκικής κοπής. Ένα επίτευγμα!
Το Χόλιγουντ πάντα γοητεύει τους μυθιστοριογράφους. Ο Μεσοπόλεμος, επίσης. Τα φασιστικά μορφώματα εξακολουθούν τα αποτελούν θέμα για τη συγγραφή. Ο «φίλος μας» και εξόχως δημοφιλής στη χώρα μας Άντονυ Μάρρα (Anthony Marra, Ουάσινγκτον, 1984) καταπιάνεται θελκτικά και με τα τρία στο έργο του Η Mercury παρουσιάζει (μεταφράζει εμπνευσμένα ο δίμετρος μαιτρ Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδίδει άψογα ο οίκος Ίκαρος), μια 575 σελίδων διαδρομή στη βιομηχανία ονείρων, στη μουσολινική Ιταλία, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μάρρα, μάστορας της γραφής και ναμποκοφικός στυλίστας, δίνει πράσινη κάρτα στο χιούμορ αλλά και το ελεύθερο στη συγκίνηση, προσφέροντάς μας ένα χορταστικό κοκτέιλ από γκαγκ θαρρείς βγαλμένα από τα φιλμ των Αδελφών Μαρξ (ιδίως όταν μας μιλάει για τους δίδυμους κινηματογραφικούς παραγωγούς Άρτι και Νεντ Φέλντμαν που συμβαίνει να είναι άσπονδοι εχθροί) και από ελεγχόμενο μελόδραμα (όταν μιλάει για τη Μαρία Λαγκάνα, μετανάστρια στις ΗΠΑ από την Ιταλία). Οι δόσεις είναι ισόποσες, και το μυθιστόρημα είναι ένα λαμπρό page-turner και συνάμα ένας κριτικός λόγος απέναντι τόσο στην τρέλα και το μεγαλείο του Χόλιγουντ όσο και στη βαναυσότητα (αλλά και τη γελοιότητα) του ιταλικού φασισμού. Ο αντιφασίστας υπερασπιστής σοσιαλιστών, αναρχικών και αγκιτατόρων κομουνιστών Τζουζέπε Λαγκάνα, πατέρας της Μαρίας, περιφέρεται σαν φάντασμα μνημοσύνης και υπενθύμισης των δεινών και της θαρραλέας στάσης ενάντιά τους, αποτελώντας τον κρυφό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος.
Λίαν ευρηματική η εμφάνιση του Μπέλα Λουγκόζι (πρώτου κινηματογραφικού Δράκουλα), ο οποίος καταντάει/αναγκάζεται να παριστάνει τον σωσία του εαυτού του για να βγάλει κάποια χρήματα – ένα τέχνασμα του Μάρρα για να στοχαστούμε πάνω στη διαλεκτική ψεύτικου/αληθινού, τα όρια των οποίων διόλου ευδιάκριτα δεν είναι στο Χόλιγουντ αλλά και, σύμφωνα με τον θεωρητικό και ανατόμο της κοινωνίας του θεάματος, τον Γκι Ντεμπόρ, σε όλο το φάσμα της ζωής από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις μέρες μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).