Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Αφού μπορούμε και μετράμε τον χρόνο, είμαστε ζωντανοί. Από νωρίς το πρωί πολλές μικρές εκρήξεις αισιοδοξίας σκάνε διαδοχικά μέσα στο κεφάλι μου. Αποφασίζω να τις ακολουθήσω. Παίρνω εκείνο το μονοπάτι, που όσο πλησιάζω φωτίζεται όλο και πιο έντονα, καθώς οι εκρήξεις γίνονται όλο και πιο αραιά, όλο και πιο ψηλά. Σε μια στιγμή παγώνουν τα πάντα και το φως από ψηλά σταθεροποιείται. Βρίσκομαι ακινητοποιημένος, κοιτάζω μια δεξιά και μια αριστερά και με βλέμμα παγωμένο προσπαθώ να θυμηθώ αν βρέθηκα εδώ χάρη στην ετοιμότητά μου ή μήπως ήμουν από την αρχή εδώ; Την επόμενη στιγμή το φως ξεπαγώνει και μετατοπίζεται σαν σε time lapsus, βλέπω ότι βρίσκομαι στο χείλος του αναβατήρα μιας πισίνας. Κάτω δεν έχει νερό, ούτε χρυσά νομίσματα. Ακούω πίσω μου βήματα να έχουν δρασκελίσει τη σκάλα και να με πλησιάζουν. Μια αχτίδα περνάει από την πλάτη μου και με σπρώχνει. Κλείνω τα μάτια και πέφτω με το κεφάλι, σε μια πισίνα γεμάτη βιβλία.
Από το τέλος Δεκεμβρίου που κυκλοφόρησε η νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου Η Παναγία των εντόμων [εκδ. Κίχλη] είχα τοποθετήσει το βιβλίο σε εκείνη τη στοίβα με τα μικρά και άμεσης προτεραιότητας αναγνώσματα. Τώρα το έχω μπροστά μου και όσο το ξεφυλλίζω σκέφτομαι πόσο σημαντικό, πόσο καθοριστικό για την πορεία του κάθε δημιουργού είναι αυτό το δεύτερο βήμα. Με αυτό επιβεβαιώνει μια θριαμβευτική είσοδο ή ανατρέπει μια κακή πρώτη εντύπωση. Ή προσπαθεί να επαναλάβει την επιτυχία αντιγράφοντας τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, στο δεύτερο βήμα [συνήθως] ο καλλιτέχνης αποκαλύπτεται και το έργο του [σύντομα] αποκτά την αξία και την προσοχή που του αξίζει.
«Αφήνοντας πίσω μου τον πυκνοκατοικημένο διάδρομο, βυθίζομαι στη δυτική πτέρυγα και νιώθω την ατμόσφαιρα να γίνεται όλο και πιο πηχτή. Με κάθε βήμα ανοίγω δρόμο σε μια ζελατινώδη μάζα, που αποκλείει σταδιακά οποιαδήποτε επαφή με εξωτερικούς ήχους και μυρωδιές. Πλέω μέσα στο ήσυχο σύμπαν του μουσείου σαν δύτης ή αστροναύτης».
Η Ούρσουλα Φωσκόλου με το δεύτερο βήμα της επικυρώνει όλες τις αρετές που χαρακτήριζαν το βραβευμένο Κήτος, εξελίσσοντας τη γραφή της. Δυο παράλληλες αφηγήσεις, στη διάρκεια των οποίων –είτε με καταβύθιση στη μνήμη είτε με εστίαση σε ανατομικές λεπτομέρειες στο έτερο σώμα–, κυριαρχεί το μυστήριο, η αδράνεια, το σκοτάδι και η υγρασία. Αρχικά ο αφηγητής βρίσκεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και, ενώ παρατηρεί βαλσαμωμένα πουλιά και ζώα, επιστρέφει σε στιγμιότυπα της παιδικής του ηλικίας. Επισκέπτεται για άλλη μια φορά το προσωπικό του μουσείο, με ένα και μόνο έκθεμα: το κορίτσι που ερωτεύτηκε παράφορα, την Αλίκη. Στη δεύτερη αφήγηση, ο ίδιος άντρας έχει μπροστά του, ξαπλωμένη στο πάτωμα, μια κοπέλα· την Αλίκη. Ο λόγος του είναι πυρετικός, η ματιά του λατρευτική. Η εμμονή χρόνων που είχε με την Αλίκη, κάποια στιγμή κατέβασε τον διακόπτη του μυαλού του. Και μετά πάλι, σκοτάδι. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, η αφήγηση μια γυναίκας, γειώνει όσα είχαν προηγηθεί, εντάσσοντάς τα σε μια ροή πληροφοριών του βραδινού δελτίου ειδήσεων, ενώ την απασχολεί μια δική της αισθηματική ιστορία χωρίς ανταπόκριση.
«Σάλιωσα το δάχτυλό μου και της άνοιξα τα χείλη, πέρασα μπροστά και πίσω από τα δόντια της, τα μέτρησα ένα ένα, ολόλευκα, αστραφτερά, ίσια, όχι στραβά και άσχημα σα τα δικά μου. Τα ούλα της ήταν ζεστά και σκούρα σαν φρέσκο τρυφερό κρέας. Μια παρέα περνούσε εκείνη την ώρα κάτω από το παράθυρο. Της κάλυψα τ’ αυτιά, μην τύχει και ξυπνήσει κι αναστατωθεί. Ένας ελαφρύς αέρας έμπαινε και της ανάδευε τις αφέλειες. Κάθε λίγο τις διόρθωνα με το δάχτυλό μου. Το μέτωπο της Αλίκης ήταν δροσερό. Ακούμπησα τα χείλη μου επάνω του, όπως έκανε η μαμά.
“Δεν έχεις πυρετό”, της ψιθύρισα και τη φίλησα λίγο πιο πάνω από το δεξί φρύδι…»
Αποτυπώνοντας τον λόγο και τα μονοπάτια της σκέψης ενός διαταραγμένου ήρωα και χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία από την ποίηση του ρομαντισμού, η Ούρσουλα Φωσκόλου έγραψε μια δομικά ισορροπημένη νουβέλα, για την ερωτική αφοσίωση και τη λατρεία του σώματος, που δικαιώνονται μόνο στο απόλυτο του θανάτου. Με το τρίτο και τελευταίο μέρος της νουβέλας, η αντίστιξη με μια συνηθισμένη ιστορία, το καθημερινό δράμα ενός ανομολόγητου έρωτα δύο υπαλλήλων του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, υπερτονίζει το «απόλυτο» της κεντρικής ιστορίας.
Κλείνω το βιβλίο. Ο ήλιος και σήμερα κυριαρχεί και αναγγέλλει την άνοιξη που καταφτάνει, ακόμα κι αν εμείς δεν την περιμένουμε. Ευτυχώς αυτά συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία, σκέφτομαι, και πριν το βάλω στη θέση του στη βιβλιοθήκη, αποφασίζω να το δανείσω και σε έναν φίλο μου που δουλεύει σε μουσείο. Ποτέ δεν ξέρεις…
Ένας κανόνας, τον οποίο ακολουθώ χωρίς συχνές παρεκκλίσεις, λέει ότι η λογοτεχνία που αποτυπώνει ένα κίνημα, μια μόδα, ένα κοινωνικό αίτημα, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν, το πιθανότερο είναι να έχει απεμπολήσει ένα μέρος της «λογοτεχνικότητάς» της, για χάρη της ακρίβειας και της πιστότητας του θέματός της. Κάνοντας διαδοχικά σλάλομ, ανάμεσα από τα βιβλία που εκδίδονταν ατάκτως την περσινή χρονιά, κατάφερα να μη διαβάσω ούτε ένα με «διηγήματα εγκλεισμού» ή «ιστορίες πανδημίας».
Το κίνημα #metoo όμως, και η ελληνική εκδοχή του, αν και κάτι απολύτως συγκεκριμένο και με ξεκάθαρη έναρξη, θίγει θέματα που απασχολούν τη λογοτεχνία εδώ και πολλές δεκαετίας: έμφυλη και οικογενειακή βία, πατριαρχική εξουσία, αυτοδιάθεση του σώματος, απαξίωση και δικαιώματα μειονοτήτων, εργασιακές σχέσεις και πόσα άλλα.
Μ΄ αυτή τη δυσπιστία πήρα και ξεφύλλισα το αφήγημα της Μαρίας Λούκα Μια γυναίκα απολογείται [εκδ. Τόπος]. Ομολογώ ότι ξεκίνησα από το επίμετρο, το οποίο με έπεισε ότι η Μαρία Λούκα ξέρει καλά το θέμα της και τι θέλει να πει. Έμενε να δω το πώς θα το πει.
Ένας δραματικός μονόλογος, μια πρωτοπρόσωπη απεύθυνση-απολογία μιας νεαρής κοπέλας κατά την ακροαματική διαδικασία δικαστηρίου, στο οποίο είναι κατηγορούμενη για τη δολοφονία ενός άντρα, όταν αυτός αποπειράθηκε να βιάσει μια φίλη της κι έπειτα την ίδια, κι αυτή αμύνθηκε με ένα μαχαίρι, καταφέρνοντάς του ένα αλλά μοιραίο χτύπημα. Για τη σύνθεση της ιστορίας η Λούκα βασίστηκε σε ένα πρόσφατο περιστατικό και το διάνθισε με στοιχεία από πολλές άλλες περιπτώσεις κακοποιημένων γυναικών. Το αποτέλεσμα είναι μια αφήγηση με δύναμη, θάρρος και αλήθεια· σκληρή για όσα γεγονότα περιγράφει, με λυρικά και ονειρικά «πετάγματα» στο ύφος, απαραίτητα για την ισορροπία του τελικού κειμένου.
«Αν δεν τον σκότωνα, θα με βίαζε. Εμένα. Την Ελένη. Όπως βιάζουν καθημερινά χιλιάδες γυναίκες που παγώνουν και δεν αντιδρούν. Ο φόβος σε παγώνει, είναι σαν να σβήνει ένα κερί μέσα σου, δεν μπορείς να δώσεις κίνηση στο σώμα σου, όλα σου τα όργανα έχουν νεκρώσει. Γίνεσαι αιχμάλωτη, γιατί ο πόλεμος διεξάγεται πάνω στο σώμα σου, πάνω στην επιθυμία σου και στο μυαλό σου. Είσαι ηττημένη. Το γνωρίζετε πολύ καλά ότι συμβαίνει αυτό, το λένε οι επιστήμονες και οι ειδικοί, το λένε οι στατιστικές, το λένε οι ίδιες οι γυναίκες. Γιατί όσες έχουν κουράγιο, έρχονται μετά σ’ εσάς και δεν τις πιστεύετε ότι βιάστηκαν, και ψάχνετε τα ρούχα τους, τη συμπεριφορά τους, τη σεξουαλική τους ζωή, τις ρωτάτε με πόσους έχουν πάει, ζητάτε να σας περιγράψουν ξανά και ξανά κάθε λεπτομέρεια από τη στιγμή της παραβίασής τους και στο τέλος αποφασίζετε ότι δεν βιάστηκαν. Ούτε εμάς θα μας πιστεύατε εάν είχαμε βιαστεί. Θα φταίγαμε. Θα ήμασταν ισοπεδωμένες, κουρελιασμένες, ντροπιασμένες αλλά θα φταίγαμε. Κι εγώ σήμερα δεν σας ζητώ μια δεύτερη ευκαιρία, ούτε πρώτη είχα άλλωστε. Σας ζητώ να αναγνωρίσετε ότι φταίτε κι εσείς για το αδιέξοδο που έχετε φτιάξει για τις γυναίκες. Πάντα χάνουν οι γυναίκες με τους κανόνες σας. Αν παγώσουν, θα μείνουν αδικαίωτες και στιγματισμένες. Αν αντισταθούν, μπορεί να πεθάνουν. Αν αμυνθούν, θα πάνε φυλακή. Να καθρεφτίσετε, λοιπόν, στην απόφαση του δικαστηρίου και τη δική σας ευθύνη που τα σώματά μας έγιναν αντικείμενα και αποσπάστηκαν βίαια από την ψυχή μας. Να εξιλεωθείτε λίγο για όλες αυτές που δεν τις πιστέψατε, που τις στείλατε ραγισμένες σπίτι τους, να βιαστούν ξανά, να κακοποιηθούν ξανά, να απολογηθούν στη γειτονιά, να συνυπάρχουν με τους βασανιστές τους, να εγκλωβιστούν στην ομίχλη της ενοχής, να τρελαθούν και να τις λυπηθείτε λόγω της μεγαλοκαρδία σας επειδή τρελάθηκαν. Να ξεχρεώσετε κάποια από τα δικά σας γραμμάτια ενοχής για όλους τους νταήδες και τους φονιάδες που αφήσατε ατιμώρητους και κανακέψατε με τις αποφάσεις σας τη σάπια παλικαριά τους. Για όσες φορές γυρέψατε τον λόγο από τα θύματα. Για τους νόμους σας που είναι άδικοι, που μπορούν να σε δικαιολογήσουν πιο εύκολα αν υπερασπίζεσαι την περιουσία σου απ’ ό,τι αν υπερασπίζεσαι το σώμα σου, σαν να αξίζουν τα ντουβάρια περισσότερο από τη ζωή».
Το τελευταίο διάστημα, όσο η σκληρή και αγχωτική καθημερινότητα έτεινε να πλησιάζει και να διεκδικεί όλο και περισσότερες ώρες από το εικοσιτετράωρο, υπήρχαν δύο δικλείδες ασφαλείας, σταθερές και πάντα αποτελεσματικές. Η μια ήταν το διαδικτυακό σεμινάριο του Κώστα Κατσουλάρη κάθε Τετάρτη και ο κόσμος του Μένη Κουμανταρέα. Ξαναδιαβάζοντας την Κυρία Κούλα [εκδ. Πατάκη] και το Κουρείο [εκδ. Κέδρος] και συζητώντας για την Ευτυχία, τον Μίμη, τον Μενέλη, την Κούλα, τον Αντώνη και τη Λίτσα, για τις τεχνικές της γραφής, για την –σε τόπους ρεαλιστική και σε τόπους υπερβατική– απεικόνιση της πλατείας Βικτωρίας και των θαμώνων της, του Ηλεκτρικού και των περιοχών γύρω από στάσεις του [Άγιος Νικόλαος, Κάτω Πατήσια, Ομόνοια], όλοι όσοι συμμετείχαμε βρισκόμασταν –εν μέσω πανδημίας και αποκλεισμού–, σε τόπο κοινό, ελεύθερο από περιορισμούς και συμβάσεις, αχανή και γνώριμο, άχρονο και φιλόξενο· βρισκόμασταν στην επικράτεια της πεζογραφίας και νιώθαμε την ευεργετική επίδραση της παραμυθίας.
«Ντύθηκαν, σταματώντας να σιάξει ο ένας τα μαλλιά του άλλου, να της ισιώσει τη ζώνη, να του σκουπίσει στο στόμα τα ίχνη που είχε αφήσει το κραγιόν της. Θα ήθελα να μην τελείωνε ποτέ αυτή η βραδιά, είπε ο Μίμης, να περπατούσαμε ως το πρωί. […] Βάδιζαν στην Αχαρνών, που τέτοια ώρα ήταν έρημη από αυτοκίνητα, η μόνη ώρα πια να περπατήσεις σ’ ετούτη την πόλη. Μέσα απ’ τις πολυκατοικίες ξέφευγαν οι ανάσες των κοιμισμένων· έξω στις πόρτες άραζαν οι πλαστικές σακούλες με τα σκουπίδια. Ο δρόμος βούλιαζε σ’ ένα φως υποτονικό κι η μια επιγραφή ήταν συνέχεια της άλλης. Καταστήματα ειδών ιματισμού, επιπλάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα, όλα με τα ρολά κατεβασμένα και μέσα στις βιτρίνες παντού μια λάμψη γαλάζια-γκρίζα, νεκρική. Ώσπου ένιωσαν τα πόδια τους να λυγίζουν.
Μέσα στο ταξί έμειναν καθισμένοι κολλητά, αμίλητοι».
Η Κυρία Κούλα κυκλοφόρησε το 1978, ενώ λίγα χρόνια μετά μεταφράστηκε στα αγγλικά: “Koula” από την Καίη Τσιτσέλη, κι έπειτα στα γαλλικά: “La femme du metro” από τον Μισέλ Βόλκοβιτς.
Κλείνω το βιβλίο και βυθίζομαι στις λίστες και τους καταλόγους των παλαιοπωλείων – την έτερη δικλείδα ασφαλείας. Χαζεύω εκδόσεις εξαντλημένες, εξώφυλλα με γραφιστική άποψη πολύ μπροστά από την εποχή τους, ονόματα άγνωστα σήμερα, με μια υποψία αναγνωρισιμότητας και υλικό προς ανακάλυψη ή οριστική λήθη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Περλ Μπακ, μια Αμερικανίδα συγγραφέας, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Κίνα, έγραψε δεκάδες βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα και ταξιδιωτά κείμενα) και μάλιστα τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (1932) καθώς και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1938. Σήμερα είναι σχεδόν ξεχασμένη. Τα βιβλία της μεταφράστηκαν κατά κόρον μια εποχή, γι’ αυτό και είναι από εκείνα τα ονόματα συγγραφέων που βρίσκεις συχνά στα παλαιοπωλεία και σύντομα μαθαίνεις να τα προσπερνάς χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Αυτό όμως που τράβηξε το ενδιαφέρον μου και έμεινα να κοιτάζω –σχεδόν– κεραυνοβολημένος ήταν το όνομα της μεταφράστριας. Περλ Μπακ, Η μάνα, μετάφραση: Τζόλλυ Γαρμπή, Έκδοση Βιβλιοπωλείου Πέτρου Δ. Καραβάκου, Αθήνα, με ημερομηνία έκδοσης περίπου στο 1950.
Σπουδαία καρατερίστα των ένδοξων ημερών του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του ’50 και του ’60, η Τζόλλυ Γαρμπή γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ από κεφαλλονίτες γονείς και ήταν παντρεμένη για εξήντα χρόνια με τον επίσης ηθοποιό Θόδωρο Μορίδη. Τα τελευταία χρόνια, οι δυο τους ζούσαν απομονωμένοι στο εξοχικό τους στο Μάτι. Πέθαναν με διαφορά ενός χρόνου, σε κάποιο γηροκομείο. Ο θάνατος της Τζόλλυ Γαρμπή το 2002 ανακοινώθηκε στις εφημερίδες και την τηλεόραση, με καθυστέρηση 10 ημερών. Έχει μεταφράσει εκτός από το μυθιστόρημα της Μπακ, μεταγενέστερα και κάποια λίγα θεατρικά έργα για παραστάσεις που συμμετείχε.
«Το μωρό μπορούσε κι αυτό να περπατάει τώρα που ήρθε η άνοιξη. Τον χειμώνα δεν είχε δοκιμάσει, γιατί, καθώς ήταν φορτωμένο με τα βαριά καπλαντισμένα του ρούχα, έπεφτε και δεν μπορούσε να σηκωθεί, μα έμενε ξαπλωμένο χάμω ως την ώρα που περνούσε κάποιος από δίπλα του και τ’ ανασήκωνε και το στήλωνε ξανά στα πόδια του. Τώρα έτρωγε ό,τι ήθελε και μεγάλωνε γρήγορα. Μα η μάνα το άφηνε ακόμα να βυζαίνει, γιατί αυτό της έδινε μια γλυκειά κι αόριστη παρηγοριά, αν και τα στήθια της ήταν σχεδόν στεγνά πια. Την ευχαριστούσε όμως κατά κάποιον τρόπο που το παιδί αναζητούσε το στήθος της κι έτρεχε να τη συναντήσει όταν την έβλεπε να γυρίζει στο σπίτι το βράδυ, και φώναζε για να πιει το λιγοστό που απόμενε εκεί μέσα για λόγου του».
Ως γνωστόν, μεταφράσεις πολλές, σε βίπερ και ερωτικά κόμικ, έχει κάνει η Τασσώ Καββαδία, ενώ η Δέσπω Διαμαντίδου έχει μεταφράσει αμερικανική λογοτεχνία και την αυτοβιογραφία του Λόρενς Ολίβιε, μεταξύ άλλων.
Καθημερινά μοιάζει σαν να βρισκόμαστε μέσα σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης. Ό,τι κι αν κάνουμε, όπου κι αν κοιτάξουμε, η «σκόνη» μάς πνίγει, κάθεται επάνω στα ρούχα μας, κολλάει στα χέρια μας, κλείνει τον λαιμό μας. Η λογοτεχνία είναι ο ιδανικός δρόμος για να προσεγγίσουμε τα μεγάλα ερωτήματα, να εξετάσουμε τον πόνο, να ξαναζήσουμε το σκίρτημα του έρωτα, να διαχειριστούμε την απώλεια αγαπημένων προσώπων, και ίσως ακόμη να σκηνοθετήσουμε και τον δικό μας θάνατο.
Την ώρα που σηκώθηκα σήμερα, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει και ο ορίζοντας έξω από το παράθυρό μου ήταν ακόμη σκοτεινός. Ήξερα ότι είχε έρθει η σειρά του και για μια στιγμή, όσο έψαχνα με το βλέμμα μου ένα faber μολύβι στο γραφείο μου, σαν να μου φάνηκε ότι το σοβαρό του ύφος «έσπασε» και με κοιτούσε περιπαιχτικά.
«Πρέπει να άρεσαν στον Μούτση τα τραγούδια μου από Τα λαϊκά και μου ζήτησε τα τραγούδια του Αγίου Φεβρουαρίου, τα οποία ήταν ήδη γραμμένα. Τα έγραφα για τον Μίκη Θεοδωράκη και ήξερα ότι θα του άρεσαν, επειδή η μητέρα του ήταν από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. […] Δεν ξέρω γιατί δεν του έστειλα τα τραγούδια, θα μπορούσα να το είχα κάνει όταν ήταν αποκλεισμένος στο Βραχάτι και τη Ζάτουνα.
Είχα γράψει περίπου τριάντα τραγούδια, δεν του τα έδωσα όλα. Όσα δεν μελοποιήθηκαν τα έσκισα. Ο τίτλος Άγιος Φεβρουάριος είναι του Μούτση…»
Η αυτοβιογραφική αφήγηση του Μάνου Ελευθερίου στον Σπύρο Αραβανή και τον Ηρακλή Οικονόμου, με τίτλο Μαλαματένια λόγια [εκδ. Μεταίχμιο] είναι ένα βιβλίο που έγινε με ιδιαίτερη φροντίδα, κοπιαστική αποδελτίωση, αγάπη και σεβασμό στο πρόσωπο και το έργο του σπουδαίου αυτού δημιουργού. Κιβωτός πολύτιμης μνήμης και σπάνιου ήθους, ο τόμος αυτός –μικρός μα τόσο πυκνός– είναι μια παρακαταθήκη του Μάνου Ελευθερίου· οδηγός στην ουσιαστική προσέγγιση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας αλλά και χρήσιμο εργαλείο για τους μελετητές του έργου του.
«Αν και ενστερνιζόμουν τις ιδέες της Αριστεράς, οι άνθρωποι με κράτησαν μακριά από την οργανωμένη ένταξη σε αυτήν. Ανακάλυπτα ότι πολλά στελέχη ενδιαφέρονταν μόνο για να ανεβούν στην κομματική ιεραρχία. Έβλεπα ανθρώπους που δεν είχαν κανένα όραμα. Βέβαια, ο λαός ήταν δοσμένος στα οράματά του, αλλά η ηγεσία…»
Για τρία χρόνια, από το 2010 μέχρι και το 2013, κάθε Κυριακή ο Σπύρος Αραβανής και ο Ηρακλής Οικονόμου επισκέπτονταν τον Μάνο Ελευθερίου στο σπίτι του στο Νέο Ψυχικό και κατέγραφαν τις αφηγήσεις του. Χρειάστηκαν άλλα τρία χρόνια για την απομαγνητοφώνηση και την επεξεργασία του υλικού, και το 2016 το παρουσίασαν στον ίδιο τον Ελευθερίου. Σήμερα, τρία χρόνια από τον θάνατό του, εκείνο το υλικό οργανώθηκε μέσα από αναδρομικές και πρόδρομες αφηγήσεις, εγκιβωτισμένες διηγήσεις, σκέψεις και θεωρήσεις του Μάνου Ελευθερίου, σε έξι κεφάλαια: Τα παιδικά χρόνια στη Σύρο, Η νεανική ηλικία στην Αθήνα, Η περίοδος του στρατού, Η επταετία της Χούντας, Οι αναμνήσεις από τραγούδια, οι μνήμες από ποιητές φίλους του και τέλος Η αναγνωστική του σχέση με τα είδη του λόγου.
«Μια φορά έγραψα μια αφιέρωση σε κάποιον, στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, το 1962, “για έναν καλύτερο κόσμο”. Το ένιωθα αυτό το πράγμα, νομίζαμε ότι αλλάζαμε τον κόσμο με τα τραγούδια και με ό,τι γράφαμε. Είχα κουραστεί αφάνταστα να γράψω τη Θητεία. Δεν ήταν εύκολο. Το κουραστικό βέβαια δεν ήταν να γράψω τις ομοιοκαταληξίες, αυτό ήταν εύκολο, δεδομένο. Έπρεπε να προσαρμόσω ιδέες, αναμνήσεις, καταγγελίες, οράματα, αγανάκτηση και ελπίδες στις ομοιοκαταληξίες. Αυτό ήταν ο κόμπος».
Ο Μάνος Ελευθερίου έχει εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες στιχουργούς των τελευταίων 50 χρόνων, αν και δεν είναι καθόλου αμελητέο το πεζογραφικό του έργο και οι μελέτες του για το νησί της καταγωγής του, τη Σύρο. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές του [Δεύτερο πρόγραμμα, Αθήνα 9.84] καθώς και η συστηματική αρθρογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά αποτέλεσαν τον βασικό κορμό των επαγγελματικών ασχολιών του.
Σε όλη του τη ζωή ο Ελευθερίου πορεύτηκε με ευγένεια, σεμνότητα, ευγνωμοσύνη για όσους του στάθηκαν σε δύσκολες στιγμές και καθαρό βλέμμα απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν είναι τυχαίο το ότι επέλεξε αυτούς τους δύο καταρτισμένους, ταλαντούχους –με πολύ αξιόλογο μέχρι στιγμής έργο: Ο Αραβανής, διδάκτορας Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, διευθύνει και εκδίδει το Ποιείν, ενώ έχει και πέντε ποιητικές συλλογές και δύο μελέτες στο ενεργητικό του. Ο Οικονόμου, διδάκτορας Διεθνούς Πολιτικής, διαχειριστής της ιστοσελίδας «Μουσικά Προάστια» και συντάκτης στο περιοδικό Μετρονόμος– και πάνω απ’ όλα ανθρώπους με σπάνιο ήθος, όχι μόνο για να εμπιστευθεί την αφήγηση της ζωής του αλλά και να τους χαρίσει τη φιλία του και την αμοιβαία του εκτίμηση.
Μήνας εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Μήνας στον οποίο κορυφώθηκε ο αριθμός των επετειακών εκδόσεων είτε αμιγώς ιστορικών βιβλίων (με ντοκουμέντα, με σχολιασμό, με ιστορικά παραλειπόμενα), είτε συλλογών και ευφάνταστων ανθολογιών με πεζά και ποιήματα, είτε τέλος με –ορισμένες εξ αυτών– εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διασκευές για παιδιά κάθε ηλικίας, της Ιστορίας και των πρωταγωνιστών της από το 1821 μέχρι σήμερα. Κάποια λίγα τα έχω ξεχωρίσει για εκείνο το «μετά», όταν θα έχουμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας.
Για το σήμερα, όμως, που κάθε λεπτό μας είναι αντικείμενο διεκδίκησης από υποχρεώσεις, εργασία, φίλους, οικογένεια, μεταξύ άλλων, εμείς εδώ κάνουμε μια παύση και χαρίζουμε μερικά λεπτά σε ποιητικές συλλογές σαν αυτή του Χαρίλαου Νικολαΐδη Ανθρώπινο δικαίωμα [εκδ. Πόλις].
Πατρίδα
Από
τόσο αλάτι
κράτησα
μόνο
το
τρυφερό
φιλί
που
αντάλλαξαν
η Σκύλλα
με
τη
Χάρυβδη,
αργά
το βράδυ,
όταν
όλα
τα
καράβια
είχαν
βυθιστεί.
❈ ❈ ❈
Ελευθερία έκφρασης
Κρεμάω
το
κουβάρι
για
στολίδι
στην
εξώπορτα.
Βγαίνω·
αρχίζω
να
ξετυλίγομαι.
❈ ❈ ❈
Ελευθερία του συνέρχεσθαι
Στάθηκα
πλάι σου
επίμονα.
Αν
άλλαζα
θέση,
τα
αγάλματα
θα
αποφάσιζαν
για εμάς.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
➸ Στην κεντρική εικόνα ο Μάνος Ελευθερίου σε νεαρή ηλικία. © Αρχείο οικογένειας.
➸ Ο στίχος του τίτλου προέρχεται από το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου, με τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα». Πρώτη εκτέλεση Σταμάτης Κραουνάκης – Δάφνη Λέμπερου.