Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τον μήνα που μας πέρασε. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Πάνε μέρες που έφτιαξα ένα περιποιημένο δόλωμα, το έριξα στα ανοιχτά [του διαδικτύου] και περίμενα. Όχι για πολύ. Ο πρώτος που τσίμπησε ήμουν εγώ. Η προδημοσίευση που έφτιαξα στην Book Press, με το απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, Κάποιοι άλλοι (εκδ. Πατάκη) «με έψησε». Μόλις κυκλοφόρησε το πήρα στα χέρια μου και για τις επόμενες μέρες βρισκόμουν σε μια ιστορία έρωτα και μυστηρίου [και ψύχους].
Ο Βαγγέλης, άνεργος [απολυμένος] δημοσιογράφος [και αφηγητής της ιστορίας], ζει με τη Μάρω, τη γυναίκα του, στην Πολωνία. Μετακόμισαν εκεί, έπειτα από την οικονομική τους καταστροφή στην Ελλάδα, όταν ένας μεσίτης –και οικογενειακός τους φίλος– καταχράστηκε χρήματα πολλών πελατών του και εξαφανίστηκε. Η Μάρω εργαζόταν στο νοσοκομείο του Γκντανσκ, ενώ ο Βαγγέλης καθημερινά έστελνε το βιογραφικό του για οποιαδήποτε εργασία.
«Ο μόνος στόχος ενός ανέργου είναι να κυλίσει η μέρα του χωρίς να σπαταλήσει χρήματα. Μόλις πάψεις να έχεις μισθό, αντιλαμβάνεσαι ότι κάθε κίνηση συνεπάγεται κάποιο έξοδο. Αν πας για τρέξιμο, φθείρεις τα παπούτσια σου και σύντομα θα χρειαστείς καινούρια, αλλά αν μείνεις σπίτι θα χρειαστείς κάτι να φας. Αν πας στο σινεμά πληρώνεις το εισιτήριο και αν, ακόμα χειρότερα, κάνεις φίλους θα πρέπει να τους ακολουθήσεις για ποτό. Αν κάνεις σεξ θα χρειαστείς προφυλακτικά. Αν δεν χρησιμοποιήσεις προφυλακτικά, θα χρειαστείς πολύ περισσότερα. Αν λύνεις σταυρόλεξα, πρέπει να αγοράσεις περιοδικό. Αν δεν κάνεις τίποτα από όλα αυτά και κάθεσαι απλώς σπίτι κοιτώντας τι ταβάνι, αργά ή γρήγορα θα χρειαστείς ένα σκοινί για να κρεμαστείς».
Κάποιο βράδυ, ένα πτώμα αγνώστων στοιχείων, θα προσγειωθεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους και θα πυροδοτήσει μια σειρά αλλόκοτων καταστάσεων, στο τέλος των οποίων ο Βαγγέλης, σε μια ερημική παραλία στην Κρήτη θα πρέπει να αξιολογήσει όσα έχουν συμβεί και να αποφασίσει αν θα αφήσει και αυτή τη φορά να κερδίσουν κάποιοι άλλοι.
«Η απόλαυση του παζλ προκύπτει από τη γνώση ότι είναι ένα τέλειο πρόβλημα που περιμένει την ανθρώπινη παρέμβαση για να λυθεί. Κάθε κομμάτι έχει τη δική του θέση, που ορίζεται με ένα διπλό σύστημα επαλήθευσης, την εικόνα και τις εγκοπές. Αν δείξεις αρκετή υπομονή και παρατηρητικότητα, μπορείς να το συμπληρώσεις και να δεις την ολοκληρωμένη εικόνα που υπήρχε σε μικρογραφία πάνω στο κουτί. Δυσκολεύτηκα να το φτιάξω την πρώτη φορά επειδή τοποθέτησα λάθος ένα κομμάτι από τον μπαμπά πιγκουίνο. […] Αφού ένωσα ξανά τα κομμάτια του παζλ, γρήγορα αυτή τη φορά, η εικόνα ήταν η ίδια, δεν ήταν ένα καινούριο παζλ. […] Το διέλυσα και έβαλα τα κομμάτια μέσα στο κουτί, αφήνοντάς το σε κάποια οικογένεια με παιδιά που θα περίμενε το επόμενο αεροπλάνο, αφού πρώτα αφαίρεσα ένα κομμάτι, αυτό που με είχε μπερδέψει στην αρχή, το οποίο και πέταξα στα σκουπίδια».
Ο Ανυφαντάκης κέρδισε το στοίχημα του πρώτου μυθιστορήματος. Έβαλε τον πήχη ψηλά, άπλωσε την ιστορία του και τους ήρωές του –στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, στο κοντινό χθες και στο θολό σήμερα– και έγραψε ένα μυθιστόρημα για το τέλος μιας σχέσης, για τη φυγή και τη φθορά, για τα κοινά όνειρα και τους μοναχικούς δρόμους. Ένα μυθιστόρημα για έναν άντρα που γλιστρά στην αποτυχία όταν έχει να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα μιας σχέσης αλλά θριαμβεύει όταν τα βάζει με τη μαφία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Ο Δεκέμβριος είναι ο μήνας που μπορεί να στείλει στον άλλο κόσμο τον «αγχωτικό αναγνώστη» [Πότε θα προλάβω να τα διαβάσω όλα αυτά;] και στον έβδομο ουρανό τον «αναγνώστη-μυρμήγκι» που φτιάχνει την «κάβα» του για το υπόλοιπο του χειμώνα. Αν έπρεπε να δηλώσω σε ποια κατηγορία βρίσκομαι, αυτή θα ήταν μάλλον η δεύτερη. Παρόλα αυτά, μόλις κυκλοφόρησε η νέα μετάφραση της νουβέλας του J.D. Salinger Η Φράννυ και ο Ζούι, από την Αθηνά Δημητριάδου για τις εκδόσεις Πατάκη, δεν έβλεπα την ώρα να βρω λίγο χρόνο για να τη διαβάσω άλλη μια φορά.
Η ιστορία της νουβέλας τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο [«Η Φράννυ»], παρακολουθούμε την εικοσάχρονη Φράννυ, τη μικρότερη από τα επτά αδέλφια της οικογένειας Γκλας, να έχει μόλις φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό και να συναντά το αγόρι της, τον Λέιν Κουτέλ. Οι δυο τους, αφού μεταφέρουν τις αποσκευές της Φράννυ στο δωμάτιό της, πηγαίνουν για φαγητό. Οι στιχομυθίες που θα ακολουθήσουν θα αποκαλύψουν σταδιακά μια μετατόπιση που έχει συμβεί στον ψυχισμό της Φράννυ τις εβδομάδες που μεσολάβησαν από την τελευταία τους συνάντηση. Ένα μικρό πανόδετο βιβλίο ενός Ρώσου μοναχού, με τις προτροπές του για αδιάκοπη προσευχή, έχει γίνει εμμονή στη Φράννυ. Η συνάντηση με τον Λέιν καταλήγει άδοξα, με τη Φράννυ να λιποθυμά και τα σχέδιά τους για το Σαββατοκύριακο να ακυρώνονται.
«Της πήρε σχεδόν πέντε λεπτά για να συνέλθει εντελώς. Ήταν ξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ στο γραφείο του διευθυντή και ο Λέιν καθόταν δίπλα της. Το πρόσωπό του είχε αποκτήσει τώρα τη δική του, διόλου αμελητέα χλωμάδα, έτσι όπως αιωρούνταν όλο ανησυχία πάνω από το δικό της.
“Πώς πάμε;” τη ρώτησε με τόνο που θύμιζε νοσοκομείο. “Είσαι λίγο καλύτερα;”
Η Φράννυ έγνεψε ναι με το κεφάλι. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της γιατί τη χτυπούσε το φως αποπάνω, μετά τα ξανάνοιξε. “Υποτίθεται πως πρέπει να πω: Πού βρίσκομαι;” είπε. “Πού βρίσκομαι”;»
Στο δεύτερο και εκτενέστερο μέρος της νουβέλας [«Ο Ζούι»], που εκτυλίσσεται λίγες μέρες μετά, ο εικοσιπεντάχρονος Ζούι, φέρελπις ηθοποιός, βρίσκεται μισοβυθισμένος στην μπανιέρα του πατρικού τους σπιτιού και διαβάζει, για άλλη μια φορά, ένα μακροσκελέστατο γράμμα του αδελφού τους Μπάντυ. Αμέσως μετά, καθώς ξεφυλλίζει αδιάφορα σελίδες από τον ρόλο του, εισβάλλει στο μπάνιο η μητέρα του, Μπέσσι Γκλας. Ο διάλογός τους αποτελεί, ίσως, μια από τις κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας πεζογραφίας ως προς την σκιαγράφηση των ιδιότυπων χαρακτήρων και το λεκτικό τους παιχνίδι, το οποίο φέρει όχι μόνο θραύσματα της εξυπνάδας των Γκλας αλλά την αλαζονεία ενός έθνους –του αμερικανικού– που κυριαρχεί σε όλο τον Δυτικό κόσμο κατά τον 20ο αιώνα. Η κυρία Γκλας ανησυχεί για τη Φράννυ και ο Ζούι την αντιμετωπίζει και της απαντά με ανελέητη ειρωνεία και περιφρόνηση, κάνοντας επίδειξη της αντικειμενικής ευστροφίας που τον χαρακτηρίζει. Στη μεταξύ τους «αναμέτρηση» όμως, τον τελευταίο λόγο έχει η Μπέσσι Γκλας.
«Ο Ζούι έκανε πλήρη στροφή για να κοιτάξει κατά πρόσωπο τη μητέρα του. Στράφηκε και την κοίταξε, τη συγκεκριμένη στιγμή, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που, σε κάποια στιγμή, κάποια χρονιά, όλα του τα αδέλφια, αγόρια και κορίτσια, (ειδικά τα αγόρια), είχαν κάνει στροφή και την είχαν κοιτάξει καταπρόσωπο. Όχι απλώς με αντικειμενική απορία για την αλήθεια που αναδύθηκε, αποσπασματική ή μη, ξαφνικά μέσα από μια φαινομενικά αδιαπέραστη μάζα προκαταλήψεων, κλισέ και κοινοτοπιών. Αλλά με θαυμασμό, αγάπη και –πάνω απ’ όλα– ευγνωμοσύνη. Και, περιέργως πώς, η κυρία Γκλας κατά κανόνα αποδεχόταν τον “φόρο τιμής”, όποτε της τον κατέθεταν τα παιδιά της, ήρεμα και καταδεκτικά. Ανταπέδιδε στο εκάστοτε παιδί το βλέμμα με χάρη και σεμνότητα. Και τώρα, την ίδια αυτή ελκυστική και σεμνή όψη επιφύλαξε και στον Ζούι. “Ναι, αυτό κάνεις” του είπε, χωρίς μομφή στη φωνή της. “Ούτε εσύ ούτε ο Μπάντυ ξέρετε πώς να μιλάτε σε ανθρώπους που δεν συμπαθείτε”. Το ξανασκέφτηκε. “Βασικά, που δεν αγαπάτε” διόρθωσε».
Στο τελευταίο μέρος, ο Ζούι, μόλις ντυθεί και ολοκληρώσει το μπάνιο του, θα μεταφερθεί στο καθιστικό του σπιτιού, όπου βρίσκεται τις τελευταίες μέρες εγκατεστημένη σε έναν διθέσιο καναπέ, η Φράννυ. Εξαντλημένη, στα όρια της κατάρρευσης, θα υποστεί έναν χείμαρρο σκέψεων και συλλογισμών του Ζούι για την πίστη σε κάποιον Θεό, το εκπαιδευτικό σύστημα, τους καθηγητές πανεπιστημίου, τις κοινωνικές σχέσεις στον χώρο του θεάτρου, την απουσία ταλέντου των ηθοποιών του Μπρόντγουεϊ, τις τελευταίες θεωρίες για την ψυχανάλυση και πάνω απ’ όλα το πόσο καθοριστικά και αναπότρεπτα, η οικογένειά τους έχει συμβάλλει για να είναι αυτό που είναι. Η νουβέλα θα κλείσει με τον Ζούι να τηλεφωνεί στη Φράννυ από το διπλανό δωμάτιο και να υποδύεται τον αδελφό τους τον Μπάντυ. Η Φράννυ σύντομα αντιλαμβάνεται με ποιον μιλάει αλλά συνεχίζει τη συνομιλία τους. Τα τελευταία λόγια του Ζούι την εκστασιάζουν και την παρηγορούν.
«Για μερικά λεπτά προτού βυθιστεί σ’ έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα, έμεινε ήσυχη, κοιτάζοντας το ταβάνι, χαμογελώντας του».
Η ανάγνωση του Salinger αποτελεί αναγνωστική εμπειρία. Η αξία του κειμένου, η διαύγεια της σκέψης των ηρώων και τα νοηματικά τους παιχνίδια διαφαίνονται ακόμη και στις προβληματικές μεταφράσεις, πόσο μάλλον στη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου. Η δουλειά που έχει γίνει είναι εξαιρετική, οι μεταφραστικές της επιλογές αποδίδουν εύστοχα τις πτυχώσεις του πρωτότυπου κειμένου και φανερώνουν βαθιά κατανόηση για όλα αυτά που έφερε ο J.D. Salinger στη σύγχρονη πεζογραφία. Η νέα μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου στον Φύλακα στη σίκαλη αναμένεται την άνοιξη.
Τελείωσα τη νουβέλα του Salinger και δεν θέλω να αλλάξω εντελώς κλίμα. Θυμήθηκα ότι πριν από λίγο καιρό, με αφορμή το τελευταίο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, είχα αποθηκεύσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διπλωματική εργασία για τη μελαγχολία στα μυθιστορήματά της. Εκεί, υπήρχε και μια συγκριτική ανάγνωση ορισμένων σημαντικών πεζογραφικών έργων της αμερικανικής λογοτεχνίας, σε σχέση πάντα με τη μελαγχολία. Ο Salinger δεν θα μπορούσε να λείπει και αν και ξεκίνησα από τη «θρησκευτική μελαγχολία της Φράνυ Γκλας», τελικά διάβασα ολόκληρη την εργασία με μεγάλο ενδιαφέρον. Το καλύτερο όμως το κράτησα για το τέλος. Με μεγάλη μου χαρά και έκπληξη είδα ότι η διπλωματική εργασία ανήκει στον Κώστα Δρουγαλά – συνεργάτη της Book Press. Ολόκληρη η διπλωματική βρίσκεται εδώ.
Οι μέρες είναι δύσκολες. Απαιτητικές. Φορτισμένες. Διεκδικούν και συμπιέζουν τις μικρές ώρες της νύχτας. Χαλί από τοίχο σε τοίχο σε κρύο δωμάτιο. Πιο μέσα ένα μεγάλο κερί στην άκρη του γραφείου μού κρατάει συντροφιά όλες αυτές τις μέρες. Η έξοδος κινδύνου γι’ απόψε είναι στερεωμένη στο πλάι της μεγάλης στοίβας και γράφει: Λεωφόρος ΝΑΤΟ – Δοκιμή περιπλάνησης (εκδ. Κίχλη).
«Οι άνθρωποι που το παρακάνουν στους λεγόμενους δρόμους της σκέψης, που τους παραδιαβαίνουν πιο βαθιά απ’ όσο πρέπει και για πολύ καιρό, έχουν πότε πότε ανάγκη την περιπλάνηση με το σώμα: να κάνουν πράγματα με το κορμί και να το νιώσουν. Κι είναι αυτή εντέλει μια από τις πιο καλές τους σκέψεις».
Ο Νικήτας Σινιόσογλου ακολουθεί τη νοητή γραμμή της λεωφόρου ΝΑΤΟ από τον Ασπρόπυργο μέχρι την Ελευσίνα. Καταγράφει σκέψεις καθ’ οδόν καθώς και οδικές και νοηματικές παρακάμψεις, οι οποίες συχνά τον βγάζουν σε τοπία ξεχασμένα από τον χρόνο.
«Κρατώ σημειώσεις σ’ ένα πλαστικό σταντ της Coca-Cola που έχει ξεθωριάσει από τον ήλιο. Οι μύτες των παπουτσιών μου τρίβουν τον συνθετικό χλοοτάπητα, εδώ σκούρο και βρόμικο, εκεί ξασπρισμένο απ’ τον ήλιο που διαθλά ο μουσαμάς. Εντέλει το φως διατηρεί ακέραια την ισχύ του, και το δείχνει με τρόπους τόσο ευτελείς».
Εξίσου ξεχασμένες μοιάζουν και οι εικόνες που ανασύρει ο Σινιόσογλου από χρόνια περασμένα, με αφορμή μια μπετονιέρα στην άκρη του δρόμου, ένα ποδήλατο που διασχίζει την έρημη λεωφόρο, μια εκκλησία σε σμίκρυνση με χρυσό τρούλο. Αφήνεται σ’ αυτές, τις ακολουθεί, τις κυκλώνει με φράσεις και λέξεις σημερινές και τις αρχειοθετεί πλάι στα φωτογραφικά στιγμιότυπα της λεωφόρου ΝΑΤΟ. Συχνά αφήνεται σε σκέψεις που τρέχουν παράλληλα με τη λεωφόρο, απομακρύνονται από αυτή, εισχωρούν στα ενδότερα και μερικές σελίδες πιο κάτω ενσωματώνονται ξανά στην κεντρική ροή των συλλογισμών.
«Ποιος είπε ότι η ολοσχερής απουσία των ανθρώπων είναι a priori κακό πράγμα; Συχνά ο μόνος τρόπος να ακούσεις είναι να μην βρίσκεται κανείς να σου μιλήσει».
Το μικρό αυτό βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου συνδυάζει την ελεύθερη και συχνά απροσδόκητη ματιά του φλανέρ, με την οργανωμένη και συστηματική καταγραφή του ερευνητή. Η λεωφόρος ΝΑΤΟ από τον Ασπρόπυργο μέχρι την Ελευσίνα είναι περίπου 12 χιλιόμετρα, η «έσω» απόσταση όμως που διένυσε ο Σινιόσογλου φλανάροντας και καταγράφοντας έχει μονάδα μέτρησης αυτό το βιβλίο και υποδειγματικά κείμενα όπως το παρακάτω.
«Μηχανές. Ο θόρυβος των φορτηγών με γυρνάει ώρες πίσω. Χαράματα μισοξυπνώ στην καμπίνα ενός άγνωστου καραβιού. Παραμάσχαλα έχω την κουβέρτα μου, που είναι ολόμαλλη, στο χρώμα του γιαουρτιού με αστραφτερές γαλάζιες λωρίδες, ύστατο δώρο της αγαπημένης. όνειρο λοιπόν δεν βλέπω, γιατί μόνον εν εγρηγόρσει αντιλαμβάνεσαι πως αγαπάς ένα αντικείμενο (η αγάπη είναι αδύνατη στα όνειρα). Κοιτώ το ταβάνι του πατρικού μου, που έχει πάρει υγρασία στην αριστερή γωνία, κι αγγίζω το σημειωματάριό μου στο κομοδίνο. Σε πλοίο παραπέμπει μόνον ένας βόμβος που με τραντάζει ανάλαφρα, αν δεν έχει δυναμώσει, βαθύς και ευοίωνος σαν της εσωτερικής καμπίνας πάνω απ’ το μηχανοστάσιο ή δίπλα στο φουγάρο – παιδιόθεν οι αγαπημένες μου καμπίνες, όπου αφουγκραζόμουν το βαπόρι και γινόμουν ο φίλος κι εξομολογητής του. Αργά σηκώνω τους σπονδύλους της πλάτης. Η Μπουμπερίνα αποκοιμισμένη στην κοιλιά μου απάνω. χουρχουρίζει η μηχανότρατα και με κοιμίζει εκ νέου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά αργώ να ξεκινήσω. Αλλιώς θα είχα ίσως φτάσει στην Ελευσίνα ήδη. Ένα Volvo Scania περνά ξυστά. Τα φορτηγά προκαλούν κραδασμούς στην άσφαλτο, που είναι ανάλογοι με τις μυοκλονίες όσων ονειρεύονται».
Το πρώτο –αναγνωριστικό– ξεφύλλισμα του βιβλίου έγινε αρκετές μέρες πριν. Η γενναιοδωρία της γοργόνας (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες) του Denis Johnson είχε «περάσει στην επόμενη φάση», ήταν στη μεγάλη λίστα (και στοίβα) επάνω στο μεγάλο γυάλινο τραπέζι. Σχετικά μικρό σε αριθμό σελίδων, πολύ ευχάριστο στην αφή – ό,τι πρέπει για το ταξίδι. Η ανάγνωση θα ξεκινούσε μέσα στο τρένο, όμως το έχασα. Το τρένο, όχι το βιβλίο. Το βιβλίο, τελικά, το ξεκίνησα μέσα σε ένα λεωφορείο μία ώρα μετά, και το ολοκλήρωσα σε μια ζεστή και ήσυχη σοφίτα ανήμερα των Χριστουγέννων.
«Νιώθω κατάθλιψη. Κατάθλιψη. Μου φαίνεται ότι αυτό το Antabuse με ρίχνει. Μας είπες ότι θα νιώθαμε λίγο πεσμένοι ή θα νυστάζαμε συνέχεια δυο τρεις μέρες στην αρχή, δεν μας είπες όμως προσέξτε, θα ανοίξει μια καταπακτή στον πάτο της ψυχής σας και θα σας καταπιεί. Ακούω επίσης ανθρώπους να μιλάνε έξω απ’ το παράθυρό μου και όταν πάω να δω δεν είναι κανείς. Όταν είμαι μαζί με άλλους ανθρώπους, εννοώ πραγματικούς ανθρώπους, ανθρώπους που είναι όντως εκεί, νιώθω τελείως καλά. Μιλάνε, μιλάω κι εγώ, όλα φαίνονται κανονικά. Όταν όμως μπαίνω σ’ αυτό το δωμάτιο και κλείνω πίσω μου την πόρτα, ξαφνικά βρίσκομαι μόνος μου με κάποιον που δεν είναι εκεί».
Θέλω να γράψω πολλά, αρχικά όμως ας το διατυπώσω απερίφραστα. Το βιβλίο του Denis Johnson, με πέντε «χορταστικά» διηγήματα, είναι μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων, μεταφρασμένη με ευαισθησία και φροντίδα από τον Κώστα Σπαθαράκη. Παίρνω τον χρόνο μου. Ξεφυλλίζω το βιβλίο, ξαναδιαβάζω σημειωμένες παραγράφους – ψάχνω αφορμές να μείνω λίγο ακόμα μέσα στις ιστορίες.
«Από τους αμέτρητους συγγενείς και φίλους που λάτρευαν και βοηθούσαν τη Λιζ –στην πραγματικότητα από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο– ο Λινκ ήταν το μόνο πρόσωπο που αναγνώριζε. […] Η Λιζ δεν αναγνωρίζει τον σύζυγό της τον Μάλκολμ, απόστρατο αξιωματικό του ναυτικού, που φροντίζει κάθε της ανάγκη και που για χάρη της σχηματίζει ακόμα και το νούμερο του Λινκ κάθε βράδυ. και κάθε βράδυ η Λιζ και ο Λινκ μιλάνε στο τηλέφωνο κι εκείνη του μιλάει για τον έρωτά της, και ο Λινκ, που ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε, βαθιά μες στην ψυχή του, ότι ο γάμος τους είχε τελειώσει, χαίρεται με αυτές τις διακηρύξεις και απαντάει με τις δικές του, σ’ έναν κόσμο χωρίς μπρος και πίσω, χωρίς λογική, ίδιο με τον κόσμο των ονείρων, χάρη στην άνοια της Λιζ και στη σύγχυση που προκαλούν στον Λινκ τα οπιούχα και οι κρίσεις ζαχάρου, τα συχνά ψυχωσικά επεισόδια λόγω της ινσουλίνης και τα περιοδικά παραληρήματα που οφείλονται στις διακυμάνσεις των τοξινών, κυρίως της αμμωνίας, στο αίμα του».
Ο τόμος περιλαμβάνει πέντε μεγάλα διηγήματα, πέντε ιστορίες με κοινό χαρακτηριστικό το τέρμα της διαδρομής των ηρώων, τον θάνατό τους. Αυτό που εντυπωσιάζει, σε ένα δεύτερο επίπεδο σκέψης, είναι η αντίληψη και η συγγραφική ματιά που έχει ο Johnson για την κάθε ιστορία και τα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιεί. Είτε αθόρυβα μοντέρνος με τη θραυσματική αφήγηση στο ομότιτλο διήγημα, είτε χρησιμοποιώντας το είδος της κλασικής επιστολογραφίας στο διήγημα «Αστροφεγγιά στο Αϊντάχο», καταφέρνει να «καρφώσει» τις λέξεις της εκάστοτε ιστορίας του με τρόπο μοναδικό μεταφέροντας πηγαία συγκίνηση, αφοπλιστική αλήθεια και σπάνια αγριότητα. Αν πέρσι τα ωραιότερα διηγήματα που διάβασα ήταν αυτά της Lucia Berlin, φέτος σ' αυτή τη θέση βρίσκεται ο Denis Johnson. Τα πέντε αυτά διηγήματα της συλλογής κυκλοφόρησαν το 2018, έναν χρόνο έπειτα από τον θάνατο του συγγραφέα.
Κατάφερα και τον απέφυγα όλο τον μήνα. Συχνότερα κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή με κουρασμένο βλέμμα, κάποιες φορές διαβάζοντας ξανά και ξανά, με προσποιητή προσήλωση, την ίδια παράγραφο μιας πρώτης σελίδας. Τέλος, έφτασα στο σημείο να υποσχεθώ ότι θα το κάνω, απλώς και μόνο για να κερδίσω άλλη μια μέρα. Τελευταία μου προσφορά: Με αυτούς εδώ τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, θα αποφύγω οριστικά για φέτος τον καθιερωμένο απολογισμό;
Εδώ θα δέσω τ' όνειρο
στην έρημο, στον Άδη
με τη βροχή την πόρτα σου
δεν μπόρεσα να βρω.
Εδώ θα πέσει τ' άστρο μου
στου κόσμου το πηγάδι
χωρίς φιλί κοιμήθηκα
στην άκρη στο γκρεμό.
Στη νύχτα και στο χάλασμα
θα ρίξω το κλειδί μου
και με κουρέλι κόκκινο
θα δέσω το φτερό.
Εκείνα που 'χα να σου πω
τα παίρνω όλα μαζί μου
στο χώμα της δικής μου αυλής
μην ψάξεις για νερό.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα η Bette Davis.