Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τον μήνα που μας πέρασε. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Πλησιάζω το μεγάλο γυάλινο τραπέζι και το παίρνω στα χέρια μου (ξανά). Το ζυγίζω (ξανά). Το ξεφυλλίζω (ξανά). Το αρχίζω (ξανά). Για τρίτη φορά. Γιατί όμως επιμένω; Η συγγραφέας μού είναι άγνωστη (Elizabeth Harrower), η μεταφράστρια γνωστή μεν, αλλά ως (εξαιρετικά ταλαντούχα και συμπαθής) ηθοποιός (Κερασία Σαμαρά), ο τίτλος, απλώς εύηχος και κάπως αινιγματικός (Στους δικούς μας κύκλους), οι εκδόσεις Gutenberg αποτελούν εγγύηση, έχουν όμως στις πρόσφατες κυκλοφορίες τους, κλασικούς τίτλους με μικρότερο ρίσκο, εκ των πραγμάτων. Γιατί όμως επιμένω; Προφανώς, κρίνω το βιβλίο από το εξώφυλλό του. Ο πίνακας που χρησιμοποιήθηκε για την επιτυχημένη σύνθεση είναι του Δήμου Κηπουρού, ενός ανερχόμενου ζωγράφου, τον οποίο όμως, επίσης, δεν γνώριζα. Επιμένω και αυτή τη φορά το ολοκληρώνω.
Ομόκεντροι κύκλοι: Αυτό είναι το σχήμα που χαρακτηρίζει όχι μόνο το μυθιστόρημα της Elizabeth Harrower αλλά και τις συγγραφικές και εκδοτικές ιστορίες γύρω από αυτό. Ο μικρότερος κύκλος, όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πυρήνα αυτού του βιβλίου, δεν είναι άλλος από τις σχέσεις και τις δυναμικές που αναπτύσσονται, σε ένα χρονικό άνυσμα μερικών δεκαετιών, μεταξύ των τεσσάρων πρωταγωνιστών, οι οποίοι διαμένουν στο Σίντνεϊ. Δύο αδέλφια, ο Ράσελ και η Ζόι –ευκατάστατοι και θωρακισμένοι από τα καθημερινά προβλήματα– εντάσσουν στον στενό οικογενειακό τους κύκλο τον καλύτερο φίλο του Ράσελ, τον Στίβεν και την αδελφή του Άννα. Τα δύο αυτά αδέλφια μεγάλωσαν υπό την πλημμελή επιτήρηση ενός θείου τους, έχοντας χάσει τους γονείς τους, ενώ ήταν ακόμη μικροί. Κρυπτικός και γοητευτικός, ο Στίβεν θα είναι ο πρώτος άντρας που θα πλήξει την αυτοπεποίθηση της Ζόι, λίγο προτού αυτή φύγει για σπουδές στο Παρίσι, κι αυτός για δουλειά στη Μελβούρνη. Ο Ράσελ θα παντρευτεί τη Λίλι, τον εφηβικό του έρωτα και θα μετακομίσουν στην Ευρώπη, ενώ η Άννα θα είναι η μόνη που θα μείνει στο Σίντνεϊ, θα παντρευτεί τον Ντέιβιντ, έναν άντρα αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος λίγο μετά θα πεθάνει αναπάντεχα.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη, καθένα από τα οποία εστιάζει σε μια σημαντική περίοδο για τις ζωές των ηρώων. Στο δεύτερο μέρος, λοιπόν, το γεγονός που συσπειρώνει τους τέσσερις φίλους πίσω στο Σίντνεϊ, είναι ο θάνατος της μητέρας του Ράσελ και της Ζόι. Τις μέρες της επιστροφής της στο Σίντνεϊ, η Ζόι αποφασίζει να εγκαταλείψει το Παρίσι, τη δουλειά της και τη σχέση της εκεί, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι όπου γεννήθηκε, με τον νυν σύντροφό της, τον Στίβεν. Τα χρόνια που μεσολάβησαν και οι άνθρωποι που γνώρισε στο μεσοδιάστημα έχασαν το όποιο ειδικό βάρος της ασκούσαν, έπειτα από την επανασύνδεσή της με τον Στίβεν. Ο Ράσελ και ο Στίβεν εκτός από στενοί φίλοι αποφάσισαν να συνεργαστούν και επαγγελματικά και να βγάλουν μια μικρή, μαχητική και «αριστερόστροφη» εφημερίδα. Αναπόφευκτα στην όλη προσπάθεια βοηθάει, εκτός από τη Ζόι, τόσο η σύζυγος του Ράσελ, η Λίλι, όσο και η αδελφή του Στίβεν, η Άννα.
«Στριφογυρίζοντας ένα παγάκι στο άδειο ποτήρι της, η Άννα είπε, “Δεν καταλαβαίνουμε ποτέ πόσο λίγος χρόνος υπάρχει. Αυτό θα ‘πρεπε να πει κανείς στους ανθρώπους... ότι δεν υπάρχει χρόνος για ψέματα. Πρέπει να αποφασίζει κανείς και να πράττει τώρα. Γιατί μπορεί να μην υπάρχει άλλος χρόνος. Δεν φαίνεται να το καταλαβαίνουν. Ή δεν τους νοιάζει”».
Το τρίτο μέρος βρίσκει τους τέσσερις ήρωες δεκαπέντε χρόνια μετά. Η Λίλι δεν αντέχει να βρίσκεται μακριά από τις κόρες της, οι οποίες μετακόμισαν στο Λονδίνο για σπουδές και η Ζόι βιώνει το τέλος της σχέσης της με τον Στίβεν. Οι δυο τους αποφασίζουν να φύγουν από την εφημερίδα και ν’ αλλάξουν γι’ άλλη μια φορά ζωή τους. Την ημέρα των γενεθλίων της Λίλι, η Ζόι λαμβάνει από την Άννα ένα σημείωμα αυτοκτονίας, όπου ομολογεί ότι όλα αυτά τα χρόνια ήταν ερωτευμένη με τον Ράσελ. Λίγο μετά η αλήθεια έρχεται στο φως, όμως τίποτα δεν είναι όπως πριν.
«Παντρεύτηκα τη νεύρωσή του, σκέφτηκε ψύχραιμα. Με παρέσυρε η ιδιορρυθμία της σκέψης του με τον τρόπο που κάποιος ψυχίατρος θα μπορούσε να πνιγεί μέσα σε κάποια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ήθελε κάποιον αναλυτή να τον αναλάβει. Κανείς μας δεν το κατάλαβε».
Αν έπρεπε να κωδικοποιήσω το μυθιστόρημα της Harrower θα σημείωνα με βεβαιότητα: αποτύπωση πολύπλοκων σχέσεων με λεπτές αποχρώσεις, εκπληκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων, συλλογισμοί και σκέψεις με βάθος.
Η Αυστραλή Elizabeth Harrower είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στα λογοτεχνικά πράγματα. Εξέδωσε τα τέσσερα πρώτα της βιβλία από το 1957 μέχρι το 1966. Το 1971 και λίγο πριν από την κυκλοφορία του επόμενου μυθιστορήματός της, το αποσύρει χωρίς να πει πολλά. Τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε κάποια διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και από το 1977 δεν εμφανίστηκε πουθενά. Το 2012 ένας μικρός εκδοτικός οίκος της Αυστραλίας αποφάσισε να εκδώσει εκ νέου τα –πλέον εξαντλημένα– τέσσερα πρώτα της μυθιστορήματα. Το 2014 την έπεισαν να εκδώσουν το ακυκλοφόρητο μυθιστόρημά της κι έτσι η Harrower στα 86 της χρόνια επανέκαμψε διθυραμβικά στην πεζογραφία.
Υποχρεώσεις πολλές, οι μέρες περνούν, τα νέα βιβλία διεκδικούν τον χώρο τους στο μεγάλο γυάλινο τραπέζι και σωρεύονται ήδη σε μια μικρή στοίβα. Πλησιάζω, κλείνω τους διακόπτες, απομονώνω τα επιτακτικά «μόλις μεταφράστηκε, αυτό πρέπει να διαβάσεις», και παίρνω στα χέρια μου έναν μικρό, κομψό μαύρο τόμο. Μυθιστόρημα αναγράφει –με ωραίο εξώφυλλο και τίτλο Κέρμα στον αέρα (εκδ. Καστανιώτη)–, της Τασούλας Επτακοίλη. Γνωρίζω τη δουλειά της στο ραδιόφωνο του Μελωδία και στην Καθημερινή, και έχω παρακολουθήσει κάποιες από τις συνεντεύξεις που έχει κάνει στο πατάρι του Ιανού. Το πρώτο της βιβλίο, Το άλλο μου ολόκληρο (εκδ. Πατάκη), μια απόπειρα να δώσει σχήμα στη θλίψη της και να αποδεχτεί την απώλεια του συζύγου της, θυμάμαι με είχε συγκινήσει.
Με αυτό όμως το βιβλίο, η Τασούλα Επτακοίλη δικαιωματικά μπορεί να χαρακτηριστεί πεζογράφος. Χρησιμοποιεί στοιχεία από προσωπικά της βιώματα, ανατρέχει σε ιστορίες της οικογένειά της, θυμάται και αναζητεί παλιές φωτογραφίες των προγόνων της και όλα αυτά τα μεταπλάθει με αξιοθαύμαστη συγγραφική ωριμότητα και συνθέτει την ιστορία της μυθιστορηματικής της οικογένειας.
«Θυμήθηκε και το λαιμό της, που μύριζε ροδόνερο, όταν κουλουριαζόταν πάνω της τις νύχτες και έχωνε το πρόσωπό του στον κόρφο της. Μικρόσωμη εκείνη, ίσα που έφτανε μέχρι το στέρνο του, ψηλός εκείνος, θηρίο, πώς τον κατάπινε έτσι η αγκαλιά της; Μυστήριο πράγμα».
Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια και στο καθένα η τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιάζει και σε διαφορετικό πρόσωπο, το οποίο συναντά σε μια σημαντική μέρα της ζωής τους. Τα πρόσωπα αποτελούν μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας μέσα στα χρόνια. Ο Γιάννης, από το αλβανικό μέτωπο που στέλνει ένα γράμμα στη γυναίκα του, τη Στάσα, την οποία άφησε πίσω στο νησί με δύο μικρά παιδιά. Η Στάσα, χρόνια μετά, παραμονές Χριστουγέννων στα χρόνια του Εμφυλίου, με τα αδέλφια της στην εξορία, μόνη και χωρίς εισόδημα, αφηγείται στους δύο γιούς της, τον Πάνο και τον Πέτρος, μια ιστορία του πατέρα τους, τον οποίο δεν γνώρισαν γιατί αν και επέστρεψε ζωντανός από το μέτωπο, από ένα ατύχημα στο λιμάνι βρήκε φριχτό θάνατο. Τα δύο αγόρια, αργά το μεσημέρι, θα επιστρέψουν στο σπίτι με μισή οκά ρύζι και πενήντα δράμια πελτέ από τα κάλαντα που είπαν για πρώτη τους φορά. Το τρίτο κεφάλαιο βρίσκει τον Πέτρο, στο λιμάνι του Πειραιά να αποχαιρετά τη μάνα του και να επιβιβάζεται στο υπερωκεάνειο «Πατρίς» με προορισμό την Αυστραλία.
«Από το κατάστρωμα πια έριξε μια τελευταία ματιά στο λιμάνι του Πειραιά: στην τεράστια ταμπέλα του Παπαστράτου –ο ίδιος κάπνιζε τα Έθνος Έξτρα του Κεράνη, αλλά ήταν σίγουρος πώς τα αυστραλέζικα τσιγάρα θα ήταν πολύ καλύτερα–, στα φουγάρα της Δραπετσώνας, στους άντρες και στις γυναίκες που έβγαιναν από το σταθμό του Ηλεκτρικού και σκόρπιζαν βιαστικοί στα πεζοδρόμια. Ανάμεσα σ’ εκείνους που από το απέναντι υπόστεγο έγνεφαν βουρκωμένοι “αντίο” στους επιβάτες του “Πατρίς” διέκρινε τα φιλαράκια του. Σήκωσε το ένα χέρι για να τον δουν κι αυτοί. Έβαλε το άλλο στην τσέπη του και γέμισε τη χούφτα του με κέρματα – τάλιρα, δραχμές, πενηνταράκια. Τα εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη προς το μέρος τους. Οι ασημένιες σταγόνες έπεσαν στο τσιμέντο. Δεν άκουσε τον ήχο, μέσα στη φασαρία, αλλά δεν χρειαζόταν. Τον ήξερε, άλλωστε, καλά. Ήταν ο ήχος που ήθελε ν’ ακούει από δω και πέρα. Μόνο αυτόν».
Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο οι πρωταγωνιστές (παιδιά, νύφες, εγγόνια, παππούδες) και οι ιστορίες τους, φτάνουν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Σε δέκα κεφάλαια έχουμε συμπυκνωμένη την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας «χωνεμένη» στις προσωπικές ιστορίες των ηρώων της Επτακοίλη. Και εκεί βρίσκεται το ένα από τα δύο αξιοπρόσεκτα στοιχεία του βιβλίου, η σύνθεση της ιστορίας, που διακρίνεται από πυκνότητα, σαφήνεια, λειτουργικά αφηγηματικά ευρήματα που άλλοτε δένουν τη μια ιστορία με την επόμενη, και άλλοτε κουμπώνουν λεπτομέρειες μέσα στον χρόνο καθιστώντας τα πρόσωπα τρισδιάστατα και συχνά οικεία.
Το άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει στο Κέρμα στον αέρα είναι η προσεγμένη γλώσσα της Τασούλας Επτακοίλη. Κρατώντας σοφές ισορροπίες στις άγνωστες λέξεις που ενθέτει σε κάθε ιστορία, δίνει το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Επιπλέον, οι αφηγηματικές φωνές των ηρώων είναι διακριτές και το ύφος του μυθιστορήματος δεν έχει δραματικές εξάρσεις, είναι ήσυχο και κατασταλαγμένο. Ένα ευαίσθητο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Ένα τελευταίο και επιγραμματικό σχόλιο για τον επίλογο «Τριαντάφυλλο ή μολόχα», όπου η συγγραφέας θέλει να μας βάλει στο συγγραφικό της εργαστήρι και να μας αποκαλύψει τις ραφές των ιστοριών και των ηρώων της με την πραγματικότητα. Θεωρώ ότι αυτό το τελευταίο κεφάλαιο-εξομολόγηση δεν έχει να δώσει κάτι στο μυθιστόρημα –να του προσθέσει αξία ή να φωτίσει θολά σημεία–, κι αυτό γιατί δεν έχει θολά σημεία το βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά διαπιστώνουμε ότι είναι ξεκάθαρη η ανάγκη της συγγραφέως να γράψει αυτό το κεφάλαιο, χωρίς καμιά πρόθεση θεωρητικής προσέγγισης του μυθιστορήματος, αλλά να μιλήσει για την προσωπική της διαδρομή προς την ολοκλήρωσή του. Μια διαδρομή καθόλου αυτονόητη –σχεδόν επιβεβλημένη για κάθε «πρωτάρη» στο μυθιστόρημα–, στην οποία η Τασούλα Επτακοίλη καταγράφει εύστοχους αναστοχασμούς και καθαρές σκέψεις για στοιχειώδη ζητήματα, όπως η σχέση συγγραφέα, αφηγητή και ήρωα, αυτή της πεζογραφικής με την «πραγματική» πραγματικότητα και τέλος για τον συσχετισμό και τον τρόπο μετασχηματισμού του βιώματός της σε λογοτεχνία.
«Όταν στεκόμαστε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και κοιτάμε το είδωλό μας, ο χώρος πίσω μας φαίνεται εντελώς διαφορετικός, παράταιρος και ανοίκειος: αλλού βρίσκονται τα παράθυρα και οι πόρτες, από αλλού μπαίνει το φως, τα έπιπλα είναι σε διαφορετική θέση, όχι εκεί που τα έχουμε συνηθίσει. Χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Είναι κάτι σαν vertigo. Το ίδιο συμβαίνει συχνά όταν κοιτάμε πίσω στον χρόνο».
Παίρνω στα χέρια μου το νέο μυθιστόρημα του [φίλου και πολύτιμου συνεργάτη στο bookpress.gr] Νίκου Ξένιου Τα σπλάχνα (εκδ. Κριτική) και ένας καταιγισμός εικόνων, φράσεων και συναισθημάτων διεκδικούν τη μετατροπή τους σε λέξεις. Σταματάω να σημειώνω και αρχίζω την ανάγνωση.
«Κάποια στιγμή μεγαλώνεις χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Εκείνο το βράδυ θα πρέπει να έκλεισε απότομα και οριστικά πίσω μου η πόρτα της παιδικής ηλικίας, ενώ εγώ ακόμη θεωρούσα ότι όλοι θα συνέχιζαν να μου συγχωρούν τα λάθη, τις αταξίες και τα τερτίπια. “Στην πραγματικότητα, κανείς ποτέ δεν με νοιάστηκε, κανείς δεν με αγάπησε ειλικρινά και άδολα”, σκεφτόμουν, ώστε να εντείνω τη δραματικότητα της ζωής μου, ήδη από τα δεκατρία μου».
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε αποσπάσματα από το ημερολόγιο-απομνημονεύματα του καθηγητή Ιστορίας Άλκη Δομέστικου, τα οποία ξεκινούν από την παιδική του ηλικία και τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1931, διατρέχουν την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Δομέστικος γνωρίζει και ερωτεύεται τη Χρύσα και αμέσως μετά ξεκινά μια περιήγηση στην Ευρώπη –Βόννη, Παρίσι, Σάλτσμπουργκ, Βερολίνο–, όπου φιλοξενείται σε φίλους και συγγενείς και παρουσιάζει τις μονογραφίες του για «Το δημοσιονομικό σύστημα της περιόδου των Κομνηνών» σε διάφορα πανεπιστήμια. Η δικτατορία των συνταγματαρχών τον βρίσκει στο Παρίσι μαζί με τη Χρύσα. Τους επόμενους μήνες βρίσκονται στην καρδιά των γεγονότων του Παρισιού και, ενώ η Χρύσα παρακολουθεί από κοντά τις διαδηλώσεις, τις απεργίες και όλες τις κινητοποιήσεις που κορυφώθηκαν εκείνον τον Μάη του ’68, ο Άλκης περιφέρεται στη Μονμάρτη, διακρίνει και τον ενοχλεί η αποφορά της πόλης, οι Γάλλοι στο Μετρό και στα λεωφορεία, που μυρίζουν ιδρώτα, και ο κλοσάρ που έχει στρατοπεδεύσει στην είσοδο της πολυκατοικίας του και δυσκολεύει την πρόσβασή του σε αυτή. Εκείνη την εποχή ξεκινά και η φιλία του με τον Μίκαελ Ρέβε. Μια φιλία που θα κρατήσει μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του Άλκη Δομέστικου. Η καταγραφή αυτής της περιόδου είναι από τα ωραιότερα σημεία του πρώτου κεφαλαίου και σηματοδοτεί την εμφάνιση των πρώτων Αγγέλων στα μάτια του πρωταγωνιστή.
Στο επόμενο κεφάλαιο η αφήγηση παραμένει τριτοπρόσωπη αλλά λιγότερο εστιασμένη στον Άλκη. Παρακολουθεί την πορεία του, από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και τις αρχές του ’90, σε επιστημονικά συνέδρια αμφιβόλου κύρους στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ταξίδια με τη Χρύσα στην κεντρική Ευρώπη, καταγράφοντας το τέλος της σχέσης τους, τη σταδιακή του παράδοση σε μια κατάσταση απομόνωσης σε ένα διαμέρισμα στη Μασσαλία και την ίδια στιγμή την αποκρυστάλλωση και δημόσια έκφραση την κοσμοθεωρίας του. Μιας κοσμοθεωρίας που αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και κάποιες φορές συναντά τη χλεύη, τόσο από την ξαδέλφη του Βιρζινί όσο και από τη Χρύσα και τον γιο του, Αντώνη. Μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας.
«Ο Άλκης φωνάζει δυνατά “Ήρθα!”, μα κανένας δεν απαντά. Τότε μπαίνει σ’ ένα άδυτο. Προχωρεί ανάμεσα σε επαναλαμβανόμενες μεγαλιθικές κολόνες τύπου Μεσοποταμίας, με παραστάσεις από μάχες με λαούς που κατοικούν κράτη όπως της Παλμύρας ή της Κομμαγηνής, που δεν υπάρχουν παρά μόνο στα βιβλία: ένας βασιλιάς αναπαρίσταται πάνω σε άρμα ή πάνω σε ελέφαντα, ο ίδιος από κολόνα σε κολόνα. Αν ακολουθήσει τις παραστάσεις, θα αποκτήσει, λέει, στοιχειώδη αίσθηση του χρόνου».
Στο τρίτο και πιο σύντομο κεφάλαιο, «ακούμε» την Ευθαλία Εμεριάν, οικονόμο του Άλκη στη Μασσαλία, να αφηγείται το πώς πήγε να δουλέψει στο σπίτι του, τη δύσκολη σχέση που είχε, εκείνα τα χρόνια, με τον γιο της, τις ελπίδες και τις προσδοκίες που ανέπτυξε δουλεύοντας όλον αυτόν τον καιρό στο σπίτι του ιδιόρρυθμου Έλληνα καθηγητή. Όσο η αφήγηση της Ευθαλίας «κλείνει», γίνεται σαφές ότι στον πυρήνα της ιστορίας της βρίσκεται ο σταδιακός εκμαυλισμός του νεαρού Ζακ από τον Άλκη. Με τις τελευταίες φράσεις του κεφαλαίου: «Τα γεγονότα δεν μου έδιναν ποτέ απάντηση. Κι όπως σας τα διηγήθηκα, φαντάζομαι πως ούτε εσείς πήρατε ακόμα τις απαντήσεις σας», υποθέτουμε ότι μόλις διαβάσαμε μια κατάθεση της Ευθαλίας Εμεριάν.
«Σάμπως όλοι μας μόνοι δεν είμαστε, όμως; Απλώς, σε κάποιον σταθμό ανεβαίνει στο τρένο ένας περαστικός και όλα αλλάζουν. Ακόμη και η διαδρομή. Το ίδιο έγινε με τον πατέρα του Ζακ. Εκείνον βέβαια τον είχα αγαπήσει, αλλά ανήκε αλλού. Μου το ‘χε ξεκαθαρίσει από την αρχή πως θα ‘φευγε κάποια στιγμή, κι εγώ έπρεπε να το πάρω απόφαση πως όλα μεταξύ μας θα ήταν προσωρινά. Ήμουν τριανταπεντάρα τότε, αλλά δουλειά είχα και θα τα ‘βγαζα πέρα. Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί του. Κάθε μάνα το ίδιο θα ‘κανε. Έτσι πιστεύω».
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος η αφήγηση γίνεται πάλι τριτοπρόσωπη. Ο Άλκης ολοκληρώνει την παρανοϊκή θεωρία του και πείθει τον νεαρό Ζακ ότι ανήκει «στους ξεχωριστούς και στους ευγενείς». Αμέσως μετά επισκέπτεται τον Μίκαελ Ρέβε στο Βερολίνο, στα εγκαίνια της έκθεσής του με τίτλο «Τα σπλάχνα». Οι πίνακες του Ρέβε θα κλονίσουν τον Άλκη, θα ανατρέψουν συθέμελα την κοσμοθεωρία του και θα τον οδηγήσουν σε μια απόφαση απόλυτη και μη αναστρέψιμη.
Η εικόνα της Ευρώπης τα τελευταία πενήντα χρόνια του 20ου αιώνα δίνεται μέσα από ένα μωσαϊκό αμφιλεγόμενων εικόνων, οι οποίες εδράζονται στη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση ενός καθηγητή Ιστορίας και σε μια ιδεατή αντιμετώπιση της καθημερινότητάς του. Τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου συμπυκνώνουν και ισορροπούν το ύφος της γραφής του Νίκου Ξένιου. Ρεαλισμός στο πρώτο, ποιητική γραφή στο δεύτερο συνθέτουν ένα τέλος απόκοσμο και μεταφυσικό, σχεδόν όσο και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, Άλκης Δομέστικος.
Έχω αποφασίσει να εκχωρήσω τη σχέση μου με την ποίηση στο τυχαίο, στο μη αποφασισμένο, στην απουσία κάθε απαραίτητης πληροφορίας αγκιστρωμένης στη μνήμη. Κανένας τίτλος, κανένα όνομα, καμιά λέξη. Μόνο μια αίσθηση καθαρότητας, ένα ξεκούραστο βλέμμα, μια ανάγκη απεύθυνσης και τα βιβλία μου απέναντι. Ο μεγάλος μαύρος τόμος ανοίγει και διαβάζω:
Πρόσωπα
Συσπάσεις μυών. Χαμόγελα συναλλαγών.
Βεντάλια γίνονται οι μορφές που έζησες.
Την κλείνεις και μένει ένα περίγραμμα –
το δικό σου.
Μιλάς αιχμηρά, μιλάς στρογγυλά,
μιλάς επίπεδα. Μιλάς στα χαμένα.
Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά γλώσσα.
Δαγκώνεις τις λέξεις. Γίνεται το στόμα σου
φαρμακείο. Τότε στα μουγκά βλέπεις
τα κέρδη των επιχειρήσεων να αυξάνονται
και τον εργάτη να βιδώνει βίδες.
Το Σάββατο πάνε εκδρομή την ιδεολογία τους
–και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα–
Όλοι ξέρουν σε τι κατεστραμμένες πόλεις
συναντιόμαστε, χειμώνα καιρό με τσιγάρα,
νερό κι ένα ψόφιο σκυλί έξω από το ποίημα.
–Χρειάζονται απαλές κινήσεις
όταν αποφασίσεις να ξεχωρίσεις
τη ζωή σου από τους άλλους–
Γιάννης Κοντός
Στη διάλεκτο της ερήμου (1980)
από τον τόμο Τα ποιήματα 1970-2010 (εκδ. Τόπος)
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα ο Buster Keaton.