Η πανδημία του κορωνοϊού covid-19, ο εγκλεισμός, οι εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση του ιού, επανέφεραν στο προσκήνιο ερωτήματα για τη φύση της δυστοπίας, καθώς και για την αισθητική της απεικόνιση στην τέχνη (λογοτεχνία, σινεμά, εικαστικά). Πέντε Έλληνες συγγραφείς (Μιχάλης Μακρόπουλος, Νίκος Ξένιος, Κατερίνα Μαλακατέ, Γιώργος Παναγιωτίδης, Μιχάλης Μανωλιός) ξεχωρίζουν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα.
Επιμέλεια: Σόλων Παπαγεωργίου
Το 2007 ο μελετητής και μαθηματικός αναλυτής Νίκολας Νασίμ Ταλέμπ χρησιμοποίησε τον όρο «μαύρος κύκνος», στο ομότιτλο βιβλίο του, για να περιγράψει ένα εξαιρετικά σπάνιο κι απρόβλεπτο γεγονός που συμβαίνει μετά από μια οποιαδήποτε σειρά πιθανών και συνηθισμένων γεγονότων σε κάθε δραστηριότητα μιας κοινωνίας, και το οποίο την τραντάζει συθέμελα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Προσφάτως, υπήρξαν συζητήσεις για το αν η πανδημία του covid-19 μπορεί να χαρακτηριστεί «μαύρος κύκνος», συζητήσεις που ζητούσαν από τον Ταλέμπ να πάρει θέση επί του θέματος. Ο ίδιος απάντησε αρνητικά. Ο Ταλέμπ είχε ολοκληρώσει μια σχετική μελέτη για τον Συστημικό Κίνδυνο της επερχόμενης πανδημίας, όταν ο ιός αποτελούσε, έστω προσωρινά, αποκλειστικό πρόβλημα της Κίνας.
Στο παρόν αφιέρωμα, πέντε συγγραφείς μιλούν για τις λογοτεχνικές δυστοπίες που τους συγκλόνισαν· τα έργα εκείνα που οραματίζονται ένα ζοφερό «αύριο» για να αφυπνίσουν το «σήμερα».
Η δυστοπική λογοτεχνία συχνά παρουσιάζει τις πανδημίες ως «μαύρους κύκνους» – χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Κοράκι του Στίβεν Κινγκ. Συχνά, επίσης, η δυστοπική λογοτεχνία περιγράφει απολυταρχικά, φασίζοντα καθεστώτα που τείνουν να εξαλείψουν την ελεύθερη βούληση. Εν γένει, τα καταστροφολογικά σενάρια δεν έχουν να κάνουν τόσο με το μέλλον, αλλά με το παρόν: εκφράζουν τους προβληματισμούς των δημιουργών τους για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, για τη διάδοση επικίνδυνων ιδεολογιών και πεποιθήσεων, για την κρίση των ανθρωπιστικών αξιών.
Στο παρόν αφιέρωμα, πέντε συγγραφείς μιλούν για τις λογοτεχνικές δυστοπίες που τους συγκλόνισαν· τα έργα εκείνα που οραματίζονται ένα ζοφερό «αύριο» για να αφυπνίσουν το «σήμερα».
Τι ’ναι η δυστοπία; Θα απαντούσα, πρόχειρα, ένα καθρέφτισμα μιας στρέβλωσης στην ανθρώπινη ψυχή, ή μια αποτύπωση στρεβλών ιδεών και ιδεολογιών – η όψη που παίρνουν αυτές στο χώρο. Δεν χρειάζεται καν η δυστοπία να καταφύγει στη φαντασία – καθετί που έχει γραφτεί για τα ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας και εξόντωσης ή για τα Γκουλάγκ, π.χ., είναι δυστοπικό. Η δυστοπία είναι ο άλλος (όπως ο άλλος είναι επίσης πάντα η ευτοπία, γιατί δεν νοείται κακό χωρίς καλό και τανάπαλιν, είναι αυτά τα δύο το γιν και το γιανγκ του ανθρώπου – κι αν ο άνθρωπος «παράγει το κακό όπως η μέλισσα το μέλι», η περίφημη ρήση του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, αυτό είναι η μισή αλήθεια, γιατί επίσης ο άνθρωπος παράγει το καλό όπως παράγει η μέλισσα το μέλι).
Ο κόσμος του 1984 είναι συνυφασμένος με τη δυστοπία –είναι η δυστοπία per se–, αλλά, στο εξωτικό παραδείσιο περιβάλλον ενός νησιού φτιαγμένου γι’ αγορίστικες περιπέτειες, ποιος θα περίμενε το 1954, τη χρονιά που κυκλοφόρησε Ο άρχοντας των μυγών του Γκόλντινγκ, το κακό και η σκληρότητα να χορέψουν το δυστοπικό τους βαλς στο σκοπό που θα ’παιζαν ένα τσούρμο ναυαγισμένα παιδιά; Δεν υπάρχει εδώ ένας κόσμος του Μεγάλου Αδερφού που συνθλίβει τις μικρές ανθρώπινες φιγούρες, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που μες στην ομοιομορφία της εξαθλίωσής του ένας αριθμός αντικαθιστά το πρόσωπο, αλλά μια μεθυστική ελευθερία όπου η δυστοπία γεννιέται μέσ’ από τον άνθρωπο τον ίδιο, την παράγει όπως «η μέλισσα το μέλι».
Στον Άρχοντα ο Γκόλντινγκ έπλασε ένα μύθο και μια τραγωδία – έναν ατόφιο μύθο γεμάτο σύμβολα (ο νεκρός πιλότος, το κομμένο κεφάλι του γουρουνιού) και μια μπάσταρδη τραγωδία χωρίς κάθαρση. Όσο τρομερά κι αν είναι όμως αυτά που αφηγούνται ένας μύθος και μια τραγωδία, υπάρχει εγγενής σε τούτα, στο πλάσιμό τους το ίδιο, μια πίστη στον άνθρωπο – ειδάλλως ποιος ο λόγος, εντέλει, να φτιάξει κάποιος μια ιστορία; Οι δυστοπίες δεν απαρνιούνται τον άνθρωπο αλλά απεναντίας, γιατί νοιάζονται γι’ αυτόν, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Πρωτοδιάβασα τον Άρχοντα στο πρωτότυπο, ξανά στην όμορφη μετάφραση της Ρένας Χατχούτ και πρόσφατα, πάλι, όμορφα μεταφρασμένο από την Έφη Τσιρώνη σε μια θαυμάσια έκδοση της Διόπτρας με συνοδευτικά κείμενα της υπεύθυνης της έκδοσης Βάννας Κατσαρού, του Στήβεν Κινγκ και του ίδιου του Γκόλντινγκ. Δεν έχει χάσει ούτε τοσηδά από τη δύναμή του.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).
Η Μεταμόρφωση του Κάφκα, ο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ, η Ιστορία της Θεραπαινίδας της Μάργκαρετ Άτγουντ, το 1984 του Όργουελ ή το Ηλεκτρικό πρόβατο του Φίλιπ Ντικ; Εσκεμμένα επιλέγω να αναφερθώ σε ένα άλλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, του εξαιρετικού αυτού συγγραφέα, το “The Man in the High Castle” και στα ελληνικά Ο άνθρωπος στο απόρθητο κάστρο (μτφρ. Θεόδωρος Μαλτέζος, εκδ. Χίμαιρα), που τοποθετείται στο 1962 και προτείνει μιαν εναλλακτική εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αντίρροπες καταστάσεις έχουν διαμορφώσει έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε. Η αυτοκρατορική Ιαπωνία και η ναζιστική Γερμανία έχουν κυριαρχήσει στην αμερικανική ήπειρο, ενώ ο Χίτλερ πάσχει από σύφιλη και τον θρόνο του καγγελάριου επιβουλεύονται ο Μπόρμαν, ο Γκέμπελς, ο Χάιντριχ και ο Γκέρινγκ. Οι Ναζί έχουν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, τη Σοβιετική Ρωσία και την Αφρική, έχουν αφανίσει Εβραίους, Ρομά, Σλάβους και ομοφυλόφιλους, ενώ αντίστοιχη είναι η δράση της Ιαπωνίας στην Ασία και την Ωκεανία. Η Μεσόγειος έχει αποξηρανθεί για να προσφέρει λειμώνες προς καλλιέργεια, η βόμβα υδρογόνου έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και ειδικοί πύραυλοι εξασφαλίζουν ταχεία μετακίνηση ανά την υφήλιο και στο διάστημα. Στο μυθιστόρημα συχνά γίνεται αναφορά στο «Ί Τσινγκ» (Βιβλίο των Αλλαγών), το κλασικό έργο κινεζικής φιλοσοφίας που πρωτοεμφανίστηκε πριν από περίπου πέντε χιλιάδες χρόνια και που εισηγείται την έννοια της διαρκούς αλλαγής, το Γιν και το Γιάνγκ.
Η Ιαπωνία έχει καταλάβει τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών («Πολιτείες του Ειρηνικού»), ενώ η Γερμανία έχει εισβάλει στην ανατολική ακτή. Οι «Πολιτείες των Βουνών», οι «Μεγάλες Πολιτείες των Πεδιάδων» και το Τέξας παραμένουν ουδέτερη ζώνη, υπό την επωνυμία «Πολιτείες των Βραχωδών Ορέων». Στην ανατολή υπάρχει το σκιώδες καθεστώς του «Νότου», που συνεργάζεται με τους Ναζί, και ένα υπόλειμμα των «Ηνωμένων Πολιτειών» στα βορειοδυτικά, που διοικείται από στρατιωτικό επιτετραμμένο των Γερμανών. Όλως περιέργως ο Καναδάς παραμένει ανεξάρτητο κράτος, ενώ η Νεβάδα είναι διχασμένη ανάμεσα στις ιαπωνικές «Πολιτείες του Ειρηνικού» και την ουδέτερη ζώνη των «Πολιτειών των Βραχωδών Ορέων». Οι κινέζοι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο είναι πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» και οι μαύροι είναι δούλοι.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, «εντός μυθιστορήματος» εγκιβωτίζεται ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το “The Grasshopper Lies Heavy”, που παρουσιάζει ως εναλλακτική την πραγματική ιστορική εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή τη νίκη των Συμμάχων επί του Άξονα το 1945. Αυτό το βιβλίο διαβάζεται παράνομα, ως επαναστατικό μανιφέστο, ενώ ο μυστηριώδης συγγραφέας του, ο Χώθορν Άμπεντσεν, κατοικεί σε μια μυστική καστροπολιτεία που ονομάζεται «High Castle» και βρίσκεται κάπου στο Ουαϊόμινγκ.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Το εμβληματικότερο φεμινιστικό δυστοπικό μυθιστόρημα είναι ίσως κι αυτό που ξεχάστηκε πιο γρήγορα. Γραμμένη το 1936, Η νύχτα της Σβάστικας (μτφρ. Μαρία Πέτρου, εκδ. Ars Nocturna) της Κάθριν Μπούρντεκιν (το εξέδωσε με το ψευδώνυμο Κόνσταντιν Μάρεϊ, για ευνόητους λόγους) μιλά για έναν κόσμο όπου ο Χίτλερ έχει επικρατήσει κι έχει στήσει μια «Χιλιετή Αυτοκρατορία». Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμα ξεσπάσει όταν γράφτηκε το μυθιστόρημα, τότε επρόκειτο για ένα ακόμα βιβλίο επιστημονική φαντασίας. Τώρα όμως, υπό το φως της Ιστορίας, είναι πια ένα βιβλίο εναλλακτικής εκδοχής της πραγματικότητας.
Βρισκόμαστε προς τα τέλη της αυτοκρατορίας του Χίτλερ (ο οποίος ήταν ψηλός δυόμισι μέτρα, γαλανομάτης και Θεός σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα), κι ένας νεαρός Άγγλος πάει για προσκύνημα στη Γερμανία. Οι τάξεις έχουν ως εξής, πρώτοι από όλους οι Ιππότες (οι Ιερείς του Χίτλερ), έπειτα οι Ναζί, μετά όλοι οι άλλοι άντρες των υπόλοιπων εθνικοτήτων και τελευταίες οι γυναίκες. Αυτές είναι χειρότερες κι από σκουπίδια, τις κρατάνε σε στρατόπεδα αναπαραγωγής, τους δίνουν ελάχιστο φαγητό, τους ξυρίζουν το κεφάλι, τους φοράνε κουρέλια, είναι πανάσχημες και μιαρές· τους αφήνουν τους γιους τους έως τον ενάμιση χρόνο, κι έπειτα δεν τις αφήνουν να τους ξαναδούν. Και περιέργως, οι γυναίκες αρχίζουν να χάνουν την ικανότητα αναπαραγωγής. Ο νεαρός Άλφρεντ γνωρίζει στη Γερμανία έναν από τους Ιππότες κι αυτός του δείχνει φωτογραφίες εκατοντάδων ετών από τότε που οι γυναίκες ήταν ακόμα όμορφες και ισότιμες. Κι έτσι ο ήρωας, μαζί με τον ναζί Χέρμαν, αναλαμβάνουν να αλλάξουν τον κόσμο.
Η νύχτα της Σβάστικας γράφτηκε σε μια εποχή που αχνοφαινόταν μόνο το φάντασμα του φασισμού, δεν είχε φανερωθεί η βάναυση αγριότητά του σε όλο το μεγαλείο. Το γυναικείο κίνημα μετρούσε ήδη πενήντα χρόνια ζωής, μα τα δικαιώματα των γυναικών σε πολλές χώρες ήταν ακόμα άγνωστη λέξη. Ο κλειστοφοβικός κόσμος της Μπούρντεκιν, δέκα χρόνια πριν ο Όργουελ εκδώσει το εμβληματικό 1984, έχει ενσωματώσει όλο το κοινωνικό κουβάρι της εποχής, που παραδόξως μοιάζει τόσο με το δικό μας, ογδόντα χρόνια μετά. Τα δυστοπικά μυθιστορήματα είναι καταδικασμένα να είναι και πολιτικά. Αυτό που προέβλεψε όμως η Μπούρντεκιν μοιάζει πέρα από κάθε φαντασία· κάποιες ήξεραν ήδη από πριν.
* Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΛΑΚΑΤΕ είναι συγγραφέας και blogger. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Χωρίς πρόσωπο» (εκδ. Μεταίχμιο).
Η πανδημία που βιώνουμε επαληθεύει κάποια δυστοπία;
Η δυστοπία, αναφερόμενη στο εγγύτερο μέλλον, σαφώς υπερβάλλει τις τάσεις για κοινωνικό, συλλογικό, γραφειοκρατικό, τεχνολογικό, ηθικό ή ολοκληρωτικό έλεγχο για να τις κάνει περισσότερο ορατές. Βέβαια, πίσω από τη μυθοπλασία υπάρχει πάντα ένας πραγματικός κόσμος. Ο Όργουελ είχε στο μυαλό του τον Χίτλερ όταν έγραφε το 1984. Υπό το πρίσμα αυτό, η πανδημία που βιώνουμε και η κοινωνική απομόνωση ως επακόλουθό της, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για την πιθανώς δυσάρεστη εξέλιξη της κοινωνίας. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου, παρακολουθώντας στην τηλεόραση κάποιο κινηματογραφικό έργο, να βλέπω ανθρώπους να δίνουν τα χέρια ή να αγκαλιάζονται και να θέλω να τους πω μην το κάνουν, να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον. Αλλά, ευτυχώς, ο κόσμος στην πλειοψηφία του εξακολουθεί να λειτουργεί σύμφωνα με τους δημοκρατικούς θεσμούς ενώ, επιπλέον, πολλοί άνθρωποι έδρασαν αυτήν την εποχή με ιδιαίτερη ευαισθησία, προσδίδοντας στη δημοκρατία ένα ισχυρό έρεισμα με πράξεις καλοσύνης και γενναιοδωρίας, από τα ψώνια για τους γείτονες μέχρι το ράψιμο μασκών.
Η Πανούκλα τουΚάθριν Μπούρντεκιν, κείμενο περισσότερο συμβολικό και λιγότερο δυστοπία, συνομιλεί με την πανδημία της εποχής μας. Στην Πανούκλα, ο παραλογισμός της αιφνίδιας επέλασης του θανάτου ίσως συμβολίζει τις σκοτεινές και ακατανόητες πτυχές της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς. Η επιδημία της πανούκλας δοκιμάζει και αναδιαρθρώνει την στάση του ανθρώπου απέναντι στον άλλο άνθρωπο, στην ασθένεια και τελικά στον θάνατο αλλά και αναδεικνύει την πανδημία ως μια βαθιά αρνητική εμπειρία που αποδυναμώνει το άτομο και εισάγει τον διχασμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων με την καταλυτική επίδραση της μοναξιάς και του θανάτου.
Όμως, μένοντας στα όρια της δυστοπίας, η εποχή της Covid19 μοιάζει να επαληθεύει ένα δυστοπικό μυθιστόρημα-μπεστ σέλερ που έρχεται από το εγγύτερο παρελθόν. Πρόκειται για μια ζοφερή ιστορία που αναφέρεται σε μια πανδημία, ένα βιβλίο το οποίο απορρίφθηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια από τους εκδότες ως υπερβολικά ρεαλιστικό, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες, τελικά εκδόθηκε. Κάποιοι άνθρωποι θα δυσανασχετούσαν αν διάβαζαν αυτήν την εποχή ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σε κάποια πανδημία, αλλά οι περισσότεροι μάλλον θα ελκύονταν από τον σκοτεινό αντικατοπτρισμό της τρέχουσας πραγματικότητας στο Lockdown (μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, Ελληνικά Γράμματα) του Πήτερ Μέι, το οποίο διαδραματίζεται στο Λονδίνο που γίνεται το επίκεντρο μιας καταστροφικής επιδημίας. Παραθέτω δική του δήλωση:
«Όταν έγραφα το βιβλίο, οι επιστήμονες προέβλεπαν ότι η γρίπη των πτηνών θα ήταν η επόμενη μεγάλη παγκόσμια πανδημία. Ήταν ένα πολύ τρομακτικό πράγμα, μία πραγματική πιθανότητα, οπότε έκανα πολλή έρευνα θέτοντας το ερώτημα, τι θα γινόταν αν αυτή η πανδημία ξεκινούσε στο Λονδίνο; Τι θα μπορούσε να συμβεί αν μια πόλη σαν αυτή βρισκόταν σε καραντίνα;»
Όταν ένας συγγραφέας αφήνει ένα μυθιστόρημα στο συρτάρι, συνήθως δεν επανέρχεται με αυτό, πράγμα που δεν συνέβη με τον Σκοτσέζο συγγραφέα, ευτυχώς για εκείνον και δυστυχώς για την ανθρωπότητα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η επανέκδοση του μυθιστορήματός του «Ίσος Ιησούς» από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω: το 1984 (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη) είναι για μένα το απόλυτο δυστοπικό μυθιστόρημα. Δεν μου «αρέσει» το 1984. Δεν υπάρχει κάτι σε αυτό που να αρέσει στον αναγνώστη. Η ζοφερή ατμόσφαιρα, η στερημένη ζωή, η απόλυτη επικράτηση του ολοκληρωτισμού επί της ελπίδας, το μέλλον της ανθρωπότητας ιδωμένο ως μια μπότα που συνθλίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο.
Αυτό που ανάγει το βιβλίο σε σταθμό της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκτός από τη χειραγώγηση της γλώσσας και τη συστηματοποιημένη παραχάραξη της αλήθειας, είναι ότι χρησιμεύει, δεκαετίες τώρα, ως φάρος κοινωνικής και πολιτικής επαγρύπνησης. Δεν γίναμε 1984 επειδή ακριβώς γράφτηκε το 1984.
Η δική μας πραγματικότητα, βέβαια, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, προσομοιάζει λιγότερο με το 1984 και περισσότερο μια άλλη προφητική δυστοπική ουτοπία, τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδη, εκδ. Μέδουσα) του Άλντους Χάξλεϋ.
Διάβασα το 1984 πάνω από τριάντα χρόνια πριν. Το μίσησα και το θαύμασα μαζί, με πάτησε κάτω ως άνθρωπο. Δεν το έχω ξαναπλησιάσει από τότε και δεν σκοπεύω να το κάνω στο μέλλον.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΩΛΙΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Καλλίμορφη» (εκδ. Κέδρος).