
Σε συνέντευξή του, ο Βρετανός συγγραφέας David Mitchell, δύο φορές υποψήφιος για το Βραβείο Μπούκερ, μίλησε για το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Utopia Avenue».
Επιμέλεια: Book Press
Το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μίτσελ Utopia Avenue (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο) εξερευνά τη μουσική σκηνή της Βρετανίας των ’60s, μέσα από την ιστορία μιας φανταστικής μπάντας που σημειώνει ανέλπιστη εμπορική επιτυχία, σε μία περίοδο που ο ιδεαλισμός και η αθωότητα συγκρούονται συνεχώς με των ωμή πραγματικότητα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Guardian, ο Ντέιβιντ Μίτσελ εξήγησε τους λόγους που επέλεξε το συγκεκριμένο σκηνικό για την ιστορία του:
«Ήταν μια περίοδος γεμάτη καινοτομίες. Τα μουσικά άλμπουμ ως μορφή τέχνης, κι όχι απλώς ως μια βολική μέθοδος για την ομαδοποίηση των single και των μικρότερων κομματιών, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά με το Sgt Pepper's Lonely Hearts Club Band των Beatles. Δεν υπάρχει παρθενογένεση, κάτι που μπορεί να ειπωθεί και για το μυθιστόρημά μου, όμως είναι σημαντικό να είσαι ο πρώτος του είδους σου. Η ιδέα του να ακούς μουσική και να ταξιδεύεις χάρη σε αυτήν – φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν ήσασταν ζωντανοί όταν πρωτοεμφανίστηκε αυτού του είδους η μουσική, πόσο μάλλον σήμερα, που τέτοια τραγούδια κυκλοφορούν συνέχεια και εμφανίζονται από το πουθενά όταν η ανάμειξη από διαφορετικές κουλτούρες γίνεται με τον κατάλληλο τρόπο, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες».
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας μίλησε για τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν οι μουσικοί όταν βρίσκονται επί σκηνής:
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς φθονούμε τους περισσότερους μουσικούς, επειδή παίζουν τη μουσική τους και δέχονται άμεσα τις αντιδράσεις του κοινού. Καθώς παίζουν, αλληλεπιδρούν απευθείας, χωρίς καμία χρονική καθυστέρηση, με τους καταναλωτές της τέχνης τους… Μπορώ να καταλάβω πόσο σπουδαίο είναι αυτό το συναίσθημα – όλοι μπορούμε να το καταλάβουμε, απλώς και μόνο παρατηρώντας την ένταση που βιώνουν οι μουσικοί όταν βρίσκονται στη σκηνή. Όσο ιδιοφυής κι αν είναι μια σκηνή που θα γράψω, όσο τέλεια κι αν γράψω μια παράγραφο, δεν θα πάρω ποτέ, μα ποτέ, έστω μια μικρή γεύση από αυτό το ναρκωτικό. Η μόνη κατάσταση που προσεγγίζει λιγάκι όλα τα παραπάνω, είναι όταν διαβάζω κάτι σε μια παρουσίαση βιβλίου και υπάρχει κόσμος που ακούει, το οποίο προφανώς είναι ωραίο».
Στις σελίδες του βιβλίου του εμφανίζονται πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες, όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Λέοναρντ Κοέν και ο Φρανκ Ζάπα.
«Ήθελα να υπάρχουν αρκετά τέτοια πρόσωπα, ώστε να είναι διασκεδαστικό. Δεν ήθελα απλώς να κάνουν μια εμφάνιση, τους έβαλα να πουν και κάτι, ώστε να επηρεάσουν την εξέλιξη της σκηνής που συμμετείχαν. Αλλά δεν ήθελα κιόλας να γράψω ολόκληρα κεφάλαια για τις πραγματικές ζωές αυτών των πραγματικών ανθρώπων, καθώς η παρουσία τους δεν ήταν η ουσία του έργου μου».