Για το μυθιστόρημα του David Mitchell «Utopia avenue» (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, ο David Bowie σε ιδιωτικό πάρτι στο Λος Άντζελες το 1971.
Του Διονύση Μαρίνου
Κιθαριστικά ριφ που κυλούν σαν διαμαντόπετρες. Μπασιστικά περάσματα που ανασαλεύουν τα μύχια του σώματος. Ντραμς που τζαμάρουν με το φως και το σκοτάδι. Μελίρρυτοι ήχοι ενός Hammond που αντί για νότες στάζει ατόφιες προτάσεις ποικιλμένες με ιδρώτα και αίμα.
Αν οι «Utopia Avenue» είχαν υπάρξει ως πραγματικό συγκρότημα ροκ/φολκ της δεκαετία του ’60 (ω, τι σπουδαία εποχή) και δεν ήταν ένα μυθοπλαστικό κατασκεύασμα του πολύπλαγκτου Ντέιβιντ Μίτσελ, τώρα θα μιλούσαμε για το βαθύ ρίζωμα ενός μύθου. Για μια μπάντα που ξεκίνησε από το μηδέν, που ενώθηκε έπειτα από προτροπή ενός τετραπέρατου μάνατζερ, που ξεπέρασε τα στενά όρια των αγγλικών παμπ και κατάφερε να ανοιχτεί έως τα βαθιά νερά της άλλης άκρης του Ατλαντικού για να γνωρίσει, τελικά, την καταξίωση από τους σεπτούς μουσικούς της εποχής και τους χιλιάδες οπαδούς της.
Για έναν συγγραφέα όπως ο Μίτσελ, σαν να λέμε: για ένα συγγραφέα όπου η έμπνευσή του μοιάζει με μαγικό αερόστατο που ανεβαίνει σε μεγάλα ύψη, διαπερνάει τα στρώματα της ατμόσφαιρας, περιδιαβάζει τον κόσμο από μακρινή απόσταση και την ίδια στιγμή από την εγγύτητα που προσφέρει ένας ανθρώπινος πόρος, για έναν τέτοιο συγγραφέα, λοιπόν, το να γράψει την «ορθόδοξη» ιστορία μιας ροκ μπάντας θα ήταν ένας πολύ αδιάφορος στόχος. Όσοι έχουν διαβάσει τον Άτλα του Ουρανού (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), τα Χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ (εκδ. Τόπος) ή ακόμη και τα Κοκάλινα ρολόγια (εκδ. Τόπος) θα έχουν κατά νου πως ο Μίτσελ είναι μια περίπτωση «άπιαστου» συγγραφέα.
Τα μυθιστορήματα του Μίτσελ –ογκώδη συνήθως– είναι μια αναγνωστική εμπειρία που δεν ξέρεις όταν τα ξεκινήσεις πού θα σε μεταφέρουν όταν τα έχεις ολοκληρώσει.
Η πλοκή στα βιβλία του περιελίσσεται, οι ήρωες βρίσκονται μπροστά σε γεγονότα που τους ξεπερνούν και που μοιάζουν με κινούμενους βράχους, οι χρόνοι της αφήγησης μεταπηδούν ο ένας μέσα στον άλλον, παράλληλα με τον άλλο, ανάποδα, ίσια· όπου και όπως δει. Τα μυθιστορήματα του Μίτσελ –ογκώδη συνήθως– είναι μια αναγνωστική εμπειρία που δεν ξέρεις όταν τα ξεκινήσεις πού θα σε μεταφέρουν όταν τα έχεις ολοκληρώσει. Σπάνια θα βρει κανείς στις μέρες μας έναν τόσο ιδιοσυγκρασιακό συγγραφέα και με τον σπινθήρα της έμπνευσης να διαλάμπει ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Στο Utopia Avenue μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’60, στα χρόνια της αθωότητας (αν υπήρξε ποτέ τέτοια στον κόσμο μας) όπου τέσσερις νέοι ενώνονται τυχαία –και μοιραία– σε ένα ροκ γκρουπ που φέρει το χαρακτηριστικό όνομα «Utopia Avenue». Αυτή η Λεωφόρος της Ουτοπίας δεν είναι ένα σχήμα λόγου ή μια καλή επωνυμία που μπορεί να ανοίξει τις πάντα διπλοκλειδωμένες πόρτες της ροκ μυθολογίας. Γι’ αυτούς τους τέσσερις είναι ένας δρόμος συνάντησης με τους εαυτούς τους, ίσως και με το πεπρωμένο τους.
Είναι η ιστορία του Ντιν, του Γιάσπερ, του Γκριφ και της Ελφ. Για φαντάσου: μόνο ο Μίτσελ θα μπορούσε να δημιουργήσει μια μπάντα που μπορεί να ανδροκρατείται, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ’60 και εν πολλοίς συμβαίνει και στις μέρες μας, αλλά ένα μέλος της είναι γυναίκα. Και μάλιστα όχι μια γυναίκα-φάντασμα, αλλά οργανικό κομμάτι των «Utopia Avenue».
Ο Ντιν είναι ένα σκληροτράχηλο αντράκι, καρδιοκατακτητής, με έναν μέθυσο και άγριο πατέρα. Ο Γιάσπερ προέρχεται από τη σεπτή οικογένεια των Ντε Ζουτ, ναι, ο Γιάκομπ ντε Ζουτ είναι μακρινός συγγενής του (σ.σ.: ο Μίτσελ δεν ξεχνάει τους περασμένους ήρωές του). Είναι ένας κιθαρίστας που ομοιάζει στον Χέντριξ, μια ολότελα πολυδιάστατη προσωπικότητα που κουβαλάει μέσα στον μυαλό του έναν παράξενο «συγκάτοικο» που κάνει συνέχεια «τοκ-τοκ-τοκ» και του σμπαραλιάζει τα νεύρα. Ο Γκρίφιν, ο ντράμερ, δείχνει να είναι ο πιο αφανής έως τη στιγμή που θα εμπλακεί σε ένα δυστύχημα για το οποίο ευθύνεται και το βάρος του θανάτου που θα προκαλέσει θα τον μετακινήσει από το αυτάρεσκο σύννεφό του. Η Έλφ προέρχεται από μια μεσοαστική οικογένεια, ντρέπεται για το γεγονός ότι της αρέσουν τα κορίτσια, έχει χωρίσει με έναν άξεστο μουσικό από την Αυστραλία και αναζητεί τον επόμενο σταθμό της ζωής της. Αυτούς τους τέσσερις τους ενώνει ο Λεβόν, ένας μάνατζερ που κάνει κι αυτός τα πρώτα του βήματα στο χώρο και αναζητεί τη μεγάλη ευκαιρία να μπει στο κύκλωμα.
Τα πάντα συμβαίνουν μέσα σε δύο χρόνια πυκνών γεγονότων: από το 1967 έως το 1968. Βλέπουμε την άνοδο και την αιφνίδια πτώση του συγκροτήματος. Τις πρώτες αστοχίες, τις μεγάλες αγωνίες, τον πόθο για επιβεβαίωση έως την επιτυχία, το πέρασμα στις ΗΠΑ με μια σειρά συναυλιών...
Είναι ένα τυπικό γκρουπ, όμως, αυτό; Σαφώς και όχι. Η μουσική του έλκει την καταγωγή της από διαφορετικές πηγές. Η φολκ συναντάει το ροκ, ενώ οι κλασικές καταβολές δεν κρύβονται. Γράφουν σχεδόν όλοι τραγούδια και στίχους. Οι τρεις από τους τέσσερις τραγουδούν, ενώ δεν υπάρχει leader. Τι σόι ροκ συγκρότημα είναι αυτό που δεν μπορεί να καταταχτεί σε κάποιο είδους, που υπερβαίνει τα στεγανά και που θέλει να προσεγγίσει τη δική του ουτοπία;
Τα πάντα συμβαίνουν μέσα σε δύο χρόνια πυκνών γεγονότων: από το 1967 έως το 1968. Βλέπουμε την άνοδο και την αιφνίδια πτώση του συγκροτήματος. Τις πρώτες αστοχίες, τις μεγάλες αγωνίες, τον πόθο για επιβεβαίωση έως την επιτυχία, το πέρασμα στις ΗΠΑ με μια σειρά συναυλιών που κάνουν γκελ σε μουσικούς παραγωγούς, διάσημους αστέρες της ροκ και τον κόσμο. Οι «Utopia Avenue» πρόλαβαν να γράψουν δύο δίσκους που άφησαν εποχή, που ήταν ό,τι πιο progressive είχε ακουστεί ως τότε από μπάντα – πριν καν εμφανιστεί ο όρος. Ναι, οι Beatles και οι Rolling Stones υπήρχαν. Όπως και οι Pink Floyd, ο Hendrix και η Joplin. Όλοι αυτοί είχαν αρχίσει να αφήσουν με ευδιάκριτο τρόπο το χνάρι τους. Όμως, οι «Utopia Avenue», ω θεοί της ροκ, αυτοί ήταν το κάτι άλλο.
Τα τραγούδια τους ήταν παθιασμένα βιώματα σε μορφή στίχων. Η μουσική τους ήταν ένας διαρκής πειραματισμός. Οι προσωπικότητές των μελών, με εξαίρεση τον εκκεντρικό και εσωστρεφή Γιάσπερ, καίτοι δεν παρέκκλιναν από τον μέσο όρο των νέων της εποχής, είχαν κάτι ιδιαίτερο. Κάτι κεντούσε τριγύρω τους την άλω της διαφορετικότητας.
Ο David Mitchell (Μ. Βρετανία, 1969) σπούδασε Αγγλική και Αμερικανική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Kent, από όπου πήρε και το μεταπτυχιακό του στη Συγκριτική Λογοτεχνία. Έζησε πολλά χρόνια στην Ιαπωνία, όπου δίδασκε αγγλικά (και έγραψε το πρώτο του βιβλίο), πριν επιστρέψει στην πατρίδα του. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 1999 με το μυθιστόρημα Ghostwritten (Το δέντρο της τύχης). Η μεγάλη του επιτυχία όμως είναι το τρίτο του μυθιστόρημα, το Cloud Atlas (O άτλας του ουρανού) του 2004, που ήδη με την κυκλοφορία του χαιρετίστηκε ως αριστούργημα και θεωρείται ένα από τα σύγχρονα κλασικά του 21ου αιώνα. Ζει στην Ιρλανδία με τη σύζυγό του, Κέικο, και τα δύο τους παιδιά. |
Ο Μίτσελ δεν πρωτοτυπεί επ’ αυτού (ίσως και να μην χρειάζεται): η ζωή μιας μπάντας περιέχει πολύ ποτό, πολλές γυναίκες, τόνους ναρκωτικών, ανασφάλειες, ίντριγκες, φυλακίσεις, τσακωμούς, συγχρωτισμό με κάθε καρυδιάς καρύδι, γκρούπις, σεξ: ο ανάποδος Κήπος της Εδέμ. Τα ζουν όλα στον υπέρτατο βαθμό, ρουφούν κάθε έντονη στιγμή άλλοτε μαζί κι άλλοτε κατά μόνας.
Από το μυθιστόρημα κάνουν cameo εμφανίσεις μια σειρά από μορφές της ροκ μουσικής εκείνης της εποχής: από τον Leonard Cohen έως την Janis Joplin και από τον Syd Barrett έως τον Brian Jones. Το Chelsea Hotel είναι εκεί, πώς θα μπορούσε να λείπει; Οι μεγάλες συναυλίες, οι θαυμάστριες, οι τυχοκυνηγοί μάνατζερ, οι δημοσιογράφοι διαμορφωτές των τσαρτς. Ένας κόσμος που κινείται μεταξύ φωτός και σκιάς.
Και ο Μίτσελ; Τι κάνει ο Μίτσελ με όλο αυτό το υλικό; Η προσωπική απάντηση είναι αυτή: αν ο Τζόναθαν Κόου έγραψε το Τι ωραίο πλιάτσικο! (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις) αναπαριστώντας τη Θατσερική Αγγλία με εκπληκτικό βάθος, ο Μίτσελ φτιάχνει ένα μουσικό πλιάτσικο όπου τα πάντα ταιριάζουν με τα πάντα.
Από το μυθιστόρημα κάνουν cameo εμφανίσεις μια σειρά από μορφές της ροκ μουσικής εκείνης της εποχής: από τον Leonard Cohen έως την Janis Joplin και από τον Syd Barrett έως τον Brian Jones.
Από άποψη δομής είναι το πιο «οικείο» μυθιστόρημα έχει γράψει ποτέ. Εν συνόλω; Όχι! Υπάρχουν στιγμές που ο παλιός καλός Μίτσελ βγαίνει μέσα από πυρακτωμένες αράδες, από μια εικονογραφία εξαιρετικής λεπτότητας, σαν ένα ελιξίριο τρανού μύστη κι άλλοτε σαν μάγμα ηφαιστείου που πιστεύεις πως θα μείνει για πάντα ανενεργό, ενώ εκείνο βράζει και ετοιμάζεται να εκραγεί. Η σκηνή όπου ο Γιάσπερ, ως άλλος ξενιστής, μιλάει με το «πλάσμα» που του κοπανάει το κεφάλι θα μπορούσε να γραφτεί έτσι μόνο από τον Μίτσελ. Όπως και η αντίστοιχη που καταφεύγει σε έναν πειραματικό ιατρό που του υπόσχεται πως θα βγάλει τον «Τοκ τοκ» μέσα από το κεφάλι του, αφού χρειαστεί προηγουμένως να ταξιδεύσει μέσα στο χρόνο. Μα, μήπως και η σκηνή όπου ο Ντιν παίρνει acid μαζί με τον Jerry Garcia των Grateful Dead δεν είναι ομοίως ονειρική, πυρίκαυστη, φευγάτη ή μίγμα ονειροφαντασίας και σουρεαλισμού;
Ο Μίτσελ φτιάχνει την εποχή με τέτοια ενάργεια που ακόμη και να μην την έχεις ζήσει, είναι σαν να εκτυλίσσεται μπροστά σου. Είναι, δε, τέτοια η πειστικότητα της ιστορίας που σε κάνει να πιστεύεις πως, όντως, οι «Utopia Avenue» υπήρξαν, μεσουράνησαν και χάθηκαν με άδοξο τρόπο από το μουσικό στερέωμα.
Πολυφωνικό, ευφυές, γεμάτο μουσική, εκκεντρικό, μα πάνω από όλα απολαυστικό, το μυθιστόρημα του Μίτσελ διαβάζεται με το volume στο τέρμα, τα ηχεία να καίνε, τις κιθάρες να παίζουν τόσο δυνατά σε σημείο οι χορδές να βογκούν και με φωνητικά που άλλοτε θα μοιάζουν με υλακές χτυπημένου θηρίου κι άλλοτε με μουρμουρητό ενός άγνωστου πλάσματος που έρχεται από τα έγκατα της γης.
Τι κάνει η Μαρία Ξυλούρη που είχε την ευθύνη της μετάφρασης; Ό,τι και στα άλλα βιβλία του Μίτσελ που έχει μεταφράσει: άθλο προσωπικό και μεταφραστικό. Άθλο που όχι μόνο δεν πρέπει να τον παρασιωπήσουμε, αλλά να τον επισημάνουμε με κάθε τρόπο. Το αποτέλεσμα ρέει. Είναι μια πολυσέλιδη μπαλάντα για τη νιότη, τις φιλοδοξίες, τη φιλία, τις ματαιώσεις και το άδοξο τέλος που περιμένει πάντα στη γωνία.
Όχι, για το πώς τελείωσε αυτή η σπουδαία μπάντα δεν σας έγραψα. Δεν πρέπει, δεν είναι ανάγκη. Χρειάζεται να μυηθείτε πρώτα στο μεθύσι των τραγουδιών της μέχρι να φτάσετε στο σημείο της αδόκητης πτώσης της. Κάθε νότα στη θέση της, κάθε τραγούδι στο ρυθμό του.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Γιάσπερ πετάει το ένα πυροτέχνημα μετά το άλλο κατά τις εννιά στροφές του «Sound Mind». Το Ghepardo είναι πια τελείως άλλο πλάσμα. Στο τρίτο ρεφρέν η μπάντα κάνει πίσω για να αφήσει πεντακόσιους Νεοϋορκέζους να βροντοφωνάζουν τον τελευταίο στίχο. Τα μάτια του Γιάσπερ είναι μισόκλειστα. Καλπάζει σ’ ένα πολύ γρήγορο κλείσιμο. Η Ελφ επιστρατεύει ένα κρεσέντο από βαθύβια, πολυδάχτυλα περάσματα· κι ο Ντιν παλεύει να κρατηθεί, τα δάχτυλά του γλιστράνε γρηγορότερα απ΄το μάτι στην ταστιέρα του. Ο Γιάσπερ κάνει μετρημένα βήματα προς τους ενισχυτές Marshall, φλερτάροντας με τις συχνότητες ώσπου – ένα άοοοοοοοοοοοοοοοουυυυυυυ μικροφωνισμών βαράει και ξεσκίζει τον αέρα».