
Για το διήγημα του Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) «Το κτίσμα», που κυκλοφορεί στα ελληνικά αυτοτελώς από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ρασιδάκη.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ο Θερβάντες με τον Δον Κιχώτη δόξασε την περιπλάνηση, την εξερεύνηση εκτός των τειχών, έστω με πενιχρά ή καταστροφικά αποτελέσματα, αρδεύοντας τον έναν μεγάλο παραπόταμο του μυθιστορήματος. Ο Κάφκα και οι συνεχιστές του, όπως ο Μπόρχες, παρέκκλιναν από την ευθεία οδό και πιστοί στη σολιψιστική τους οπτική θεώρησαν εξαρχής το εκτός εχθρικό χώρο, παραμένοντας στο εσωτερικό κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο Αργεντινός στη βιβλιοθήκη-σύμπαν, κυοφορώντας κόσμους και ταξινομώντας ιστορίες που προϋπήρχαν ή έμελλε να υπάρξουν. Ο Τσέχος σε χώρους σκοτεινούς, σε δωμάτια αποπνικτικά και αφιλόξενα, όπου η έξοδος φάνταζε αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον αποτέλεσμα απελπισίας.
Μπορεί για τον Κάφκα το εκτός να είναι απειλητικό, αλλά και το εντός δεν προσφέρει ασφάλεια, για να θυμηθούμε τη Μεταμόρφωση, όπου ο άνθρωπος-έντομο εξολοθρεύεται από τους οικείους του, αποκλείοντας οποιαδήποτε προοπτική διαφυγής από το ασφυκτικό πλαίσιο – οικογενειακό ή κοινωνικό. Το Κτίσμα, από τα τελευταία διηγήματά του, παραμένει ανολοκλήρωτο, αφού μετά από λίγους μήνες ο συγγραφέας πέθανε, αν και εμπεριέχει συμπυκνωμένες τις θεματικές του, πάντα σε συνδυασμό με το αξεπέραστο ύφος του δημιουργού.
Οι ερμηνείες
Οι ερμηνείες αυτού του μικρού σε έκταση αφηγήματος, οι παραναγνώσεις κατά Μπλουμ, μπορούν να κινηθούν σε πολλαπλά επίπεδα, καθρεφτίζοντας κατά κύριο λόγο εκείνον που επιχειρεί να εισβάλει στον απομονωμένο πύργο του συγγραφέα, χωρίς απαραίτητα να φωτίσει με τον προβολέα το κτίσμα. Έκαστος και οι ερμηνείες του, επομένως, περνώντας από το ψυχολογικό, στο κοινωνικοιστορικό κ.ο.κ. ανάλογα με τις δεσπόζουζες της εποχής και τις προσλαμβάνουσες του κρίνοντος, όλες αυθαίρετες αναγκαστικά, όπως και το οικοδόμημα που έχτισε ο Κάφκα. Είναι όμως ανθρώπινη ανάγκη αυτή, η αναγωγή σε ένα οικείο πλαίσιο αναφοράς, η ταξινόμηση και η ένταξη, προκειμένου το ανοίκειο να μετατραπεί σε οικείο και να πάρει τη θέση του στο ράφι των ελλιπών αναγνώσεων. Στο Επίμετρο εξάλλου της εξαιρετικής έκδοσης, η άξια μεταφράστρια Α. Ρασιδάκη προσφέρει στον αναγνώστη έναν πλήρη οδηγό, αφήνοντάς μου ένα μικρό μόνο περιθώριο για κάποιες προσωπικές σκέψεις.
Σε τελική ανάλυση, κτίσμα μπορεί να είναι η εστία αλλά και το κελί, που στην κοσμοθεωρία του Κάφκα συγχέονται.
Ως λάτρης της ψυχολογικής/υπαρξιακής διάστασης, καθώς και της αυτοαναφορικότητας της λογοτεχνίας, θα σταθώ σε αυτά, εν τάχει. Για αρχή, το κτίσμα μπορεί να ιδωθεί ως ο εαυτός, ημιτελής και απρόσιτος από το υποκείμενο/αφηγητή που στέκει φοβικά απέναντί του, επιχειρώντας μεθοδικά όχι τόσο να τον χτίσει ολοκληρώνοντάς τον, όσο να τον οχυρώσει απέναντι στις έξωθεν επιβουλές. Η σχέση του έλλογου κτήνους (ο αφηγητής δεν είναι άνθρωπος) με το κτίσμα/εαυτό είναι αμφίθυμη. Μετακινείται από το εντός στο εκτός παρατηρώντας το, προκειμένου να αποφανθεί για την ασφάλειά του, ενώ ταυτόχρονα αποστασιοποιείται, επιχειρώντας συμβολικά να ερμηνεύσει τον εαυτό του σύμφωνα με το πώς φαίνεται από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Η εξ αποστάσεως θέαση βέβαια, μιας και πρόκειται για τον κατά Κάφκα κόσμο, δεν λαμβάνει ποτέ τη διάσταση της ωρίμανσης ή της βελτίωσης, παρά στέκεται αποκλειστικά στους τρόπους με τους οποίους ο τρίτος, ο ξένος, ο εισβολέας μπορεί να υπερκεράσει τις άμυνες του Εγώ και να προσεγγίσει, πάντα ως απειλή, το οχυρωμένο για τον σκοπό αυτόν κτίσμα. Η προσέγγιση επομένως μεταφράζεται πάντα αρνητικά, καθώς τίποτα και κανείς δεν πρέπει να περάσει την τάφρο που έχει δημιουργήσει το υποκείμενο. Σε τελική ανάλυση, κτίσμα μπορεί να είναι η εστία αλλά και το κελί, που στην κοσμοθεωρία του Κάφκα συγχέονται.
Όλες οι είσοδοι επιτηρούνται και το υποκείμενο βρίσκεται σε εγρήγορση προκειμένου να αμυνθεί.
Το κτίσμα είναι μια τεράστιας έκτασης μήτρα, μέσα στο αμνιακό υγρό της οποίας ζει ενταφιασμένο αλλά ασφαλές το υποκείμενο. Η έξοδος που συνιστά τη γέννηση αποτελεί τη μόνιμη απειλή, ενώ υπάρχει πάντα και ένας πιθανός εισβολέας (το αντρικό πέος, ίσως, αφού υπάρχουν και κάποιες περιγραφές που παραπέμπουν σε διείσδυση: «…ας ανακάλυπτε την είσοδο και άρχιζε να την πασπατεύτει για να ανασηκώσει τα βρύα, ας χωνόταν στα γρήγορα μέσα, ας εισχωρούσε τόσο βαθιά ώστε να φανούν για μια στιγμή τα αχαμνά του…) που απειλεί την εσωτερική ισορροπία. Το ζώο που κατοικεί εντός της μήτρας αμφιταλαντεύεται αφού πρέπει να εξέλθει για πρακτικούς λόγους από το κτίσμα, μόνο και μόνο όμως για να επιστρέψει στην ασφάλεια («…είναι μια ασφαλής τρύπα»), αφού ο έξω κόσμος είναι εκ προοιμίου εχθρικός. Όλες οι είσοδοι επιτηρούνται και το υποκείμενο βρίσκεται σε εγρήγορση προκειμένου να αμυνθεί.
Αν η απειλή δεν προέρχεται απέξω, τότε αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται ήδη εντός των τειχών.
Το πλάσμα περνάει τον χρόνο του εντός του κτίσματος αποθηκεύοντας τα φαγώσιμά του, ενώ απολαμβάνει την ησυχία του σε έναν περίκλειστο χώρο, την κεντρική πλατεία, η οποία το χωρίζει από το υπόλοιπο κτίσμα και τις μικρότερες πλατείες. Εκεί, ο πυρηνικός εαυτός αφήνεται να κυλιστεί στην ηδονική του απομόνωση. Εντούτοις, επειδή πρόκειται για έργο του Κάφκα, η ηρεμία του κτίσματος θα διαταραχτεί σύντομα με τη μορφή παράξενων ήχων, ενός σφυρίγματος που σταδιακά εισέρχεται στην αντίληψη του πλάσματος. Αν η απειλή δεν προέρχεται απέξω, τότε αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται ήδη εντός των τειχών. Η ειρήνευση, η μακάρια ευωχία, αντιστρατεύεται θεμελιωδώς την καφκική οπτική. Ο εχθρός παίρνει πάντοτε διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις. Το κτήνος στη σπηλιά, αυτό το προσηλωμένο στην ηδονή του φροϋδικό ID δεν εφησυχάζει στιγμή.
Ο βαθιά ενοχικός συγγραφέας αρχίζει να αμφισβητεί τον εαυτό του, μεταφέροντας τις αμφιβολίες του στο γκροτέσκο πλάσμα, οπότε υφίσταται μία ακόμα βαθιά ρήξη με τον εαυτό/κτίσμα: είναι άραγε ο μόνος κάτοικός του; Και αν όχι, ποιος προηγήθηκε και ποιος ακολούθησε; Η ριζική αμφισβήτηση που θέτουν τα ερωτήματα αυτά αντηχεί τις σκέψεις που δεν παίρνουν απάντηση, παρά μόνο από το μόνιμο πλέον σφύριγμα που αρχίζει να προσωποποιείται. Ο Σφυριχτής, ον της φαντασίας (;) του πλάσματος, πιθανώς να διαθέτει τα ίδια ή περισσότερα δικαιώματα στο κτίσμα, στη μήτρα/κελί ή στον εαυτό, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να το μάθουμε εμείς και το ον, αφού με εντελώς καφκικό τρόπο το διήγημα διακόπτεται, αφήνοντας αγχωτική και φοβική επίγευση.
Το ύφος
Η υποκειμενική (πρωτοπρόσωπη) αφήγηση του Κάφκα υποχρεώνει τον αναγνώστη να σταθεί εξαρχής σε θέση ταύτισης με το πλάσμα και την αγωνία του, που είναι εκείνη του δημιουργού του. Με τον χαρακτηριστικά λιτό του τρόπο αφήγησης, αποφεύγοντας τις μακροσκελείς προτάσεις, όπως και τις ψυχολογικές αναλύσεις, αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον φόβο και την απειλή που καραδοκεί μόνιμα εκτός και, τελικά, εντός. Η απέκδυση του εαυτού από τις όποιες πολιτισμικές συνθήκες που προσφέρουν ως δεδομένη την ασφάλεια και την ένωση, έστω με όρους εξάρτησης από κάποιους τρίτους (οικογένεια, φίλους, κοινωνία) κυριαρχεί στην αφήγηση.
Αυτή είναι η ουσία, θεωρώ, του καφκικού έργου. Να παρασύρει τον αναγνώστη του από τη θαλπωρή του δεδομένου και να τον τοποθετεί στο ασφυκτικό πλαίσιο της απογυμνωμένης ύπαρξης, του αρχέγονου τρόμου της επιβίωσης
Ο Κάφκα απογυμνώνει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το ον από όλες τις συμβάσεις, αφήνοντας να αναδυθεί ο πυρήνας -που αποτελεί και το υλικό των εφιαλτών μας- στην πιο στοιχειώδη εκδοχή: επιβίωση, ασφάλεια, φόβος. Αυτή είναι η ουσία, θεωρώ, του καφκικού έργου. Να παρασύρει τον αναγνώστη του από τη θαλπωρή του δεδομένου και να τον τοποθετεί στο ασφυκτικό πλαίσιο της απογυμνωμένης ύπαρξης, του αρχέγονου τρόμου της επιβίωσης, όπου η εξουσία του φόβου παίρνει τη μορφή του αγνώστου μέσω των οικογενειακών και κοινωνικών θεσμών. Μόνο που στο Κτίσμα προχωρά ένα βήμα παραπέρα, μεταφέροντας τον εφιάλτη στον ίδιο τον εαυτό που μετατρέπεται σε κελί, στο οποίο δεν επιτρέπεται κανείς ξένος να εισέλθει, μα την ίδια στιγμή ουδείς μπορεί να αποδράσει. Επιπλέον, η πιθανή παρουσία του ξένου δρομολογείται με υπαινικτικό αφηγηματικά τρόπο, σπέρνοντας την αμφιβολία στον αναγνώστη κατά πόσον είναι κάτι πραγματικό ή πλάσμα της φαντασίας ενός διαταραγμένου μυαλού, με το οποίο όμως ο αναγνώστης ταυτίζεται συν τω χρόνω.
Οι λέξεις για τον Κάφκα είναι εργαλεία εκφοβισμού, δομική ύλη κατασκευής κτισμάτων εθελούσιας αναμόρφωσης, αποδεκτού εγκλεισμού και αποδοχής της τιμωρίας από υποκείμενα τα οποία μετέχουν εξαρχής σε έναν προσχεδιασμένο αγώνα με στημένο αποτέλεσμα.
Το καφκικό ύφος, επιπλέον, συνίσταται και σε αυτό: να σπείρει τον σπόρο της αμφιβολίας στον αναγνώστη, προκειμένου ο χώρος και ο χρόνος να συμπιεστούν κλείνοντας γύρω από τους μετέχοντες στην ανάγνωση, οπότε το οικείο να καταστεί ανοίκειο και εχθρικό. Οι λέξεις για τον Κάφκα είναι εργαλεία εκφοβισμού, δομική ύλη κατασκευής κτισμάτων εθελούσιας αναμόρφωσης, αποδεκτού εγκλεισμού και αποδοχής της τιμωρίας από υποκείμενα τα οποία μετέχουν εξαρχής σε έναν προσχεδιασμένο αγώνα με στημένο αποτέλεσμα. Ο αναγνώστης συνακόλουθα προσελκύεται από το μη αναμενόμενο: περιεργάζεται με νοσηρή περιέργεια το πειραματόζωο που δεν θα καταφέρει να διασωθεί στο τέλος. Εκεί, μέσα από τον παραμορφωμένο καθρέφτη της αφήγησης, βλέπει τη δική του μοίρα και με κρυφή ικανοποίηση χαίρεται που δεν βρίσκεται σε εκείνο το κτίσμα, αλλά σε ένα άλλο, δικής του επινόησης και κατασκευής.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Συνέβη τότε, σὲ κάποιο διάλειμμα τῆς ἐργασίας μου -στη ζωή μου ἔκανα πάντοτε ὑπερβολικά πολλὰ διαλείμματα- νὰ βρίσκομαι ξαπλωμένος ἀνάμεσα στοὺς σωροὺς ἀπὸ χῶμα καὶ νὰ ἀκούσω ξαφνικά έναν μακρινὸ ἦχο. Ἔτσι ποὺ ἤμουν νέος, μοῦ προκάλεσε μᾶλλον περιέργεια παρὰ φόβο. Ἄφησα τὴ δουλειά μου καὶ βάλθηκα νὰ ἀφουγκράζομαι, τουλάχιστον τότε ἀφουγκραζόμουν καὶ δὲν ἔτρεχα πάνω, στὰ βρύα, γιὰ νὰ κρυφτῶ καὶ νὰ μὴν ἀκούω. Τουλάχιστον ἀφουγκραζόμουν. Μποροῦσα νὰ διακρίνω ἀρκετὰ καθαρά, ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ σκάψιμο, παρόμοιο μὲ τὸ δικό μου, ναὶ μὲν λίγο πιὸ ἀσθενές, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ ξέρει κατὰ πόσο αὐτὸ ὀφειλόταν στὴν ἀπόσταση. Ἤμουν περίεργος, ἀλλὰ κατὰ τ᾿ ἄλλα ψύχραιμος καὶ ἤρεμος. Ἴσως νὰ βρίσκομαι μέσα σὲ ἕνα ξένο κτίσμα, σκέφτηκα, καὶ ὁ ἰδιοκτήτης του νὰ σκάβει τώρα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἂν εἶχε ἀποδειχθεῖ σωστὴ ἡ εἰκασία αὐτή, μιὰ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξα κατακτητικὸς ἢ ἐπιθετικός, θὰ εἶχα ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ φτιάξω τὸ κτίσμα μου κάπου ἀλλοῦ.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα από γονείς Εβραίους: από έναν πατέρα αυταρχικό, που κατόρθωσε να γίνει εύπορος υφασματέμπορος, κι από μια μάνα τρυφερή που, αντίθετα με τον πατέρα του, είχε μεγαλώσει μέσα σ' έναν περίγυρο βαθιά μορφωμένων ανθρώπων. Ο Φραντς ήταν ο πρωτότοκος. Είχε τρεις αδελφές και δύο αδελφούς, οι οποίοι πέθαναν σε βρεφική ηλικία.
Μετά το γυμνάσιο, υπακούοντας στην επιθυμία του πατέρα του, ο Κάφκα αφού παρακολούθησε ορισμένα πανεπιστημιακά μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, σπούδασε τελικά νομικά. Στο πανεπιστήμιο γνωρίστηκε με διάφορους γερμανόφωνους εκκολαπτόμενους λογοτέχνες όπως ο Μαξ Μπροντ, που έγινε επιστήθιος φίλος του. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες του αφιέρωνε στο γράψιμο. Αυτό ήταν το μεγάλο του πάθος. Ελάχιστα κείμενά του δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, όπως η περίφημη Μεταμόρφωση (1916), Η αποικία των τιμωρημένων και το Ένας αγροτικός γιατρός. Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του Μπροντ και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. Άλλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο. Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πέθανε όμως φυματικός στις 3 Ιουνίου του 1924.
Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: Η δίκη (1925), Ο Πύργος (1926), Αμερική (1927).