
Για το βιβλίο του Άλτζερνον Μπλάκγουντ [Algernon Blackwood] «Οι ιτιές» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα). «Κατά τον μετρ της λογοτεχνίας τρόμου, Λάβκραφτ, οι Ιτιές ήταν το καλύτερο υπερφυσικό παραμύθι που είχε διαβάσει ποτέ».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο Χένρι Θορώ στο εμβληματικό Walden περιγράφει τις ειδυλλιακές ημέρες του στη λίμνη Ουόλντεν. Εκεί έφτιαξε μια καλύβα και έζησε επί δύο χρόνια με ελάχιστα μέσα, αλλά με πλέρια σχέση με την αγνότητα της φύσης. Τίποτα το παράξενο ή περίτρομο δεν σκίαζε τη δέσμευσή του με το παρθένο δάσος, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Οι συγγραφείς ακόμη περισσότερο. Εκεί που ο Θορώ έβλεπε τη γαλήνη, ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ διέβλεπε μια επίφοβη παραξενιά.
Weird fiction
Οι Ιτιές του Μπλάκγουντ, ένα από τα σημαντικότερα έργα της weird fiction που μας έρχονται από τις αρχές του 20ου αιώνα, μπορεί να συγκριθεί σε σπουδαιότητα με αντίστοιχα έργα του Χόφμαν, του Πόε και του Ο’ Μπράιεν.
Οι λάτρεις των ιστοριών τρόμου, φυσικά, θα τοποθετήσουν στην κορυφή της πυραμίδας τον Λάβκραφτ με το Κάλεσμα του Κθούλου. Κι όμως, πριν ο Αμερικανός συγγραφέας μάς παραδώσει αυτή την ιστορία τρόμου, ο Μπλάκγουντ είχε ήδη δημοσιεύσει τις Ιτιές και είχε γίνει αυτομάτως ένας ονομαστός ένοικος στην επικράτεια του τρόμου.
Δεν ενσωματώνει φαντασματικές φιγούρες στην πλοκή του, ούτε κάποια άλλη δαιμονική. Αυτό που προκαλεί τον φόβο ως πρωταρχικό στοιχείο είναι ότι δημιουργεί ένα κακόηθες σύμπαν που είναι αδιάφορο έως αντιδραστικό απέναντι στην ανθρωπότητα.
Κατά τον μετρ της λογοτεχνίας τρόμου, Λάβκραφτ, οι Ιτιές ήταν το καλύτερο υπερφυσικό παραμύθι που είχε διαβάσει ποτέ. Είχε άδικο; Όχι! Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Μπλάκγουντ είναι ότι δεν εικονοποιεί κάποιο αποτρόπαιο πλάσμα του άλλου κόσμου. Δεν ενσωματώνει φαντασματικές φιγούρες στην πλοκή του ούτε κάποια άλλη δαιμονική. Αυτό που προκαλεί τον φόβο ως πρωταρχικό στοιχείο είναι ότι δημιουργεί ένα κακόηθες σύμπαν που είναι αδιάφορο έως αντιδραστικό απέναντι στην ανθρωπότητα. Μπρος στο μέγα θαύμα και μυστήριο της φύσης, η ανθρώπινη μορφή δείχνει τόσο ασήμαντη. Η λογική του είναι άχρηστη, δεν τον βοηθάει καθόλου, ενώ οι εσωτερικές ανησυχίες του τέμνονται με τον τρόμο που έρχεται απ’ έξω.
Καμία φρικιαστική λεπτομέρεια δεν εκτίθεται ευθέως. Τίποτα το αγριωπό δεν εμφανίζεται στις εύγλωττες εικόνες που φτιάχνει ο Μπλάκγουντ. Κι όμως, ένα πνιγηρό αίσθημα απειλής επικρέμαται πάνω από τους δύο πρωταγωνιστές της νουβέλας. Ο ανώνυμος αφηγητής και ο φίλος του, ο Σουηδός, όπως μας τον ονομάζει, αποφασίζουν να κάνουν κανό στον Δούναβη και να αποθαυμάσουν τα αξιοθέατα. Εν συνεχεία, φεύγουν για τη Μπρατισλάβα και εισβάλλουν σε ένα παράξενο και καθόλα έρημο σημείο του υγρότοπου που αποτελείται από αμμώδεις εκτάσεις, θάμνους από ιτιές.
Πνιγηρή μοναξιά
Η ζέστη σε συνδυασμό με το σφοδρό αέρα, τα υπόγεια ρεύματα, την απόλυτη ερήμωση και το θρόισμα των ιτιών δημιουργούν από μόνα τους ένα σκηνικό πνιγηρής μοναξιάς. Ωστόσο, οι δύο έμπειροι ταξιδιώτες αδιαφορούν για τις προειδοποιήσεις που τους είχαν δώσει να μην προσεγγίσουν αυτό το μέρος. Βαθμηδόν, το ασίγαστο περιβάλλον αρχίζει να τους κυκλώνει απειλητικά. Ολοένα και περισσότερο εισέρχονται στον κόσμο των σκιών, των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων. Στα αφρισμένα νερά του ποταμού θα δουν να επιπλέει ένα σώμα που νομίζουν πως είναι κάποιος πνιγμένος, ενώ αποδεικνύεται ότι είναι μια βίδρα.
Μέσα στην ομίχλη που καλύπτει με το πέπλο της τα πάντα, πέρα μακριά, βλέπουν μια ανθρώπινη φιγούρα πάνω σε μια βάρκα να τους γνέφει, αλλά δεν είναι και τόσο σίγουροι ότι αυτή η μακρινή σκιά είναι, όντως, άνθρωπος. Υπό διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσαν να βιώσουν τη χαρά να βρίσκονται σε ένα μικρό βασίλειο θαύματος και φυσικού πλούτου. Μόνο που η φύση τούς δείχνει το μοχθηρό της πρόσωπο. Αισθάνονται σαν καταπατητές και απροσκάλεστοι σε έναν τόπο που δεν επιθυμεί την ανθρώπινη παρουσία.
Τότε είναι που και οι δύο θα αντιληφθούν πως μέσα στο σκοτάδι είναι απροστάτευτοι.
Ο αφηγητής αφουγκράζεται αμέσως αυτή την εχθρική ατμόσφαιρα, σε αντίθεση με τον Σουηδό που είναι πιο πρακτικός άνθρωπος. Τι θα συμβεί, όμως, όταν τη νύχτα που θα ξαπλώσουν στη σκηνή τους θα διαπιστώσουν πως το κανό του έχει τρυπήσει και ότι κάποιος έχει αφαιρέσει πράγματα από τις προμήθειές τους; Τότε είναι που και οι δύο θα αντιληφθούν πως μέσα στο σκοτάδι είναι απροστάτευτοι. Ότι οι ιτιές που κουνιούνται ωσάν να είναι πνεύματα του δάσους, θα τους αφανίσουν. Φοβούνται ακόμη και να εκστομίσουν τις σκέψεις τους μήπως κι αυτές έτσι γίνουν πραγματικότητα. Καθώς πέφτει η νύχτα, ο άνεμος ορθώνεται πάνω από το έλος, θροΐζοντας τα κλαδιά των ιτιών για μίλια τριγύρω, δημιουργώντας έναν παράξενο, ανίερο διάκοσμο.
Κρυφό μήνυμα
Οι απόκοσμοι ήχοι κουβαλούν ένα κρυφό μήνυμα. Έτσι αισθάνονται και οι δύο. Σαν κάποιος άγνωστος να θέλει να τους πει κάτι. Μια πλέρια αίσθηση ανοικείωσης παγώνει τις λογικές συνάψεις του μυαλού τους. Ο αφηγητής θα διακρίνει στον νυχτερινό ουρανό μια ρέουσα στήλη από φωτεινά στοιχεία που θα τα συσχετίσει με τους αρχαίους θεούς που διεκδίκησαν αυτή την έρημη περιοχή, αλλά που στη συνέχεια υποχώρησαν καθώς ο άνθρωπος πάτησε το πόδι του παντού.
Τώρα, όμως, ενδέχεται να ζητούν να πάρουν το αίμα τους πίσω. Ο Σουηδός σκέφτεται πως το μόνο που μπορεί να τους εξευμενίσει είναι μια θυσία. Ναι, ο παραλογισμός έχει εισχωρήσει ακόμη και στο μυαλό αυτού του καθόλα λογικού ανθρώπου. Καθώς η νύχτα βαθαίνει γύρω τους, ακούν την ατονική μουσική των ιτιών και διακρίνουν κάτι απάνθρωπο και απόκοσμο να κινείται προς το μέρος τους στο σκοτάδι. Τρομοκρατημένοι, σκοντάφτουν βίαια ο ένας πάνω στον άλλον – ο Σουηδός χάνει τις αισθήσεις του και ο αφηγητής συγκλονίζεται από πόνο.
Οι δύο άνδρες παλεύουν στην άμμο, με τον Σουηδό να παρακαλεί τον αφηγητή να τον αφήσει εκεί.
Αλλά αυτό φαίνεται ότι τους έσωσε άθελά τους: η ψυχική απόσπαση της προσοχής του πόνου έκανε το βουητό να σταματήσει. Ωστόσο, όταν ο αφηγητής σηκώνει το βλέμμα του, παρατηρεί ότι η σκηνή έχει ανατραπεί και ότι η άμμος γύρω της είναι γεμάτη βαθουλώματα. Ο Σουηδός θα φτάσει στο σημείο να προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία, εν τω μέσω της νυκτός. Ο αφηγητής θα το καταλάβει και θα τρέξει να τον σώσει. Οι δύο άνδρες παλεύουν στην άμμο, με τον Σουηδό να παρακαλεί τον αφηγητή να τον αφήσει εκεί. Αλλά προτού προλάβει να γλιστρήσει από τη λαβή του αφηγητή, κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα: το βουητό σταματά και ο Σουηδός βρίσκει τα λογικά του. Ανακουφισμένος, αλλά ταραγμένος, μουρμουρίζει ότι οι ιτιές πρέπει να βρήκαν άλλο θύμα για να πάρει τη θέση τους. Ναι, το βρήκαν, αλλά θα ήταν ασύγγνωστο σφάλμα να γράψουμε ποιο είναι. Αρκεί μόνο να σημειώσουμε ότι το τέλος είναι με τέτοιο τρόπο γραμμένο που λες και κλείνει έναν τέλειο κύκλο.
Ανατριχιαστική συνειδητοποίηση
Είναι σφόδρα πιθανό αυτό το κριτικό σημείωμα να μην μπορεί να αποδώσει το πνιγηρό περιβάλλον στο οποίο καταδύονται οι δύο πρωταγωνιστές, αλλά και ο αναγνώστης. Ευτυχώς, διότι έτσι θα χανόταν η σκοτεινή μαγεία του. Ο Μπλάκγουντ δημιουργεί μια πυκνή, συναρπαστική ατμόσφαιρα μεταβαλλόμενης πραγματικότητας, καταστροφών και ανατριχιαστικής συνειδητοποίησης της επίγειας ασημαντότητας των ανθρώπων και τα καταφέρνει θαυμάσια: η ιστορία διαποτίζεται από κάτι άγνωστο που είναι πιο τρομώδες από κάτι απτό που θα εμφανιζόταν μπροστά μας. Η μεταφραστική δουλειά της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου είναι εξαιρετική. Επιπλέον, δεν γίνεται να μην χαιρετίσουμε τη νέα σειρά των εκδόσεων Δώμα υπό τον τίτλο «Τα παράδοξα», η οποία διευθύνεται από τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο. Αναμένουμε κι άλλα τέτοια κείμενα στο εγγύς μέλλον.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήταν μεγάλη ανακούφιση που έπεσε ο άνεμος, γιατί το αδιάκοπο μουγκρητό του, το φυσομάνημα κι ο θόρυβός του μας είχαν ερεθίσει τα νεύρα. Όμως και η σιγή που απλώθηκε γύρω στις πέντε, όταν ο αέρας σταμάτησε ξαφνικά, είχε κι αυτή με τον τρόπο της κάτι βασανιστικό. Ο ήχος του ποταμού κυρίεψε τα πάντα· γέμισε τον αέρα με το βαθύ μουρμουρητό του, μια φωνή πιο μελωδική από το σαματά του ανέμου αλλά ασύγκριτα πιο μονότονη» (σελ.63)
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Άλτζερνον Χένρι Μπλάγουντ [Algernon Henry Blackwood], (1869-1951) ήταν Άγγλος αφηγητής ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας διηγημάτων και ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς ιστοριών φαντασμάτων στην ιστορία του είδους.
Ο κριτικός λογοτεχνίας S. T. Joshi έχει πει για αυτόν: «Το έργο του είναι πιο αξιέπαινο από οποιουδήποτε συγγραφέα του υπερφυσικού».
Γιος ιεροκήρυκα, ο Μπλάκγουντ ενδιαφερόταν όλη του τη ζωή για το υπερφυσικό, τον αποκρυφισμό και τον πνευματισμό και πίστευε ακράδαντα ότι οι άνθρωποι διαθέτουν λανθάνουσες ψυχικές δυνάμεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, αρθρογραφούσε περιστασιακά σε περιοδικά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, επέστρεψε στην Αγγλία και άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματά του. Ήταν φανατικός λάτρης της φύσης και της υπαίθρου, όπως αντικατοπτρίζουν πολλές από τις ιστορίες του. Για να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον του για το υπερφυσικό, έγινε μέλος της Λέσχης Φαντασμάτων. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και σύμφωνα με μαρτυρίες για την προσωπική του ζωή, ήταν μοναχικός, αλλά πολύ ευχάριστη παρέα.
Έγραψε 14 μυθιστορήματα, αρκετά παιδικά βιβλία και έναν αριθμό θεατρικών έργων, τα περισσότερα από τα οποία ανέβηκαν, αλλά δεν εκδόθηκαν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Μπλάκγουντ είχε μια τηλεοπτική εκπομπή στο BBC στην οποία διάβαζε ιστορίες φαντασμάτων.