Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, μια συνολική αναδρομή στα βιβλία του Τόμας Μπέρνχαρντ [Thomas Bernhard] που κυκλοφορούν στη χώρα μας, καθώς και αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου του «Ο Γκαίτε πεθένει» (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Κέλευθος), που μόλις κυκλοφόρησε.
Γράφει ο Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Φυσικά, για όλους μας υπάρχουν οι ευνοούμενοι συγγραφείς και ποιητές που τους διαβάζουμε περιπαθώς και αμέσως μόλις εκδοθεί ένα έργο τους αφήνουμε στην άκρη τα πάντα και καταβυθιζόμαστε στις δίνες του. Κάτι σκαλίζουν μέσα μας, ο ρυθμός του λόγου τους μας παρασύρει, τους νιώθουμε δίπλα μας, είναι αυτό που λέμε δικοί μας άνθρωποι. Παρότι άλλοι είναι οι δημιουργοί που θεωρούμε, όσο γίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα, κορυφαίους, οι ευνοούμενοι είναι αυτοί που μας ξετρελαίνουν, που σαρώνουν την μέσα από τα βλέφαρά μας περιοχή και άλλοτε ερωτοτροπούν με την πρώτη μας νιότη, ενώ άλλοτε μας υπενθυμίζουν πόσο αδυσώπητα κυλάει ο χρόνος: μα είναι δυνατόν να πρωτοδιάβασα Ρέιμοντ Τσάντλερ πριν από μισόν αιώνα και να τον διαβάζω τώρα, ασπρομάλλης πια, με την ίδια μανία, αναφωνούμε. Κι όμως.
Τέτοιοι συγγραφείς για μένα είναι ο γίγας Τζέιμς Έλροϊ [James Ellroy, 04.03.1948] (πάνε τριάντα πέντε χρόνια από τότε που με συνεπήρε), αλλά και (όχι και τόσο παραδόξως, καίτοι ακόμη δεν έχω προσδιορίσει το γιατί) ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ [Jean-Patrick Manchette, 19.12.1942 – 03.06.1995] που κι αυτόν πάνω από τριάντα χρόνια τον διαβάζω. Τον τελευταίο καιρό, έχω γίνει εμμονικός αναγνώστης του Ερίκ Βυϊγιάρ [Éric Vuillard, 04.05.1968], δίχως ούτε δευτερόλεπτο ν᾽ αναρωτιέμαι γιατί. Όπως και νά ᾽χει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη φορτώνω κάθε τόσο τον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη με βιβλία ευνοούμενων συγγραφέων μου.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ [Thomas Bernhard, 09.02.1931 – 12.02.1989] ανήκει στην κατηγορία αυτή. Ευνοούμενος από την πρώτη στιγμή που έπιασα, το 1987 και όλως τυχαίως, την πρώτη έκδοση του Μπετόν, στην εμπνευσμένη μετάφραση του αείμνηστου φίλου Αλέξανδρου Ίσαρη. Η Hannelore Ochs υπέγραφε τον Πρόλογο και το Χρονολόγιο. Ήταν από κάποιες, αγνώστων λοιπών στοιχείων και αγνώστου ιστορίας έκτοτε, εκδόσεις ΑΞΙΟΣ/ΒΑΣΤΕΡ (!) Μάλλον επρόκειτο για το μοναδικό τους εγχείρημα. Όπως διηγείται ο Ίσαρης, όταν το είδε ο Μπέρνχαρντ αναφώνησε «Σαν κηδειόχαρτο είναι αυτό το εξώφυλλο». Και ήταν, τωόντι.
Το Μπετόν το ανέλαβε αργότερα η Εστία, όπου εκδόθηκε και ο τόμος Τα βραβεία μου, έξοχα μεταφρασμένος από τον πεπειραμένο Σπύρο Μοσκόβου. Η σκυτάλη πέρασε στον Εξάντα, με τον χαλκέντερο Βασίλη Τομανά να υπογράφει απανωτές μεταφράσεις, και με μια πρόσφατη του Αλέξανδρου Κυπριώτη. Από τις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορούν τέσσερα έργα του Αυστριακού μετρ (Πλατεία Ηρώων, Πρόζα, Βαδίζοντας, και Ρίτερ, Ντένε, Φος), τα θεατρικά του παίζονται τακτικά εδώ, και με επιτυχία, ενώ ποίησή του έχουν μεταφράσει ο Γιώργος Κεντρωτής και ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Κυκλοφορεί και ένας τόμος 440 σελίδων με όλα του τα ποιήματα από τις εκδ. Βακχικόν.
Αξίζει, για την ιστορία να σημειώσω ότι κάποιοι απ᾽ την παλιοπαρέα των βιβλιομανών μάθαμε γερμανικά για να διαβάσουμε Μπέρνχαρντ (και Έγελο, περιττεύει να πω).
Και τώρα, από τις λίαν εκλεκτές εκδόσεις Κέλευθος εμφανίστηκε μες στο κατακαλόκαιρο, σαν δώρο αναπάντεχο, το κομψό τομίδιο Ο Γκαίτε πεθένει (εσκεμμένα ανορθόγραφο, καθόσον ακολουθεί την επίσης εσκεμμένη για χιουμοριστικούς λόγους, όπως θα δούμε ανορθογραφία στο πρωτότυπο – «schtirbt» αντί του ορθού «stirbt»). Μεταφράζει ανεπίληπτα η Σοφία Αυγερινού, που μας έχει γυρίζει στα ελληνικά και τη μνημειώδη τριλογία Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ (εκδ. Έρμα).
Πρόκειται για τέσσερα πεζογραφήματα –αφηγήσεις (Erzählungen) τα ονοματίζει ο Μπέρνχαρντ– όπου ο μυημένος θα καλωσορίσει, ενίοτε με τρανταχτά γέλια, σχεδόν όλα τα θέματα που ανέκαθεν απασχολούσαν τον Αυστριακό δημιουργό, ενώ ο αρχάριος θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τον απαράμιλλο συνδυασμό χειρουργικού (αντι)κοινωνικού χιούμορ, αστραφτερής ευρυμάθειας και ρυθμικά στροβιλιζόμενης πρόζας που συναποτελούν την ιδιαίτερη συμβολή του Μπέρνχαρντ στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Μόνο εάν έχεις εντρυφήσει σε καμιά δεκαριά βιογραφίες και τόμους μαρτυριών σχετικά με τον Γκαίτε μπορείς να συνθέσεις αυτό το τρελό σουίνγκ που δίνει τον τίτλο στον τόμο, που αφηγείται τις τελευταίες ώρες του τιτάνα Γκαίτε, όπου ο εν λόγω τιτάνας επιθυμεί διακαώς να συναντήσει (αν είναι ποτέ δυνατόν) τον Λούντβιχ Βιττγκενστάιν (γεννηθέντα, βεβαίως, έτη τριάκοντα και επτά μετά τον θάνατο του Αθάνατου Γκαίτε), μιας και θεωρεί ότι μόνον ο Βιεννέζος φιλόσοφος είναι στο ύψος της γκαιτεϊκής διάνοιας, οπότε και βουρλίζει, ο Γκαίτε, τους αλληλομισούμενους κολαούζους και παρατρεχάμενούς του (Ρίμερ, Κρόιτερ, Έκερμαν), με την ειρημένη διακαή του επιθυμία, και έπονται σελίδες που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν βγει από ταινίες των Αδελφών Μαρξ! Απόλαυση!
Ο μυημένος θα καλωσορίσει, ενίοτε με τρανταχτά γέλια, σχεδόν όλα τα θέματα που ανέκαθεν απασχολούσαν τον Αυστριακό δημιουργό, ενώ ο αρχάριος θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τον απαράμιλλο συνδυασμό χειρουργικού (αντι)κοινωνικού χιούμορ, αστραφτερής ευρυμάθειας...
Στο «Μοντέν, μια αφήγηση», ο Μπέρνχαρντ αδράχνει την ευκαιρία να εκφράσει, για μια ακόμα φορά, τον θαυμασμό του προς το έργο του Γάλλου γεννήτορα του δοκιμιακού είδους και, παράλληλα, να διακηρύξει, επίσης για μια ακόμα φορά, τις ad nauseam και ποικιλοτρόπως διακηρυγμένες θέσεις του ενάντια στην οικογένεια, στα δεινά που προξενούν οι γονείς στα παιδιά, στις ταλαιπωρίες που υποβάλλουν τα παιδιά τους γονείς, στο μίσος και στον αλληλοσπαραγμό μες στο «σπιρτόκουτο» της αυστριακής φαμίλιας. «Από την ώρα που γεννήθηκα, λένε, είμαι εναντίον τους», ωρύεται για τους γονείς του ο σαραντάχρονος αφηγητής (ο οποίος, παρεμπιπτόντως ζει ακόμη μαζί τους), «ακόμη και προτού μιλήσω, όταν ήμουν απλώς ένα κακό παιδί που τους κάρφωνε με το βλέμμα, τους κατηγορούσα για την ύπαρξή μου, για τη δόλια τερατωδία τους. Ακόμη και ως παιδί που το αντίκριζαν για πρώτη φορά τούς είχα ταράξει, γιατί ήμουν εναντίον τους. Ενστικτωδώς, από τις πρώτες κιόλας στιγμές, τα πάντα μέσα μου είχαν στραφεί εναντίον τους, κι όταν τελικά μπήκε η νόηση στο κεφάλι μου, είχα στραφεί εναντίον τους με τη μέγιστη αποφασιστικότητα και αναλγησία». Σαν από ταινία του Μίχαελ Χανεκε (άλλος κοινωνικός ανατόμος κι αυτός). Παιδί από κούνια!
Στο «Αντάμωμα», το αντιοικογενειακό μπαράζ συνεχίζεται, μάλιστα πιο καταιγιστικό ακόμα. Εδώ εμπλέκονται δύο ζεύγη γονιών και οι γόνοι τους. Εύποροι, καλλιεργημένοι, με χόμπι, αλλά για τον Μπέρνχαρντ πάντα αποκρουστικοί, κάλπηδες, φιλισταίοι, αμβλύνοες, χειρότεροι κι από τους hollow men του Τ.Σ. Έλιοτ, αθεράπευτα κι ανεπανόρθωτα αντιπνευματικοί.
Και η ετυμηγορία του Μπέρνχαρντ γίνεται πια αδέκαστη, και πυρωμένη, στην τέταρτη, και τελευταία αφήγηση, με τίτλο «Τυλίχτηκε στις φλόγες. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις προς κάποιον παλιό φίλο». Εδώ τα ακούει ολόκληρη η Αυστρία («η ασχημότερη και γελοιοδέστερη χώρα του κόσμου»)· τ᾽ ακούει ο καθολικισμός («Η Καθολική εκκλησία είναι ο καθολικός δηλητηριαστής, ο καθολικός καταστροφέας, ο καθολικός εξολοθρευτής»)· τ᾽ ακούει η αρχιτεκτονική (ο αρχιτέκτονας είναι τσαρλατάνος των επίπεδων επιφανειών, το Ζάλτσμπουργκ όλο είναι ένα αρχιτεκτονικό βδέλυγμα)· και ο ευρισκόμενος σε κατάσταση ατελέσφορης τρέλας ήρωας μαίνεται τόσο που αρπάζει φωτιά η πόλη, καίγεται ολοσχερώς. Ευτυχώς, επρόκειτο μονάχα για ένα ενύπνιο που αφηγήθηκε ο υπαρξιακός φυγάς στον άλλοτε φίλο του, έναν αρχιτέκτονα και συλλέκτη ονείρων.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Όταν μετά ο Γκαίτε πέθανε, και μάλιστα στις είκοσι δύο του μηνός, σκέφτηκα αμέσως τι πρόνοια της μοίρας ήταν αυτή, που την ίδια ακριβώς ημερομηνία ο Γκαίτε είχε καλέσει τον Βιττγκενστάιν στη Βαϊμάρη. Τι σημάδι εξ ουρανού. Το Αμφιβάλλον και το Μη Αμφιβάλλον υποτίθεται πως ήταν τα προτελευταία λόγια του Γκαίτε. Δηλαδή, μια έκφραση του Βιττγκενστάιν. Και αμέσως μετά εκείνες οι δύο λέξεις, οι πιο διάσημες που είπε ποτέ: Περισσότερο φως! Αλλά στην πραγματικότητα τα τελευταία λόγια του Γκαίτε δεν ήταν Περισσότερο φως, αλλά Περισσότερο – πώς;» (σ. 46).
«Γιατί ο άνθρωπος όταν γεννιέται είναι η ησυχία, είπα, οι γονείς είναι εκείνοι που τον κάνουν ανήσυχο, μέσω του γονεϊκού συστήματος του καθενός που τελικά μετατρέπεται σε παγκόσμιο σύστημα. Επομένως, φυσικά και δεν υπάρχει κανένας ήσυχος άνθρωπος, είπα, όλοι είναι ανήσυχοι, και όταν αναζητούν την ησυχία είναι σκέτη τρέλα. Σ᾽ αυτή την τρέλα υποπίπτουν όλοι από καιρό σε καιρό, αναζητούν την ησυχία, ενώ ησυχία δεν υπάρχει, γιατί ο άνθρωπος είναι η ανησυχία, και όπου πηγαίνει εκεί είναι κι η ανησυχία, και όπου δεν βρίσκεται αυτός δεν μπορεί να τη βρει. Όταν αναζητούμε την ησυχία είναι η μεγαλύτερη τρέλα, είπα. Διαρκώς αναζητούμε ησυχία και ασφαλώς δεν τη βρίσκουμε, επειδή εμείς οι ίδιοι είμαστε η ανησυχία» (σ. 97).