Του Μάκη Πανώριου
Ορισμένα από τα πλέον σπουδαία μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, με βαθύ φιλοσοφικό ορίζοντα, έχουν γραφτεί από συγγραφείς που δεν ανήκουν αποκλειστικά και μόνον στο είδος. Ίσως επειδή η μυθολογία που χρησιμοποιούν για να καταθέσουν την προβληματική τους μπορεί να λειτουργήσει πολύ πιο αποτελεσματικά με τα σύμβολα και τις συντεταγμένες του, την προσχηματική της επιστήμης και της τεχνολογίας, είτε πραγματικές είναι αυτές είτε φανταστικές, την συγκεκριμένη θεματική του γενικά.
Διότι πώς αλλιώς θα σχεδιαστεί η ουτοπία και η αντιουτοπία, λογοτεχνικά είδη που επιχειρούν να συλλάβουν την κοινωνικοπολιτική όψη του κόσμου κατά τη διάρκεια της αέναης ιστορικής οδοιπορίας του με τις θετικές και αρνητικές στάσεις της, αν ο συγγραφέας τους δεν καταφύγει για λόγους σκοπιμότητας, και πάλι θετικούς ή αρνητικούς, σε παραμορφωτικά ή ακόμη και γκροτέσκα μυθολογικά σχήματα; Η αποκρυπτογράφησή τους, όμως, ή η σωστή ανάγνωσή τους, αποκαλύπτει τις φιλοσοφικές, πολιτικές στο βάθος δομές, επί των οποίων έχουν οικοδομηθεί τα διάφορα εξουσιαστικά συστήματα, που με ελάχιστες επιφανειακές παραλλαγές τους, διαιωνίζουν μια μάλλον αμφίβολη ιδεολογία χειραγώγησης του πολίτη προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Υπό αυτή την έννοια, η επιστημονική φαντασία στις καλύτερες στιγμές της, στο σώμα της οποίας και ανήκουν τα προαναφερθέντα είδη, μπορεί και να λειτουργήσει ‘προφητικά’, οραματιζόμενη ένα μέλλον, ως ‘φυσική’ προέκταση του παρόντος.
Πρόκειται για ένα από τα λίγα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στα μέσα του 20ου αιώνα, που έχει υπερβεί την εποχή του, και του οποίου ο λόγος ακούγεται αφάνταστα επίκαιρος, καθώς λειτουργεί ως αποκαλυπτικό σχόλιο της δυστοπικής σύγχρονης εποχής.
Ως απόδειξη των προλεχθέντων το σπουδαίο μυθιστόρημα του Άντονι Μπάρτζες, «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι», που επανεκδίδεται στην ολοκληρωμένη μορφή του. Πρόκειται για ένα από τα λίγα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στα μέσα του 20ου αιώνα, που έχει υπερβεί την εποχή του, και του οποίου ο λόγος ‘ακούγεται’ αφάνταστα επίκαιρος, καθώς λειτουργεί ως αποκαλυπτικό σχόλιο της δυστοπικής σύγχρονης εποχής. Είναι και το ουσιώδες χαρακτηριστικό του που θα διατηρήσει και στο επερχόμενο μέλλον. Επειδή, παρ’όλο που εμφανίστηκε σε μία ‘αθώα εποχή’, μοιάζει να έχει αφουγκραστεί τον ήχο και την «Μορφή των Πραγμάτων που θα’ ρθουν», όπως τόσο εύστοχα την οραματίστηκε ο Χ.Τζ.Οέλς, το 1932, με το εν λόγω ανεπανάληπτο έργο του. Με την διαφορά ότι ο Άντονι Μπάρτζες ‘άκουσε’ το ουρλιαχτό της μελλοντικής βαρβαρότητας - και το ‘ηχογράφησε’ - όπως το εξέπεμψε ο μοντέρνος ολοκληρωτισμός της καθολικής αναρχίας, φυσική μάλλον μετεξέλιξη της υποφώσκουσας αγριότητας που ενυπάρχει στο εσωτερικό του ανθρώπου, ως ένας από τα κύρια χαρακτηριστικά του που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση του ‘πολιτισμού’ του. Και ως τέτοιο, επικαλυμμένο με την ψευδαίσθηση ενός ανύπαρκτου , επί της ουσίας, ανθρωπισμού, συνεχίζει να μετεξελίσσεται, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να παραμορφώνεται, συνεχώς, να μεταλλάσσεται σωστότερα, σε κτήνος, προς χάρη μιας αμφίβολης, αν όχι και ζωώδους, επιβίωσης. Πολύ φυσικό επομένως να προσπαθεί να την κατακτήσει καταφεύγοντας στην ωμή βία με την βοήθεια ειδικών ‘επιστημονικών επιτευγμάτων’. Τακτική που λειτουργεί πλέον ως αυτοσκοπός. Στο βάθος, όμως, και πέρα από τα κραυγαλέα, πομπώδη και ηχηρά επιχειρηματικά πυροτεχνήματα με τα οποία επιχειρεί να υπερασπιστεί την αναγκαιότητά τους, ως τα μόνα των οποίων η εφαρμογή μπορεί να εξασφαλίσει το λεγόμενο ‘σωστό κοινωνικοπολιτικό κράτος’, ενυπάρχει ‘απλώς’ η ικανοποίηση της θηριωδίας και της κτηνωδίας που εμφωλεύουν στον άνθρωπο τις οποίες και επιζητούν παντοιοτρόπως.
Όμως, υπό το πρόσχημα της βελτίωσης της καθημερινότητας, η εκάστοτε εξουσία, που γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία της χειραγώγησης και της αλλοτρίωσης, τα μόνα μέσα με τα οποία μπορεί να ισχυροποιεί τις θέσεις της αλλά και να διατηρεί καθηλωμένο τον πολίτη, επινοεί όλο και πιο απάνθρωπες σωφρονιστικές μεθόδους προκειμένου να του ‘εξασφαλίζει’ μια επίπλαστη κοινωνικοπολιτική σταθερότητα. Εξυπακούεται ότι η ωμή βία με τις πάσης φύσεως αγριότητες που την χαρακτηρίζουν, βανδαλισμούς, προπηλακισμούς, καταστροφές, έως και δολοφονίες, επαναφέρει απλώς το νόμο της επικράτησης του ισχυρότερου, όποιος και αν είναι αυτός και με όποιο προσωπείο κι αν εμφανίζεται. Η τακτική αυτή στοχεύει, όπως είναι ευνόητο, στην επικράτηση του χάους, που προϊόντος του χρόνου δηλώνεται απροκάλυπτα ως φυσική κατάσταση, η οποία αφ’ ενός δεν μπορεί να τιθασευτεί, αφ’ ετέρου υπογράφει το ‘ο σώζων εαυτώ σωθήτω’∙ και σχεδόν ο καθείς γνωρίζει ποιος συνήθως ‘σώζεται’ και ‘επιβιώνει’. Κατά βάθος, όλη αυτή η σκοτεινή λειτουργία, εγκυμονεί και προοιωνίζεται την έλευση ενός νέου αδιανόητου, και πολύ εφιαλτικότερου από τον βιβλικό, κατακλυσμού, υπαρξιακών προδιαγραφών, που απειλεί τον άνθρωπο από τον ίδιο τον κτηνώδη εαυτό του. Κάποιοι μοναχικοί άνθρωποι, οι οποίοι και θεωρούνται γραφικοί, κινδυνολόγοι, και ανεδαφικοί, για ευνόητους λόγους φυσικά, που, όμως, μοιάζει να είναι οι μόνοι που δέχονται το μήνυμα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και το εκπέμπουν είτε με εφιαλτικούς μύθους είτε με σκοτεινές εικονογραφήσεις, αλλά πλέον απευθύνονται σε ‘ώτα μη ακουόντων’∙ το αποδεικνύει η πραγματικότητα, επί παγκοσμίου βάσεως, που συνεχώς επιδεινώνεται.
Σε ένα πολύ κοντινό μέλλον, ο κάτοικος του οποίου δεν αισθάνεται μόνο απλώς ανασφαλής, αλλά δέχεται ανά πάσα στιγμή την βάρβαρη επίθεση μιας άγριας πραγματικότητας, ο δεκαπεντάχρονος Άλεκ, μαζί με τους φίλους του, συμπεριφέρεται ως τέρας.
«Το Κουρδιστό Πορτοκάλι», ως συμβολικό, και όχι μόνο, βλέμμα πάνω σ’ αυτήν την σύγχρονη ‘μεσαιωνική’ πραγματικότητα, της οποίας η μετεξέλιξη οδεύει προς όλο και πιο δυστοπικές δομές, το επιβεβαιώνει. Και μόνο το εξωτερικό περίβλημα της ιστορίας του, η οποία μπορεί να είναι και μια παραμορφωτική αντανάκλαση του παρόντος, καθώς μετεξελίσσεται σχεδόν νατουραλιστικά, χωρίς να εκτρέπεται σε παράλογα σχήματα, το επιβεβαιώνει. Σε ένα πολύ κοντινό μέλλον, ο κάτοικος του οποίου δεν αισθάνεται μόνο απλώς ανασφαλής, αλλά δέχεται ανά πάσα στιγμή την βάρβαρη επίθεση μιας άγριας πραγματικότητας, ο δεκαπεντάχρονος Άλεκ, μαζί με τους φίλους του, συμπεριφέρεται ως τέρας. Ασελγεί, βιάζει, κλέβει, εγκληματεί, βασανίζει. Μια απόμακρη, ξεχασμένη πλέον μνήμη του προηγούμενου εαυτού του, πολύ πριν από την ολοκληρωτική διάβρωσή του, εκστασιάζεται μάλλον επιδερμικά ακούγοντας Μπετόβεν, Μπαχ, Χέντελ. Όμως, αυτή η χαμένη σε ένα χαμένο πια παρελθόν ωραιότητα δεν είναι σε θέση να τον θεραπεύσει απ’ την ανίατη αλλοτρίωσή του. Θεωρεί, λοιπόν, «το σχολείο μια άχρηστη εκπαίδευση», και αυτοδηλώνεται ως εκπρόσωπος του «θαυμαστού νέου κόσμου», κυνικά, ωμά, χωρίς κατά βάθος να έχει συναίσθηση της ανθρώπινης απώλειάς του και την πλήρη μετάλλαξή του σε τέρας που έχει υποδουλωθεί ολοκληρωτικά στα θηριώδη ένστικτά του: «Αυτό που κάνω το κάνω πολύ απλά διότι μου αρέσει να το κάνω». Επομένως, μπορεί η μουσική, σύμφωνα με μια ανεδαφική ‘θεωρεία’, να ‘εξημερώνει’ τα ζώα, αλλά όχι τα κτήνη. Το Κράτος, εκ παραλλήλου, εξίσου διεφθαρμένο και παρακμιακό, θα επιχειρήσει να επαναφέρει το ‘απολωλός πρόβατο’ στον δικό του ‘ίσιο δρόμο’, μεταπλάθοντάς τον με την μέθοδο της πλύσης εγκεφάλου, σε ένα άχρωμο, άβουλο, κατευθυνόμενο πιόνι, προκειμένου να διατηρήσει μια πλασματική ‘Κοινωνική Γαλήνη’. Το ‘επιστημονικό σωφρονιστικό’ του σύστημα, είναι βέβαια αποκρουστικό και θανατηφόρο, όπως και όλη η ανάλογη μεθοδολογία που εφαρμόζουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, προκειμένου να μεταμορφώσουν, και τον παρανομούντα, και τον απλό πολίτη, όχι μόνο σε πειθήνιο όργανο του συστήματος, αλλά σε ανδρείκελο, σε νευρόσπαστο, απογυμνωμένο εντελώς ακόμη και από τον στοιχειώδη ανθρωπισμό του, ώστε να καταστεί ο ‘ιδανικός υπηρέτης’ του Κράτους. Είναι η φιλοσοφία των ήδη προαναφερθέντων ολοκληρωτικών συστημάτων, ανεξαρτήτως χρωματικής αποχρώσεως, που γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τι σημαίνει απώλεια της υπαρξιακής ελευθερίας, και αντικατάστασή της με μία πλασματική, την οποία έχουν ‘κατασκευαστεί’ να θεωρούν ως την μοναδική ιδανική, και ως εκ τούτου να μην είναι πλέον σε θέση να διανοηθούν την ανατροπή της.
Πάνω σ’ αυτό το ιδεολογικό σκεπτικό έχει οικοδομηθεί η ανατριχιαστική ‘μελλοντική’ αντιουτοπία του Άντονι Μπάρτζες. Η βία, η βαρβαρότητα και η κτηνωδία, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της, με έναν λαό βίαιο, βάρβαρο και κτηνώδη ως αντανάκλαση ενός βίαιου, βάρβαρου και κτηνώδους κράτους, όπου ο ένας έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση του άλλου. Και αυτόν ακριβώς τον κόσμο, παρακμής και σήψης, χωρίς φανταχτερά κηρύγματα, φραστικά πυροτεχνήματα και πομπώδεις καταγγελίες παρουσιάζει - και εκθέτει - ο συγγραφέας, επιλέγοντας το σαρκαστικό χιούμορ και την πικρή ειρωνεία για να εκπέμψει το απεγνωσμένο μήνυμά του, παρ’ όλο που κατά βάθος γνωρίζει την ματαιότητα του εγχειρήματος. Επειδή έχει συνειδητοποιήσει την δομή του κόσμου όπως ήταν ανέκαθεν, εκ φύσεως, όπως είναι σήμερα, όπως θα συνεχίσει να είναι στο μέλλον και όπως θα είναι πάντα. Υπό αυτή την έννοια η σκοτεινή αντιουτοπία του δεν εικονογραφεί απλώς ένα περιστασιακό ιστορικό σύστημα ολοκληρωτισμού, που θα μπορούσε πιθανώς να ανατραπεί, αλλά την ιδιοσυστασία του κόσμου όπως ‘δημιουργήθηκε’, και ο οποίος όχι μόνο δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει, αλλά αντιθέτως μετεξελίσσεται σε όλο και πιο εφιαλτική πραγματικότητα.
Ο καταξιωμένος Βρετανός συγγραφέας Άντονι Μπάρτζες (1917-1993), ένας από τους σημαντικότερους της εποχής του, υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα με ευρύ πνευματικό ορίζοντα. Σπούδασε λογοτεχνία και μουσική. Το υψηλής ποιότητας και φιλοσοφικού βάθους έργο του περιλαμβάνει τριάντα δύο μυθιστορήματα, μια ποιητική συλλογή, ένα θεατρικό έργο, και αμέτρητες μουσικές συνθέσεις, συμφωνίες, όπερες και τζαζ. Στοχαστικός μελετητής της λογοτεχνίας είχε ειδικευτεί στον Σαίξπηρ και στον Τζόις. «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι», αναμφισβήτητα έργο πολλαπλών αναγνώσεων, εκδόθηκε το 1962. Έγινε, όμως, παγκόσμια γνωστό το 1971, όπως και ο συγγραφέας του, χάρη στο ομότιτλο φίλμ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Στο πνεύμα της κλασικής αντιουτοπίας, ως προς την θεματική και τη μυθολογία της, όπως την σχεδίασαν ο Γιεβγκένι Ζαμιάτιν και ο Τζόρτζ Όργουελ, είναι γραμμένο σε μια επινοημένη γλώσσα, ένα κράμα αγγλικών και ρωσικών, την οποία μιλούν οι συμμορίες των νεαρών τρομοκρατών που ασελγούν ποικιλοτρόπως πάνω στο ασθενές σώμα του κόσμου. Η γλωσσική αυτή ιδιομορφία, δυσχεραίνει κάπως την ανάγνωσή του, όπως το είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο συγγραφέας του, χωρίς, όμως, να δυσκολεύει την επικοινωνία με αυτό.
Βαθύτατα ανθρωπιστής ο Άντονι Μπάρτζες, πίστευε ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει, παρ’ όλο που η πραγματικότητα τον διαβεβαίωνε για το αντίθετο. Κι ίσως γι’ αυτό ο Λόγος του ηχεί ωσάν την κραυγή του αρχαίου τραγικού ήρωα, που συνειδητοποιώντας την απέραντη μοναξιά του, το μόνο που του μένει είναι να εκπέμπει το απελπισμένο του «Γιατί», κι ας γνωρίζει ότι η μόνη απάντηση που θα λάβει θα είναι η φρικτή σιωπή των άδειων ουρανών.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (The Clockwork Orange, 1962)
Μτφρ.: Βασίλης Αθανασιάδης
Επιμέλεια: Γιάννης Ιωαννίδης
Εκδόσεις ANUBIS
Αθήνα 2010
Σελ. 246
Διαβάστε επίσης σχετικό κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου για το βιβλίο του Μπέρτζες καθώς και για την ταινία του Κιούμπρικ.