Για το βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο [Veronica Raimo] «Ας πούμε πως είμαι εγώ» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Δώμα). Kεντρική εικόνα: Unsplash.
Γράφει η Φανή Χατζή
Το Ας πούμε πως είμαι εγώ (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα) της Βερόνικα Ράιμο συστήνει μια από τις πιο πνευματώδεις και αστείες αφηγηματικές φωνές της σύγχρονης πεζογραφίας. Η Βερόνικα ή Βέρικα ή Βέρο είναι μια συγγραφέας που αποφασίζει να βουτήξει στο παρελθόν της περίεργης ενηλικίωσής της, εστιάζοντας κυρίως στην οικογένειά της, και να αποτυπώσει διάφορα καθοριστικά γεγονότα της ζωής της με μια αφήγηση που υιοθετεί την αποσπασματικότητα και τον ελεύθερο συνειρμό της μνήμης.
Τίποτα δεν είναι αλήθεια
Ο χιουμοριστικός τόνος και η διάθεση για δριμύ σαρκασμό είναι πρόδηλος από τις πρώτες κιόλας βινιέτες του βιβλίου. Εξίσου γρήγορα δίνονται και οι δυναμικές και το ταπεραμέντο της ιταλικής οικογένειας της Βερόνικα που θυμίζει σε πολλά τις δικές μας: τετραμελής πυρηνική οικογένεια, ο πατέρας υποχόνδριος, η μητέρα ελεγκτική και νευρωτική, ο μεγαλύτερος αδερφός επισκιάζει άθελά του τα ταλέντα και τις ασχολίες της μικρής αδερφής έχοντας το χρίσμα του πρωτότοκου και η μικρότερη αδελφή μεγαλώνει πλάθοντας ψέματα, φαντασιακά σενάρια και άλλους μηχανισμούς ψυχολογικής διαφυγής.
Μια βιαστική αναζήτηση της συγγραφέως στο διαδίκτυο αποκαλύπτει πολλά κοινά με την Βερόνικα του βιβλίου. Όμως, όπως μοιράστηκε μαζί μας η συγγραφέας στην πρόσφατη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η διαδικασία γραφής μιας αυτοβιογραφίας ενέχει μια διαλογή στοιχείων που αποκρύπτουν την πραγματική αλήθεια. Η ίδια ήθελε να αποδομήσει την ιδέα μιας αυθεντικής αυτοβιογραφίας, όπως αποκαλύπτει και ο ιταλικός τίτλος του βιβλίου της Niente di Vero (=τίποτα από τη Βέρο/τίποτα αληθινό).
Κόντρα στη ναρκισσιστική δραματοποίηση του είδους της αυτομυθοπλασίας, πάντως, η Ράιμο χειρίζεται το autofiction με ανανεωτικό χιούμορ και λεπτή ειρωνεία.
Κόντρα στη ναρκισσιστική δραματοποίηση του είδους της αυτομυθοπλασίας, πάντως, η Ράιμο χειρίζεται το autofiction με ανανεωτικό χιούμορ και λεπτή ειρωνεία. Ακόμα και τα προσωπικά τραύματα, ο θάνατος του πατέρα της, η άμβλωση, ο χωρισμός, θα προκαλέσουν μια θλίψη, αλλά η Ράιμο δε θα επιτρέψει στη μελαγχολία να ανατρέψει στο αστείο οικοδόμημά της, παρά μόνο σε σημεία να προσδώσει γλυκόπικρες νότες.
Όχι ακόμα ένα βιβλίο νοσταλγίας
Η Ράιμο αντιστέκεται επίσης σθεναρά στον πειρασμό της ρομαντικοποίησης του παρελθόντος. Αρνούμενη να πάρει μέρος σε μια λογοτεχνική τάση που έχει αναγάγει τη νοσταλγία σε προϊόν, η Ράιμο επιστρέφει μόνο στο δικό της παρελθόν και αποφεύγει τη φεραντική αναδρομή στο συλλογικό παρελθόν της χώρας της.
Η Ράιμο δανείζεται αρκετά στοιχεία από την παραστατική κωμωδία και τους θιασώτες του είδους, όπως ο Ντέιβιντ Σεντάρις, ο Γούντι Άλεν ή η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ.
Επιθυμεί, ωστόσο, ένα σχόλιο για την ανακατασκευή των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων, τον τρόπο με τον οποίο αναδιατάσσονται οι εικόνες, τα μοτίβα συμπεριφορών μεγεθύνονται και οι διάλογοι αναπλάθονται. Αυτή η διεργασία με την οποία μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε συσχετίζεται με το παιχνίδι της συγγραφής, προσδίδοντας στην αφήγηση μια αυτοαναφορική διάσταση. Στα ελάχιστα σημεία που το χιούμορ υποχωρεί, η συγγραφέας εφευρίσκει ένα άλλο τέχνασμα, ώστε να αποφύγει την πλήρη παραδοχή της ευαλωτότητάς της, κατ’ αναλογία με την ηρωίδα της.
Ουδέν απρόσβλητο από το χιούμορ
Η Ράιμο δανείζεται αρκετά στοιχεία από την παραστατική κωμωδία και τους θιασώτες του είδους, όπως ο Ντέιβιντ Σεντάρις, ο Γούντι Άλεν ή η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ. Το γεγονός ότι αυτό το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά ως ένας θεατρικός μονόλογος έχει αφήσει τα χνάρια του στο βιβλίο ως προς κάποιες τεχνικές. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πολλές επαναλαμβανόμενες ατάκες που λειτουργούν ως callbacks.
Επίσης, πολλά κεφάλαια ξεκινάνε με την τεχνική του cold opening, μια ατάκα που είναι αρκετά δυνατή, ώστε αμέσως να εξάψει την περιέργεια και το ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που διάλεξαν οι εκδόσεις Δώμα για να ανακοινώσουν την έκδοση του βιβλίου πριν αποκαλύψουν τον τίτλο: «Τις πιο βαθιά μοναχικές στιγμές μου τις έχω ζήσει στη λεκάνη του καμπινέ. Από μικρή, το να πηγαίνω τουαλέτα ήταν ένα μαρτύριο».
Ακόμα και οι συμβολισμοί της αποδυναμώνονται και χλευάζονται, ή στην καλύτερη επιτελούν διπλό ρόλο, έναν συναισθηματικό και έναν χιουμοριστικό, όπως, για παράδειγμα, το ότι ο πατέρας της Βέρο υψώνει τοίχους σε όλο το σπίτι.
Το πρωτεύον, όμως, στη σατιρική γραφή της Ιταλίδας συγγραφέως είναι ότι δεν μένει τίποτα απρόσβλητο. Ακόμα και οι συμβολισμοί της αποδυναμώνονται και χλευάζονται, ή στην καλύτερη επιτελούν διπλό ρόλο, έναν συναισθηματικό και έναν χιουμοριστικό, όπως, για παράδειγμα, το ότι ο πατέρας της Βέρο υψώνει τοίχους σε όλο το σπίτι. Το χιούμορ της αποδόμησης περιπλέκεται με την τρυφερότητα και, έτσι, η δήλωση για τη δυσκοιλιότητα θα καταλήξει σε μια συνειδητοποίηση ότι ο μόνος άνθρωπος που βοηθούσε τη Βερόνικα να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία κρατώντας της σφιχτά τα χέρια ήταν ο παππούς της, τον οποίο θυμάται με νοσταλγία.
Η Βερόνικα Ράιμο γεννήθηκε το 1978 στη Ρώμη, όπου και ζει. Μετά τις σπουδές της στη φιλολογία, έκανε στο Βερολίνο διδακτορικό στο γερμανικό σινεμά. Με το Ας πούμε πως είμαι εγώ (Niente di vero), το τέταρτο μυθιστόρημά της, κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και το Viareggio Rèpaci, ενώ ήταν υποψήφια για το Strega και το Διεθνές Βραβείο Booker 2024. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ετοιμάζεται η μεταφορά του στον κινηματογράφο. |
Φεμινισμός και ειρωνεία
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ράιμο εργαλειοποιεί το χιούμορ για να επαναπροσδιορίσει και τα όρια της φεμινιστικής «κανονιστικότητας». Ένα σεξιστικό ή ακόμα και παρενοχλητικό γεγονός θα γίνει αντικείμενο χλευασμού με τις απαραίτητες δόσεις αυτοσαρκασμού. Η αφηγηματική της φωνή αντιμάχεται έναν πολιτικά ορθό φεμινισμό όπου κάποια πράγματα απαγορεύεται να διατυπωθούν κωμικά. Για την Ιταλίδα συγγραφέα, ακόμα κι όταν μιλάς για το Metoo, τη συναίνεση, την παρενόχληση, το χιούμορ μπορεί να είναι σύμμαχός σου και πολλές φορές πολύ ισχυρός.
Πάνω απ’ όλα η Ράιμο περιγελά την ίδια την δύναμη που αποδίδουμε στη Λογοτεχνία, στα «ηθικά διδάγματα» και τις «μεταμορφώσεις» που αναμένουμε από αυτή.
Το σχόλιο για τη συγγραφή
Πάνω απ’ όλα η Ράιμο περιγελά την ίδια την δύναμη που αποδίδουμε στη Λογοτεχνία, στα «ηθικά διδάγματα» και τις «μεταμορφώσεις» που αναμένουμε από αυτή. Η δική της ηρωίδα δεν βγαίνει καλύτερη ή αλλαγμένη απ’ το βιβλίο, δεν συμφιλιώνεται με το παρελθόν, η νωχελικότητά της δεν μετατρέπεται δια μαγείας σε παραγωγικότητα. Με την πικρή συνειδητοποίηση ότι τα συμβάντα της ζωής μας δεν μας αφήνουν απαραίτητα καλύτερους ή σοφότερους, ούτε η καταγραφή τους είναι λυτρωτική, η Ράιμο παραδίδει ένα έργο εντελώς αυτοσατιρικό.
Το μεγαλύτερο προτέρημα του βιβλίου, πέρα από το ότι διαβάζεται σε δύο απογεύματα, είναι η αιχμηρή σάτιρα που στρέφεται προς τη Λογοτεχνία και όσους πιστεύουν ότι την υπηρετούν υποδειγματικά, παίρνοντας πολύ σοβαρά τους εαυτούς τους. Ανάμεσα στα καλοστημένα ψέματα της Βέρο και τις επινοήσεις που κατασκευάζει η Ράιμο, διαχέεται μια αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη γραφή, το «μολυσματικό» πεδίο των εκδόσεων και γενικά τα κακώς κείμενα του χώρου, στα οποία η συγγραφέας κλείνει χλευαστικά το μάτι ή σουφρώνει αποδοκιμαστικά το πρόσωπο, όπως η κοπέλα στο εξώφυλλό της.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια κλεισμένοι στο σπίτι, όπου απλώς ξυνόμασταν. Και ήταν τόσο έντονη δραστηριότητα το ξύσιμο, που πολύ σύντομα έγινε στάση ζωής. Μάθαμε να βαριόμαστε καλύτερα από κάθε άλλον... Όταν ανακαλύψαμε επιτέλους τα βιβλία, ούτε κι αυτά έγιναν τρόπος διαφυγής, αλλά μάλλον μια γλυκιά συμπύκνωση της πλήξης.»
«Σκέφτομαι τα βιβλιοπωλεία, τις βιβλιοθήκες, αυτά τα απέραντα νεκροταφεία κλαδιών, σκέφτομαι την άγρια μανία μας να γράφουμε μόνο και μόνο για να προβάλουμε ένα κομματάκι του εαυτού μας στο μέλλον, για να παραδώσουμε τις ιστορίες μας, τη μνήμη μας στις επόμενες γενιές. Είμαστε πρόθυμοι να αφανίσουμε τροπικά δάση μόνο και μόνο για να δούμε τα λόγια μας τυπωμένα, και οι ταλαίπωρες επόμενες γενιές, που θα περιπλανιούνται, νηστικές κι εξουθενωμένες, σε μια κατάξερη έρημο ανάμεσα σε αντικατοπτρισμούς κάκτων, σε μια αέναη μετανάστευση προς αναζήτηση λίγης δροσιάς, θα έχουν να ανέχονται από πάνω και τις δικές μας παρομοιώσεις, που όταν τις γράφαμε μας φαίνονταν λαμπρές σαν κομήτες.»