Μερικές σκέψεις με αφορμή τη «Φάρσα» (εκδ. Πατάκη) της Έρσης Σωτηροπούλου, ένα πολύ ιδιαίτερο ελληνικό μυθιστόρημα το οποίο, αν και κυκλοφόρησε πριν από σαράντα δύο χρόνια, παραμένει φρέσκο, παιγνιώδες και ανατρεπτικό.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Τι μ’ έπιασε ξαφνικά, θα σκεφτεί κανείς, με τόσα καινούργια βιβλία να κατακλύζουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, να ασχοληθώ με ένα μυθιστόρημα που, σε λίγα χρόνια, θα έχει πίσω του μισό αιώνα; Και μάλιστα, άκουσον άκουσον, ένα ελληνικό μυθιστόρημα.
Καταρχάς, να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Στη γλώσσα μας έχουν γραφτεί, κυρίως μεταπολεμικά, δεκάδες σημαντικά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα μυθιστορήματα. Για λόγους που δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ, και τους οποίους μάλλον δεν γνωρίζω και πλήρως, τα μυθιστορήματα αυτά παραμένουν αγνοημένα από τους περισσότερους Έλληνες αναγνώστες, και αρκετά από αυτά μάλιστα είναι και παραμένουν εξαντλημένα. Έχει σημασία να γυρίζουμε πίσω και να τα αναζητούμε, να τα διαβάζουμε και να συζητάμε, αφού όχι μονάχα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά παραμένουν από πολλές απόψεις ρηξικέλευθα και πρωτοποριακά. Τόσο ρηξικέλευθα και πρωτοποριακά που κάνουν πολλά μυθιστορήματα που εκδίδονται σήμερα και τραβούν πάνω τους τους προβολείς να φαντάζουν επιφανειακά και συντηρητικά.
Ένα από αυτά είναι η Φάρσα, της Έρσης Σωτηροπούλου: μυθιστόρημα δυσκατάτακτο, ασυμβίβαστο και αρυτίδωτο, που ερεθίζει ακόμη με την προκλητική του ασέβεια απέναντι σε κάθε νόρμα, απέναντι σε κάθε εξουσία – ακόμη κι απέναντι στην εξουσία της γλώσσας και της λογικής.
«Μανιφέστο της επαναστατημένης γυναίκας»
Η Φάρσα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1982, κι έκτοτε, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει βγει ποτέ εκτός κυκλοφορίας. Εδώ και μερικά χρόνια, από το 2010, έχουμε στα χέρια μας μια νέα έκδοση, από τις εκδόσεις Πατάκη, που περιλαμβάνει δύο εισαγωγικά κείμενα του Νάνου Βαλαωρίτη – το πρώτο συνόδευε την αρχική έκδοση, και το δεύτερο προστέθηκε σε αυτήν, την τελευταία. Στο πρώτο, η Φάρσα χαιρετίζεται πρωτίστως ως ένα φεμινιστικό μυθιστόρημα, «μανιφέστο της επαναστατημένης γυναίκας», το χαρακτηρίζει, ενώ στο δεύτερο τονίζεται πιο εμφατικά ο πειραματικός χαρακτήρας του βιβλίου και η σχέση του, σύμφωνα πάντα με τον Βαλαωρίτη, με τον υπερρεαλισμό. Και τα δύο κείμενα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, και κυκλώνουν το βιβλίο από πολλές πλευρές, τόσο για τις θεματικές του όσο και για την τεχνική του, μα όπως παγίως λέμε, χρησιμότερο είναι να τα συμβουλευτούμε αφού έχουμε ολοκληρώσει τη δική μας ανάγνωση.
Τι συμβαίνει στη Φάρσα; Πολλά και διάφορα, αλλά κυρίως τούτο: Δύο κορίτσια, η Ρένα και η Τίτι, συναντιούνται στο διαμέρισμα της πρώτης και ξεσπούν σε αλλεπάλληλες και μεθοδικές τηλεφωνικές φάρσες. Αλλεπάλληλες, γιατί το κάνουν διαρκώς, καθημερινά, τελετουργικά σχεδόν, καθόλη τη διάρκεια των μηνών που διαρκεί η αφήγηση (αν και το ζήτημα του χρόνου σε αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι τόσο απλό, όπως και τίποτε άλλο), αλλά και μεθοδικά, αφού για το κάθε «θύμα» τους, όπως και για κάθε θέμα τους, διαθέτουν ξεχωριστό φάκελο.
Τι συμβαίνει στη Φάρσα; Πολλά και διάφορα, αλλά κυρίως τούτο: Δύο κορίτσια, η Ρένα και η Τίτι, συναντιούνται στο διαμέρισμα της πρώτης και ξεσπούν σε αλλεπάλληλες και μεθοδικές τηλεφωνικές φάρσες.
Οι φάρσες αυτές έχουν κυρίως σατιρικό και αποκαθηλωτικό χαρακτήρα, και στοχεύουν κατά μέτωπο τη σοβαροφάνεια του κόσμου της μικροαστικής ευπρέπειας και εξουσίας. Το γεγονός ότι τα «θύματα» είναι πάντα άντρες, δεν είναι βέβαια δίχως σημασία. Βρισκόμαστε επίσης λίγες μέρες πριν και κάμποσες μέρες μετά την έλευση της δικτατορίας, όταν ο ξύλινος και τραγελαφικά ψευδεπίγραφος και αρχαιοπρεπής δημόσιος λόγος παίρνει χαρακτήρα παροξυσμού.
Σε μία από αυτές τις φάρσες, για παράδειγμα, η ηρωίδα καταφέρνει να πιάσει γραμμή σε κάποιον στην Γενική Ασφάλεια, για να του ζητήσει την άδεια για μια πολύ ξεχωριστή διαδήλωση. Τι διαδήλωση; Πρόκειται για μια διαδήλωση ψυχών, λέει. (γκουλπ)
Κάθε έννοια συνοχής και αντικειμενικότητας υπονομεύεται
Λοιπόν; Τι άλλο συμβαίνει στην Φάρσα, εκτός από τις δεκάδες φάρσες των κοριτσιών, προς τους εκάστοτε κυρίους Στεργίου, Πιερίδη, Εμμανουήλ; Σε αυτήν την ερώτηση δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, γιατί το ίδιο το μυθιστόρημα, με τον τρόπο που είναι γραμμένο, δεν ευνοεί ούτε τη συνοχή ούτε τη σαφήνεια. Υπάρχει κάπου στο φόντο ο θάνατος του πατέρα και η ενοχή που τον συνοδεύει, αλλά σύντομα δεν είσαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί στ’ αλήθεια στην ηρωίδα. Ένα μνημόσυνο επανέρχεται, επίσης, όπως και μια οικογενειακή συγκέντρωση και η επιστροφή της άσωτης κόρης στην εστία, αλλά κι αυτά είναι γεγονότα υπό αίρεση.
Οι ηρωίδες άλλωστε είναι την περισσότερη ώρα μεθυσμένες, στοιχείο που θολώνει ακόμη περισσότερο, και μέσα από τα σπλάχνα της αφήγησης, τα περιγράμματα: Γεγονότα, επιθυμίες, υποθέσεις, γίνονται ένα κουβάρι που άλλοτε ξετυλίγεται, και άλλοτε τυλίγεται και κλείνεται στον εαυτό του. Κάθε έννοια συνοχής και αντικειμενικότητας υπονομεύεται, καθώς συχνότατα μια περιγραφή αίρεται ως δήθεν αναληθοφανής, κι ακολουθεί μια άλλη που κι αυτή με τη σειρά της θα αναιρεθεί, είτε αμέσως αφού εκφέρεται είτε σε κάποιο επόμενο σημείο. Ακόμη και το κατά πόσον η Ρένα και η Τίτι είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, κι όχι κατοπτρισμοί του ενός κι αυτού προσώπου, παραμένει ανοιχτό.
Με αυτόν τον τρόπο, το κείμενο που διαβάζουμε, εκτός από ένα αφηγηματικό σύμπαν πολλαπλών διαστάσεων, είναι και σπουδή πάνω στην ίδια τη διαδικασία της γραφής, μια και, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι λες και ο αναγνώστης παρακολουθεί το μυθιστόρημα την ίδια τη στιγμή που γράφεται. Παρότι συχνά χρησιμοποιούνται και παρελθοντικοί χρόνοι, η αφήγηση λιμνάζει, ή τρέχει, κατά περίπτωση, μέσα σε ένα αδιευκρίνιστο παρόν, στις παρυφές μιας συνείδησης που πασχίζει να μην χάσει τα λογικά της.
H Φάρσα βγάζει τη γλώσσα της απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της, γελάει με τη προσπάθειά της να κατασκευάσει έναν κόσμο συνεκτικό και συμπαγή, έναν κόσμο όπου τα πράγματα θα βρίσκουν στο τέλος ένα και μοναδικό νόημα.
Προσοχή όμως: Αν και τα παραπάνω είναι, όπως το πιστεύω, ακριβή, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην εντύπωση ότι η Φάρσα είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα του ύστερου μοντερνισμού όπου κάθε σελίδα τους είναι κι ένα επιπλέον αναγνωστικό μαρτύριο, γιατί ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τις λέξεις και λιγότερο για τον κόσμο, περισσότερο για τις σκέψεις και καθόλου για τη δράση – κι έχουν γραφτεί και στη χώρα μας ουκ ολίγα τέτοια μυθιστορήματα.
Αυτό που καταφέρνει η Φάρσα, και γι’ αυτό τη συζητάμε ακόμη σήμερα, είναι πως όλα τα παραπάνω τα περιέχει και την ίδια στιγμή τα ανατρέπει ή τα χλευάζει. Πέρα από τον ατίθασο φεμινισμό της, πέρα από την υπονόμευση κάθε σοβαροφάνειας και κάθε ανδρικής ή άλλης εξουσίας, η Φάρσα βγάζει τη γλώσσα της απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της, γελάει με τη προσπάθειά της να κατασκευάσει έναν κόσμο συνεκτικό και συμπαγή, έναν κόσμο όπου τα πράγματα θα βρίσκουν στο τέλος ένα και μοναδικό νόημα. Το κάνει με ατελείωτο κέφι και τέτοια γλωσσική ενάργεια, που νομίζεις ότι οι σελίδες έχουν πάρει φωτιά. Οι ίδιες οι φάρσες είναι γραμμένες με τόση πνευματική ευφορία, τόση επινοητικότητα, που δεν αρκούνται στο να γελοιοποιούν: βγάζουν αληθινό γέλιο.
Η Φάρσα είναι ένα γελαστό βιβλίο, όσο είναι ένα απελπισμένο βιβλίο. Η ενέργεια που το κινεί είναι έντονα σεξουαλική, οι επιθυμίες και τα σώματα αναζητούν ικανοποίηση προς κάθε κατεύθυνση, αλλά η βασική της λειτουργία είναι υπονομευτική και τελικά κυκλική: Η φάρσα γίνεται μια φάρσα της φάρσας, μέσα σε μια μεγαλύτερη φάρσα: εν προκειμένω, τη Φάρσα του Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών.
Ένα «ανατρεπτικά φεμινιστικό» μυθιστόρημα
Κι επανέρχομαι στην αρχή: Γιατί χαρακτηρίζω τη Φάρσα ένα «ανατρεπτικά φεμινιστικό» μυθιστόρημα, αφού είναι και τόσα άλλα πράγματα μαζί; Γιατί κάθε εποχή, διαβάζει με τα γυαλιά της. Κι ως σημερινός αναγνώστης, δεν μπορώ να αγνοήσω ότι η Φάρσα είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από γυναίκα, με ηρωίδες γυναίκες, μέσα στο μυαλό των οποίων θάλλουν και πολλές ακόμη γυναίκες, όπως δηλοί ο καταιγισμός από γυναικεία ονόματα που καταγράφονται σχεδόν μηχανικά κάθε τόσο.
Αν αυτός είναι φεμινισμός, που είναι, είναι ένας φεμινισμός ανατρεπτικός και γελαστικός, καθόλου βλοσυρός και καταγγελτικός: ένας φεμινισμός που δεν ζητάει, δεν εκλιπαρεί, αλλά διεκδικεί και κάνει πράξη αυτό που θέλει να πετύχει. Αυτή η επιτελεστική διάσταση, αυτό που κάνει δηλαδή κι όχι αυτό που λέει το μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου, είναι που το καθιστά μοντέρνο και το φέρνει κοντά στις πλέον προχωρημένες και ριζοσπαστικές φωνές της γυναικείας εμπειρίας σήμερα.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μιας σειράς συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).