Για το βιβλίο «Ο αλγόριθμος της Σοφίας» του Μανώλη Ανδριωτάκη (εκδ. Κριτική)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Όσον αφορά τα σχετικά ζητήματα, οι σημερινοί άνθρωποι στο μυαλό μου διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: σε αυτούς που γεννήθηκαν και πέρασαν τουλάχιστον τα πρώτα διαμορφωτικά χρόνια τους σε αναλογικό περιβάλλον και στις νεότερες γενιές που είναι «ψηφιακά γηγενείς». Ανήκοντας στην πρώτη κατηγορία, ζηλεύω τους σημερινούς πιτσιρικάδες που απόλαυσαν το πρώτο τους μουντιάλ σε αψεγάδιαστη, κρυστάλλινη εικόνα – ενώ εγώ είδα τα πρώτα μου σε ασπρόμαυρη οθόνη που έκανε και τα «χιόνια» της. Τους ζηλεύω που ακούν μουσική στις μικροσκοπικές mp3 συσκευές τους έχοντας «κατεβάσει» πιθανά και απίθανα μουσικά ακούσματα από το διαδίκτυο (καινοτομία για τη γενιά μου ήταν το Walkman!). Χρειάζεται να συνεχίσω για κινητά, υπολογιστές και δεν-ξέρω-τι-άλλο; Με καταλαβαίνετε, νομίζω.
Να, λοιπόν, που η ευκολία, η αμεσότητα, ο πολλαπλασιασμός των δυνατοτήτων έχουν τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα μειονεκτήματά τους.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη. Εμείς της αναλογικής εποχής (της εποχής των δεινοσαύρων, δηλαδή, για τους σημερινούς νέους) είχαμε πρώτα μάθει ένα-δυο πράγματα (όσο τα έμαθε ο καθένας μας). Δεν βασιστήκαμε στον διορθωτή του Word για τη σωστή ορθογραφία, κατανοούσαμε τη διαφορά δημόσιου-ιδιωτικού (ελλείψει μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπου οι δυο κόσμοι συμφύρονται), κι εκτιμούσαμε την κοπιώδη και χρονοβόρα, ενίοτε, προσπάθεια να βρούμε ένα δυσεύρετο βιβλίο (προ ψηφιακών βιβλιοπωλείων και καταλόγων βιβλιοθηκών). Η, ας πούμε, θυμάμαι πόσο πολύτιμο θεωρούσα το φιλμ της πρώτης μου Kodak (μπορεί και σε όλη της τη «ζωή» να ‘χει βγάλει όσες φωτογραφίες βγάζει ένας σημερινός έφηβος με το κινητό του σε μια εβδομάδα), αλλά και τη λαχτάρα όταν το πήγαινα για εμφάνιση (πέτυχα εκείνο το καρέ; έχει βγει τίποτα της προκοπής;). Να, λοιπόν, που η ευκολία, η αμεσότητα, ο πολλαπλασιασμός των δυνατοτήτων έχουν τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα μειονεκτήματά τους.
Διαβάζοντας, ωστόσο, το βιβλίο του Μανώλη Ανδριωτάκη, αντιλήφθηκα ότι στην προσχηματισμένη αυτή αντίληψη θα πρέπει να προσθέσω μια εικόνα περισσότερο περίπλοκη και διφορούμενη. Ο συγγραφέας απευθύνεται πρωτίστως σε ένα πιο νεανικό κοινό που είναι εξοικειωμένο με τη συνεχή αναπροσαρμογή στο ταχύτατα εξελισσόμενο και διευρυνόμενο ψηφιακό μας περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευάλωτο σε κινδύνους και παγίδες για τις οποίες εμείς οι «αναλογικοί» είμαστε πιθανόν περισσότερο υποψιασμένοι. Όμως, στ’ αλήθεια τελικά μας αφορά όλους, γιατί ο καθένας μας (και βέβαια δεν είναι μόνο διαγενεακές οι διαφορές) όσο πιο βαθιά εισέρχεται στον ψηφιακό κόσμο τόσο πιο πολύ εκτεθειμένος γίνεται σε χίλιους δυο κινδύνους. Φερ’ ειπείν, αν οι «αναλογικοί» κατά τεκμήριο μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τη σημασία της προστασίας της ιδιωτικότητάς τους, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι και τεχνικά ενήμεροι για το πώς να το κάνουν και κυρίως για το εάν έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι μόνον εν μέρει στο χέρι τους, πλέον. Αν επιμένω στους κινδύνους είναι γιατί αυτό κάνει κι ο συγγραφέας, σε καμία ωστόσο περίπτωση από τεχνοφοβική σκοπιά.
Ο Ανδριωτάκης, ένας από τους πρώτους και πλέον καθιερωμένους bloggers στην Ελλάδα, παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη του ψηφιακού κόσμου για τον οποίο εξάλλου έχει γράψει κι άλλα βιβλία. Το συγκεκριμένο με αιφνιδίασε στην αρχή, καθώς το περίμενα αρκετά διαφορετικό, κάτι σαν ένα συνοπτικό textbook, με την ανάλογη συμβατική δομή. Όμως αυτό που σκαρώνει τελικά έχει ισχυρά στοιχεία προσομοίωσης ενός διαδικτυακού «σερφαρίσματος» ενταγμένο σε μια ελεύθερη συζήτηση μεταξύ του «δασκάλου» και της «Σοφίας». Οι δυο περσόνες ανταλλάσσουν σκέψεις και απορίες (με τον δάσκαλο βεβαίως να κομίζει κατεξοχήν τις γνώσεις του) οι οποίες συχνά, λες και λειτουργούν σαν δικτυακοί υπερσύνδεσμοι, μας μεταφέρουν από το ένα θέμα στο άλλο ή σε μια ειδικότερη όψη του. Μας μεταδίδεται έτσι μια αίσθηση επάλληλων κυματισμών, που μας επαναφέρουν στη θέση που βρισκόμασταν νωρίτερα (δηλαδή στα κύρια ζητήματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται το βιβλίο), έχοντας όμως διέλθει από άγνωστα ή όχι-και-τόσο-γνωστά σημεία. Έχουμε εδώ στ’ αλήθεια μια συναίρεση ενός καθιερωμένου από την αρχαιότητα μοτίβου, αυτό του διαλόγου, με την ιλιγγιώδη, ακανόνιστη κι ενίοτε απροσδόκητη διέλευση από λιμάνια ξένα του ψηφιακού ωκεανού.
Δεν θα σταθώ σε πλείστα επιμέρους περιεχόμενα του βιβλίου, όλα τους σημαντικά, επίμαχα και επίκαιρα στα οποία περιλαμβάνονται και οι πλέον πρόσφατες τάσεις και φαινόμενα. Θα επικεντρωθώ επιλεκτικά σε αυτά που νομίζω διακρίνει και ο ίδιος ο συγγραφέας και κυρίως στη γενική του προσέγγιση. Μετέχουμε εξ αντικειμένου στη συνθήκη ενός κόσμου που μας κατακλύζει από ψηφιακές συσκευές, εφαρμογές και δικτυώσεις. Ε, λοιπόν, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τι σημαίνει το κάθε τι, να στοχαστούμε τις συνέπειες των ψηφιακών μας ενεργειών ως πολίτες και ως ιδιώτες. Δεν σημαίνει αυτό να φοβόμαστε και τον ίσκιο μας, να απαρνηθούμε τις πρωτόγνωρες δυνατότητες που μας παρέχει η τεχνολογία, να πάρουμε τα όρη και τα βουνά. Σημαίνει να γίνουμε πιο προσεκτικοί, να φροντίσουμε να μάθουμε δυο-τρία πράγματα παραπάνω για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο παρασκήνιο (δηλαδή τις μη εμφανείς όψεις τους). Είναι σοκαριστικό, ας πούμε, το πόσα δεδομένα συγκεντρώνουν για εμάς οι επιχειρηματικοί κολοσσοί μέσω των ψηφιακών ιχνών μας που οικειοθελώς, υποτίθεται, τα καθιστούμε φανερά και εκείνοι τα αξιοποιούν ποικιλοτρόπως.
Εάν κάπου βολευόμαστε πρώτοι εμείς δίνοντάς τους το τάμπλετ, τότε ας αναλάβουμε και την ευθύνη των μάλλον αναμενόμενων αποτελεσμάτων...
Θα σταθώ σε ένα ειδικότερο θέμα που θίγει ο Ανδριωτάκης πολύ εύστοχα. Πολλοί γονείς δυσφορούν: «κολλημένο στο τάμπλετ όλη μέρα είναι το παιδί μου». Εδώ, λοιπόν, αξίζει να αναρωτηθούμε ως γονείς τι κάνουμε και κυρίως τι υπόδειγμα δίνουμε: εάν τα παιδιά μας μας βλέπουν συνέχεια με ένα κινητό ή έναν υπολογιστή, εάν τα φωτογραφίζουμε εκατό φορές την ημέρα, εάν κάπου βολευόμαστε πρώτοι εμείς δίνοντάς τους το τάμπλετ, τότε ας αναλάβουμε και την ευθύνη των μάλλον αναμενόμενων αποτελεσμάτων. Και κάτι τελευταίο που τυχαίνει να γνωρίζω ότι το κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας χρόνια τώρα και δεν το πετά σαν πυροτέχνημα. Μας καλεί να κάνουμε πότε-πότε ψηφιακή «αποτοξίνωση», δηλαδή να απέχουμε από τον ψηφιακό κόσμο, για λίγες μέρες έστω. Αυτό είναι στ’ αλήθεια και ένα τεστ για το πόσο εξαρτημένοι ή ακόμη και εθισμένοι είμαστε σε αυτόν. Ίσως τώρα είναι και η καταλληλότερη εποχή να το επιχειρήσουμε. Τι λέτε;
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αν δεις ότι η χρήση σου [ψηφιακών συσκευών] τείνει να γίνει ρηχή, ψυχαναγκαστική, αν νιώσεις ότι εθίζεσαι, κάνε ένα βήμα πίσω και δες τη μεγάλη εικόνα. Θέσε ερωτήσεις στον εαυτό σου: "Τι θέλω εδώ;", "Τι κάνω εδώ;", "Πόσο χρόνο σπαταλάω;", "Μήπως έχω εθιστεί;", "Τι δεν κάνω τώρα;". Αν οι απαντήσεις που θα πάρεις δεν σε ικανοποιούν, ψάξε βαθύτερα. Αναγνώρισε το γεγονός ότι οι ψηφιακές εφαρμογές είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να σε εθίζουν. Αυτή είναι η πιο κρίσιμη γνώση του Αλγόριθμου της Σοφίας. Εξέταζε, κάνε έρευνες, αναζήτησε, ενημερώσου, μείνε σε κατάσταση εγρήγορσης, μην εφησυχάζεις». (σελ. 161-62).
Ο αλγόριθμος της Σοφίας
Για χρήστες εξυπνότερους από τις συσκευές τους
Μανώλης Ανδριωτάκης
Κριτική 2018
Σελ. 176, τιμή εκδότη €12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΔΡΙΩΤΑΚΗ