Του Σωτήρη Βανδώρου
«Όποιος θεωρεί ότι οι άνθρωποι αγαπούν την ελευθερία, πρέπει να είναι έτοιμος να δει σχεδόν όλη την ιστορία ως ένα λάθος». Πρόκειται για έναν από τους πολλούς αφορισμούς που περιέχονται στη Σιωπή των ζώων, ένα στοχαστικό δοκίμιο του Τζον Γκρέι που συνιστά δριμεία επίθεση στον Ανθρωπισμό. «Αφού ανατρέψουν τον τύραννο, οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να τυραννούν ο ένας τον άλλον», συμπληρώνει ειρωνικά. Και προς επίρρωση των λεγομένων του μας θυμίζει τα επακόλουθα της πτώσης του Παλαιού Καθεστώτος –δεν κάνει καν λόγο για Γαλλική Επανάσταση– αλλά και της ανατροπής των τσάρων, του Σάχη, του Σαντάμ και του Μουμπάρακ. Εν ολίγοις, ο με σημαντική ακαδημαϊκή καριέρα, ομότιμος καθηγητής στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου σήμερα, Γκρέι βρίσκει πως η ανθρώπινη πρόοδος όχι μόνο δεν τεκμηριώνεται, αλλά συνιστά ένα μύθο· μύθο, βέβαια, πολύ ισχυρό και πολύ διαδεδομένο ιδιαίτερα τη νεότερη εποχή, μολονότι τον πυρήνα της ιδέας μπορεί να τον βρει κανείς, θεωρεί, το αργότερο στη χριστιανική διδασκαλία. Ως μύθος δίνει νόημα και προοπτική στη ζωή όσων τον ασπάζονται – την κάνει λιγότερο ανυπόφορη.
Η ιδέα που διακινείται από τους ανθρωπιστές ότι οι άνθρωποι (θα) γίνονται ολοένα και πιο «ορθολογικοί» απαιτεί ένα άλμα πίστης μεγαλύτερο κι από αυτό της θρησκείας, υποστηρίζει ο Γκρέι
Σε τελική ανάλυση, για το συγγραφέα η ιδέα της προόδου (ως αυτή που χαρακτηρίζει τη γενική κατεύθυνση της ανθρωπότητας) δεν είναι παρά ζήτημα (εκκοσμικευμένης) πίστης. Δεν αρνείται ότι μπορεί να σημειώνονται ευπρόσδεκτες πολιτισμικές αλλαγές που περιορίζουν τα ανθρώπινα δεινά, θεωρεί ωστόσο ότι αυτές, σε αντίθεση με την επιστήμη και την τεχνολογία, δε λειτουργούν σωρευτικά, αλλά είναι περιστασιακές και πρόσκαιρες. Εάν είναι πράγματι στη φύση μας να παράγουμε πολιτισμό (και με τις ηθικές συνδηλώσεις του όρου), είναι ταυτόχρονα στη φύση μας και η παραγωγή βαρβαρότητας. Αυτό δεν έχει μεταβληθεί ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμία σύνδεση της αύξησης της ανθρώπινης γνώσης με την ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία παραμένει ουσιωδώς αμετάβλητη. Εν προκειμένω, το «ανθρώπινο ζώο» δεν έχει κάποιο πρωτείο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ως είδος υπόκειται κι αυτό στους νόμους της φυσικής επιλογής σημαντικότερο γνώρισμα της οποίας είναι η τυχαιότητα. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Γκρέι, η ιδέα που διακινείται από τους ανθρωπιστές ότι οι άνθρωποι (θα) γίνονται ολοένα και πιο «ορθολογικοί» απαιτεί ένα άλμα πίστης μεγαλύτερο κι από αυτό της θρησκείας. Δεν υπάρχει απώτερος σκοπός της κοινωνίας, ούτε τελικός προορισμός της ανθρώπινης ιστορίας κ.ο.κ. Όσοι το πίστεψαν αυτό και προσπάθησαν να το εφαρμόσουν ενεργοποίησαν ένα δυναμικό καταστροφής. Προβλέψιμα, οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα αναφέρονται ως παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης.
Ίσως είναι αυτό το σημείο που εξακολουθεί να συνδέει τον πρώιμο Γκρέι, ως μελετητή του Φιλελευθερισμού και υποστηρικτή της νεοφιλελεύθερης εκδοχής που εισηγήθηκε στην πολιτική πράξη η Θάτσερ, με τον Γκρέι που έχει προσχωρήσει εδώ και καιρό σε μια στάση απαισιόδοξου συντηρητικού: η αντίληψη, δηλαδή, ότι κάθε πολιτικός και κοινωνικός σχεδιασμός είναι μάταιος κι ατελέσφορος και πάντως ανεξάρτητα από τα κίνητρα των εμπνευστών του η εφαρμογή του καταλήγει συχνά σε μεγαλύτερη προσβολή της ανθρώπινης ελευθερίας. Έτσι, ο Γκρέι προεκτείνοντας στη λογική του κατάληξη αυτό το σκεπτικό πολύ γρήγορα διαφοροποιήθηκε από προσεγγίσεις τύπου Φουκουγιάμα που πίστεψαν ότι με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το μίγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας και καπιταλισμού, του οποίου τρόπον τινά οι ΗΠΑ συνιστούν το υπόδειγμα, θα εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο κατά τρόπο οριστικό.
Είναι αισθητή η έλλειψη διαλόγου με φιλοσόφους που έχουν καταπιαστεί με το πρόβλημα του «κακού», το οποίο έστω λανθανόντως διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου
Παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες το να αντιμετωπίσει κανείς κριτικά το πόνημα του Γκρέι. Κατά πρώτον, δεν μπορείς εύκολα να τον κατατάξεις σε ένα είδος, ούτε μπορείς να τον τοποθετήσεις εντός μιας συγκεκριμένης συζήτησης. Αυτό από τη μια πλευρά συνιστά μια πρωτοτυπία που οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε, ταυτόχρονα όμως δεν μας παρέχει ξεκάθαρα κριτήρια αποτίμησής του. Ένα μορφωμένο κοινό μπορεί να παρακολουθήσει την επιχειρηματολογία του και να εκτιμήσει τις ενδιαφέρουσες αναφορές που κάνει σε μείζονες αλλά και ξεχασμένους ή απλώς ήσσονες πεζογράφους, ποιητές και στοχαστές στο πλαίσιο μιας δικής του σύνθεσης που χωρίς να στερείται ειρμού, απολαμβάνει τις χάρες της συγγραφικής ελευθερίας η οποία δε δεσμεύεται από ακαδημαϊκές νόρμες. Από την άλλη, ένα πιο απαιτητικό και φιλοσοφικά ενήμερο κοινό δεν μπορεί να μείνει ιδιαίτερα ικανοποιημένο. Ας πούμε, είναι αισθητή η έλλειψη διαλόγου με φιλοσόφους που έχουν καταπιαστεί με το πρόβλημα του «κακού», το οποίο έστω λανθανόντως διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου. Επίσης, προκαλούν εντύπωση κάποιες ευκολίες που δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να αποδοθούν στην απαίτηση να υποστηριχθεί κατά προτεραιότητα η πολεμική διάθεση έναντι της ποιότητας της επιχειρηματολογίας. Ας πούμε, μας φαίνεται ότι πολύ εύκολα «ξεμπερδεύει» ο συγγραφέας με τον αθεϊσμό, εκπρόσωπο του οποίου χρήζει τον Ντόκινς, δηλαδή έναν βιολόγο φιλοσοφικά και θεολογικά ακατάρτιστο κι επομένως εύκολο στόχο. Εξίσου, δεν μας προβληματίζουν καθαυτές οι πολύ ωραίες σελίδες που αφιερώνει στον Φρόιντ όπου συμπυκνώνεται επιδέξια μια ερμηνευτική γραμμή σύμφωνα με τη οποία αντί να προσφέρει μια θεραπεία για τις νεωτερικές ασθένειες, υπονόμευσε τους νεωτερικούς μύθους για την υγεία, όσο το γεγονός πως αυτή η ερμηνεία εμφανίζεται ως περιθωριακή.
Το κυριότερο ωστόσο είναι ότι μας φαινόταν καθώς διαβάζαμε το βιβλίο πως παρακολουθούμε μια σκιαμαχία. Ο αντίπαλος –ο υπερασπιστής της ιδέας της προόδου– μας θυμίζει καρικατούρα, ως εάν ο χρόνος να έχει σταματήσει την εποχή του Διαφωτισμού. Δεν σημαίνει ότι αν πιστεύεις σήμερα στην πρόοδο είσαι ένας αθεράπευτα αφελής οπτιμιστής που έχει χάσει κάποια επεισόδια, φερ’ ειπείν από τον κολασμένο 20ο αιώνα. Οπωσδήποτε σήμερα είμαστε πολύ επιφυλακτικότεροι και συγκρατημένοι για τις προοπτικές προόδου του ανθρώπινου γένους. Και μπορούμε να αναγνωρίσουμε, όπως προτείνει ο Γκρέι, ότι αυτή δεν είναι σωρευτική ή ανεπίστρεπτη. Εξίσου, μπορούμε φερ’ ειπείν να κατανοήσουμε ότι το Ολοκαύτωμα συνιστά έναν αναβαθμό στη βαρβαρότητα που κατέστη εφικτός ακριβώς λόγω της τεχνικής κι επιστημονικής εξέλιξης (γραφειοκρατία, εκβιομηχάνιση κτλ.).
Αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του ότι επειδή μπορεί και σήμερα να γίνονται βασανιστήρια υπό τον ευφημισμό «βελτιωμένες τεχνικές ανάκρισης» τίποτε δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν
Αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του, για παράδειγμα, ότι επειδή μπορεί και σήμερα να γίνονται βασανιστήρια και μάλιστα υπό τον ευφημισμό «βελτιωμένες τεχνικές ανάκρισης» τίποτε δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Ο Γκρέι έχει δίκιο σε μια παρατήρηση από την οποία ωστόσο εξάγουμε διαφορετικά συμπεράσματα: τα ηθικά και πολιτικά ζητήματα είναι επαναλαμβανόμενα και κάθε κοινωνία και κάθε γενιά καλείται να τα απαντήσει εκ νέου (σε αντίθεση με τα τεχνικοεπιστημονικά όπου δεν καλείται να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό). Εδώ υπάρχει και θα υπάρχει πάντα μια απροσδιοριστία κι επομένως η όποια πρόοδος έχει σημειωθεί δεν μπορεί να θεωρείται κεκτημένη. Η παλινδρόμηση στη βαρβαρότητα πράγματι δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ας πούμε, πως δεν έχει σημειωθεί και δεν σημειώνεται πρόοδος: έτσι έχει δίκιο ο Γκρέι ότι και σήμερα πολλοί άνθρωποι βρίσκονται ουσιαστικά σε καθεστώς δουλείας, ακόμη κι αν δεν ονομάζεται έτσι. Ωστόσο, είναι το ίδιο σήμερα με τις εποχές που κάτι τέτοιο θεωρείτο κοινή πρακτική «φυσική» κι αυτονόητη;
Εδώ τίθεται εκ νέου και το ζήτημα της ανθρώπινης φύσης – εμείς θα προτιμήσουμε να κάνουμε λόγο για ανθρώπινη συνθήκη κι ας «κατηγορηθούμε» έτσι ως προσχωρήσαντες στο μύθο της προόδου. Ακριβώς επειδή δεν είμαστε απλά προϊόντα βιολογικού προγραμματισμού, μπορούμε να στοχαστούμε και να πράξουμε παρά τη φύση μας ή και ενάντια σε αυτήν. Βεβαίως αυτό δεν γίνεται χωρίς ενδοψυχικές συγκρούσεις και ψυχικό κόστος. Κι αυτό κάνει την πρόοδο τόσο επισφαλή κι εύθραυστη υπόθεση. Υπ’ αυτή την έννοια, πράγματι δεν εγγράφεται στη φύση μας. Συνιστά ωστόσο μια επινόηση κι αν όχι μια κατάκτηση, πάντως ένα διαρκές αίτημα – όχι απλώς μια φαντασίωση δογματικών.
Και μια σημείωση που μπορεί να διαβαστεί κι ως μικρή επανόρθωση για μια διαδεδομένη τάση πολλών από εμάς που κάνουμε βιβλιοπαρουσιάσεις να «θυμόμαστε» τους μεταφραστές συνήθως μόνον όταν εντοπίζουμε λάθη κι αβλεψίες ως εάν να θεωρούμε δεδομένη μια αψεγάδιαστη μετάφραση. Γιατί όμως; Εν προκειμένω, δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει χωρίς να επαινέσει την ποιότητα της μεταφραστικής κι επιμελητικής εργασίας του Γιώργου Λαμπράκου σε ένα κείμενο απαιτητικό, αν μη τι άλλο λόγω των εκτενών αποσπασμάτων πλήθους ετερόκλητων πηγών τα οποία ενσωματώνει και τα οποία ο μεταφραστής επιπλέον εντόπισε σελίδα-σελίδα και στην αντίστοιχη ελληνική έκδοση, όπου αυτή υπάρχει.
Η σιωπή των ζώων
Για την πρόοδο και άλλους νεωτερικούς μύθους
John Gray
Μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος
Εκδόσεις Οκτώ 2013
Σελ. 215, τιμή €13,80