Περί της λογικής του ναζισμού
Του Σωτήρη Βανδώρου
«Κάποιες φορές δεν σου μένει παρά να κλάψεις. Αν αγαπάς τόσο πολύ τα παιδιά, όπως εγώ, δεν είναι καθόλου εύκολο», παραπονιέται ο αστυνομικός επιθεωρητής Fritz Jacob σε βαθμοφόρο των Ες-Ες. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, θα του γράψει: «Σου είμαι ευγνώμων για τη φιλική επίπληξη. Έχεις δίκιο. Εμείς οι άνδρες της νέας Γερμανίας πρέπει να είμαστε σκληροί με τον εαυτό μας».
Προφανώς, ο ανώτερος αξιωματικός τού υπενθύμισε ότι δεν επιτρέπεται πλέον να ακολουθούν τις ψευδεπίγραφες χριστιανικές αξίες της ευσπλαχνίας και του ελέους κι ότι, σε κάθε περίπτωση, σε λίγα χρόνια τα παιδιά θα είναι ενήλικες Εβραίοι. Ο Jacob εξακολουθεί να διακατέχεται από αμφιθυμία και σε αυτή τη δεύτερη επιστολή, ωστόσο δείχνει να πείθεται για την ιστορικών διαστάσεων αναγκαιότητα που τον καθιστά συνεργό στη γενοκτονία: «Είναι υπερβολικό να εξοντώνεται μια ολόκληρη οικογένεια όταν μόνο ο πατέρας είναι ο δράστης… Θα καθαρίσουμε το δρόμο χωρίς τύψεις συνείδησης και στη συνέχεια ο κόσμος θα ειρηνεύσει».
Πρόκειται για χαρακτηριστική μαρτυρία η οποία αναφέρεται στο βιβλίο του Peter Fritzsche, «Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ο συγγραφέας, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, ανανεώνει την, όπως φαίνεται, ανεξάντλητη βιβλιογραφία για τον εθνικοσοσιαλισμό, εξετάζοντας εκ παραλλήλου με τα γεγονότα, επιστολές, προσωπικά ημερολόγια κι άλλες αυτοβιογραφικές μαρτυρίες «απλών», κυρίως, Γερμανών πολιτών και στρατιωτών, θυτών και θυμάτων. Μολονότι η εναντίωση προς φρικαλέες πράξεις ή ο συγκλονισμός από αυτές δεν λείπουν, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι Γερμανοί δρούσαν εν συνειδήσει κι εσκεμμένα. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Ναζί τους κατέστησαν συνεργούς ή αδιάφορους μάρτυρες μέσω παραπλάνησης ή εξαπάτησης. Μάλιστα, προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ενόψει της διαφαινόμενης ήττας, στόχευαν να ενδυναμώσουν το φρόνημα του γερμανικού λαού μέσω της γνώσης του εγκλήματος (κατεξοχήν του Ολοκαυτώματος). «Πρόκριναν την οικειότητα της συνενοχής, όχι την απόσταση της άγνοιας».
Για τον Φρίτσε, μόνον αν πάρουμε στα σοβαρά την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, τα αξιώματά του περί κοινότητας, έθνους και φυλής, όπως και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε σε βάθος πώς κατάφερε να κινητοποιήσει έναν ολόκληρο λαό και να τον καταστήσει συμμέτοχο στο καταστροφικό του πρόγραμμα. Οι Ναζί αξιοποίησαν προϋπάρχουσες ιδέες των οποίων το περιεχόμενο είτε εμπλούτισαν είτε παράλλαξαν και κυρίως τις συνάρθωσαν σε μια νέα, επαναστατική αφήγηση που μετασχηματίζει την κατάσταση κρίσης της Γερμανίας σε αγώνα εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, φερ’ ειπείν η Volksgemeinschaft, η λαϊκή κοινότητα, που ανέκαθεν συνδυαζόταν με ένα δραματικό και πολεμικό στοιχείο, αναθεωρείται καταλήγοντας στην ακραία εκδοχή της: είναι διαρκώς εκτεθειμένη σε θανάσιμο κίνδυνο και ταυτόχρονα είναι αυτή που προσδίδει στο γερμανικό έθνος την τόσο ποθούμενη, μετά τις ταπεινωτικές συνέπειες της ήττας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενότητα κι αλληλεγγύη. Αυτός ο αγώνας για επιβίωση επενδύεται με ιδέες κοινωνικού δαρβινισμού και ανατιμά τη βία όχι απλώς σε επιβεβλημένο μέσο, αλλά σε πρωταρχική αξία και κινητοποιό δύναμη: Μόνο η απόλυτη διαθεσιμότητα για πάλη μπορεί να εγγυηθεί τη ζωή. Προϋπόθεση της υγείας και της ίδιας της ζωής του σώματος της κοινότητας καθίσταται έτσι η εξολόθρευση των εχθρών της. Επομένως, το να ανήκει κανείς ή να μην ανήκει στη λαϊκή κοινότητα όχι απλώς του προσδίδει την ιδιότητα του συντρόφου ή, αντίστροφα, του εχθρού (εξαφανίζοντας ενδιάμεσες εκδοχές και κάθε διαμεσολάβηση), αλλά μετατρέπεται κυριολεκτικά σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Ο απαράμιλλα φονικός χαρακτήρας του εθνικοσοσιαλισμού εδράζεται στη διατύπωση αυτού του σκεπτικού με βιολογικούς, φυλετικούς και ιατρικούς όρους. Η λαϊκή κοινότητα οφείλει να μετατραπεί σε μια φυλετικά «καθαρή», ομοιογενή μάζα κι αυτό το σχέδιο εντέλει είναι που, αν μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, αναγάγει την πολιτική σε βιοπολιτική αλλά εξίσου σε θανατοπολιτική: Οι υγιείς άριοι διαχωρίζονται από τους βιολογικά ξένους, οι ζωές που χρήζουν υποστήριξης (π.χ. προγράμματα επιλεκτικού ζευγαρώματος, επιδόματα μητρότητας κ.ο.κ.) διακρίνονται από τις ανάξιες ζωές (π.χ. προγράμματα ευθανασίας σωματικά ή διανοητικά πασχόντων, στείρωση ομοφιλόφυλων κ.ά., υποχρεωτικές αμβλώσεις από μια ηλικία και άνω, και βεβαίως εξολόθρευση των Εβραίων που κι αυτοί εκλαμβάνονται με φυλετικούς όρους, εφόσον για τους Ναζί σημασία έχει η βιολογική τους καταγωγή και είναι αδιάφορο αν ορισμένοι είναι πια στο θρήσκευμα Καθολικοί ή Προτεστάντες κτλ.).
Η βιολογία ως πεπρωμένο
Με αυτή την έννοια, η βιολογία θεωρήθηκε το πεπρωμένο του γερμανικού λαού και ο ρατσισμός ως μια επιστημονικά θεμελιωμένη, σύγχρονη μορφή πολιτικής οργάνωσης. Κι έτσι, μπροστάρηδες σε αυτό τον αγώνα μέχρις εσχάτων ήταν «...οι μορφωμένοι ιδεολόγοι επαγγελματίες, υψηλόβαθμα στελέχη των Ες-Ες, που θεωρούσαν εαυτούς ως τη φυλετική προφυλακή του εθνικοσοσιαλισμού. Ήταν ο μοντέρνος, επιστημονικός κόσμος των «εθνοκρατών» και ειδημόνων της βιοϊατρικής· αυτοί επινόησαν τα πιστοποιητικά γενετικής υγείας, αυτοί αξιολογούσαν τη γενετική αξία των ατόμων – όχι οι αντικομμουνιστές παλαίμαχοι των Freikorps που επάνδρωναν τα Τάγματα Εφόδου».
Ο Φρίτσε εξετάζει, μεταξύ άλλων, την κλιμάκωση της επιθετικότητας έναντι των Εβραίων μέχρι την «τελική λύση» κάτι που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί δείχνει πώς ακριβώς προϋπάρχουσες αντιλήψεις ευρέως διαδεδομένες σταδιακά αναβαθμίζονται και σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον μπορούν να προσλάβουν πια ακραίες μορφές. Έτσι, ο αντισημιτισμός δεν ήταν βέβαια κάτι που επινόησαν οι ναζί –ήταν κάτι οικείο για τους Γερμανούς– αλλά οι Ναζί το συνδύασαν με τον πυρήνα της γερμανικότητας και καλλιέργησαν συστηματικά στερεότυπα που δίνουν έμφαση στη σωματική διάσταση. Έτσι, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού του 1933 σε ορισμένες πόλεις οι Εβραίοι αποκλείστηκαν από τις πισίνες και τα εβραιόπουλα από το μάθημα κολύμβησης στα σχολεία. Το μήνυμα, αν και ήπιο σε σχέση με το τι θα ακολουθούσε, ήταν σαφές.
Όσο περισσότερο οι Γερμανοί εξοικειώνονταν και τελικά υιοθετούσαν το φυλετικό τρόπο σκέψης, τόσο περισσότερο πρόθυμοι ήταν να συμμετέχουν ενεργά στα παρακολουθήματά του. Ας πούμε, σύμφωνα με επιστολές προς τους οικείους τους, οι ίδιοι οι φαντάροι στο μέτωπο θεωρούσαν ότι συμμετέχουν σε κοσμοϊστορικά γεγονότα κι αντιμετώπιζαν τους εχθρούς, π.χ. τους Ρώσους, με ρατσιστικά στερεότυπα, κάτι που διευκόλυνε και τη συστηματική εξόντωση εκ μέρους τους του άμαχου πληθυσμού. Κατ’ αναλογία, το ίδιο εύκολο φάνηκε πως ήταν όχι μόνο για τους σχεδιαστές, αλλά και για τους Γερμανούς κατοίκους η μετατροπή του Άουσβιτς σε πρότυπη βιομηχανική πόλη, με οικογενειακές μονοκατοικίες και γκαράζ, ακριβώς την περίοδο που στο στρατόπεδο συστηματοποιήθηκε η δολοφονία των Εβραίων. «Κοντολογίς, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν το τρομακτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεσπούσαν πογκρόμ και κτηνωδίες. Ήταν κάτι ακόμη πιο φοβερό: ένας υπαρξιακός πόλεμος των Εθνικοσοσιαλιστών, που στόχευαν να επιβάλουν μια νέα φυλετική τάξη πραγμάτων, όπου η υγεία του γερμανικού σώματος ισοδυναμούσε με την καταστροφή των μη γερμανικών εθνών της ανατολικής Ευρώπης και τη φυσική εξόντωση των Εβραίων».
Δεν είναι εδώ ο χώρος για μια αναλυτική διαπραγμάτευση της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής, που θα έδειχνε ότι η εκδοχή του «εθνικισμού» που πρεσβεύει (και) σήμερα είναι ο εθνοφυλετισμός, δηλαδή στην ουσία του ο εθνικοσοσιαλισμός στο ακέραιο. Αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος και θα διατυπώσω μια μόνο σκέψη με μορφή ερωτήματος. Μήπως η καμπάνια που προωθεί «Αίμα μόνο για Έλληνες» δεν είναι απλώς μια ψευδοακτιβιστική δράση, αλλά συμβολίζει κυρίως την ιδέα ότι το όμαιμον κάνει τους Έλληνες Έλληνες; Κι ότι, επιπλέον, εφόσον η μετάγγιση αίματος σώζει ζωές, αξιοβίωτες μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι «δικές μας»;
Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ
Πήτερ Φρίτσε
Μτφρ. Βασιλεία Αβραμίδου - Κώστας Δεσποινιάδης
Επιμέλεια Γιάννης Αβραμίδης - Εκδόσεις Θύραθεν, 2013
Τιμή € 17,89, σελ. 350