Η Βερόνικα Ράιμο κέρδισε με το τέταρτο μυθιστόρημά της «Ας πούμε πως είμαι εγώ» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Δώμα) μια θέση στη μακρά λίστα του Διεθνούς Βραβείου Booker. Η Ιταλίδα συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και με αυτή την αφορμή μιλήσαμε για για το βιβλίο της, την αυτομυθοπλασία, τον αυτοσαρκασμό ως εργαλείο γραφής, τον φεμινισμό αλλά και την πολιτική, σε μια απολαυστική συζήτηση.
Συνέντευξη στη Φανή Χατζή
Το βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο Ας πούμε πως είμαι εγώ (μτφρ Δήμητρα Δότση, εκδ. Δώμα), το οποίο απέσπασε το Βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και βρέθηκε στη μακρά λίστα για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024, κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν λίγες εβδομάδες και έχει ήδη αποκτήσει φανατικό κοινό. Η Βερόνικα, μια νεαρή συγγραφέας που κινείται ανάμεσα στη Ρώμη και το Βερολίνο, γράφει ένα βιβλίο για την περίεργη οικογένειά της, τις μακροχρόνιες αλλά και πολύ σύντομες ερωτικές της σχέσεις, τη φιλία, τη συγγραφή, την ενηλικίωση και τα ψέματα.
Είχαμε μεγάλη περιέργεια να μάθουμε εάν αυτή η πνευματώδης και σαρωτικά αστεία αφηγηματική φωνή ταυτίζεται με αυτή της Βερόνικα Ράιμο. Με αφορμή την επίσκεψη της συγγραφέως στην Αθήνα, μιλήσαμε για το βιβλίο της, την αυτομυθοπλασία, τον αυτοσαρκασμό ως εργαλείο γραφής, για τον φεμινισμό αλλά και την πολιτική, σε μια απολαυστική συζήτηση.
Ο τίτλος του βιβλίου σας στα ελληνικά, διαφορετικός από τον αγγλικό και τον ιταλικό, δανείζεται μια φράση της Βερόνικα και μεταφράζεται ως «ας πούμε πως είμαι εγώ». Η δε πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια του βιβλίου έχει το ίδιο όνομα με εσάς. Πόση μυθοπλασία χωράει σε κάτι που φαίνεται τόσο αυτοβιογραφικό;
Ήθελα κατά κάποιο τρόπο να αμφισβητήσω την ιδέα ότι μπορείς να γράψεις μια πραγματική αυτοβιογραφία όταν στην ουσία εμείς είμαστε αυτοί που επιλέγουμε τι θα πούμε και ποια κομμάτια των αναμνήσεών μας θα μοιραστούμε. Εμείς ως συγγραφείς δημιουργούμε το αφήγημα γύρω από το υλικό μας και δεν νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε διάφανοι και εντελώς ειλικρινείς όταν προσπαθούμε να γράψουμε για εμάς. Ο ιταλικός τίτλος αποτυπώνει αυτό το οξύμωρο γιατί είναι ένας τίτλος- λογοπαίγνιο. Το «niente di vero» σημαίνει ταυτόχρονα «τίποτα από τη Βέρο (υποκοριστικό για το όνομα Βερόνικα)», άρα τίποτα από εμένα κατά κάποιον τρόπο, αλλά και «τίποτα δεν είναι αλήθεια». Άρα, γράφω κάτι σαν αυτοβιογραφία αλλά ταυτόχρονα δηλώνω ότι τίποτα δεν είναι αλήθεια.
Θα λέγατε ότι αυτό που κάνετε είναι αυτομυθοπλασία;
Νομίζω ότι η έννοια της αυτομυθοπλασίας είναι τόσο ευρεία και τόσο συμπεριληπτική που σχεδόν τα πάντα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάπως αυτομυθοπλαστικά. Βέβαια, σε σχέση με τον όρο αυτοβιογραφία, θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσω τον όρο autofiction, αλλά και πάλι αν είναι να επιλέξω ένα είδος, θεωρώ το βιβλίο που περισσότερο μυθιστόρημα. Οι ήρωες που έπλασα είναι εμπνευσμένοι από πραγματικά πρόσωπα, αλλά τους χειρίστηκα και τους δούλεψα σαν μυθοπλαστικούς ήρωες. Για μένα δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το μυθιστόρημα και το προηγούμενό μου, που ήταν υποθετική μυθοπλασία. Η διαδικασία γραφής ήταν η ίδια.
Ο λόγος που το ρώτησα είναι γιατί το ανέγνωσα σαν μια προσπάθεια να ανανεώσετε το είδος της αυτομυθοπλασίας, που έχει ταυτιστεί με το τραύμα και το δραματικό ύφος. Εσείς, αντίθετα, προσδίδετε ακόμα και στις πιο τραυματικές εμπειρίες (θάνατος, άμβλωση, κακοποίηση) πολύ χιούμορ.
Ναι, είναι κάτι που προσπάθησα να κάνω, αφενός γιατί δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων βιβλίων αλλά και γιατί πιστεύω ότι υπάρχει μια υπερδραματοποίηση της αυτομυθοπλασίας. Επικρατεί η αντίληψη ότι εάν δεν έχεις να μιλήσεις για ένα καθαρό τραύμα, δεν μπορείς να μιλήσεις για εσένα. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Η ίδια η κατηγορία του τραύματος έχει γίνει μια εμπορική κατηγορία. Μπορείς για παράδειγμα να μπεις στο Netflix και να βρεις όλες τις ταινίες που αφορούν το «τραύμα». Όταν κάτι γίνεται μια κατηγορία γίνεται αυτομάτως και εμπορικό.
Ήθελα να δημιουργήσω κάτι που να επαναδιαπραγματεύεται αυτό το είδος και να πω ότι είναι εφικτό να μιλήσεις για τη ζωή σου με έναν διαφορετικό τρόπο, χωρίς να μιλήσεις για μια τραυματική εμπειρία. Αυτή η απαίτηση βαραίνει ειδικά τις γυναίκες. Εάν είσαι γυναίκα και θέλεις να μιλήσεις για σένα πρέπει να ξεκινάς από το τραύμα, αυτό αναμένεται από εσένα, πολύ περισσότερο από έναν άνδρα.
Θα ήθελα να επανέλθω σε αυτή τη διάκριση, όμως τώρα θα επιμείνω σε αυτό το ιδιαίτερο στυλ γραφής. Έχετε παρομοιάσει το μεγάλωμά σας, δείγμα του οποίου βλέπουμε στο βιβλίο, με την ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου. Θα λέγατε ότι αυτή η αιχμηρή σάτιρα στον τρόπο της γραφής σας προέκυψε από τα σχεδόν σουρρεαλιστικά γεγονότα της παιδικής σας ηλικίας;
Ναι, το πιστεύω. Φυσικά, δεν είμαι ψυχολόγος, αλλά πιστεύω ότι αυτή η κλειστοφοβία κατά κάποιον τρόπο δημιούργησε κάτι μη ρεαλιστικό ή σουρεαλιστικό σαν συνθήκη. Βέβαια και εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιούσαμε μια πολύ σαρκαστική γλώσσα για να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Το γεγονός ότι μια μητέρα είναι πεπεισμένη ότι ο γιος της μπορεί να πεθάνει κάθε μέρα και αυτός ο φόβος είναι πραγματικός, όχι παράνοια, στην αρχή μοιάζει τραγικό αλλά μετά από ένα σημείο γίνεται εντελώς ειρωνικό και αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Επομένως, αυτός ο παράδοξος τρόπος σκέψης προέρχεται από εκεί.
Ήθελα να γράψω ένα θεατρικό κομμάτι για μια φίλη μου ηθοποιό, η οποία θα το ανέβαζε σαν παράσταση. Όλος αυτός ο πειραματισμός με τη νέα φόρμα και η αίσθηση της ελευθερίας με έκανε να περάσω καλά. Δεν υπήρχε αυτή η ευθύνη του καινούριου μυθιστορήματος ούτε η αίσθηση του μεγάλου πρότζεκτ «γράφω για τη ζωή μου».
Από τη μία είναι σουρεάλ, από την άλλη το ελληνικό κοινό, τολμώ να πω και γενικά το μεσογειακό κοινό, μπορεί να ταυτιστεί σε πολλά σημεία. Η Βερόνικα μεγαλώνει υπό τη σκιά και τη σύγκριση του μεγαλύτερου αδερφού, ο πατέρας της είναι υποχόνδριος, η μητέρα φοβερά ελεγκτική. Άραγε ένα κοινό μη εξοικειωμένο με αυτού του είδους την οικογένεια πώς το εξέλαβε;
Η αλήθεια είναι ότι το μεσογειακό κοινό είναι πολύ πιο πρόθυμο ή ικανό να καταλάβει για τι ακριβώς μιλάει αυτό το βιβλίο. Μοιραζόμαστε ένα κοινό έδαφος για τις έννοιες της οικογένειας, της θρησκείας, της παράδοσης, της καταπίεσης, ακόμα και του σεξισμού. Εξέλαβα υπέροχες αντιδράσεις από την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική. Αντίθετα, οι αντιδράσεις από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ ήταν πιο ψυχρές, λιγότερο κατανοητικές, γιατί νομίζω ότι δεν έπιασαν την ειρωνεία τόσο καλά, ούτε την καταπίεση. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η ισότητα των φύλων και η γυναικεία χειραφέτηση είναι σε τελείως διαφορετικό στάδιο απ’ ό,τι στην Ιταλία ή σε άλλες χώρες. Δεν κατάλαβαν την ειρωνεία γιατί οι σύγχρονοι αναγνώστες εκεί δεν έχουν τα ίδια βιώματα με τη δική μου γενιά. Υπάρχει, όντως, ένα πολιτισμικό χάσμα στην υποδοχή και πρόσληψη του βιβλίου.
Πάντως, πέρα από τα κοινά βιώματα, εμείς περάσαμε και πολύ καλά διαβάζοντας το βιβλίο σας. Εσείς περάσατε καλά γράφοντάς το;
Για να πω την αλήθεια, ναι, πέρασα καλά. Συνήθως μου παίρνει περισσότερο χρόνο για να γράψω ένα βιβλίο, αλλά αυτό το έγραψα σχετικά γρήγορα. Βέβαια, ίσως πέρασα πολύ καλά γιατί δεν ήξερα ότι επρόκειτο να γράψω ένα μυθιστόρημα (γέλια). Ήθελα να γράψω ένα θεατρικό κομμάτι για μια φίλη μου ηθοποιό, η οποία θα το ανέβαζε σαν παράσταση. Όλος αυτός ο πειραματισμός με τη νέα φόρμα και η αίσθηση της ελευθερίας με έκανε να περάσω καλά. Δεν υπήρχε αυτή η ευθύνη του καινούριου μυθιστορήματος ούτε η αίσθηση του μεγάλου πρότζεκτ «γράφω για τη ζωή μου». Αντιθέτως, είχα μια εξερευνητική διάθεση πολύ διαφορετική από άλλες φορές. Βέβαια, αυτό ήταν πριν την πανδημία. Όταν βρέθηκα μέσα στην πανδημία να γράφω ένα θεατρικό χωρίς να μπορώ καν να φανταστώ τα κλειστά θέατρα να ξανανοίγουν στο κοντινό μέλλον, το θεατρικό έγινε αναγκαστικά μυθιστόρημα. Νομίζω, όμως, ότι κράτησε μέσα του αυτή την ελευθερία και ευθυμία του πειραματισμού.
Ίσως γι’ αυτό μου θύμισε και λίγο stand up comedy; Σχεδόν κάθε κεφάλαιo ξεκινάει με μια απρόσμενη ατάκα που δίνει τον τόνο της συνέχειας και υπάρχουν πολλά επαναλαμβανόμενα αστεία («Είναι η Φραντσέσκα στο τηλέφωνο», «το απόγειο της παραδοξότητας») που λειτουργούν σαν callbacks.
Ναι, και μάλιστα η φίλη μου η ηθοποιός με την οποία ήθελα να συνεργαστώ τότε είναι κωμικός, όχι stand up comedian, αλλά κωμικός, οπότε το είχα αυτό στο νου μου. Βασικά, η ιδέα να συνεργαστώ μαζί της προέκυψε από ένα workshop στο οποίο είχα λάβει μέρος, όπου γυναίκες συγγραφείς και ηθοποιοί δουλεύαμε μαζί για να δημιουργήσουμε κάτι πολύ κοντινό σε αυτό που λέμε stand up comedy.
Τότε είδα αυτά που έγραφα να ερμηνεύονται και είδα τις άλλες συμμετέχουσες να γελάνε. Ήταν από τις πιο ενθουσιώδεις εμπειρίες της καριέρας μου, γιατί σαν συγγραφέας μυθιστορημάτων γράφεις, γράφεις και δεν μπορείς να δεις ποτέ τις αντιδράσεις όσων σε διαβάζουν. Πάντως, έχω επηρεαστεί από το stand up, και συγκεκριμένα από το έργο του David Sedaris, ο οποίος ναι μεν γράφει βιβλία αλλά τα διαβάζει δυνατά σε μεγάλα θέατρα. Ήθελα αυτό το έργο να έχει αυτό το επίπεδο της προφορικότητας και της παραστατικότητας.
Αφού αναφέρατε έναν άνδρα που σας επηρέασε, να τολμήσω να αναφέρω έναν ακόμα; Διέκρινα κάποια κοινά στοιχεία με τον πολύ αστείο, αν και αμφιλεγόμενο, Γούντι Άλεν. Σας αρέσει;
Α, ναι, σωστά. Δε μου άρεσε πολύ η τελευταία του ταινία, αλλά γενικά μου αρέσει πολύ. Δε θα ήθελα να σχολιάσω αυτή τη στιγμή τη σεξουαλική του ζωή, αλλά τη γραφή του. Μου αρέσει πολύ αυτή η γκροτέσκ ειρωνεία που έχει και μπορώ να διακρίνω κάποιες ομοιότητες στη γραφής μας σχετικά με την ειρωνεία, την πανταχού παρούσα μητέρα, τη σχέση οικογένειας και παράδοσης. Σε σχέση με την ειρωνεία και τον τρόπο γραφής έχω επηρεαστεί όντως από τον Sedaris, τον Γούντι Άλεν και τον Φίλιπ Ροθ, άρα τρεις άνδρες (γέλια).
Ήθελα να βρω αυτό το είδος γραφής σε γυναίκες, και εντός Ιταλίας, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Ωστόσο, με έχουν επηρεάσει και γυναίκες συγγραφείς με άλλο τρόπο, ίσως περισσότερο στη φόρμα και στη διάρθρωση. Εκείνη την περίοδο διάβαζα την αυτοβιογραφία της Ντέμπορα Λέβι, διάβαζα τη Σάρα Μανγκούσο, η οποία γράφει πολύ πιο τραγικά από εμένα, αλλά μου άρεσε αυτή η θραυσματικότητα στη γραφή της. Οπότε, αυτοί οι συγγραφείς ήταν πιο κοντά μου εκείνο το διάστημα που έγραφα το βιβλίο.
Παρατηρώ ότι πολλά βιβλία ακολουθούν την ίδια γραμμική φεμινιστική τροχιά: μια καταπιεσμένη κοπέλα στην αρχή του βιβλίου που μεταμορφώνεται μαγικά και «απελευθερώνεται» μέχρι το τέλος του βιβλίου. Αυτά τα βιβλία συνήθως τοποθετούνται χρονικά στο παρελθόν, και αποτυπώνουν την Ιταλία με ένα φολκλορικό τρόπο, στερεοτυπικά.
Αυτό απαντά κάπως σε μια απορία που είχα όσο διάβαζα το Ας πούμε πως είμαι εγώ. Ενώ έχουμε πολλές και καλές μεταφράσεις ιταλικών βιβλίων στα ελληνικά, δε μπορούσα να βρω τη λογοτεχνική σας «οικογένεια» εντός Ιταλίας.
Εγώ θεωρώ λογοτεχνική οικογένεια μια σειρά σύγχρονών μου Ιταλών συγγραφέων. Κάπου εκεί με βρίσκω, αλλά δεν ξέρω εάν έχουν μεταφραστεί στην Ελλάδα. Για παράδειγμα η Claudia Durastanti ή ο Vincenzo Latronico;
Όχι, δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί οι συγκεκριμένοι ακόμα.
Αυτοί οι δύο ήταν που θα μπορούσαν να έχουν μεταφραστεί, οι άλλοι είμαι σίγουροι πως δεν έχουν. Πάντως, σχετικά με την ιταλική λογοτεχνία που μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες, γενικά, και ιδίως τη λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες, έχω να πω το εξής. Παρατηρώ ότι πολλά βιβλία ακολουθούν την ίδια γραμμική φεμινιστική τροχιά: μια καταπιεσμένη κοπέλα στην αρχή του βιβλίου που μεταμορφώνεται μαγικά και «απελευθερώνεται» μέχρι το τέλος του βιβλίου. Αυτά τα βιβλία συνήθως τοποθετούνται χρονικά στο παρελθόν, και αποτυπώνουν την Ιταλία με ένα φολκλορικό τρόπο, στερεοτυπικά.
Δεν έχω ιδέα γιατί συμβαίνει αυτό, ίσως λόγω της Φεράντε, πάντως αυτό πλέον «αναμένεται» από τους Ιταλούς συγγραφείς και σίγουρα δε με θεωρώ μέρος αυτής της οικογένειας που το υπηρετεί. Για να μην παρεξηγηθώ, η Φεράντε είναι προφανώς καλή συγγραφέας και έχει γράψει φοβερά βιβλία. Ίσως λόγω της Φεράντε δίνεται πλέον και περισσότερη προσοχή στην ιταλική λογοτεχνία. Ωστόσο, αυτή είναι ίσως που πυροδότησε αυτή την απαίτηση από την ιταλική γυναικεία λογοτεχνία να φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά που ανέφερα.
Το θεωρώ επικίνδυνο να λέμε για ένα βιβλίο ότι είναι καλό επειδή αφορά την οικογένεια, το τραύμα, τη σεξουαλική βία και να μη μας ενδιαφέρει το ύφος. Θα ήθελα να αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για το συγγραφικό στυλ στη λογοτεχνία.
Επειδή το ζήτημα της γυναικείας λογοτεχνίας επανέρχεται διαρκώς, θέλω να ρωτήσω για μια άποψη που διατυπώνει η Βερόνικα στο βιβλίο, ότι οι γυναίκες συγγραφείς «αυτογκετοποιούνται» όταν καλούνται να γράψουν μόνο για «γυναικεία» θέματα. Το πιστεύετε;
Ναι, το πιστεύω. Υπήρχαν στιγμές που αυτή η γκετοποίηση ήταν σημαντική και απαραίτητη, αλλά πλέον νομίζω είναι μια παγίδα. Με έχουν ρωτήσει τόσες πολλές φορές σε μια παρουσίαση ή πάνελ ή γενικά σε ένα δημόσιο διάλογο για τη σχέση της γραφής μου με το σώμα που καταντάει κλισέ. Δεν κάνεις την ίδια ερώτηση σε έναν άνδρα συγγραφέα φυσικά, δεν αναμένεις από αυτόν να μιλήσει για το σώμα του, όμως ρωτάς τις γυναίκες εάν «γράφουν με το σώμα τους» ή αν «γράφουν για το σώμα τους.» Επίσης, αναμένεται από τις γυναίκες να μιλήσουν για την οικογένεια, την εγγύτητα, την επαφή. Δε μου αρέσει να κρίνουμε τη λογοτεχνία με βάση τις θεματικές και όχι τον τρόπο γραφής. Το θεωρώ επικίνδυνο να λέμε για ένα βιβλίο ότι είναι καλό επειδή αφορά την οικογένεια, το τραύμα, τη σεξουαλική βία και να μη μας ενδιαφέρει το ύφος. Θα ήθελα να αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για το συγγραφικό στυλ στη λογοτεχνία.
Χαίρομαι λοιπόν που οι περισσότερες ερωτήσεις μου ήταν για το στυλ (γέλια). Ξέρω ότι έχει γίνει κλισέ ακόμα και στις συνεντεύξεις να ρωτάμε για φύλο και φεμινισμό μόνο τις γυναίκες συγγραφείς. Ωστόσο, υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στο βιβλίο σας. Πολλές έμφυλες εμπειρίες (έντονος σεξισμός, σχολιασμός σώματος, η συνειδητή επιλογή στην ατεκνία) σχολιάζονται με μια υπόγεια φεμινιστική ειρωνεία. Ο φεμινισμός που πηγάζει από το βιβλίο δεν είναι άμεσος και πολεμικός, αλλά διακριτικός. Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό «φεμινιστικό» για το βιβλίο σας;
Ναι, φυσικά. Αυτοχαρακτηρίζομαι ως φεμινίστρια, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό, ωστόσο ο φεμινισμός δεν είναι ένα ομοιογενές κίνημα. Είναι όπως η αριστερά, μπορείς να είσαι συντηρητικός ή ριζοσπαστικός. Εγώ με χαρά λέω ότι είμαι φεμινίστρια, αλλά δεν πρεσβεύω τον ίδιο φεμινισμό με άλλους ανθρώπους που δηλώνουν επίσης φεμινιστές. Για μένα, ο φεμινισμός είναι διαλεκτικός, ενέχει διάλογο και διαμάχη, και αυτό που έμαθα από τον φεμινισμό είναι ότι το να αλλάζεις γνώμη δεν είναι κάτι κακό.
Δε μου αρέσει ο φεμινισμός όταν γίνεται ιδεολογικός, μου αρέσει όταν είναι διαλεκτικός, και αυτό προσπαθώ να κάνω. Διαρκώς αμφισβητώ τον εαυτό μου και τις ιδέες μου, είμαι έτοιμη να τις αλλάξω αν χρειαστεί. Αυτό μου αρέσει πολύ στην Ursula Le Guin, της οποίας το ρητό χρησιμοποιώ στην αρχή του βιβλίου. Η Le Guin ήταν μια συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας αλλά και φιλόσοφος και συνέχεια άλλαζε άποψη για όλα τα θέματα χωρίς να φοβάται να εκφράσει μια αμφιβολία. Έχω αυτή τη θέση, λοιπόν, θέλω έναν φεμινισμό της αμφισβήτησης και του διαλόγου.
Δεν ξέρω ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά στην Ιταλία υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στον φεμινισμό της δεκαετίας του 1970 και τον φεμινισμό της γενιάς μου ή της νεότερης γενιάς. Δεν μιλάμε τόσο μεταξύ μας. Οι φεμινίστριες που επέδειξαν σημαντικούς αγώνες τη δεκαετία του 1970 για το δικαίωμα στην άμβλωση ή το δικαίωμα στο διαζύγιο βλέπουν τους εαυτούς τους σαν τις «σωστές» φεμινίστριες, και θεωρούν ότι αυτό που έκαναν αυτές ήταν ο πιο σημαντικός αγώνας. Έτσι, βλέπουν τη νέα γενιά ως λιγότερο δυναμική και μας θεωρούν όχι τόσο «καλές φεμινίστριες» όσο αυτές, κάτι που θεωρώ αρκετά υποτιμητικό.
Ήταν ένα είδος αυτοθεραπείας να φτιάξω έναν χαρακτήρα που διαχειρίζεται καλύτερα το παρελθόν του από εμένα.
Νομίζω και αυτό καταρρίπτεται στο βιβλίο σας. Όταν η Βερόνικα αγκαλιάζει έναν τυχαίο τύπο και τον αφήνει να την ακουμπήσει στα οπίσθια, μας κάνει να σκεφτούμε εάν είναι «σωστή» φεμινίστρια ή όχι.
Ναι, ακριβώς. Επίσης, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον αυτοσαρκασμό σαν εργαλείο. Αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα πολλών φεμινιστριών, δεν αποδέχονται τον αυτοσαρκασμό γιατί το θεωρούν ένα όπλο της πατριαρχίας.
Αλλάζοντας θέμα, κάτι που επίσης ξεχωρίζει στο βιβλίο σας είναι το γεγονός ότι μιλάει για το παρελθόν χωρίς να το ρομαντικοποιεί. Γίνεται νοσταλγικό αλλά η νοσταλγία δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Πώς το καταφέρατε;
Στην πραγματικότητα, είμαι πολύ πιο συνδεμένη με το παρελθόν και πιο νοσταλγική απ’ ό,τι ο χαρακτήρας του βιβλίου μου. Ήταν ένα είδος αυτοθεραπείας να φτιάξω έναν χαρακτήρα που διαχειρίζεται καλύτερα το παρελθόν του από εμένα. Σαν άνθρωπος έχω τόσες πολλές τύψεις και μετανιώνω για τόσο πολλά πράγματα που ήθελα να δώσω σε αυτόν τον καημένο τον χαρακτήρα λίγη ελευθερία, την ελευθερία του παρόντος.
Αυτό μου δίνει πάσα για να ρωτήσω για τη Βερόνικα του βιβλίου σε σχέση με εσάς την ίδια. Είναι alter ego, είναι ένα προσωπείο;
Δεν ξέρω, νομίζω ότι ο λόγος που μπόρεσα να γράψω αυτόν τον χαρακτήρα ήταν γιατί πήρα μια απόσταση από κάτι πολύ επίπονο που συνέβη στη ζωή μου. Είμαι σίγουρη ότι δε θα μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο κάποια χρόνια πριν. Επίσης, το γεγονός ότι έγραφα έχοντας στο μυαλό μου την ηθοποιό φίλη μου, άρα ένα άλλο άτομο, ένα άλλο σώμα, μια άλλη φωνή, δημιούργησε μια ακόμη απόσταση. Αυτές οι αποστάσεις δημιούργησαν και τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε εμένα και τον χαρακτήρα.
Η Βερόνικα, πάντως, είναι, όπως είπαμε, λιγότερο νοσταλγική από εμένα, νιώθει πολύ λιγότερες τύψεις. Εγώ νιώθω ότι καταπιέζομαι από την ενοχή για οτιδήποτε κάνω, ενώ αυτή όχι. Επίσης, θα ήθελα να λέω καλά ψέματα χωρίς να το μετανιώνω. Ίσως προσπαθώ να γράψω ένα προσωπικό μήνυμα για αυτό που θα ήθελα να γίνω. Άρα, τα εύθραυστά μας σημεία είναι τα ίδια, αλλά η Βερόνικα έχει περισσότερη δύναμη από ό,τι εγώ.
Ίσως σας το ρωτάνε συνέχεια, αλλά πώς νιώθετε για την υποψηφιότητα για το Διεθνές Βραβείο Booker; Άλλαξε τη ρουτίνα ή την καθημερινότητά σας;
Όχι (γέλια). Φυσικά ήμουν πολύ χαρούμενη και ενθουσιασμένη όταν το έμαθα, γιατί δεν το περίμενα καθόλου και χαίρομαι πολύ που χάρη σε αυτό προέκυψαν κι άλλες μεταφράσεις του βιβλίου μου. Είναι πολύ ωραίο να ξέρεις ότι το βιβλίο σου βρίσκεται εκεί έξω στον κόσμο και φτάνει σε ανθρώπους που δε θα φανταζόσουν ότι θα έφτανε. Στην πράξη, όμως, δεν άλλαξε κάτι στη ρουτίνα μου. Παραμένω πολύ τεμπέλα δυστυχώς, όπως και ο χαρακτήρας του βιβλίου. Είναι κάτι άλλο που θα ήθελα να διορθώσω.
Μου έκανε εντύπωση που ενώ μένετε στην, για πολλούς, ωραιότερη πόλη του κόσμου, αυτή εμφανίζεται μετά βίας στο βιβλίο σας. Ασπάζεστε την άποψη της Τσετσίλια που τη χαρακτηρίζει «μολυσματική»;
Ναι, τείνω να συμφωνώ. Η Ρώμη έχει και απαιτεί από εσένα μια αίσθηση του ανήκειν πολύ ισχυρή. Εάν δεν τη σεβαστείς είσαι κατά κάποιο τρόπο προδότης. Είναι ενός είδους φυλετισμός, υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, είναι αδύνατον να ξεφύγουν από τη Ρώμη. Κι εγώ επιστρέφω διαρκώς σε αυτήν με κάποιο τρόπο.
Αυτούς τους κανόνες τους κατάλαβα όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο και αποφάσισα να μείνω μόνη μου, χωρίς τους γονείς μου. Αυτό θεωρήθηκε σχεδόν σκάνδαλο, μια πολύ ριζοσπαστική κίνηση. Τότε έμενα σε ένα διαμέρισμα με άλλους φοιτητές που δεν ήταν από τη Ρώμη και αντιλήφθηκα ότι οι Ρωμαίοι δεν ήθελαν να «μοιραστούν» την εμπειρία του πανεπιστημίου με όσους δεν ήταν ντόπιοι. Αναγκάστηκα να κάνω νέους φίλους γιατί υπήρχε τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που ήταν από τη Ρώμη και σε αυτούς που δεν ήταν. Είναι πολύ περίεργο, αλλά έχω την εντύπωση ότι η απόφαση να μείνω τότε μόνη μου και να δω αυτό το διαχωρισμό ήταν πολύ σημαντική για την ενηλικίωσή μου.
Η Βερόνικα Ράιμο [Veronica Raimo] γεννήθηκε το 1978 στη Ρώμη, όπου και ζει. Μετά τις σπουδές της στη φιλολογία, έκανε στο Βερολίνο διδακτορικό στο γερμανικό σινεμά. Με το Ας πούμε πως είμαι εγώ (Niente di vero), το τέταρτο μυθιστόρημά της, κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και το Viareggio Rèpaci, ενώ ήταν υποψήφια για το Strega και το Διεθνές Βραβείο Booker 2024. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ετοιμάζεται η μεταφορά του στον κινηματογράφο. |
Αυτό που είναι εμφανές όμως στη γραφή σας είναι ένα πολιτικό σχόλιο κατά του συντηρητισμού και της ιταλικής Δεξιάς. Αυτό ήταν ηθελημένο;
Ναι. Αυτό το βιβλίο γράφτηκε πριν τις εκλογές που ανέδειξαν την τωρινή κυβέρνηση με την ακροδεξιά πρωθυπουργό που έχει ακολουθήσει απαίσιες πολιτικές ειδικά στα οικογενειακά ζητήματα. Από αυτή την άποψη δεν ήταν απλά θεμιτό αυτό το σχόλιο αλλά και κάπως προφητικό. Να και το ζήτημα του φεμινισμού που συζητούσαμε πριν. Στην αρχή υπήρχε μεταξύ κάποιων φεμινιστριών ο ενθουσιασμός ότι έχουμε μια γυναίκα πρωθυπουργό. Όμως σύντομα έγινε αντιληπτό ότι αυτού του είδους ο φεμινισμός δεν είναι ανεκτός. Επομένως, ήταν εσκεμμένο το σχόλιο και μάλιστα εξέφραζε έναν φόβο για ένα πιθανό μέλλον.
Τέλος, αφού το βιβλίο παίζει τόσο πολύ με την έννοια του αναξιόπιστου αφηγητή και της αποσιώπησης της αλήθειας, εσείς λέτε ψέματα;
Ναι λέω, αλλά όπως είπα πριν, νιώθω πολλές τύψεις όταν τα λέω. Κάποιες φορές λέω ψέματα γιατί ξέχασα τι είπα προηγουμένως, οπότε επανεφευρίσκω ιστορίες.
Είπατε ψέματα σε αυτή τη συνέντευξη;
Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρη. Αλλά δε θα το μάθετε ποτέ.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.