
Του Στρατή Χαβιαρά
Ο Oscar Wilde θα έβρισκε πολλές παρουσιάσεις βιβλίων βαρετές, κι ας δείχνει το ακροατήριο κατανόηση αν όχι ενδιαφέρον. Κάτι πρέπει να κάνουμε με τις παρουσιάσεις αν θέλουμε να είναι, και να ακούγονται, άξιες των βιβλίων που τιμούν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Τι, όμως; Σίγουρα όχι πολυλογία.
Να αποφεύγουμε την πεπατημένη, αλλά έτσι κινδυνεύουμε να πέσουμε πάνω σε άλλα, υπερμεγέθη για τα πόδια μας χνάρια. Αναφέρομαι στους καυστικούς αφορισμούς του Wilde.
#1: Να τον πω; «Ένας gentleman δεν πληγώνει ποτέ τον άλλο, άθελα του».
Είναι ναι γνωστό ότι η παρουσίαση ενός λογοτεχνικού έργου δεν αποτελεί κριτική αξιολόγηση, αλλά εκτίμηση.
#2: «Οι κόντρες πρέπει να αποφεύγονται γιατί είναι πάντα χυδαίες και πάντα έγκυρες.»
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα στη συγκεντρωτική, χορταστική συλλογή του, Ελευθερίας ανατολή, από το Μεταίχμιο, πέρασε κι άρπαξε κάτι από την αντίληψη, το πνεύμα και τις πεποιθήσεις του Wilde, αλλά χωρίς τις κακίες του.
Θες μέσα απ’ τις σπουδές και τις μελέτες του στη στατική, την αντοχή των υλικών ή το θέατρο, θες απ’ την ακόρεστη δίψα του για το ποτήρι της εξαίσιας μέθης sans αλκοόλ, ο ποιητής ενέταξε κι αυτή τη διάσταση στην υπηρεσία του νοήματος, πέρα ακόμα κι από την όποια αναγκαιότητα του μουσικού περιεχομένου του στίχου του. Κάπως έτσι φαίνεται να πορεύτηκε ο Κωνσταντίνος Μπούρας απ’ την παράδοση στην «νεοκλασική» λιτότητα του μοντερνισμού και την αμεσότητα του μεταμοντέρνου, αλλά χωρίς τις αυθαιρεσίες του. Και κάπως έτσι διάλεξε κατόψεις, εγκάρσιες τομές, υλικά και εργαλεία, για να χαράξει μια πορεία και να αφήσει το στίγμα του, όμως και πάλι ανεξάρτητα από σχολές ή κινήματα.
Κι αυτή δεν είναι παρά μία από τις διαστάσεις του όρου «Ελευθερία» που διατρέχει τη συλλογή ολόκληρη, δίνοντας της μια τη χαλαρή, θα έλεγα, θεματική συνοχή.
Πώς αλλιώς να χαράξει το στίγμα του στον καιρό του ο ποιητής; Και πώς, αν το χαράξει, να μη γίνει η τέχνη του δέσμια του χρόνου που πέρασε;
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα χαράζει το στίγμα της στον καιρό της, αλλά η γλώσσα της ταξιδεύει ως τις εσχατιές του μετρημένου χρόνου, αδιάφορη για το ποιόν των ηθών των ηθοποιών που πρωταγωνιστούν στα σοκάκια του.
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα συμβαίνει.
Και όπως η όποια ελευθερία δεν είναι νοητή χωρίς ατομική ή συλλογική ευθύνη, έτσι και η ελευθερία στην τέχνη, ακόμα και στον λεγόμενο «ελεύθερο» ή «απελεύθερο στίχο», είναι σχετική. Ο απαίδευτος θεωρεί ποίηση τα ευφυολογήματα σε έμμετρο ρυθμό, με ομοιοκαταληξία – σαν τα στιχάκια των παλιών ημερολογίων. Άλλοι, που τα έχουν βρει με τον ελεύθερο στίχο, προτιμούν ποιήματα που αφηγούνται προσωπικά, ιστορικά ή μυθολογικά περιστατικά, με συνοδεία σχολίων. Και άλλοι, τέλος, ποιήματα που σπάνια λειτουργούν γραμμικά ή με δομή αρχή-μέση-τέλος. Αντίθετα, η συνειδητή ή και υποσυνείδητη γλώσσα επιδίδεται σε άλματα από συνειρμό σε συνειρμό, επιβάλλοντας οικονομία και τάξη, εκπληρώνοντας το σκοπό της σπέρνοντας στα κενά που αφήνει, ικανές πιθανότητες.
Και οι τρεις αυτές κατηγορίες ποιημάτων βρίσκονται παντού, σε όλες τις παραδόσεις και γλώσσες, σε όλους τους πολιτισμούς.
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα είναι πληροφορημένη και από την αγγλόφωνη και γαλλόφωνη ποίηση, αλλά η ιδιοσυγκρασία του δεν βολεύεται τόσο σε ξένα τραπέζια. Η δίαιτα πού του ταιριάζει είναι οργανική, επιλεκτική και ανάλογη, αποφεύγοντας έτσι τη δυσπεψία αλλά και διασκεδάζοντας την όρεξη του με πολλαπλές πιθανότητες.
Η ποίηση πρέπει να προσέχει διαρκώς τις γραμμές της.
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα, ανήσυχη, λυρική, αισιόδοξη, αισθησιακή, στοχαστική, αφηγηματική, προσιτή, δραματική, σκοτεινή, ονειροπόλα, κατανυκτική, ελεγειακή, οπτική (concrete), είναι καλλίγραμμη, αν και συχνά της αρέσει να ντύνεται – και τι ευφάνταστες creations στην εκτεταμένη γκαρνταρόμπα της! Γεννημένη Μεσόγεια, εύκρατη το δίχως άλλο, φωτεινή και αεράτη στις ψυχρές, γκρίζες μέρες του χειμώνα, σκυθρωπή εν μέσω αιθρίας. Η ποίηση αυτή είναι καλλίγραμμη, ναι, και αν τολμούσε κάποιος σαν τον Καζαντζάκη να την εκτιμήσει «κρυφοπαχιά», θα του απαντούσα ότι προφανώς αναφέρεται στις απόψεις της εκείνες που υπόσχονται κι άλλες, στην πρώτη ανάγνωση αόρατες διαστάσεις και απολαύσεις. Παράδειγμα, Τα Τρια Κρυφά ποιήματα του Σεφέρη.
Απ’ την άλλη, σε ποιήματα όπως «Επιτάφιος ύμνος» και «Επιτύμβιο», το μαχαίρι της οικονομίας πλησιάζει στο κόκκαλο:
Ας κυλίσει η ζωή, σμήνος πτηνών
Ας κυλίσει η μελαγχολία στα ρείθρα του δρόμου.
Ας ζήσουμε.
Η ποίηση έναντι ζωής δίδεται.
Ποίηση έναντι ζωής. Κλασσική γραμμή, ερμητικό κλείσιμο. Και, είναι αλήθεια, όσο πιο μικρή η φόρμα, άλλο τόσο πιο οικονομικό και το ποίημα. Κάτι σαν το μαχαίρι της οικονομίας που βγήκε απ’ το θηκάρι του Μνημονίου.
Πιο κάτω στο βιβλίο, σε μια στήλη από 18 χάι-κού, ο λόγος γίνεται ακόμα πιο λιτός παρά την πυκνότητα του:
Έπασχε αδιέξοδα
Στο κοίταγμα σου.
Ή,
Απόδειξε το τώρα
Αλλιώς να φύγεις.
Ή,
Τα μυαλά, έρωτας
Τα σεντόνια.
Το τελευταίο, μ’ ένα σμπάρο δυο ημιστίχια ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου.
Η συλλογή Ελευθερίας ανατολή ολοκληρώνεται με οκτώ ποιήματα, άριστα μεταφρασμένα στην Αγγλική από την Έλλη Έμκε. Κάτι φαίνεται να έγινε στα εργαστήρια μου τα εννέα περασμένα χρόνια που δεν πτοηθήκαμε από τον φιλο-λόγιο πουριτανισμό της Αθήνας, αλλά αντίθετα τον αφήσαμε και φύγαμε, να φάει μόνος τα λόγια του. Καμιά φορά πρέπει ν’ αποστασιοποιείται κανείς απ’ τη δουλειά του, ή να την πάει αλλού αν το έδαφος έχει πάψει να είναι πρόσφορο. Ένα τέτοιο είδος αποστασιοποίησης χρειάζεται και ο συγγραφέας από το τελειωμένο βιβλίο του, για να γίνει κτήμα του άλλου, και ο ίδιος να ξαναστρωθεί στη δουλειά.
#3: «Δεν είμαι αρκετά νέος για να τα ξέρω όλα».
O Κωνσταντίνος Μπούρας είναι νεώτερος.
Και το λέει.
Κι εγώ το διαβάζω:
Που φοράει τη νυχτικιά του
Κι’ ετοιμάζεται να περπατήσει στ’ άστρα».
Τι ωραίο!
Κλείνω με την «Κλείδα», σελίδα 114 (κάτι μου θυμίζει αυτό): Να το πω;
H ελευθερία της ποίησης επαφίεται στον πατριωτισμό των θεών:
ΚΛΕΙΔΑ
Άπαν ην εν
Ων ην άνω
Ον ει κάτω
Ωόν εστί εν.
Αν αυτό δεν είναι ποίηση, δεν ξέρω τίποτα.
(ομιλία του Στρατή Χαβιαρά στην παρουσίαση του βιβλίου τού Κωνσταντίνου Μπούρα, Ελευθερίας Ανατολή από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, στο βιβλιοπωλείο Ianos στις 22 Μαρτίου 2011)