Για το βιβλίο της Τόβε Ντιτλέουσεν [Tove Ditlevsen] «Η τριλογία της Κοπεγχάγης» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη). Αυτομυθοπλασία, με άλλο όνομα.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Πολύ πριν η Ρέιτσελ Κασκ και ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ φέρουν εκ νέου στην επιφάνεια το ρεύμα της autofiction στα λογοτεχνικά πράγματα –ένας γυάλινος κόσμος από λέξεις όπου η ζωή του συγγραφέα γίνεται μια case study μπρος στα μάτια των αναγνωστών–, είχαν προϋπάρξει η Ντυράς και η Ερνό.
Όπου πατάει κανείς βρίσκει χνάρια άλλων, μα και οι «άλλοι» από κάποιου προηγούμενου την άκρη συνέχισαν. Είναι αυτή η θαυμαστή αλληλουχία που συναντάς στην τέχνη, η οποία μπορεί να αφαιρεί από την όποια υποτιθέμενη πρωτοπορία τα βασικά της «κίνητρα», εντούτοις προσφέρει την έννοια της συνέχειας σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από ιστορίες και τροπισμούς.
Η Τόβε Ντιτλέουσεν, εξέχουσα μορφή των δανέζικων γραμμάτων, υπήρξε, όντως, μια πρωτοπόρος της αυτοανάλυσης διά της λογοτεχνίας. Ακόμη και στα πρώιμα έργα της (κυρίως ποίηση όταν ήταν ακόμη 20 ετών) προσπαθούσε να συνενώσει το απόλυτα προσωπικό με μια μορφή εξωστρεφούς παρατήρησης του κόσμου που την περιέβαλλε. Δεν χρειάστηκε να κάνει, λοιπόν, μεγάλη προσπάθεια ώστε να περάσει στην αυτοφυή ενδοσκόπηση και μέσω αυτής να γράψει ένα βιβλίο που αυτή τη στιγμή θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της χώρας της. Η Τριλογία της Κοπεγχάγης (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη) είναι ένα βιβλίο που όπου κι αν το αγγίξεις πονάει.
Δίχως δίχτυ ασφαλείας
Σπάνια συναντάς τόσο ειλικρινή κατάδυση στα έγκατα του εαυτού του, δίχως δίχτυ ασφαλείας και καμία διάθεση να κρυφτεί ο συγγραφέας πίσω από περιφράσεις, κομψευόμενες εκφράσεις, λεκτικά σχήματα ή συγκεκαλλημένη προθετικότητα. Η Ντιτλάουσεν, όντως, μπαίνει σ’ αυτόν τον γυάλινο κόσμο θέλοντας να μας δείξει τη ζωή της όπως ακριβώς ήταν.
Ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία, ακολουθώντας το τραχύ ρεύμα της εφηβείας και της ενηλικίωσής της, για να φτάσει στα ύστερα «κολασμένα» χρόνια όπου η εξάρτηση από ουσίες και τη χρόνια κατάθλιψη κατέκαψαν μέσα της κάθε χλωρή σκέψη για ζωή και δημιουργία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, αν και έχεις την αίσθηση πως τα κομμάτια που συγκροτούν την προσωπικότητα της Ντιτλάουσεν είναι πολλά περισσότερα.
Το βιβλίο, ως εκ τούτου, χωρίζεται σε τρία μέρη, αν και έχεις την αίσθηση πως τα κομμάτια που συγκροτούν την προσωπικότητα της Ντιτλάουσεν είναι πολλά περισσότερα. Σπασμένα μέρη, θρύμματα, σπαράγματα και συντρίμια μιας ζωής που φαινομενικά για αλλού ξεκινούσε κι αλλού κατέληξε.
Η μικρή Τόβε γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη το 1917 σε μια εργατική γειτονιά με τον σοσιαλιστική πατέρα της να είναι συνήθως άνεργος και την κυριαρχική μητέρα της να ορίζει τις συνθήκες εντός του σπιτιού με μια απόμακρη πεζότητα. Με τον αδελφό της είχε καλές έως τυπικές σχέσεις, με τις λιγοστές φίλες της μοιραζόταν περισσότερο τη μοναξιά της και λιγότερο την ανάγκη της για συνάφεια και έτσι το μοναδικό στεγανό της ζωής της αποδείχθηκαν τα βιβλία και οι λέξεις.
Καταφυγή στην ποίηση
Η ποίηση υπήρξε γι’ αυτήν το καταφύγιο που φθονούσε, με την έννοια ότι στην αρχή τα ποήματά της είτε ήταν πολύ παιδικά είτε μη αποδεκτά. Κι όμως, ήδη στα 20 της είχε καταφέρει να κάνει όνομα στη χώρα της και να ενταχθεί στον κλειστό κύκλο των ποιητών.
Τι παράξενο πάθος και τι ανέπλιστη επιτυχία για ένα κορίτσι που βιαζόταν να ξεφύγει από την παιδική της ηλικία θεωρώντας πως ήταν σαν να κυλιέται σε έναν βούρκο από τον οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει.
Μια διαρκής απόδραση από στενωπούς ήταν η ζωή της. Μόνο που η φυγή δεν ήταν πάντα επ’ ωφελεία της. Η μάνα της την προόριζε εξαρχής για έναν καλό γάμο, ακόμη και η ίδια κατατρυχόταν από το άγχος της οικογενειακής αποκατάστασης.
Οξύμωρο εκ πρώτης, αλλά τελικά όχι και τόσο: έκανε τέσσερις γάμους και -ως φαίνεται- κανένας δεν πήγε καλά. Εγινε μητέρα, δεν δίστασε να κάνει έκτρωση, είχε σχέσεις με άντρες που πάντα κατέληγαν λάθος και είδε τη ζωή της να ταλαντώνεται μονίμως μπρος σε ένα λογοτεχνικό θέλω και ένα κοινωνικό πρέπει.
Η Tόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 (αν και η ίδια, στην Παιδική ηλικία, αναφέρει ότι γεννήθηκε το 1918). Από τις σημαντικότερες μορφές της δανέζικης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1939 με μια ποιητική συλλογή-ορόσημο (Η ψυχή του κοριτσιού). Το 1976, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών, και μετά από μια δύσκολη ζωή με διαζύγια, ψυχολογικά προβλήματα και κλινικές αποτοξίνωσης, η Ντιτλέουσεν αυτοκτόνησε. Η παιδική της ηλικία στο Βέστερμπρο της Κοπεγχάγης, όπου μεγάλωσε σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης, επηρέασε το έργο της· η μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή της, που περιλαμβάνει ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και άρθρα σε εφημερίδες, συχνά επικεντρώνεται σ’ εκείνο τον κόσμο, μιλώντας για τον έρωτα, τον γάμο, τη γραφή, το αλκοόλ, την ψυχική ασθένεια και τον θάνατο με ίσες δόσεις χιούμορ και μελαγχολίας. Αρκετά έργα της όπως τα Πρόσωπα (1968) και η Εξάρτηση, το τρίτο μέρος της Τριλογίας της Κοπεγχάγης (Εκδόσεις Πατάκη, 2023), αντλούν από τις εμπειρίες των επανειλημμένων νοσηλειών της σε ψυχιατρικές κλινικές. Απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων τις «Χρυσές Δάφνες» (1956), και αγαπήθηκε πολύ από τους αναγνώστες, προσφέροντας ένα μοναδικό πανόραμα της ζωής μιας γυναίκας δημιουργού τον 20ό αιώνα. |
Ακόμη κι έτσι, όμως, ήταν φανερό πως η Ντιτλέουσεν μπορούσε να αναπνεύσει μόνο μέσα στη λογοτεχνία. Πουθενά αλλού δεν έβρισκε νόημα και ζωτικό χώρο. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών της ενδέχεται να τη δικαιώνει αν σκεφτεί κανείς πως δημοσιεύσε 29 βιβλία (ποίηση, διηγήματα και μυθιστορήματα). Αριθμός που αν μη τι άλλο φωτογραφίζει μια δημιουργό σε πλήρη και διαρκή άνθηση. Πραγματική, αλλά και φαινομενική.
Η αυτοπραγμάτωση της Ντιτλέουσεν διά της γραφής φέρνει στο νου την Κλαρίσε Λισπέκτορ, την Λουτσία Μπερλίν, την Έντνα Ο’ Μπράιεν ή την Ζαβ Ρις. Ενα κορίτσι που γεννήθηκε με ένα ταλέντο πιο μεγάλο από τον κόσμο που την τύλιγε σαν μέγγενη.
Η αυτοπραγμάτωση της Ντιτλέουσεν διά της γραφής φέρνει στο νου την Κλαρίσε Λισπέκτορ, την Λουτσία Μπερλίν, την Έντνα Ο’ Μπράιεν ή την Ζαβ Ρις. Ενα κορίτσι που γεννήθηκε με ένα ταλέντο πιο μεγάλο από τον κόσμο που την τύλιγε σαν μέγγενη.
Το τελευταίο μέρος της Τριλογίας είναι αυτό που καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική πρόσδεση με το βιβλίο. Είναι ο ορισμός του σπαραγμού: εκεί η Ντιτλέουσεν έχει χάσει κάθε έρμα, κάθε επαφή με την ελπίδα.
Σπαρακτικό τέλος
Ο τελευταίος άντρας της, ένας παρανοϊκός επιστήμονας, της άνοιξε την πόρτα της κόλασης που είχε την όψη των χαπιών demerol, ενώ στη συνέχεια θα κατρακυλήσει στη μεθαδόνη και σε κάμποσα άλλα ναρκωτικά, συν την αυτοκτονική τάση της για το αλκοόλ. Η ζωή της είχε αρχίσει να μπατάρει επικίνδυνα.
Η εισαγωγή της σε ψυχιατρική κλινική ήταν η αρχή του τέλους και όπως αποδείχθηκε, σε εκείνη τη φάση της ζωής της, το τέλος την προσέγγιζε με σφοδρότητα. Τελικά θα αυτοκτονήσει το 1976 από υπερβολική χρήση υπνωτικών χαπιών.
Η Ντιτλέουσεν κομίζει με τούτο το βιβλίο την αλήθεια της. Φέρνει στην επιφάνεια τις δεσμευτικές συνθήκες για μια γυναίκα της εποχής της. Οχι, η Δανία δεν ήταν πιο προχωρημένη στην αυτοδιάθεση των γυναικών όπως ενδεχόμενα πιστεύουμε. Τα παραδοσιακά σχήματα ορίζονταν κι εκεί από τους άντρες και κατέληγαν σ’ αυτούς.
Οι ρηγματώσεις της παιδικής ηλικίας σε συνδυασμό με τα τραύματα που αποθέτει η μνήμη στις ψυχές των ανθρώπων είναι από τις βασικές θεματικές της Ντιτλέουσεν και στην Τριλογία της αναδεικνύονται ως οι βασικές αιτίες του δράματός της.
Με την Ντιτλέουσεν συνέβη ό,τι και με άλλες συγγραφείς που για χρόνια βρίσκονταν στη σκιά και αίφνης απέκτησαν φήμη, ενώ δεν βρίσκονταν εν ζωή για να την γευτούν. Ακόμη κι έτσι, πενήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, παραμένει ζωντανό ένα έργο που μας μεταφέρει την τραυματισμένη θηλυκότητα της Ντιτλέουσεν, καθώς και την ανάγκη της να συγκεράσει τη ζωή με την τέχνη.
Οι αποτυχίες της, σε αντίθεση με άλλους δημιουργούς, δεν ήταν ένα μονοπάτι προς την αυτογνωσία, καθώς κάτι τέτοιο προϋθέτει και μια κάποια μορφή προσποίησης.
Στο τέλος, έρμαιο της ανάγκης της για ναρκωτικά, ολότελα αποξενωμένη ακόμη και από τα παιδιά της, κολλημένη σε μια σελίδα γεμάτη λέξεις που πάλλονταν, αυτό που της έμεινε ήταν η επιθυμία να απαλλαγεί από το βάρος της ντροπής που όρισε τη ζωή της από πολύ νωρίς. Πρέπει να σημειωθεί η πολύ καλή μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σηκώθηκα και ντύθηκα, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Ω, ω, μονολογούσα σιγανά, ανάμεσα στα βογκητά μου, πεθαίνω, πεθαίνω, μαμά, δεν αντέχω. Φόρεσα το παλτό μου και κοίταξα έξω με χίλιες δύο προφυλάξεις. Απέναντι από το δωμάτιό μου υπήρχε μια άλλη πόρτα, που ήλπιζα ότι οδηγούσε στην έξοδο. Τη διέσχισα τρέχοντας και σύντομα βρέθηκα στην έρημο, σκοτεινό δρόμο, με το κεφάλι μπανταρισμένο σε επιδέσμους. Έκανα νόημα σ’ ένα ταξί και ο οδηγός με ρώτησε συμπονετικά αν έπαθα τροχαίο ατύχημα. Φτάνοντας σπίυι διέσχισα τρέχοντας σαν τρελή το μονοπάτι του κήπου και χτύπησα ασθμαίνοντας το κουδούνι».