Για το μυθιστόρημα του Κόλουμ ΜακΚαν [Colum McCann] «Απειρόγωνο» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα, από το video trailer για την προώθηση του μυθιστορήματος.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Τι έχει η Ιρλανδία και βγάζει τόσο σπουδαίους λογοτέχνες; Να αναφέρω λίγα ονόματα απ’ αυτούς, για να καταλάβουμε με τι έχουμε να κάνουμε. Τσαρλς Ματούριν, Όσκαρ Ουάιλντ, Τζέιμς Τζόις, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Μπρένταν Μπίαν, οι εξίσου σπουδαίοι νεότεροι Αν Ενράιτ, Τζον Μπάνβιλ, Σεμπάστιαν Μπάρι, Μάρτιν Ο’ Κάιν και φυσικά ο Κόλουμ ΜακΚαν.
Η Ιρλανδία δεν είναι μια συνηθισμένη χώρα. Ο λαός της δεν είναι ένα συνηθισμένος λαός. Είναι λαός φτιαγμένος από το μέταλλο της αντίστασης στις τόσες κατακτήσεις, εξεγέρσεις, λιμούς, εμφυλίους, τρομοκρατία, μεγαλεία και ταπεινώσεις που αυτός έχει γνωρίσει. Είναι ένας λαός που μοιάζει πολύ τόσο με τον εβραϊκό όσο και με τον παλαιστινιακό λαό.
Ένας λαός που δεν μπορεί να κάτσει μόνος του στο δωμάτιο. Ο ΜακΚαν μάς θυμίζει τον Πασκάλ που υποστήριζε πως τα προβλήματα της ανθρωπότητας πηγάζουν από την ανικανότητα του ανθρώπου να μείνει μόνος του στο δωμάτιο. Αυτό είναι οι Ιρλανδοί. Άνθρωποι που δεν μπορούν να μένουν μόνοι τους στο δωμάτιο. Και αυτό βγαίνει και στη λογοτεχνία τους. Λογοτεχνία που οι συγγραφείς της ζουν σ’ ένα δωμάτιο, δεν είναι υψηλή λογοτεχνία.
Οι Ιρλανδοί μυθιστοριογράφοι δεν μπορούν να κλείνονται σ’ ένα δωμάτιο και να σκέφτονται. Βγαίνουν στην κοινωνία και αυτό φαίνεται στα υπέροχα γραπτά τους. Σε μια τέτοια χώρα θα ήταν παράδοξο να μη υπάρχει υψηλή λογοτεχνία και μεγάλοι λογοτέχνες.
Ο πολύτροπος ΜακΚαν
Ο Κόλουμ ΜακΚαν είναι ένας εξ αυτών. Στα βιβλία του παρελαύνουν τσιγγάνοι από την Σλοβακία διωκόμενοι από τους ναζί (Ζόλι, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη), Γυναίκες που σε διαφορετικές εποχές στη Νέα Γη, το Δουβλίνο και τη Νέα Υόρκη αγωνίζονται για την ισότητά τους με τους άνδρες (Υπερατλαντικός, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Καστανιώτη). Τολμηροί και ριψοκίνδυνοι άνθρωποι όπως ο σχοινοβάτης Φιλίπ Πετί που διέσχισε πάνω σ’ ένα σύρμα την απόσταση μεταξύ των δυο δίδυμων πύργων (Κι άσε τον μεγάλο κόσμο να γυρίζει, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη), αλλά και η ζωή ενός θρύλου όπως ο Ρούντολφ Νουρέγεφ (Ο χορευτής, μτφρ. Καίτη Οικονόμου, εκδ. Διόπτρα), είναι από τις λίγες, για το μέγεθος του συγγραφέα, μεταφράσεις του στ’ ελληνικά. Μεταφράσεις η μια καλύτερη από την άλλη. Όλοι οι ήρωές του Κόλουμ ΜακΚαν είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να μένουν στο δωμάτιό τους μόνοι.
Το Απειρόγωνο (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη) είναι λες και είναι γραμμένο με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και τη μετέπειτα ισοπέδωση της Γάζας απ’ αυτό, αν και γράφηκε το 2020. Τους ήρωές του μπορούν να τους κλείνουν σε φυλακές όπως τον ένα εκ των δυο κεντρικών προσώπων αυτού εδώ του βιβλίου, τον Παλαιστίνιο Μπασάμ Αραμίν, και μετά αυτός να αγωνίζεται υπέρ της ειρήνης, ή να κινητοποιούνται από την αρχή, μετά την εκπλήρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής τους θητείας, υπέρ της ειρήνης, όπως ο Ισραηλινός Ράμι Ελχανάν, ο άλλος εκ των δυο κεντρικών ηρώων.
Δεν μπορούν όμως να κάθονται, χωρίς να κάνουν τίποτα. Ο Μπασάμ είχε φυλακιστεί για 7 χρόνια επειδή σε ηλικία 17 ετών πετούσε πέτρες σε ισραηλινούς στρατιώτες και εκεί μέσα, αν και τόσο νέος, γίνεται ο ηγέτης των κρατούμενων. Πριν ζούσε σε μια σπηλιά στη Χεβρώνα μαζί με την οικογένειά του, και όπως λέει «ζούσαν καλά». Αντιμετώπιζε όμως σε καθημερινή βάση τους ελέγχους και τους εξευτελισμούς των ισραηλινών περιπόλων και φρουρών. Αντιμετώπιζε δηλαδή αυτό που είναι το μείζον πρόβλημα στο Παλαιστινιακό, την Κατοχή εδαφών, στα οποία οι Παλαιστίνιοι ζούσαν κάποτε.
Αν είσαι Παλαιστίνιος και θέλεις να πας στην Ιερουσαλήμ ή να επιστρέψεις στη Δυτική Όχθη, ακόμη και άδεια να έχεις, περνάς από τόσους ταπεινωτικούς ελέγχους που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια σου ως ανθρώπου.
Πράγμα το οποίο ξεχνούν, όσοι καταδικάζουν μόνο τη Χαμάς. Αν είσαι Παλαιστίνιος και θέλεις να πας στην Ιερουσαλήμ ή να επιστρέψεις στη Δυτική Όχθη, ακόμη και άδεια να έχεις, περνάς από τόσους ταπεινωτικούς ελέγχους που προσβάλλουν την αξιοπρέπειά σου ως ανθρώπου. Πολλές φορές, κακή αντιμετώπιση έχουν και Ισραηλινοί που επισκέπτονται, τις περισσότερες φορές για λόγους εργασίας, τη Δυτική Όχθη.
Ο διαχωρισμός της Ιερουσαλήμ
Ο διαχωρισμός της Ιερουσαλήμ σε Τομείς Α, Β και Γ, με τις αλληλοεπικαλύψεις των αρμοδιοτήτων, θυμίζει καφκικό περιβάλλον με την προσθήκη της βίας που κυριαρχεί στους Τομείς κι απουσίαζε στον Κάφκα. Μετά την αποφυλάκισή του ο Μπασάμ συνειδητοποίησε πως με τη βία δεν θα πετύχει να αποκτήσει ελεύθερη πατρίδα και ενεργοποιήθηκε στο Κίνημα υπέρ της Ειρήνης. Ο Ράμι, από την άλλη, είναι ικανός γραφίστας με επιχειρηματικές ικανότητες και η οικογένεια του είναι από τις πιο φημισμένες στο Ισραήλ. Οι δυο τους είχαν ήδη συναντηθεί από το 2005 και συνεργάζονταν στο πλαίσιο της οργάνωσης «Μαχητές για την Ειρήνη».
Το 1997 σκοτώνεται η Σμαντάρ (τ’ όνομα της σημαίνει άνοιγμα του άνθους), η δεκατετράχρονη κόρη του Ράμι, από μαζική επίθεση αυτοκτονίας. Μετά όμως από δυο χρόνια, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της Σμαντάρ, το 2007, σκοτώνεται και η Αμπίρ, η δεκάχρονη κόρη του Μπασάμ. Αμπίρ στα αρχαία αραβικά σημαίνει η ευωδιά του άνθους. Τι ειρωνεία η σχεδόν ίδια σημασία των ονομάτων των δυο κοριτσιών! Η Αμπίρ σκοτώθηκε από πυροβολισμό από ελαστική σφαίρα που δέχθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Πυροβολισμός που προήλθε από τ’ όπλο ενός δεκαοχτάχρονου ισραηλινού στρατιώτη. Οι δυο πατεράδες αντιμετωπίζουν με κοινό σκεπτικό τις δολοφονίες των παιδιών τους και πλέον συμμετέχουν σε μια ακόμη οργάνωση, στον «Κύκλο Γονέων», όπου συμμετέχουν γονείς που έχουν χάσει τα παιδιά τους από τη βία της περιοχής.
Ο Μπασάμ μετά τον θάνατο της κόρης του αρνείται να θυματοποιηθεί. «Ένα θύμα υπάρχει εν ζωή, και αυτό είναι ο άνθρωπος που σκότωσε την κόρη μου» (σ. 328), λέει παντού. Αργότερα ο Μπασάμ δήλωνε πως και ο στρατιώτης ήταν θύμα του πυροβολισμού και όχι μόνο η κόρη του. Ο φανταστικός διάλογός του με τον δολοφόνο του παιδιού του είναι από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου. Ο δολοφόνος ποτέ δεν παραπέμφθηκε σε δίκη, αν και το ισραηλινό κράτος, λόγω της επιμονής μιας αδέκαστης δικαστίνας, καταδικάστηκε λόγω των πολιτικών του.
Ο Κόλουμ ΜακΚαν γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1965. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε ιρλανδικές εφημερίδες και, μετά από πολλά ταξίδια, αποφάσισε να εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα ζει με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία. Έχει δημοσιεύσει τρεις συλλογές διηγημάτων και επτά μυθιστορήματα, με πιο πρόσφατο το Απειρόγωνο που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Booker 2020. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του Ζολί, Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει (Εθνικό Βραβείο Βιβλίου ΗΠΑ 2009, Dublin Literary Award 2011) και Υπερατλαντικός (υποψήφιο για το Βραβείο Booker 2013). Μεταξύ άλλων, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, της Ένωσης Ιρλανδών Καλλιτεχνών Aosdána και συνιδρυτής της διεθνούς μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Narrative 4. Αρθρογραφεί συχνά σε έγκριτα έντυπα μέσα ενημέρωσης και διδάσκει δημιουργική γραφή στο Hunter College. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες. |
Την ίδια στιγμή όμως ο Μπασάμ σκέφτεται και τους Ισραηλινούς στρατιώτες που ήρθαν να χτίσουν παιδικές χαρές στο μέρος που ο συνάδελφός τους σκότωσε την Αμπίρ. Ενώ ταυτοχρόνως δεν εθελοτυφλεί και δεν χαρίζεται στην παλαιστινιακή ηγεσία. Μιλά για τη διαφθορά της, τις άνανδρες συμφωνίες της, τις δωροδοκίες της, την καταστολή της ελπίδας. «Οι πάντες ήξεραν πόσο σάπιο ήταν το σύστημα. Κι εκείνος ο ίδιος αναπόσπαστο κομμάτι του ήταν». (σ. 511) Δεν παύει όμως ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεται κατά αυτού του συστήματος.
Πηγαίνοντας με υποτροφία στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο ταπεινό Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ, για μεταπτυχιακές σπουδές, διαλέγει ως αντικείμενό του το Ολοκαύτωμα. Στις άπειρες διαλέξεις του ανά τον κόσμο τονίζει πως το Παλαιστινιακό είναι πρόβλημα Κατοχής, αλλά αυτήν καμία βία δεν μπορεί να την νικήσει. Το ζήτημα είναι –και ας το προσέξουν αυτό όλοι αυτοί που ισχυρίζονται πως το Ισραήλ είναι φάρος του δυτικού πολιτισμού στη Μέση Ανατολή– πως οι Παλαιστίνιοι δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι τόσο στα κατεχόμενα όσο και στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα.
Καθημερινές ταπεινώσεις
Οι καθημερινές ταπεινώσεις τους, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν για την απόκτηση των πιο στοιχειωδών για την ανθρώπινη διαβίωση αγαθών, οι συνεχείς και ταπεινωτικοί έλεγχοί τους, γεννούν βίαιες αντιδράσεις στους λίγους και απογοήτευση και απελπισία στους πολλούς. Το από το 2003 έως το 2006 κτισμένο Τείχος του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη είναι αψευδής μάρτυρας αυτών που ισχυρίζεται ο Μπασάμ. Αυτός δεν δικαιολογεί τη βία, κατανοεί όμως τις πηγές της. Ο ίδιος αναρωτιέται για το πώς μπορεί να λυθεί το Παλαιστινιακό, όταν οι Άραβες δεν συνομιλούν με τους Ισραηλινούς και τ’ αντίθετο. «Δεν έχουμε ιδέα ο ένας για το πώς είναι ο άλλος. Μεγάλη παράνοια» (σ. 330).
Όσο και να φαντάζει ουτοπικό, για τον Μπασάμ η λύση βρίσκεται στην αλληλογνωριμία των δυο λαών. Διαφορετικά το μόνο που μένει είναι η ανόρθωση τειχών. Για τον Μπασάμ καμία λύση δεν υπάρχει, αν δεν ανατραπεί το καθεστώς της Κατοχής. Αυτός ο τερματισμός είναι η μόνη ελπίδα Ισραηλινών, Παλαιστινίων, χριστιανών, εβραίων, Δρούζων, Βεδουίνων να ζήσουν ομαλά.
Η Κατοχή διαβρώνει τους πάντες εκ των έσω. Αλλά ταυτοχρόνως εκφράζει το παράπονό του που ο υπόλοιπος κόσμος δεν κατανοεί πως οι Παλαιστίνιοι είναι και αυτοί «λαός ανθρώπων όπως κάθε λαός» (σ.322) και δεν είναι εκ φύσεως ή εκ θρησκείας (κάτι σαν τις ανοησίες του Πασκάλ Μπρυκνέρ κι άλλων ισλαμοφάγων) φονιάδες. Απλώς έχουν την ατυχία, από κοινού με τους εχθρούς τους, τους Ισραηλινούς, να ζουν σε μια περιοχή που τα πάντα είναι γεωγραφία και το μόνο που κυκλοφορεί ελεύθερα είναι τα πάρα πολλά αποδημητικά πουλιά της περιοχής, τα μεταναστευτικά μονοπάτια των οποίων καταγράφουν οι επιστήμονες.
Ο Ράμι, ο οπαδός της ειρήνης Ράμι, απόφοιτος του Ολοκαυτώματος όπως ο ίδιος δήλωνε, μόλις έχασε την κόρη του, μετά από τη βομβιστική επίθεση, το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο νου ήταν η εκδίκηση. Σκέφτηκε πως το πρώτο πράγμα που θέλεις μετά από μια τέτοια αδικία, είναι να σκοτώσεις κάθε Άραβα που βλέπεις μπροστά σου. Και αν εσύ δεν μπορείς να το κάνεις, ζητάς να το κάνουν άλλοι για εσένα. Έτσι σκέπτονται και όλοι αυτοί που ψηφίζουν αδίστακτους για την εξουσία ανθρώπους όπως ο Νετανιάχου. Έτσι, πιστεύω, σκέφτηκαν και οι Παλαιστίνιοι που το 2006 ψήφισαν στη Γάζα τη Χαμάς.
Τ’ αγαπημένο μότο του Ράμι είναι το «σταματήστε την προκατάληψη». Για την διάδοση αυτού του μότο αγωνίζεται σε καθημερινή βάση.
Μετά όμως αντιμετώπισε πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Και αποφάνθηκε πως η εκδίκηση «είναι ο πιο απλός τρόπος. Και μετά ακολουθούν τα μνημεία αυτής της εκδίκησης, τα αντίσκηνα του πένθους, τα τραγούδια, τα συνθήματα στους τοίχους, μια ακόμη εξέγερση, ένα ακόμη σημείο ελέγχου, ένα ακόμη κομμάτι γης κλεμμένο. Μια πετριά φέρνει μια σφαίρα. Κι ένας ακόμα καμικάζι αυτοκτονίας φέρνει μια ακόμα αεροπορική επιδρομή. Και πάει λέγοντας. Δεν τελειώνει ποτέ» (σ. 300). Τ’ αγαπημένο μότο του Ράμι είναι το «σταματήστε την προκατάληψη». Για την διάδοση αυτού του μότο αγωνίζεται σε καθημερινή βάση. Ο Ράμι βλέπει στους Παλαιστίνιους όπως αυτός και οι συμπατριώτες του. Εκπληρώνει δηλαδή την προσδοκία του Μπασάμ να τον βλέπουν σαν κανονικό άνθρωπο από την Παλαιστίνη.
Όσον αφορά τις οικογένειες των δυο κεντρικών ηρώων ο Ράμι είναι γαμπρός του στρατηγού και αρχιτέκτονα της Νίκης του Πολέμου των Έξι ημερών το 1967, του στρατηγού Μάτι Πέλεντ, που πλέον έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της λύσης των δυο κρατών και ως κοινοβουλευτικός πλέον πήγαινε στο Κοινοβούλιο φορώντας μια κονκάρδα στην οποία φιγουράριζαν δίπλα δίπλα το άστρο του Δαυίδ και η παλαιστινιακή σημαία. Ο Αραφάτ μετά το 1968 αποκαλούσε Άμπου Σαλάμ τον Πέλεντ, πατέρα της ειρήνης δηλαδή.
Για την Νουρίτ, συμφοιτήτρια με τον Νετανιάχου, για το διαρκές μακελειό στην περιοχή δεν φταίνε αποκλειστικά οι βομβιστές. Φταίει και το κράτος του Ισραήλ, αφού η καταπίεση, η τυραννία και η μεγαλομανία του γεννά την τρομοκρατία.
Σύζυγος του Ράμι είναι η Νουρίτ, πανεπιστημιακός, φιλελεύθερη και τολμηρή γυναίκα με πολλά βιβλία για το Παλαιστινιακό. Για την Νουρίτ, συμφοιτήτρια με τον Νετανιάχου, για το διαρκές μακελειό στην περιοχή δεν φταίνε αποκλειστικά οι βομβιστές. Φταίει και το κράτος του Ισραήλ, αφού η καταπίεση, η τυραννία και η μεγαλομανία του γεννά την τρομοκρατία. Στον τηλεφωνητή τής αφήνουν μηνύματα που την αποκαλούν Αραβοεβραία, ρουφιάνα, πουτάνα, μάνα αρνητών του Ολοκαυτώματος.
Το 2001 της απονεμήθηκε το Βραβείο Ζαχάρωφ από κοινού με τον Ιζάτ Γκαζάουι που ο δεκαεξάχρονος γιος του είχε πυροβοληθεί από Ισραηλινούς ελεύθερους σκοπευτές, ενώ βρισκόταν στο προαύλιο του σχολείου του. Όλοι οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου αντιμετωπίζουν τη χλεύη και το μίσος των συμπατριωτών τους και τη συγκατάβαση αλλά όχι και την κατανόηση των δυτικών.
Η σύζυγος του Μπασάμ, η Σάλουα, δεν έχει τη φήμη της Νουρίτ, δεν διάβαζε εφημερίδες, δεν έγραφε σ’ αυτές, ούτε είχε γράψει δικά της βιβλία, δεν συμμετείχε στον Κύκλο Γονέων, δεν συμμετείχε σε γυναικείες οργανώσεις. Προτιμούσε να λέει αυτά που εκείνες βροντοφώναζαν με τη σιωπή της. Κρατούσε την ιστορία της ζωντανή με την πίστη της. Ήταν όμως και αυτή μια αφανής αγωνίστρια που βιώνει την τραγωδία να είσαι Παλαιστίνιος και ακόμη χειρότερα Παλαιστίνια, όπου το κακό είναι διπλό. Παλαιστίνια και γυναίκα. Διπλή «κατοχή» γι’ αυτήν.
Αγώνας υπέρ της ειρήνης
Στον αγώνα υπέρ της ειρήνης συμμετέχουν και τα παιδιά των δυο. Ένας εξ αυτών, ο γιός του Μπασάμ, ο Αράαμπ, δήλωνε πως ο στρατιώτης που σκότωσε την αδελφή του, ήταν κι αυτός θύμα της βιομηχανίας του φόβου. Ο άλλος, ο γιός του Ράμι, ο Γιγκάλ, στάθηκε μαζί με τον Αράαμπ, μπροστά σε επτακόσιους θεατές, στο πλαίσιο της Εναλλακτικής Ημέρας Μνήμης από κοινού για Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς μιλώντας, και οι δυο, κατά της Κατοχής και του διαχωρισμού. Πάντως όλοι οι κεντρικοί ήρωες του ΜακΚάναν φαίνεται να πιστεύουν, όπως ο Μπεν Γέουντα και ο Αϊνστάιν, πως Άραβες και Εβραίοι είναι μισπαχά. Μια οικογένεια, δηλαδή, που οφείλει να μοιραστεί τη γη και να συμβιώσει. Σήμερα όμως βρισκόμαστε πολύ μακριά απ’ αυτό το σημείο. Τι φταίει όμως και έχουμε φτάσει εκεί; Ο ΜακΚάναν δίνει απαντήσεις με ανεπανάληπτο τρόπο.
Το βιβλίο συνάδει με όλα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Γάζα και καλό θα ήταν να διαβαστεί, όσο απ’ αυτούς που παρουσιάζουν το Ισραήλ ως όαση δυτικής Δημοκρατίας, όσο και απ’ αυτούς που βλέπουν στη Χαμάς μια επαναστατική οργάνωση.
Στο βιβλίο, όμως, σε διάφορα κεφάλαιά του, παρεισφρέουν και ιστορίες όπως η ανακάλυψη από ένα Βεδουίνο βοσκό των Χειρόγραφων της Νεκρής Θάλασσαςׄ, η απουσία βροχής και η ζωή στην έρημο Ατακάμα στη Χιλήׄ, το πώς κατασκευάστηκε η βόμβα μολότοφׄ, η συμβολική κίνηση του σχοινοβάτη Φιλίπ Πετί να διασχίσει τους ουρανούς της Ιερουσαλήμ κρατώντας ένα περιστέρι στα χέρια του, το οποίο όταν τ’ άφησε, την ώρα που αυτός σχοινοβατούσε, αυτό δεν ήθελε να πετάξει απειλώντας τις κινήσεις ισορροπίας τουׄ, το εγχείρημα το 1835 του Ιρλανδού Κρίστοφερ Κόστιγκιν να κάνει ένα πλωτό ταξίδι από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας μέχρι την Αλμυρή Θάλασσα προς αναζήτηση των χαμένων πόλεων των Βιβλικών Χρόνων, ταξίδι που οδήγησε στον θάνατο του Κόστιγκινׄ.
Eπίσης, την ιστορία του συνθέτη Βίκτορ Ούλμαν που οι ναζί τον διέταξαν να συνθέσει μια όπερα για τη διασκέδασή τους, αυτός μελοποίησε κάτι που εμφανώς αποκάλυπτε τον δυσώδη χαρακτήρα των ιδεών τους και αυτοί τον επιβίβασαν στο τραίνο για το Άουσβιτς, όπου και βρήκε το θάνατό τουׄ, το άλμπουμ της Ντάλια ελ Φαρούμ, το άλμπουμ της «Μετανάστευσης», όπως ονομάστηκε, στο οποίο αυτή ηχογραφούσε, μεταξύ πολλών άλλων θορύβων, τους ήχους που έκαναν οι μπουλντόζες, όταν κατεδάφιζαν παλαιστινιακούς οικισμούς, αυτή εξαφανίστηκε, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα ίχνη της. Την επίσκεψη της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού στο στρατόπεδο των ναζί Τερέζιενσταντ, όπου αυτοί το μετέτρεψαν σε εικονική πραγματικότητα, αναγκάζοντας τους κρατούμενους Τσέχους και Εβραίους να το μετατρέψουν σε «παράδεισο» της μιας ημέραςׄ. Την σύλληψη του κατηγορούμενου για κατασκοπεία υπέρ των Αράβων Ισραηλινού Μορντεχάι Βανούνου, την επιχείρηση με το όνομα «Οργή του Θεού» που αφορούσε την εξόντωση των τρομοκρατών του Μαύρου Σεπτέμβρη. Επιχείρηση κατά την οποία δολοφονήθηκαν και αθώοι άνθρωποι, όπως ο Ουάελ Ζοάιταρ, μεταφραστής στα ιταλικά του «Χίλιες και μια νύχτες». ׄ
Πέρα από τις γενικεύσεις
Όπως καταλαβαίνει κανείς αυτό το βιβλίο συνάδει με όλα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Γάζα και καλό θα ήταν να διαβαστεί, όσο απ’ αυτούς που παρουσιάζουν το Ισραήλ ως όαση δυτικής Δημοκρατίας, όσο και απ’ αυτούς που βλέπουν στη Χαμάς μια επαναστατική οργάνωση. Αλλά πού καιρός τώρα για μη φανατισμούς και μη φανατικούς.
Ο καιρός είναι μόνο για κοινοτοπίες τύπου «I stand with Israel» και τύπου «I stand with Palestine». Οι δυο όμως ήρωες στο ανεπανάληπτο έργο του Κόλουμ ΜακΚαν, στην πολύ καλή μετάφραση της εξαιρετικής και πολύπειρης μεταφράστριας Τόνιας Κοβαλένκο, στέκονται με την πλευρά όλων όσοι υποφέρουν από τους φανατικούς και των δυο πλευρών.
Συμβολικά τα πρώτα κεφάλαια φτάνουν έως το 500 και μετά τα υπόλοιπα ξεκινούν από το 1001 για να καταλήξουν στο 1, θυμίζοντας το αραβικό παραμύθι «Χίλιες και μια νύχτες». Είναι και αυτή μια μέθοδος του Ιρλανδού συγγραφέα να μας μιλήσει για τον πανανθρώπινο ρόλο της καλής μυθιστοριογραφίας και της καλής παραμυθίας. Τελικά το «Απειρόγωνο» είναι ένα σχήμα με μετρήσιμα άπειρο αριθμό πλευρών, όπως είναι τόσο το Ιρλανδικό όσο και το Παλαιστινιακό Ζήτημα. Μνημειώδες έργο ειρήνης και αλληλοκατανόησης των λαών. Και των ανθρώπων.
Γιατί μερικές φορές, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι εντελώς κακό να είσαι και με τον άνθρωπο, παρόλο που μια κοινότοπη σκέψη το θεωρεί πολύ κακό. Ένα βιβλίο που καθηλώνει τόσο το μυαλό όσο και την καρδιά μας. Μια απόδειξη του πώς η λογοτεχνία γίνεται αυθεντική, όταν δεν ξεχνά τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι ακροατές του τον κοίταζαν απορημένοι. Ήξερε ότι είχαν απογοητευτεί με την απάντησή του. Εκείνοι περίμεναν ν’ ακούσουν κάτι άλλο: περί ενός κράτους, δυο κρατών, τριών, οχτώ κρατών. Περίμεναν απ’ αυτόν ν’ αναλύσει τις συμφωνίες του Όσλο, να μιλήσει για το δικαίωμα της επιστροφής, για το τέλος του σιωνισμού, για τους νέους οικισμούς, για την αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, την εκεχειρία, τα Ηνωμένα Έθνη. Ήθελαν να μάθουν ποια ήταν η γνώμη του για την ένοπλη αντίσταση. Για τους ίδιους τους εποίκους. Είχαν ακούσει τόσα πολλά, μα γνώριζαν τόσα λίγα. Τι είχε να πει για τα εμπορικά κέντρα, την κλεμμένη γη, τους φανατικούς; Αυτός δίσταζε. Για εκείνον όλα εξακολουθούσαν να περιστρέφονται γύρω από την Κατοχή. Ήταν ένας κοινός εχθρός. Κατέστρεφε και τις δυο πλευρές. Δεν μισούσε τους Εβραίους, είπε, δεν μισούσε το Ισραήλ. Εκείνο που μισούσε ήταν να βρίσκεται υπό κατοχή, μισούσε τον εξευτελισμό, τον στραγγαλισμό, τον καθημερινό υποβιβασμό, την ταπείνωση….Φανταστείτε ότι ζείτε υπό καθεστώς Κατοχής. Εμπρός φανταστείτε το» (σ. 174-175).