Για τη συλλογή διηγημάτων του Carlos Ruiz Zafón «Η πόλη της καταχνιάς» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου) που κυκλοφορεί, όπως όλα τα βιβλία του Zafón, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Του Διονύση Μαρίνου
Υπήρξε ένας μέγιστος παραμυθάς. Ένας τροβαδούρος των ιστοριών που έλκυαν την καταγωγή τους από μεσαιωνικούς θρύλους, μπορχεσιανές κατασκευές, απόηχους από τα καλύτερα λογοτεχνικά θαύματα που μας χάρισε ο Ουμπέρτο Έκο, από τη γοτθική παράδοση της Δύσης και έφταναν έως τις μέρες μας. Η τετραλογία του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν Το κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων (όλα από τις εκδόσεις Ψυχογιός) τον έκαναν έναν από τους πλέον επιτυχημένους Ισπανούς συγγραφείς, ένα εκδοτικό φαινόμενο της εποχής, αλλά και μια φυσιογνωμία που έχαιρε εκτίμησης εντός και εκτός της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Ο πρόωρος θάνατός του (το 2020 σε ηλικία μόλις 56 ετών) διέκοψε βίαια μια συγγραφική πορεία που ήταν προδιαγεγραμμένη να στεφθεί με μέγιστη επιτυχία. Η επιρροή του Θαφόν στη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα της Ισπανίας ομοιάζει –κι ας δείχνει ανόσια η σύγκριση– μ’ εκείνη του Μιγκέλ Θερβάντες. Άλλωστε, ο μετρ από την Αλκαλά ντε Ενάρες, υπήρξε μια από τις βασικές επιρροές του Θαφόν.
Είναι, άραγε, μόνο η περισσή επινοητικότητα του Θαφόν που τον έκανε πασίγνωστο; Ή, μήπως, για τους λάτρεις των λογοτεχνικών μυστηρίων και των γκόθικ παρεκτροπών, ο Ισπανός συγγραφέας αποτέλεσε το απαύγασμα του στιλ; Η αλήθεια είναι ότι ο λόγος του Θαφόν τελεί υπό την κυριαρχία μιας στιλιστικής μαγγανείας που δεν συναντάς εύκολα σε συγγραφείς που ανήκουν στην ακριβή χορεία των ευπώλητων. Σε τέτοιο βαθμό που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όλα αυτά τα εκατομμύρια των αναγνωστών του κατάφεραν να κατανοήσουν πλήρως τα βιβλία του. Ας είναι, άβυσσος η ψυχή των αναγνωστών ανά τον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι ο λόγος του Θαφόν τελεί υπό την κυριαρχία μιας στιλιστικής μαγγανείας που δεν συναντάς εύκολα σε συγγραφείς που ανήκουν στην ακριβή χορεία των ευπώλητων.
Λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του Θαφόν υπό τον τίτλο Η πόλη της καταχνιάς (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ψυχογιός). Ήταν μια προγραμματική έκδοση από τον συγγραφέα ως αντίδωρο προς τους αναγνώστες του που του πρόσφεραν αφειδώς την αναγνωστική αγάπη τους. Αυτό σημειώνει και στον πρόλογο της συλλογής ο επιμελητής του Εμίλι Ροσάλες ι Καστελιά. Επιθυμούσε να μαζέψει σε έναν τόμο όλα τα διηγήματά του, κάποια ήδη δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά κι άλλα αδημοσίευτα. Η δραματική κατάσταση της υγείας του, όμως, έφερε πίσω το σχέδιο, το οποίο ολοκληρώθηκε εν τη απουσία του ως ένα post mortem δώρο των συνεργατών του στη μνήμη του. Σαφώς, είναι και το ύστατο δώρο προς τους πιστούς αναγνώστες του. Ένα αντίο αντάξιό του.
Μέσα σ’ αυτές τις έντεκα ιστορίες θα βρει κανείς –σίγουρα οι λάτρεις του συγγραφέα– όλο τον κόσμο που ορίζει η σάγκα του Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων. Αυτές οι ιστορίες επέχουν τη θέση οδοδείκτη και χάρτη για να περιπλανηθεί κανείς στην τετραλογία. Φυσικά, διαβάζονται αυτόνομα και προσφέρουν τους αναγνωστικούς χυμούς τους ακόμη και σε εκείνους που δεν έτυχε να βουτήξουν στον μυθιστορηματικό κόσμο του Θαφόν. Μάλιστα, εύκολα μπορεί να προδικάσει κανείς πως αυτά τα διηγήματα είναι ικανά να προτρέψουν τους μέχρι πρότινος μη-Θαφονικούς (sic) στο πλήρες έργο του.
Είναι μια Βαρκελώνη σκοτεινή, μυστηριακή, εξωπραγματική που το κουβάρι της ξετυλίγεται από τον Μεσαίωνα, διαπερνάει τον Εμφύλιο Πόλεμο και φτάνει έως τις μέρες μας για να ακουμπήσει την ιστορικότητά της σε έναν τόπο λογοτεχνικής μαγείας.
Ήρωες που έχουν επισημανθεί στην τετραλογία εδώ εμφανίζονται στην πιο λεπτομερή εκδοχή τους. Το ίδιο συμβαίνει με το ύφος, αλλά και τα μοτίβα που εμφανίζονται από ιστορία σε ιστορία. Ο κόσμος μέσα στον οποίο κινείται ο Θαφόν είναι αυτός της Βαρκελώνης (ως επί το πλείστον), αλλά όχι της τουριστικής καταλανικής πρωτεύουσας που έχουμε στο μυαλό μας με τους πολυάριθμους τουρίστες να συνωθούνται στη Ράμπλα, το Μονζουίκ ή τη Σαγράδα Φαμίλια. Είναι μια Βαρκελώνη σκοτεινή, μυστηριακή, εξωπραγματική που το κουβάρι της ξετυλίγεται από τον Μεσαίωνα, διαπερνάει τον Εμφύλιο Πόλεμο και φτάνει έως τις μέρες μας για να ακουμπήσει την ιστορικότητά της σε έναν τόπο λογοτεχνικής μαγείας.
Για να ντύσει αυτή την αρχαία φορεσιά της πόλης, ο Ισπανός συγγραφέας επιστρατεύει ένα πλήθος επιρροών που καθιστούν τις ιστορίες του ένα patchwork από διαθέσεις, ύφη και προθέσεις. Αίφνης, συναντάει κανείς το ευγενές γοτθικό μυθιστόρημα να συνομιλεί με τα ιστορικά αφηγήματα, το νουάρ με το θρίλερ και το bildungsroman με το πικαρέσκο. Ο Θαφόν συνενώνει με σύμπνοια αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία σε ένα όλον που καθόρισε τη γραφή του, την εμπλούτισε και της έδωσε το δικαίωμα να πλέει κάθε φορά σε διαφορετικούς παραποτάμους δίχως να χάνεται μόνο σε στιλιτιστικούς στροβίλους.
Ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν γεννήθηκε το 1964 στη Βαρκελώνη. Το 1993 κέρδισε το βραβείο Premio Edebe με το εφηβικό μυθιστόρημα El principe de la niebla (Ο πρίγκιπας της ομίχλης). Το 2001 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα για ενηλίκους, Η σκιά του ανέμου. Ήταν υποψήφιο για το βραβείο Premio de Novela Fernando Lara, και θεωρείται, μετά τον Δον Κιχώτη, το πιο πετυχημένο μυθιστόρημα στην εκδοτική ιστορία της Ισπανίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, έχουν τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία και έχουν πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Πέθανε στις 19 Ιουνίου 2020. |
Η καταχνιά στα διηγήματα βάφεται με διάφορα χρώματα και υφές. Εμφανίζεται με την παρουσία ενός πεπτωκώς αγγέλου που φλέγεται στους ουρανούς, ανθρώπων που έχουν γκρίζα υπόσταση, αρχαίων δράκων κι άλλων πλασμάτων του κάτω κόσμου, μυθικών φιγούρων που σκιαμαχούν διαρκώς, νεαρών κοριτσιών εκπάγλου καλλονής που όμως κουβαλούν ένα κρυφό μυστικό που πολλές φορές τις κάνει επικίνδυνες, αγγελοκρουσμένων δημιουργών και σκόνης, πολλής σκόνης που κατακάθεται παντού και μετατρέπει την πόλη (πραγματική ή επινοημένη) σε ένα φασματικό τοπίο που αναρριπίζει όλες τις αισθήσεις.
Από τα διηγήματα που σου μένουν είναι σαφώς «Ο πρίγκιπας του Παρνασσού» (το μεγαλύτερο όλων), στο οποίο ήρωας είναι ο Θερβάντες που ακόμη δεν έχει καταφέρει να γίνει σπουδαίος και να υποσκελίσει τον ανταγωνιστή του Λόπε ντε Βέγα. Συναντάει έπειτα από αποτυχημένες συγγραφικές προσπάθειες τον μεφιστοφελικό θεατρικό επιχειρηματία Κορέλι που τον πείθει να γράψει ένα βιβλίο αντάξιο της ικανότητάς του (σ.σ.: Ενας ποιητής στην Κόλαση) με αντάλλαγμα ακόμη και τη ζωή του ή της ζωής της εύμορφης Φραντσέσκα. Το εν λόγω διήγημα θαυμάζεται και για την τεχνική του εγκιβωτισμού που χρησιμοποιεί ο Θαφόν.
Αυτό το ύστατο χαίρε του Θαφόν είναι μια ακόμη υπόμνηση για το πόσο ιδιαίτερος συγγραφέας υπήρξε.
Παρόμοιας αξίας είναι και το διήγημα «Ο Γκαουντί στο Μανχάταν» όπου ένας μαθητευόμενος αρχιτέκτονας γίνεται ο διερμηνέας του ξακουστού δασκάλου στο ταξίδι του στις ΗΠΑ όπου έχει αναλάβει να φτιάξει ένα βαβελικό αρχιτεκτόνημα για χάρη ενός μεγιστάνα και με τα χρήματα που θα λάβει θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη Σαγράδα Φαμίλια.
Στο «Άντρες στα γκρίζα» θαυμάζει κανείς τη νουάρ ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας για να περιγράψει τις περιπέτειες ενός πληρωμένου δολοφόνου, ενώ στα διηγήματα όπως «Η Μπλάνκα και το αντίο» και «Δίχως όνομα» εστιάζει κανείς στη διαδικασία ωρίμανσης και μαθητείας των ηρώων που από την παιδικότητα πέφτουν με πάταγο στον κόσμο των μεγάλων. Φυσικά, το γοτθικό-εξωλογικό στοιχείο δεν λείπει, πώς θα μπορούσε άλλωστε, και εμφανίζεται σε πλήρη άνθιση στα διηγήματα «Πύρινο ρόδο» και «Χριστουγεννιάτικος θρύλος».
Αυτό το ύστατο χαίρε του Θαφόν είναι μια ακόμη υπόμνηση για το πόσο ιδιαίτερος συγγραφέας υπήρξε. Μπορεί, ενδεχομένως, σε κάποιους να φαίνονται αρκετά περιπλεγμένες οι εξτραβαγκάντζες του, εντούτοις ουδείς μπορεί να του αρνηθεί ότι δημιούργησε εξαρχής έναν δικό του κόσμο, τον οποίο διάνθισε με ό,τι καλύτερο διέθετε το δαιμόνιο ταλέντο του.
H Μαρία Παλαιολόγου μεταφράζει πρώτη φορά βιβλίο του Θαφόν, εντούτοις επειδή είναι έμπειρη στην ισπανόφωνη λογοτεχνία (βλ. την επανέκδοση των μέγιστων βιβλίων του Μαρκές από τις εκδόσεις Ψυχογιός, τα βιβλία του Προν από τις εκδόσεις Ίκαρος ή τον Καταλανό Τζουάν Μαρσέ από τις εκδόσεις Πατάκη), κατάφερε εύκολα να κατανοήσει το ύφος του συγγραφέα και να τον αποδώσει επακριβώς. Άλλωστε, η ατμόσφαιρα και το στυλ είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Θαφόν. Αν τα αποστερήσεις μεταφραστικά από τον αναγνώστη, τότε του έχεις στερήσει όλη τη μαγεία.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας λαβωμένος βαθυπόρφυρος ήλιος ποντιζόταν στη γραμμή του ορίζοντα όταν ο κύριος Αντόνι ντε Σεμπέρε, τον οποίο όλοι αποκαλούσαν βιβλιοπλάτη, ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του τείχους που σφράγιζε την πόλη και διέκρινε την πομπή να φτάνει από μακριά. Διήνυαν το σωτήριο έτος 1616 και μια ομίχλη που μύριζε μπαρούτι φιδοσερνόταν πάνω στις στέγες μιας Βαρκελώνης από πέτρα και σκόνη. Ο βιβλιοπλάστης έστρεψε το βλέμμα του προς την πόλη και η ματιά του χάθηκε στο ανταύγασμα πύργων, μεγάρων και στενοσόκακων, παλλόμενων στο μίασμα ενός αέναου σύθαμπου, το οποίο πυρσοί και άμαξες που περνούσαν γδέρνοντας τα τείχη ίσα που κατάφερναν να διαρρήξουν».