
Για το βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη «Η τέχνη του μυθιστορήματος» (εκδ. Επίκεντρο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Το μυθιστόρημα, τούτος ο λέων της μυθοπλασίας, κυρίαρχος επί όλων των άλλων μορφών αφήγησης, όσο κι αν θεωρείται από πολλούς ως ακλόνητος βράχος από την απαρχή της εμφάνισής του, στην ουσία έχει μετακινηθεί αρκετά. Αν θέσουμε ως αρχή των πάντων τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, ένα πικαρέσκο που έβαλε τις βάσεις για όσα θα επακολουθήσουν στην επικράτεια του μυθιστορήματος, τότε το τέρμα δεν το ξέρουμε διότι δεν υφίσταται. Ευτυχώς! Όλος ο ενδιάμεσος χώρος, όμως, μέσα στον οποίο κινήθηκε ανά τους αιώνες, έχει καταγραφεί και, ναι, μπορούμε να τον εξετάσουμε με σαφήνεια.
Αυτό κάνει με εύγλωττο και ευσύνοπτο τρόπο ο Μάκης Καραγιάννης στο βιβλίο του Η τέχνη του μυθιστορήματος. Μυθιστοριογράφος και ο ίδιος, γνωρίζει εκ πείρας τι μπορεί και τι δεν μπορεί να είναι ένα μυθιστόρημα στις μέρες μας. Σε τούτο το βιβλίο, πάντως, πέραν της εμπειρικής οπτικής, αναδεικνύει και τη δοκιμιακή πλευρά της σκευής του. Ο υπότιτλος του βιβλίου «δαμάζοντας τα κείμενα», μπορεί να διαβαστεί και ως «δαμάζοντας τα κύματα που μας έχει στείλει το μυθιστόρημα από την εκκίνησή του έως σήμερα». Και δεν είναι λίγα.
Δεν είναι εγχειρίδιο
Ευθύς εξαρχής ο συγγραφέας διευκρινίζει πως το βιβλίο του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο για μαθήματα δημιουργικής γραφής. Διαβάζοντάς το κάποιος δεν θα μάθει αυτομάτως πώς να γράψει το επόμενο «σπουδαίο» μυθιστόρημα. Τέτοιου είδους ικανότητα δεν διαθέτει κανένας δοκιμιογράφος. Κυρίως πρόκειται για συγκεντρωμένα κείμενα που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς στο περιοδικό Παρέμβαση κι επειδή όλα ανασκοπούσαν το ίδιο και το αυτό θέμα (βλ. την εξέλιξη του μυθιστορήματος), έκρινε σκόπιμο (ορθώς) να τα ενώσει όλα σε μορφή βιβλίου.
Αυτό που μας λέει ο Καραγιάννης είναι ότι το μυθιστόρημα, εκ της φύσεώς του, οφείλει να εφευρίσκει συνεχώς τον εαυτό του, αναζητώντας νέους δρόμους για να κατανοήσει την ανθρώπινη περίπτωση και να την αποτυπώσει, κάθε φορά, με πιστότερο τρόπο. Προφανώς, μυθιστόρημα δεν είναι ένα κείμενο που αγγίζει τις 50.000 λέξεις (όπως διατεινόταν ο Ε.Μ. Φόρστερ), αλλά εκείνο το κείμενο μακράς πνοής που αρχίζει να ασχολείται με την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Αλλά, μήπως, δεν είναι και το μοναδικό είδους πεζού λόγου που σκοπεί να φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο, μέσα στην ήδη υπάρχοντα;
Οι ενδιάμεσοι «σταθμοί»
Ο Καραγιάννης υποσημειώνει όλες τις ενδιάμεσες «στάσεις» του μυθιστορήματος: από το ιπποτικό και το ρομαντικό περάσαμε σε μια φάση άκρως σημαντική που ορίζει την ενηλικίωση του μυθιστορήματος: τον ρεαλισμό. Εν συνέχεια έρχεται ο μοντερνισμός να αναζητήσει περιοχές της ανθρώπινης φύσης λιγότερο εμφανείς (άρα εσωτερικές), για να υποσκελιστεί στη συνέχεια από τον μεταμοντερνισμό ο οποίος αποδόμησε τα πάντα (τον δημιουργό και τους κανόνες) ψάχνοντας με πειραματικό τρόπο ακόμη και το ίδιο το έργο ως μέρος της πλοκής.
Στις μέρες μας, σημειώνει ο συγγραφέας, έχει επικρατήσει μια γκρίζα ζώνη όπου όλα συνδέονται με όλα, με αποτέλεσμα να βλέπει κανείς να εκδίδονται μυθιστορήματα-υβρίδια που περιέχουν άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο όλους τους προηγούμενους σταθμούς του μυθιστορήματος.
Προ και μετά Φλωμπέρ
Σε επίπεδο δημιουργών, πάλι ορθώς, ο Καραγιάννης σημειώνει πως η μεγάλη τομή στο μυθιστόρημα γίνεται με τον Φλωμπέρ και την Μαντάμ Μποβαρύ. Πέραν της ζωτικής ανάγκης του να ορίσει τα πράγματα με τις σωστές λέξεις, μια σχεδόν εμμονική επιταγή, που όμως τον τοποθετεί πολύ ψηλά στη χορεία των συγγραφέων που έδωσαν βάρος στη γλώσσα, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Φλωμπέρ είναι ότι γίνεται αντικειμενικός κριτής των ηρώων του. Στέκεται έξω από το κείμενο, δεν είναι ο κλασικός παντογνώστης σαν τον Τολστόι ή τον Ντίκενς. Αρχίζει, λοιπόν, να εμφανίζεται το εγώ του ήρωα ζητώντας να αναπνεύσει και να ορίσει τη μοίρα του.
Σημαντική είναι, φυσικά, και η παρουσία του Προυστ που έδωσε άλλη διάσταση στο χρόνο διαστέλλοντάς τον και σκορπίζοντας την πλοκή σε ποικίλους ήρωες. Ο Καραγιάννης ομνύει και στους δημιουργούς του μοντερνισμού όπως ο Τζόυς, η Γουλφ, ο Φώκνερ. Συγγραφείς που πήγαν πέραν του ρεαλιστικού πλαισίου και εισχώρησαν στη ψυχοσύνθεση του ατόμου, ακόμη και στο ασυνείδητό τους.
Πόσοι συγγραφείς, αλήθεια, παρελαύνουν από το βιβλίο; Όσοι πραγματικά ενδυνάμωσαν το μυθιστόρημα, ο καθένας με τον τρόπο του.
Πόσοι συγγραφείς, αλήθεια, παρελαύνουν από το βιβλίο; Όσοι πραγματικά ενδυνάμωσαν το μυθιστόρημα, ο καθένας με τον τρόπο του. Οι στυλίστες όπως ο Τζέιμς και ο Καλβίνο, οι καινοτόμοι όπως ο Κάφκα και ο Κορτάσαρ, οι θιασώτες του χθαμαλού όπως ο Τσέχωφ, ο Κάρβερ και ο Τομπάιας Γουλφ, ο πατέρας όλων των σύγχρονων, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, οι σπουδαίοι των καιρών μας Λιόσα, Καμύ, Κούντερα, Μπολάνιο, ΜακΚάρθυ, ΝτεΛίλο, Πίντσον, οι μεγάλοι Ρώσοι Τολστόι και Ντοστογιέφσκι και κάμποσοι άλλοι. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να καταδείξει ποιους προτιμάει και ποιους όχι, για όλους όμως έχει να πει ότι με τον τρόπο τους και με τη διάρκεια ζωής του έργου τους, έχουν δώσει ώθηση στο μυθιστόρημα να αναζητήσει νέες προοπτικές και όρια
Ο επαγγελματίας συγγραφέας, ο κριτικός και ο αναγνώστης
Στο βιβλίο τίθενται ακόμη θέματα τεχνικής φύσεως: από τη σημασία των παρομοιώσεων έως το ποιος μας λέει την ιστορία (η σημασία του αφηγητή) και από την εξέλιξη του χαρακτήρα έως το τι είναι πλοκή. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην έννοια του επαγγελματία συγγραφέα, ειδικά στη χώρα μας, και γιατί ένας πεζογράφος συνεχίζει να γράφει, ενώ ενδέχεται να μην βλέπει φως στο βάθος του τούνελ.
Ειδικό κεφάλαιο υπάρχει και για τον πολύπαθο χώρο της κριτικής
Ειδικό κεφάλαιο υπάρχει και για τον πολύπαθο χώρο της κριτικής, όπου στις μέρες μας έχει πάψει προ πολλού (ιδιαιτέρως με τη δυναμική που έχουν αποκτήσει τα ηλεκτρονικά μέσα) να αποτελείται από μια κλειστή κάστα «ειδικών». Ο «εκδημοκρατισμός» της, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι την έχει κάνει καλύτερη. Μάλλον, περισσότερο αμφίβολη έως και αδιάφορη κάποιες φορές.
Σημαντικό μέρος στην αλυσίδα του μυθιστορήματος είναι, φυσικά, και ο αναγνώστης. Ο ιδανικός, άραγε; Ο Καραγιάννης γράφει για όλες τις μορφές του αναγνώστη. Από τον πλέον έμπειρο, έως τον καχύποπτο. Τέλος, παραθέτει πενήντα μικρά, ενδιαφέροντα, καυστικά και στην πλειονότητά τους σωστά θεωρήματα και ένα αξίωμα για το μυθιστόρημα, ενώ ολοκληρώνει την περιδιάβασή του με τη θέση που έχει το ελληνικό μυθιστόρημα στον παγκόσμιο χάρτη.
Είτε είναι κάποιος συγγραφέας είτε αναγνώστης που ενδιαφέρεται για το… μετά των κειμένων, τούτο το βιβλίο είναι σε θέση να τον βοηθήσει να ταξινομήσει μέσα του τα βασικά σημεία που ορίζουν αυτό που ονομάζουμε μυθιστόρημα. Είναι, δε, με τέτοιο τρόπο γραμμένο που μπορεί να διαβαστεί και από εκείνους που δεν έχουν «ξεσκονίσει» βιβλιοθήκες. Γι’ αυτούς ειδικά, τούτο το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει ένας καλός οδοδείκτης ώστε να προσεγγίσουν τα μεγάλα και σπουδαία έργα, αφήνοντας κατά μέρος τα άλλα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος και κριτικός. Γεννήθηκε στις Γούλες Κοζάνης το 1958. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ήταν συνεκδότης του περιοδικού Παρέμβαση και συμμετείχε στη διεύθυνσή του (1988 – 1993). Έχει επιμεληθεί εκτενή αφιερώματα με συνεντεύξεις και κριτικές όπως του Ντίνου Χριστιανόπουλου (H Αυγή), Έκτορα Κακναβάτου (Παρέμβαση), Αndrew Crumey (The Books’ Journal).
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το όνειρο του Οδυσσέα (Μεταίχμιο 2011), Πόλη χωρίς θεούς (Μεταίχμιο 2016), Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται (Μεταίχμιο 2023), τη συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα (Νεφέλη 2007), τα δοκίμια Μικρό και αλαζονικό έθνος (Επίκεντρο 2018), Η αισθητική της ιθαγένειας (Παρέμβαση 2001), ενώ ασκεί κριτική από τις στήλες της εφημερίδας Αυγή, των περιοδικών Παρέμβαση, The Books’ Journal και το ιστολόγιο Τοις εντευξομένοις.