Στις θηριωδίες των Ναζί συμμετείχαν συνηθισμένοι άνθρωποι, που δεν ήταν ούτε σαδιστές, ούτε φανατικοί. Πώς εξηγείται; Μια εκτενής ανάλυση με αφορμή τα βιβλία «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» της Ηannah Arendt (εκδ. Νησίδες) & «Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ - Ληστεία, φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός» του Αly Götz (εκδ. Κέδρος).
[Στη φωτογραφία: Ο Άιχμαν κατά τη διάρκεια της δίκης του]
Του Σωτήρη Βανδώρου
Στις θηριωδίες των Ναζί συμμετείχαν συνηθισμένοι άνθρωποι, που δεν ήταν ούτε σαδιστές, ούτε φανατικοί. Πώς εξηγείται;
Πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό το κακό; Πώς μπόρεσαν τόσοι πολλοί άνθρωποι να συμμετάσχουν σε αυτό το έγκλημα διαρκείας ή έστω, μόνον, να το ανεχθούν; Όχι ότι μαζικές σφαγές και ωμότητες δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν και δεν επαναλήφθηκαν έκτοτε. Αλλά το Ολοκαύτωμα είναι μοναδικό, καθώς εφαρμόστηκε κι εκτελέστηκε επί χρόνια ένα σχέδιο εξολόθρευσης ενός ολόκλήρου λαού ως εάν να επρόκειτο για γιγαντιαίο διοικητικό και βιομηχανικό πρόγραμμα. Η βιβλιογραφία για το θέμα –κι ακόμη περισσότερο βέβαια για το Γ’ Ράιχ γενικότερα– είναι τεράστια και συνεχώς αυξανόμενη. Δύο βιβλία που μεταφράστηκαν σχετικά πρόσφατα στα ελληνικά ξεχωρίζουν.
Και τα δύο βιβλία θίγουν με πολύ διαφορετικό τρόπο το ζήτημα του κακού και της ηθικής ευθύνης
Ο Γκετς Άλι στο «Λαϊκό κράτος του Χίτλερ» ενδιαφέρεται να κατανοήσει πώς και γιατί το ναζιστικό καθεστώς ήταν τόσο δημοφιλές, διερωτώμενος μεταξύ άλλων για την απαθή στάση των περισσότερων Γερμανών στη συστηματική εξόντωση των Εβραίων. Η Χάννα Άρεντ αναλύει τη δίκη του Άιχμαν, αξιωματούχου που είχε κεντρικό ρόλο στην Τελική Λύση, την οποία παρακολούθησε ως ανταποκρίτρια του New Yorker. Και τα δύο βιβλία, χωρίς να έχουν αυτό ως κύριο θέμα τους, θίγουν με πολύ διαφορετικό τρόπο το ζήτημα του κακού και της ηθικής ευθύνης, κυρίως παθητικής για τους απλούς Γερμανούς, ενεργητικής, συγκεκριμένης και βαρύτατης για τον Άιχμαν.
Η βασική θέση του ιστορικού και δημοσιογράφου Άλι είναι ότι το χιτλερικό καθεστώς υπήρξε δημοφιλές και δεν αναπτύχθηκε αξιόλογη αντίσταση σε αυτό, κατά μείζονα λόγο επειδή οι Γερμανοί και ιδιαίτερα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα ωφελήθηκαν από τη σκοπίμως φιλολαϊκή πολιτική την οποία ασκούσε πάση θυσία η εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία, ακόμη και όταν οι πόροι που χρειάζονταν για τις πολεμικές επιχειρήσεις ήταν τεράστιοι κι έφερναν στα όρια της χρεοκοπίας τα κρατικά ταμεία. Απαραίτητη προϋπόθεση, ωστόσο, για να συμβεί αυτό ήταν η ολοκληρωτική λεηλασία των Εβραίων της Γερμανίας κι όλων των κατεχόμενων κρατών τουλάχιστον όπου υπήρχε συνεργία των εγκάθετων αρχών, συχνά δε και του τοπικού πληθυσμού, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις (περιλαμβανομένης βεβαίως και της Ελλάδας στην οποία ο συγγραφέας κάνει εκτενή αναφορά).
[Στη φωτογραφία: Εβραία εξαναγκάζεται να ξεδιαλέγει λαμπτήρες από "κατασχεθέντα" εβραϊκά νοικοκυριά τα οποία θα διανεμηθούν σε Γερμανούς].
Έτσι, η διαρκής επέκταση των πολεμικών μετώπων στην προοπτική άντλησης πόρων από τα κατακτημένα εδάφη αποτέλεσε όρο επιβίωσης για το καθεστώς, που είχε εκλάβει τη μορφή συναινετικής δικτατορίας, μολονότι δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει τελικά στην καταστροφή του.Ο συγγραφέας το διατυπώνει ωμά και καθαρά: «Το σύστημα είχε κατασκευαστεί για το γενικό γερμανικό καλό. Στο τέλος είχε κάθε άρχοντας –και αυτά δεν είναι μόνο κάποια στελέχη των Ναζί, αλλά το 95% των Γερμανών– μερίδια από τα κλεμμένα στην τσέπη, στη μορφή χρήματος ή ως εισηγμένα από τις κατακτημένες χώρες και τρόφιμα στο πιάτο, πληρωμένα με κλεμμένο χρήμα και χρυσό. Τα θύματα των βομβαρδισμών φορούσαν τα ρούχα των δολοφονημένων και ανάσαιναν στα κρεβάτια τους γεμάτοι ευγνωμοσύνη που ξέφυγαν ακόμη μια φορά, ευγνώμονες προς το κράτος και το κόμμα που τους είχε βοηθήσει τόσο γρήγορα. Το Ολοκαύτωμα παραμένει ακατανόητο όσο δεν αναλύεται ως η συνεπέστερη μαζική ληστεία μετά φόνου της σύγχρονης ιστορίας» (σελ. 353).
Ο Άιχμαν, αν και δεν είχε υψηλή θέση στη διοικητική ιεραρχία, ήταν αρμόδιος για το συντονισμό της μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου.
Νομίζω ότι η ανάλυση του Άλι υποτιμά την ιδεολογική διάσταση, καθώς από μόνο του το υλικό συμφέρον δεν είναι ικανό να εγγυηθεί επί μακρόν δεσμούς πολιτικής υποταγής και γι’ αυτό η ναζιστική προπαγάνδα επιχειρούσε να εμφανίσει τους Εβραίους ως υπανθρώπους – έτσι η εξόντωσή τους δεν θα θεωρείτο μαζική δολοφονία. Ωστόσο, το βιβλίο δεν παύει να είναι σημαντικό διότι μας δείχνει ότι συνηθισμένοι, «κανονικοί» άνθρωποι –το ότι εν προκειμένω ήταν Γερμανοί πρέπει να αποδοθεί σε ιστορικούς λόγους μόνο– είναι ικανοί για το κακό και πράγματι το πράττουν υπό συγκεκριμένες συγκυρίες. Αυτό πρέπει να τονιστεί, διότι συχνά ο Ναζισμός συνδέεται με μια «παθολογική» συμπεριφορά, ως εάν οι φορείς του, με πρώτον τον Χίτλερ, να ήταν παράφρονες σαδιστές. Κι όμως, όχι. Η περίπτωση του Άντολφ Άιχμαν έτσι όπως αναλύθηκε από τη Χάννα Άρεντ είναι ως προς τούτο παραδειγματική. Ο Άιχμαν, αν και δεν είχε υψηλή θέση στη διοικητική ιεραρχία, ήταν αρμόδιος για το συντονισμό της μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου. Όπως παραδέχτηκε σχεδόν υπερηφανευόμενος, διεκπεραίωνε αυτή την ευθύνη με επιμέλεια και ζήλο. Κι αυτό χωρίς να είναι φανατικός αντισημίτης. Επιπλέον, όπως βεβαίωσε μισή ντουζίνα ψυχολόγων που τον εξέτασε ήταν απόλυτα «φυσιολογικός». Στη δίκη του που έγινε στην Ιερουσαλήμ το 1961, αφού είχε προηγηθεί η απαγωγή του από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της χώρας από την Αργεντινή όπου είχε καταφύγει, εμφανίστηκε αμετανόητος.
Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας πως δεν έκανε κάτι διαφορετικό από το να υπακούει στο νόμο και να πράττει το καθήκον του. Το ότι ο «νόμος» και οι διαταγές που απέρρεαν από αυτόν διατυπώνονταν με ιδιότυπους γλωσσικούς κανόνες –π.χ., η θανάτωση ονομαζόταν «εκκένωση», η εκτόπιση «μετοικεσία» κ.ο.κ. του ταίριαξε απόλυτα. Η γερμανοεβραία φιλόσοφος Άρεντ (1906-1975) παρατηρεί πως ο Άιχμαν στην απολογία του χρησιμοποιούσε στερεότυπες εκφράσεις που προσιδιάζουν στο υπηρεσιακό γλωσσικό κώδικα. «Όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί, και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου» (σελ. 46).
Κατά την Άρεντ, ο Άιχμαν δεν κατάφερε ποτέ –από καθαρή απερισκεψία όχι από έλλειψη νοημοσύνης– να συνειδητοποιήσει πραγματικά τι έκανε.
Κατά την Άρεντ, ο Άιχμαν (ο οποίος καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε) δεν κατάφερε ποτέ –από καθαρή απερισκεψία όχι από έλλειψη νοημοσύνης– να συνειδητοποιήσει πραγματικά τι έκανε. Δεν κινητοποίησε την κριτική του ικανότητα και τη φαντασία του, δεν στοχάστηκε τις επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους ανθρώπους και δεν συναισθάνθηκε την οδύνη τους. Κι έτσι, κανείς δεν θα μπορούσε να εντοπίσει σ’ αυτόν κάποιο σατανικό βάθος ή κάποια δαιμονική κακία. Εξ ου και η Άρεντ έκανε λόγο για την «κοινοτοπία του κακού», κάτι που παρεξηγήθηκε σφόδρα. Βέβαια, δεν ήθελε με αυτή την έκφραση να υποβαθμίσει το μέγεθος του, παρά να δείξει ότι το κακό δεν εκδηλώνεται αναγκαστικά με φαντασμαγορικό ή περίτεχνο τρόπο. Ακριβώς αντίθετα, έκανε την εμπειρική διαπίστωση πως οι συμπεριφορές τύπου Άιχμαν μπορούν να προξενήσουν πολύ χειρότερα αποτελέσματα ακόμη κι από τη θεληματική επίτευξη του κακού ή την κινητοποίηση των καταστροφικών ορμών του ανθρώπου. «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροι δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί» (σελ. 230).
Το κακό μπορεί να πετυχαίνει νίκες ή και θριάμβους. Όμως, δεν πρόκειται ποτέ να επικρατήσει ολοκληρωτικά όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον λοχία Άντον Σμιντ –και πάντα θα υπάρχουν έστω και λιγοστοί τέτοιοι– ο οποίος εκτελέστηκε επειδή ακούγοντας την ηθική του συνείδηση αγνόησε τις διαταγές και βοήθησε Πολωνούς Εβραίους να γλιτώσουν (το παράδειγμα του αναφέρθηκε στη δίκη του Άιχμαν). Μπορεί άραγε αυτή να είναι μια κάποια παρηγοριά;
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού
Ηannah Arendt
Μτφρ. Βασίλης Τομανάς
Επίμετρο Πηνελόπη Κουφοπούλου
Εκδόσεις Νησίδες, 2009
Τιμή €18,81, σελ. 255
Ληστεία, φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός
Αly Götz Mτφρ. Νίκος Δεληβοριάς
Κέδρος 2009
Τιμή: €25,00, σελ.518
Δείτε επίσης
Mark Mazower
Αλεξάνδρεια 2009
Τιμή: €43,89, σελ. 726
Ο γνωστός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ εστιάζει στα σχέδια των Ναζιστών για την κατακυρίευση της Ευρώπης. Στη φαντασία τους είχαν συλλάβει την ιδέα μιας τεράστιας, ενιαίας αγοράς που θα εξυπηρετεί βέβαια τα γερμανικά συμφέροντα, μέχρι την κατασκευή διηπειρωτικών αυτοκινητοδρόμων που θα διέσχιζαν τις εθνοκαθαρμένες ρωσικές στέπες! Την ίδια στιγμή ωστόσο, εμφάνιζαν αντιφάσεις και οργανωτικές αδυναμίες στα τρέχοντα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα.
Ανοιχτή επιστολή στον Κλάους Άιχμαν
Μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης
Εκδόσεις Εστία, 2005
Τιμή: €9,00Σ, σελ. 156
Ο φιλόσοφος Γκύντερ Άντερς (πρώτη σύζυγός του ήταν η Άρεντ) απευθύνει δύο ανοιχτές επιστολές στον Κλάους, γιο του Άντολφ Άιχμαν, την πρώτη το 1964, στον απόηχο της δίκης κι εκτέλεσης του πατέρα του, και τη δεύτερη το 1988. Τι κάνει ένας γιος που είχε την ατυχία να έχει για πατέρα τον συγκεκριμένο; Με ποια έννοια είμαστε όλοι παιδιά του Άιχμαν;
Οι καθημερινοί γερμανοί και το ολοκαύτωμα
Ντάνιελ Τζ. Γκολντχάγκεν
Μτφρ. Τάσος Ρόκας
Επιμ. Στέφανος Ροζάνης
Τerzo Books 1998
Τιμή: €22,30, σελ. 608
Μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αλλά αμφιλεγόμενο από επιστημονική άποψη, το βιβλίο του πρώην καθηγητή του Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν συνδεθεί με έναν ακραίο κι επιθετικό αντισημιτισμό που δεν χαρακτήριζε απλώς τη ναζιστική εξουσία, αλλά τη γερμανική κοινωνία στη μεγάλη της πλειονότητα και ο οποίος μπορεί να έχει θρησκευτική καταγωγή, αλλά είχε πλέον εκκοσμικευθεί.