Για τη συλλογή διηγημάτων της Εύας Στάμου «Η επίσκεψη» (εκδ. Αρμός). « Δεν μας είναι άγνωστες, δεν πρόκειται να μας διηγηθούν κάτι που ενδεχομένως δεν έχουμε φανταστεί ή δεν έχουμε ξανακούσει. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να λέμε "γυναίκες της διπλανής πόρτας"». Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του Edgar Degas «Γυναίκα στο μπάνιο που σφουγγαρίζει το πόδι της» (1883).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αν διαβάσει κανείς τη νέα συλλογή διηγημάτων της Εύας Στάμου Η επίσκεψη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αρμός θα ακούσει τους αρμούς να τρίζουν, τις προσωπικότητες να διολισθαίνουν, την ψυχολογική τους πανοπλία να θρυμματίζεται, το άλας της ζωής τους να χάνει τη σπιρτάδα του.
«Έπεσες σε κενό ανθρώπου. Προσδέσου». Πριν καν νοηθεί η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μετανεωτερικός άνθρωπος, αυτό το αμφίβολο ον, το διάστικτο από νευρώσεις και θολές αντανακλάσεις της προσωπικότητάς του, ο ποιητής Γιάννης Κοντός είχε σημειώσει τη στέρηση, το διάκενο και την ανάγκη για επιφυλακή. Κανένα έρμα!
Οι ρίζες της πατριαρχίας, κινούμενο κουβάρι νευρώσεων
Δεν είναι ζήτημα φύλου η κατακρήμνιση του ανθρώπου, αν και δεν είναι αμελητέο –σε έναν κόσμο ολότελα τρελό και πολύβουο– να είσαι γυναίκα κι όχι άντρας. Οι ρίζες της πατριαρχίας μοιάζουν με κινούμενο κουβάρι νευρώσεων που ακινητοποιούν τα ανδρικά μυαλά, πειθαναγκάζοντάς τα ότι τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει στις σχέσεις με τις γυναίκες, οι οποίες, φευ, υφίστανται τα επίχειρα.
Ο σημερινός κόσμος εκπέμπει έναν παγωμένο ήχο, διατρέχει το σώμα του ένας σπασμός ακανόνιστου ρυθμού. Πώς περιμένουμε, λοιπόν, οι ατομικότητες που συγκροτούν αυτό το μέγα όλον να έχουν παραμείνει προσδεμένες στον πυρήνα της ύπαρξής τους; Πώς θέλουμε να παραμένουν σταθερές και να μην διολισθαίνουν προσέτι στη θλίψη ή ακόμη χειρότερα στην κατάθλιψη; Να μην αναζητούν αποκούμπι σε ό,τι τύχει, σε ό,τι προκύψει, σε μια ιδέα, σε ένα άλλο σώμα· ακόμη και στο πρώτο που θα βρεθεί μπροστά τους; Ακούγονται όλα αυτά σαν μακρύ αγχωμένο αλύχτισμα; Είναι, τω όντι είναι.
Από τις ιστορίες της Στάμου περνούν κυρίως γυναίκες που άλλοτε μας αφηγούνται την ιστορία τους σε πρώτο πρόσωπο, με μια ευθύτητα που στενάζει κι άλλοτε αναλαμβάνει κάποιος τρίτος να μας διηγηθεί με μια εξυπηρετική πυκνότητα τα δεινά τους.
Από τις ιστορίες της Στάμου περνούν κυρίως γυναίκες που άλλοτε μας αφηγούνται την ιστορία τους σε πρώτο πρόσωπο, με μια ευθύτητα που στενάζει κι άλλοτε αναλαμβάνει κάποιος τρίτος να μας διηγηθεί με μια εξυπηρετική πυκνότητα τα δεινά τους. Είναι, άραγε, κάτι ιδιαίτερο αυτές οι γυναίκες; Όχι. Θα έλεγε κανείς πως κουβαλούν το σημάδι της αναγνώρισης εξαρχής. Δεν μας είναι άγνωστες, δεν πρόκειται να μας διηγηθούν κάτι που ενδεχομένως δεν έχουμε φανταστεί ή δεν έχουμε ξανακούσει. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «γυναίκες της διπλανής πόρτας». Ένας όρος, που, είναι αλήθεια, έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις, με αποτέλεσμα να μην έχει μείνει όρθια καμία πόρτα των διπλανών μας (sic). Ωστόσο, πώς αλλιώς να ορίσεις αυτή την εσωτερική συνοχή νοήματος, πράξεων και τραυμάτων που κουβαλούν αυτές οι γυναίκες;
Τρέφονται από τη μοναξιά τους, βρίσκονται στη σκιά χειριστικών μανάδων ή κυριαρχικών ανδρών και δεν διστάζουν πολλές φορές να υπονομεύουν τη δική τους αυταξία άλλοτε αποδεχόμενες στωικά τη μοίρα τους κι άλλοτε επαναστατώντας αργά, με αποτέλεσμα να μένει αδικαίωτη η εσωτερική τους έκρηξη.
Aπουσία κέντρου βάρους στη ζωή τους
Δίχως διάθεση «ψυχαναλυτισμού», αν και θα ήταν εύκολο στη συγγραφέα καθώς είναι Δρ. Ψυχολογίας, οι γυναίκες αυτές εκθέτουν την απουσία ενός κέντρου βάρους που πολλές φορές ξεκινάει από την παιδική τους ηλικία και αφήνει τα απόνερά του στην ώριμη φάση της ζωής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες των διηγημάτων, άλλη περισσότερο κι άλλη λιγότερο, αδυνατούν να περάσουν με ομαλό τρόπο από την δυαδικότητα της παιδικής ηλικίας (μητέρα/κόρη) στην τριαδικότητα της ενήλικης ζωής.
Οι πατεράδες τους πολλές φορές εμφανίζονται ανίσχυροι, αποχρωματισμένοι, με αποτέλεσμα οι κόρες να έχουν χάσει το απαραίτητο στοιχείο του θαυμασμού προς το πρώτο αρσενικό της ζωής τους. Αυτό συνιστά αυτομάτως έναν κόμπο μέσα τους και σαφώς μια επώδυνη έξοδος στον ενήλικο κόσμο. Αν προσέξει κανείς αυτές τις γυναίκες των διηγημάτων είναι τραυματισμένα κορίτσια που κουβαλούν την έλλειψή τους και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Περισσότερο από τη σαρκική περιδίνηση, οι ηρωίδες της Στάμου επιζητούν τη στοργή. Ούτε καν την αποδοχή. Μόνο κάποιος να τις τυλίξει να μην κρυώνουν από το βάρος της ύπαρξής τους.
Το σεξ στα διηγήματα είναι σπάνια απελευθερωτικό. Συνήθως επέχει τη θέση της εξουσίας του ενός πάνω στον άλλον, είναι μια διέξοδος, ένα αποκούμπι, ένα υποκατάστατο άλλων πραγμάτων. Περισσότερο από τη σαρκική περιδίνηση, οι ηρωίδες της Στάμου επιζητούν τη στοργή. Ούτε καν την αποδοχή. Μόνο κάποιος να τις τυλίξει να μην κρυώνουν από το βάρος της ύπαρξής τους. Δεν συμβαίνει συχνά ή όταν πάει να συμβεί, τότε τα δεινά του παρελθόντος αποδεικνύονται ισχυρότερα από όσο αρχικά φαίνονταν.
Πίσω από τις λέξεις και τις ιστορίες
Τα διηγήματα του πρώτου μέρους της συλλογής: «Γλυκιές γεύσεις», «Ελλάδα-Αλβανία», «Η τέλεια γυναίκα» και «Οι κούκλες» είναι αυτά που καταφέρνουν με την ανάπτυξή τους και τα ξαφνικά πετάγματα στο τέλος να δώσουν με ολοκληρωμένο τρόπο αυτό που δείχνει να θέλει να πετύχει η συγγραφέας.
Το δεύτερο μέρος της συλλογής κινείται σε άλλες τροχιές. Ίσως αυτά τα διηγήματα να έχουν γραφτεί σε άλλο χρόνο από τα πρώτα. Είναι στιγμές από προσφυγικούς καταυλισμούς και hot spot. Σ’ αυτά το άτομο εξακολουθεί να παίζει καθοριστικό ρόλο, εντούτοις ο περίγυρος έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω του, εν μέρει το καθορίζει ή του αλλάζει τις σταθερές του. Φαίνεται να υπάρχει μια μορφή μεγαλύτερης εμπλοκής της Στάμου σε σχέση με τα πρώτα διηγήματα (ακόμη και σε εκείνα που έχουν πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Οι πληροφορίες που μεταφέρουν δείχνουν να είναι επεξεργασμένες από ένα πρωταρχικό υλικό με μεγάλο βαθμό αληθοφάνειας. Πάντως, και σ’ αυτά τα διηγήματα το αδιέξοδο διαλάμπει, δεν κρύβεται ούτε ωραιοποιείται.
Σε αυτή τη δέσμη διηγημάτων υπάρχει κι αυτό που χάρισε τον τίτλο στη συλλογή. Ένα σκληρό, αλλά και βαθύτατα ανθρώπινο κείμενο με πρωταγωνίστρια μια νεαρή κοπέλα που έχει παραιτηθεί από τα πάντα με αποτέλεσμα να είναι κάτι σαν ζωντανή-νεκρή.
Έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή που επιδιώκει να ψάξει πίσω από τις λέξεις και τις ιστορίες. Που το ζητούμενο είναι σ’ αυτά που δεν λέγονται ή δεν γίνονται από τους πρωταγωνιστές παρά σε όσα εκστομίζουν ή πράττουν. Υπάρχει, σίγουρα, ενότητα ύφους και λόγου στα διηγήματα. Η Στάμου επιλέγει έναν στρωτό ρεαλισμό με λιτή γλώσσα και επιλεγμένες εξάρσεις. Το οικοδόμημα στηρίζεται κυρίως στην ανατροπή του τέλους κάθε ιστορίας. Όταν αυτή επιτυγχάνεται τότε, όντως, το κείμενο δείχνει να εξακτινώνεται προς διάφορες κατευθύνσεις και προσφέρει πολλαπλές ερμηνείες. Όσο για τον άνθρωπο, αυτός παραμένει πάντα στο κενό. Πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται. Το λες και ζωή αλλιώς.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πέρασαν μέρες πριν ξανανοίξω οποιαδήποτε συζήτηση. Φοβόμουν να μάθω την αλήθεια. Στη φαντασία μου έπλαθα διάφορα σενάρια για τους λόγους που μπορείς αυτός ο γλυκός, ευγενικός άντρας να είχε περάσει τόσο διάστημα στη φυλακή: μια πιθανότητα ήταν να είχε μπει μέσα για χρέη, μια άλλη να τον είχαν παρασύρει ή εξαπατήσει να βάλει την υπογραφή του εκεί που δεν έπρεπε, ή ίσως να είχε πάρει μέρος σε κάποια κομπίνα όταν ήταν πολύ νέος – πολλοί μπλέκουν με νεανικές συμμορίες και πριν το καταλάβουν βρίσκονται να φυλάνε τσίλιες για να μην εγκαταλείψουν τα φιλαράκια τους ή για να μην τους κατηγορήσουν για δειλία. Να είχε χτυπήσει άνθρωπο σε κάποια συμπλοκή μου φαινόταν μάλλον απίθανο για έναν τόσο ήρεμο τύπο και όσο το στριφογύριζα στο μυαλό μου, τόσο πειθόμουν πως είχε πέσει θύμα κάποιας πλεκτάνης επιτήδειων και είχε τιμωρηθεί άδικα».