
Για το μυθιστόρημα του Θανάση Δ. Σταμούλη «Ab Ovo» (εκδ. Ποταμός).
Του Παναγιώτη Κεχαγιά
Αν κάποιος έπρεπε να παρομοιάσει το Ab Ovo, το δεύτερο βιβλίο του Θανάση Σταμούλη, με ένα φανταστικό ζώο, τότε αυτό θα ήταν ένα αρμαντίλλο από μπετόν χαμένο μέσα στους δρόμους των δυτικών συνοικιών της Αθήνας. Με το οποίο θέλω να πω ότι είναι ένα παράξενο, σχεδόν θωρακισμένο έργο που κάτω από το αρραγές κέλυφός του κρύβει ένα ευάλωτο πλάσμα.
Το «Ab Ovo», του οποίου η κυριολεκτική σημασία είναι «από το αυγό» και η μεταφορική «από την αρχή», είναι μια νουβέλα που εξιστορεί, ή μάλλον θα ’πρεπε να πούμε παρατηρεί, στιγμές ή συμβάντα στη ζωή τεσσάρων ανθρώπων, συμβάντα καθημερινά, κοινότοπα, ή όχι και τόσο καθημερινά, όχι και τόσο κοινότοπα.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το κέλυφος. Το Ab Ovo, του οποίου η κυριολεκτική σημασία είναι «από το αυγό» και η μεταφορική «από την αρχή», είναι μια νουβέλα που εξιστορεί, ή μάλλον θα ’πρεπε να πούμε παρατηρεί, στιγμές ή συμβάντα στη ζωή τεσσάρων ανθρώπων, συμβάντα καθημερινά, κοινότοπα, ή όχι και τόσο καθημερινά, όχι και τόσο κοινότοπα – άλλωστε η αυτοκτονία είναι κάτι που συμβαίνει μόνο μία φορά στη ζωή ενός ανθρώπου. Δύο νοσοκόμες, η μία χωρίς όνομα, η άλλη Μαρία. Ένας γιατρός, ο Τάκης, και ο Παύλος, μηχανικός αυτοκινήτων.
Η νουβέλα ανοίγει όπως κάθε τζαζ κομμάτι που σέβεται τον εαυτό του: με το θέμα που καθορίζει ό,τι έπεται. «Το σκουλήκι στην καρδιά έχει το μέγεθος μια βλεφαρίδας. Δεν μπορείς να το δεις. Είναι σαν μεταφερόμενος ιός και τρυπώνει στο σώμα με κάθε εισπνοή μας. Μόλις φτάσει στην καρδιά, μεγαλώνει. Γίνεται πρησμένη αρτηρία. Και για να χορτάσει, τρώει τον μυ […]. Και καθώς κλείνεις τα μάτια, το ακούς να μασουλά την καρδιά σου. Το σκουλήκι ανήκει στον μεγαλύτερο φόβο».
Μετά τα πράγματα πάνε κάπως έτσι: ένα ζευγάρι κάθεται στο μπαλκόνι. Ένα φως ανάβει στην απέναντι πολυκατοικία που αντί να το κάνει, ως είθισται, διαφανές, το μετατρέπει σε μια από τις ελάσσονες εκδοχές ενός καθρέφτη. Μέσα στο παράθυρο κατοικεί ένα άλλο ζευγάρι, με το παιδί τους. Η γυναίκα απέναντι κόβει με το μαχαίρι τα υλικά για το μαγείρεμα. Το μικρό παιδί που την παρακολουθεί φοβάται ότι θα το μαχαιρώσει. Ταυτόχρονα την αγαπά, όπως αγαπά κάθε παιδί σε αυτή την ηλικία τη μαμά του. Μια περίληψη του βιβλίου θα αποδεικνυόταν δύσκολο εγχείρημα. Αυτά που εξιστορούνται είναι μεν τραγικά, ή τουλάχιστον ανθρώπινα –αν αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται– αλλά είναι πράγματα που έχουν συμβεί αμέτρητες φορές στον πραγματικό κόσμο, και συνεχίζουν να συμβαίνουν. Η Μαρία είναι ερωτευμένη με τον μαθηματικό που της έκανε ιδιαίτερα όταν ακόμη πήγαινε σχολείο, αλλά μένει με τον Παύλο που δεν μπορεί να σταματήσει να πίνει. Η γυναίκα που μένει από πάνω, η Μπερδεμένη Γιώτα, είναι πόρνη και μάλλον βρίσκεται σε κάποιο αδιέξοδο της ζωής της. Ο Τάκης δεν θέλει να είναι γιατρός. Το νοσοκομείο αποκτά τις διαστάσεις ενός νου, δηλαδή του μοναδικού μέρους στο οποίο μπορούμε να χαθούμε αμετάκλητα. Όμως όλα αυτά είναι πράγματα που συμβαίνουν κάθε μέρα, και η αλήθεια είναι ότι στο Ab Ovo τα γεγονότα είναι δευτερεύοντα.
Ήδη από τη »Σκιά στο δέντρο», το πρώτο του βιβλίο, ο Σταμούλης, με όχημα μια μάλλον συμβατική, γραμμική ιστορία που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια της Κατοχής, κατασκεύασε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, το οποίο, αν σε εκείνο το βιβλίο υπηρετούσε την πλοκή, στο «Ab Ovo» από υπηρέτης γίνεται αδιαμφισβήτητος άρχοντας.
Ήδη από τη Σκιά στο δέντρο, το πρώτο του βιβλίο, ο Σταμούλης, με όχημα μια μάλλον συμβατική, γραμμική ιστορία που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια της Κατοχής, κατασκεύασε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, το οποίο, αν σε εκείνο το βιβλίο υπηρετούσε την πλοκή, στο Ab Ovo από υπηρέτης γίνεται αδιαμφισβήτητος άρχοντας. Τα συμβάντα της ζωής των τεσσάρων ηρώων υποτάσσονται πλήρως στον αδίστακτο πειραματισμό του συγγραφέα. Ο Σταμούλης ανήκει σε εκείνο το αλλόφρονο τάγμα των λογοτεχνών που σκοπό έχουν να βρουν νέους τρόπους διάταξης των λέξεων πάνω σε μια σελίδα. Παίρνει σαν αφετηρία τη Χέρτα Μύλλερ και τον Μίλοραντ Πάβιτς για να κατασκευάσει μια εντελώς προσωπική γλώσσα με μια εντελώς σπάνια πυκνότητα.
Δύο στοιχεία αποτελούν τον πυρήνα της νουβέλας: το πρώτο είναι η ελπίδα ως η άλλη πλευρά του νομίσματος του υπαρξιακού φόβου και το δεύτερο είναι η οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα συγγραφικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Σταμούλης για να πετύχει τους σκοπούς του δεν είναι ορατά με γυμνό μάτι. Μιλώντας για την οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας κατασκευάζει ένα κουτί της Πανδώρας και μετά το ανοίγει. Από μέσα δεν ξεχύνονται αρχαιοελληνικές συμφορές (δηλαδή: πολύ κακές συμφορές) αλλά ένα γκρίζο περιβάλλον που εύκολα θα τοποθετούσε κανείς στην Αθήνα της κρίσης. Πολλές φορές ξεχνάμε, ενώ ο Σταμούλης όχι, ότι αυτό που άστοχα ονομάσαμε «κρίση», ίσως για την εξευμενίσουμε, για πολλούς από τους συνανθρώπους μας δεν είναι ούτε κάτι καινούργιο ούτε κάτι παροδικό. Ξεκίνησε πολύ πριν το 2010, ή μάλλον δεν ξεκίνησε καν, αλλά την κληρονόμησαν μαζί με άλλες συμφορές όταν γεννήθηκαν. Μια άλλη, ίσως πιο εύστοχη λέξη θα ήταν η «φτώχεια», κάτι που όλοι γνωρίζουν ότι είναι ένας από τους κύριους προθάλαμους του συγκεκριμένου φόβου που ο Σταμούλης αναψηλαφεί στο Ab Ovo. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν περιγράφει αυτή τη συνθήκη με μια γκρίζα κλινική ματιά ή με μια σκληρή ματιά ή με μια κυνική ματιά ή με μια συμπονετική ματιά. Δεν κοιτάει δηλαδή το ναυάγιο από ένα ασφαλές σημείο, αλλά από το ίδιο το κατάστρωμα. Θέτει, εκτός από τους χαρακτήρες και την ίδια την αφηγηματική φωνή κάτω από το νυστέρι του φόβου. Η συγγραφική απόσταση εκμηδενίζεται. Ο αφηγητής γυμνώνεται, βγάζει τα ρούχα του βασιλιά και αποκαλύπτει το ευάλωτο σώμα που κρύβεται κάτω από την τσιμεντένια πανοπλία.
Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Kaboom με αφορμή αυτή τη νουβέλα, ο Σταμούλης είπε τα εξής: «Δεν ξέρω αν αυτό μπορώ να το ορίσω ως ωμή ποιητικότητα στο ύφος ή κάπως αλλιώς. Πάντως μπορώ να πω ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό, όσο αντιφατικός και αν φαίνεται, που αποσκοπεί στο να δημιουργήσω κάτι που δεν θα βλάψει εμένα τον ίδιο». Εμένα από την άλλη μου φαίνεται ότι κάνει ακριβώς το αντίθετο, ότι αποκαλύπτει την τρωτότητά του, ότι ανοίγει τις πύλες, με σκοπό, κάπως, να προσεγγίσει την ελπίδα – αυτό το τόσο μαλακό νόμισμα που ευδοκιμεί στον πολιτικό λόγο, στα τραπεζικά προϊόντα ή στην αγορά ακινήτων, αλλά που στη λογοτεχνία σπάνια τη βρίσκει κανείς στην ανόθευτη μορφή της.
![]() |
O Θανάσης Δ. Σταμούλης |
Ένας ακόμη από τους τρόπους που χρησιμοποιεί ο Σταμούλης για να υπογραμμίσει το πόσο ευάλωτοι και εύθραυστοι είμαστε είναι η σωματική διάσταση της γραφής του. Για παράδειγμα, οι γειτονιές της πόλης παρομοιάζονται με παλάμες, τα κτίρια είναι τα δάχτυλά της. Αμέσως μετά η παλάμη μεταφέρεται στο μάγουλο της νοσοκόμας που κοιμάται καθισμένη στο γραφείο της. Επίσης, σε όλο το βιβλίο επαναλαμβάνονται διαρκώς οι λέξεις μάτια, στόμα, χέρια, μασχάλες, αγκώνες, καρδιά, σαν την απαρίθμηση των διαφόρων τμημάτων στην κάτοψη ενός νοσοκομείου.
Αν όλοι είμαστε ένα, μοιάζει να λέει ο Σταμούλης, τότε συνεπάγεται ότι κάποια στιγμή θα το αντιληφθούμε και θα σταματήσουμε να διεξάγουμε αυτόν τον διαρκή πόλεμο που έχουμε κηρύξει στον εαυτό μας.
Χρησιμοποιώντας τέτοια μέσα ο Σταμούλης βάζει στο στόχαστρο τη συνεκτικότητα του κόσμου (δηλαδή τη συνεκτικότητα της εμπειρίας μας, τη μοναδικότητα του εαυτού μας, την ατομική μας συνείδηση). Για παράδειγμα, ένα μαχαίρι ποτέ δεν καρφώνεται στο κρέας ή στον μυ, αλλά στον τένοντα, δηλαδή στον συνδετικό ιστό. Η δυστυχία κολλάει στα δόντια, που είναι τα μοναδικά εμφανή μας κόκαλα – το υλικό της σκαλωσιάς πάνω στην οποία στηρίζεται το σώμα. Μετά, ο Σταμούλης πάει ένα βήμα πιο πέρα. Σπάει τον εαυτό σε κομμάτια, σε εξαρτήματα, και μετά τον επανενώνει σε νέα σύνολα των οποίων οι συνδέσεις δεν υπακούν σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε εαυτό. Η διάλυση αυτή του επιτρέπει να επινοήσει νέες σχέσεις, νέες λειτουργίες. Δημιουργούνται έτσι καινούργια υποκείμενα, που αποτελούνται από κομμάτια διαφορετικών ανθρώπων. Ο κόσμος δεν είναι ένα τακτικό σύνολο από διακριτά στοιχεία –από μονάδες, αντικείμενα, ανθρώπους– αλλά μεμονωμένα χαρακτηριστικά, τμήματα και λειτουργίες που συγκροτούν μια χαοτική μονάδα που ζει υπό το μόνιμο καθεστώς του υπαρξιακού φόβου – τουλάχιστον όμως όλη μαζί υποφέρει, όλη μαζί χαίρεται. Κι ακριβώς εδώ έγκειται η κατάκτηση, η ομορφιά αυτής της νουβέλας: η ανθρώπινη εμπειρία γίνεται ένα ομοιογενές και ομοιόμορφο αντικείμενο, μία σφαίρα από μπετόν. Αν όλοι είμαστε ένα, μοιάζει να λέει ο Σταμούλης, τότε συνεπάγεται ότι κάποια στιγμή θα το αντιληφθούμε και θα σταματήσουμε να διεξάγουμε αυτόν τον διαρκή πόλεμο που έχουμε κηρύξει στον εαυτό μας.
Οι άλλοι δεν είναι η κόλαση, αλλά μια καθημερινή, ήσυχη σωτηρία.
Καθώς η νουβέλα ξετυλίγεται στα μικρά δωμάτια και τους νοσοκομειακούς διαδρόμους, στις στενωπούς των ζωών που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την άνεση του άπλετου χώρου (δηλαδή τις περισσότερες ζωές), ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Ab Ovo δεν είναι αυτός που πίστευε αρχικά. Δεν φαίνεται δηλαδή να κατοικεί σε ένα και μοναδικό κεφάλι, δεν είναι όπως όλοι μας ο κάτοχος ενός και μόνου βλέμματος αλλά, σχεδόν σαν τυπογραφικό λάθος, περνάει από τον ένα χαρακτήρα στον επόμενο. Και αυτό συμβαίνει χωρίς καμία προειδοποίηση ή εξήγηση. Τι προσπαθεί να μας πει ο Σταμούλης, ειδικά αφού ληφθεί υπόψη η εναρκτήρια παράγραφος; Το Ab Ovo δεν εξερευνά μόνο τις διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, όπως κάνουν άλλα βιβλία. Τέτοια βιβλία, επιτρέπουν στον αναγνώστη να μπει στο μυαλό ενός χαρακτήρα και να ζήσει για λίγο, μέσω της γλώσσας, σαν κάποιος άλλος, κάτι που είναι ένα ευγενές λειτούργημα της λογοτεχνίας, μόνο που εδώ ο Σταμούλης έχει στοχεύσει λίγο πιο ψηλά. Σέρνοντας τον αναγνώστη από χαρακτήρα σε χαρακτήρα –ή μάλλον, από άνθρωπο σε άνθρωπο– γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στην ανθρώπινη εμπειρία θέλοντας να δείξει ότι ακόμη και σε έναν κόσμο του οποίου η καρδιά χτυπά στο ρυθμό του φόβου, αυτό που θα μας σώσει, ή τουλάχιστον αυτό που θα αποδώσει τις τιμές που αναλογούν στις μικρές ζωές, στις ζωές δηλαδή που ζούμε οι περισσότεροι, είναι μόνο, μόνο και πάντα, οι άλλοι. Οι άλλοι δεν είναι η κόλαση, αλλά μια καθημερινή, ήσυχη σωτηρία. Μια αναγνώριση της ανθρώπινης εμπειρίας μας. Οι άλλοι δεν είναι καν οι άλλοι, λέει ο Σταμούλης στο Ab Ovo, γιατί είναι μόνο, μόνο και πάντα, εμείς.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΕΧΑΓΙΑΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ab Ovo
Θανάσης Δ. Σταμούλης
Ποταμός 2017
Σελ. 106, τιμή εκδότη €9,00