Για το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου «Τζίντιλι» (εκδ. Τo Ροδακιό). Κεντρική εικόνα: Οικογενειακή φωτογραφία κατοίκων του χωριού Καστανόφυτο.
Της Χρύσας Φάντη
«Γιατί έστω ότι υπάρχει ένα χρέος στον άνθρωπο αυτό είναι να πει μια συνταρακτική ιστορία κι από ηθικό χρέος θα σας πω», καταθέτει ο Γιώργος Χειμωνάς στο βιβλίο του Ο γιατρός Ινεότης, και ο Χριστόπουλος παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα στην προμετωπίδα του «Τζίντιλι», δεν λέει μία αλλά πολύ περισσότερες, και με διάφορους τρόπους. Είναι οι ιστορίες του Γρηγόρη, της Ξάκως, του Βασίλη, της Σόμαινας, του Λεωνίδα και της Ουρανίας, του Γιάννου και της Μάγδας, της Ανδριανής, του εγγονού Γρηγόρη και της Τζασμίνα, του Κωσταντή και της Χάνα, της Μίρκα και του θείου Κωνσταντή, του Πανίκα, του δάσκαλου Ιάκωβου Σιούλα και του παπά Μελέτη – είναι η οικογένεια του Τσεπέλη κι εκείνη του Τσακιρίδη, με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών τους μέσ’ απ’ το βλέμμα ενός αφανούς μάρτυρα και «επισκέπτη από την άλλη όχθη», που συνεχίζει να τις ανακαλεί πεθαμένος, ενώ παράλληλα, ζώντες και κεκοιμημένοι προσθέτουν κομμάτια, δίνουν τη δική τους αναφορά, διαχωρίζουν τη θέση τους ή συνομολογούν.
Ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν «και τα σπίτια τους σκέλεθρα όπως κι οι ψυχές τους», παιδιά που άδικα πήγαν, εξαγριωμένες νεράιδες και ξωτικά που ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου και βυθίζουν τα πάντα στο πηγάδι του Κάτω Κόσμου. Ο Χριστόπουλος, στις διακόσιες τριάντα πυκνογραμμένες σελίδες του Τζίντιλι ρίχνει φως στις απώτερες επιπτώσεις του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου και ενός όχι και τόσο μακρινού εμφυλίου, εστιάζοντας στις αντιλήψεις μιας κοινωνίας που στην προσπάθειά της να τους αφήσει πίσω της και να ορθοποδήσει, ζει, εργάζεται, υποφέρει αλλά και διαπράττει εγκληματικά λάθη και ανυπολόγιστες οικολογικές καταστροφές. Οι σχετικές αναφορές είναι σχοινοτενείς και σε συνομιλία τόσο με τη σύγχρονη πραγματικότητα όσο και με προγονικούς, αρχέγονους μύθους και δοξασίες.
«Ἡ Αἰωνιότητα. Ὁ Χρόνος. Τὸ Χάος. Τούτη ἡ νύχτα. Δὲν ξέρω πόσο κράτησε οὔτε ἂν τὴν εἶχα ξαναζήσει κάποια στιγμὴ στὸ παρελθὸν ἢ ἦταν ἕνα τρέιλερ ἀπὸ τὸ μέλλον. Ἴσως δὲν ἔχει σημασία ἂν τὴν ἔζησα πραγματικὰ ἢ ἂν ἦταν στ’ ὄνειρό μου ποὺ ἔϐλεπα τάχα κοιμισμένος τὸ ὄνειρο αὐτῆς ἐδῶ τῆς νύχτας, ἐκεῖ ποὺ πάλευα νὰ τελειώσω τὴν ἱστορία ποὺ χρόνια βασάνιζε τὴν ψυχή μου. Ἄνθρωπος χλωμὸς καὶ λιπόσαρκος μὲ ἐπισκέφτηκε ὅταν ὁ ὕπνος μὲ τύλιξε καὶ ἀέρας δυνατὸς ἄνοιξε αἴφνης τὸ παράθυρο».
Ο Χριστόπουλος, στις διακόσιες τριάντα πυκνογραμμένες σελίδες του Τζίντιλι ρίχνει φως στις απώτερες επιπτώσεις του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου και ενός όχι και τόσο μακρινού εμφυλίου, εστιάζοντας στις αντιλήψεις μιας κοινωνίας που στην προσπάθειά της να τους αφήσει πίσω της και να ορθοποδήσει, ζει, εργάζεται, υποφέρει αλλά και διαπράττει εγκληματικά λάθη και ανυπολόγιστες οικολογικές καταστροφές.
Στον άτιτλο πρόλογο και στα κεφάλαια [ΕΝΑ] και [ΔΥΟ], η ατμόσφαιρα και τα διαλογικά στοιχεία προετοιμάζουν τον αναγνώστη γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, ενώ και στους δυο επιλόγους που παρεμβάλλονται του τελευταίου αριθμημένου, τόσο η φωνή του αυτόπτη μάρτυρα όσο κι εκείνη του ακροατή και αποδέκτη της εξιστόρησης είναι πικρές, προγραμματικές και εξαγγελτικές ενός παρόντος και ενός μέλλοντος που, ενώ μοιάζει να κινείται στο «εδώ», ταυτόχρονα επεκτείνεται έξω από κάθε χωροχρονική σύμβαση.
«Ὁ Χρόνος πρὶν
Ὅταν δὲν ὑπῆρχε κόσμος
Μονάχα Θεοὶ
Καὶ πανύψηλα δέντρα ποὺ στήριζαν τὸν οὐρανὸ
Καὶ μουσικὴ ποὺ ἔπαιζε ὁ ἄνεμος
καθὼς περνοῦσε ἀπὸ τὶς μικρὲς τρύπες
ποὺ ράμφιζε στὸν κορμὸ ὁ δρυοκολάπτης».
Τα πρόσωπα πολλά, το ίδιο και οι φωνές που μας δεξιώνονται. Η αποτύπωσή τους, η ψυχογραφία τους και κυρίως η παρουσίαση των πολλαπλών και εσώτερων βιωμάτων τους, αποκαλυπτική. Στα είκοσι ένα αριθμημένα κεφάλαια που ακολουθούν, ο λόγος συναρπάζει και ταυτόχρονα απαιτεί αναγνωστική προσήλωση και εγρήγορση. Το ίδιο και οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που παρεμβάλλονται στα υπόλοιπα δεκατρία κεφάλαια που ποικιλοτρόπως τιτλοφορούνται, αρχής γενομένης από το «Για τη Μίρκα» (με την αφήγηση του δάσκαλου προς τον παπά) και το «Καραντενίζ τη λέγαμε» (με την αφήγηση του Λεωνίδα), ενώ το ίδιο πρισματικά φωτίζονται και τα εξιστορούμενα μέσα από τις εξομολογήσεις της Σόμαινας, του Βασίλη, του Γρηγόρη, της Ουρανίας… ενισχύοντας ή ανατρέποντας δεδομένα, με την παρουσίαση κάποιου νέου και κρίσιμου συμβάντος, ή κάποιου έτερου που έχει επαναληπτικά ειπωθεί, τώρα όμως παίρνει άλλη σημασία και νόημα. Παράλληλα, οι Τζίντες, οι νεράιδες του ανέμου, με τη δική τους φωνή και τις φωνές των σκοτωμένων παιδιών δίνουν ευρύτερη διάσταση τόσο στις παραμυθητικές όσο και στις ρεαλιστικές προεκτάσεις τους.
Συνδετικός κρίκος όλων τα Σόθιψα, μια μικρή ορεινή κοινότητα στο Σινιάτσικο της Εορδαίας, καταφύγιο για πρόσφυγες (στην πλειοψηφία τους Πόντιοι και Μικρασιάτες) και χωριό γενέθλιο για κάποιους άλλους (κτηνοτρόφοι, Βλάχοι στην πλειοψηφία), τόπος στα όρια φανταστικού και πραγματικού όπως και κάθε τόπος που κανείς πια δεν κατοικεί και δεν υπάρχει πλέον στον χάρτη (εξού και η ονομασία Σόθιψα, που συνειρμικά παραπέμπει στη λέξη «σώψυχα» αλλά και στην Άψινθο).
Η γραφή είναι λυρική, ο ρυθμός αβίαστος και με καλά δουλεμένες τις μεταβάσεις από το φαινομενικά προφανές στο ασύλληπτο και από το αδιανόητο στο ξεκαθάρισμα ενός γεγονότος, το οποίο, ωστόσο, σε κάποιο άλλο σημείο θα καταστεί και πάλι αμφίβολο και λιγότερο βέβαιο από τον μύθο του.
Τα Σόθιψα στο μυθιστόρημα του Χριστόπουλου, θύμα της ανθρώπινης απληστίας, δεν είναι μόνο το μέρος όπου έζησαν ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή τους τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αλλά και ο «Τόπος με τα Μεγάλα Μάτια», σημείο συνάντησης όλων εκείνων που μπορούν ακόμη να αφουγκραστούν τον άνεμο και τα βογγητά του, και, λειαίνοντας πάθη δικά τους και των προγόνων τους, να βάλουν τέρμα σε ένα δράμα και μια καταστροφή που, ενώ μοιάζει εγχώρια έχει (όπως και το φαινόμενο της πεταλούδας) επιπτώσεις παγκόσμιες και προεκτάσεις πέρα από συγκεκριμένους χωρόχρονους. Ολόκληρο το μυθιστόρημα, άλλωστε, μοιάζει να είναι αυτό το συμβολικό πέρα από τον χρόνο ρήγμα, «πειρατικό» που ταξιδεύει στο πέλαγος όπως και μια κινούμενη χερσόνησος-κιβωτός.
Στο Τζίντιλι ο Χριστόπουλος αποδεικνύεται μάστορας στη διαχείριση ενός πολυσχιδούς και πολυπλόκαμου αφηγηματικού υλικού, όπου το αναμενόμενο στην πορεία ανατρέπεται, και το αυτονόητο, καθώς προχωρεί η εξιστόρηση, παύει να είναι τέτοιο. Ο χρόνος είναι συνειρμικός, με αιφνίδια πετάγματα από το πλήθος των πρωταγωνιστών και τις προσωπικές ιστορίες τους στη σπειροειδή τροχιά της Ιστορίας και την κυκλική της φύσης και των φαινομένων. Οι ρεαλιστικές αναφορές και οι περιγραφές της πραγματικότητας κινούνται δυναμικά και σε εγγενή και τελέσφορη σύνδεση με τις άχρονες προεκτάσεις και τις συχνά προφητικές τους παραβολές. Η γραφή είναι λυρική, ο ρυθμός αβίαστος και με καλά δουλεμένες τις μεταβάσεις από το φαινομενικά προφανές στο ασύλληπτο και από το αδιανόητο στο ξεκαθάρισμα ενός γεγονότος, το οποίο, ωστόσο, σε κάποιο άλλο σημείο θα καταστεί και πάλι αμφίβολο και λιγότερο βέβαιο από τον μύθο του.
Οι σύγχρονες αναφορές βαίνουν παράλληλα με τα ποντιακά σπαράγματα, και τα δημώδη τραγούδια των κατοίκων δένουν ικανοποιητικά, σχηματίζοντας έναν ενδιαφέροντα διάλογο με τη μοντέρνα δομή του μυθιστορήματος.
Η επιτυχία αυτής της πρωτότυπης σύλληψης, πολύ κοντά στο πνεύμα του Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρόλφο, αλλά και με γερά πατήματα στο εδώ και το τώρα, φαίνεται, μεταξύ άλλων, και στην αισθητική της γλώσσας που την εμπεριέχει, με τη σύμπτυξη στοιχείων μοντερνιστικών και παραδοσιακών, τεχνική που συναντάμε και στα προηγούμενα έργα του συγγραφέα, εδώ όμως σε μεγαλύτερη αρμονία και συνέπεια με την πλοκή, το ύφος και το περιεχόμενο της γραφής. Οι σύγχρονες αναφορές βαίνουν παράλληλα με τα ποντιακά σπαράγματα, και τα δημώδη τραγούδια των κατοίκων δένουν ικανοποιητικά, σχηματίζοντας έναν ενδιαφέροντα διάλογο με τη μοντέρνα δομή του μυθιστορήματος. Το πεζόμορφο ποιητικό απόσπασμα του Γιώργου Χειμωνά εκφράζει με ακρίβεια την αντίληψη και το συγγραφικό ήθος του συγγραφέα∙ το ίδιο και τα ακόλουθα διακειμενικά περάσματα στον Στρατή Τσίρκα και τους οικουμενικούς Ντοστογιέφσκι και Φερνάντο Πεσσόα, τους ποιητές Χρήστο Μπράβο, Αργύρη Χιόνη, Μάρκο Μέσκο, Νίκο Γκάτσο, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργη Παυλόπουλο, Μίμη Σουλιώτη και τους εν ζωή Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Γιώργο Χρονά, Κώστα Καναβούρη, Πάνο Κυπαρίσση και Δημήτρη Δασκαλόπουλο, με τον αείμνηστο Τάκη Σινόπουλο να γράφει αντ’ αυτού τον επίλογο: «Στὸ μυαλό μου διαρκῶς φυσάει / Φυσάει πίσω ἀπ’ τὰ κλειστὰ παράθυρα / Ὅπως πάντα στὴν Ἱστορία φυσάει διαϐολεμένος ἀέρας».
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Τζίντιλι
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ 2020
Σελ. 240, τιμή εκδότη €15,90
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ανοίγει τα μάτια και διαβάζει τα μάτια της κόρης της, στήνει αυτί και ακούει τις μακρόσυρτες σιωπές της, ψάχνει να βρει τι κρύβει βαθιά στην εφηβική ψυχούλα της που μέσα στης επαρχίας τον κορσέ στρίμωξε και μαράζωσε, και τις φωνές, αχ τις φωνές που της λένε να πέσει να πέσει να πέσει απ' το μπαλκόνι, να σταματήσει, επειγόντως να σταματήσει, γιατί πολύ τη στρίμωξε την ψυχούλα της στης επαρχίας τον κορσέ και άλλο δεν αντέχει, πού να πάρει, άλλο δεν τη σήκωνε την επαρχία ούτε κι αυτή εκείνην».