Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδ. Ιωλκός), το μυθιστόρημα του Ηλία Μπιστολά «Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα» (εκδ. Τόπος) και τη συλλογή διηγημάτων της Χριστίνας Ιωάννου «Ταξίδι στο φούρνο» (εκδ. Ιωλκός).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς είναι γενικότερα μορφωμένοι με ανώτατες σπουδές και ξένες γλώσσες, συχνά με μεταπτυχιακά και καλή γνώση των άλλων χωρών, στις οποίες παρέμειναν για λίγο, έζησαν ή ζουν μόνιμα. Αυτό το δεδομένο δεν είναι φυσικά εχέγγυο λογοτεχνικής ποιότητας, αλλά καταδεικνύει ότι αυτοί έχουν ένα ευρύτερο μορφωτικό και κοινωνικό ορίζοντα, πάνω στον οποίο δοκιμάζουν να διερευνήσουν τα όρια της γραφής τους, μια γραφή που ξεκινά –θεωρητικά τουλάχιστον– πιο ώριμη και μεστή.
Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει η Μαρία Καλιόρη, με πτυχία Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στην Ιταλία και το Βέλγιο. Τα διηγήματά της Οι καλοί πεζοπόροι (εκδ. Ιωλκός) που περιέχονται σε έναν μικρό καλαίσθητο τόμο, κινούνται σε τροχιά γύρω από έναν κεντρικό χαρακτήρα, τον οποίο ορθώνουν μπροστά μας με νοσταλγία και δέος.
Από το «Ψωρόδεντρο», όπου ένας πάμφτωχος υπάλληλος του νεκροταφείου κλαίει όταν αποφασίζει να νοικιάσει το οικόπεδο του καμένου σπιτιού του, ενώ μέχρι τότε δεν του είχε δώσει σημασία, μέχρι τα «Κενά» στα οποία μια σειρά επιστολών αφήνουν ακόμα κενά στην ιστορία της μητέρας με άνοια και της βοηθού της που μένει τελικά ανύπαντρη ή το «Απάτητο χιόνι», όπου προβάλλονται οι αναμνήσεις από τη θεία Ρενέ εξ Αλεξάνδρειας, η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να φιλιώσει με τη μάνα του πρωταγωνιστή.
Σε πολλά από τα διηγήματα κυριαρχεί η αίσθηση της νοσταλγίας για έναν χαμένο τόπο, πραγματικό ή συμβολικό, και μαζί η ιδέα του εκπατρισμού από διαφορετικές εθνότητες και ανθρώπους. Η πατρίδα που χάθηκε ή που μένει στον μακρινό ορίζοντα αφορά ανθρώπους που ζουν μακριά της, όπως τον Τουρκοκύπριο ο οποίος αναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί από το χωριό του στον Πόντο στην Κύπρο, όπου μένει στο σπίτι ενός Ελληνοκύπριου, ο οποίος εκδιώχθηκε μετά την επιδρομή του Αττίλα («Μεχμέτ ο Αληθινός») ή τη Σβέτα, προφανώς μετανάστρια στην Ελλάδα, η οποία νιώθει ξεκρέμαστη τώρα που πέθανε ο παπούς που φρόντιζε ως τώρα («Θα την πάρει μαζί του»).
Αλλά ο εκπατρισμός συνήθως δεν είναι τοπικός αλλά από μια κατάσταση σε μια εξορία, με τον συμβολικό τρόπο της αποξένωσης και με τη νοσταλγία που δεν γλυκαίνει την πληγή. Η παιδική ηλικία, το πατρικό σπίτι που ποτέ δεν θεωρήθηκε κομμάτι της ζωής μας, η μποέμ ιδιαιτερότητα που κρύβει τραύματα, το οικόπεδο που σαν τη γάτα του Σρέτιγκερ ενδέχεται και δεν ενδέχεται να κρύβει λίρες κ.λπ., όλα μιλάνε για μια ελπίδα γυρισμού, συχνά μάταιη, για ένα κλάμα για ό,τι χάθηκε αναγκαστικά, νομοτελειακά, αναπόφευκτα. Είναι ο θάνατος πίσω απ’ όλα αυτά, ο οποίος δεν ευνοεί κανενός είδους γυρισμό, ή η δεινή μοίρα όσων έχασαν πατρίδες, παιδικότητα και αναμνήσεις;
Σε πολλά από τα διηγήματα κυριαρχεί η αίσθηση της νοσταλγίας για έναν χαμένο τόπο, πραγματικό ή συμβολικό, και μαζί η ιδέα του εκπατρισμού από διαφορετικές εθνότητες και ανθρώπους.
Η Μαρία Καλιόρη γράφει αναμενόμενα, χωρίς αφηγηματικά άλματα και πιρουέτες. Θα μπορούσε κανείς να πει παλιομοδίτικα. Αλλά αυτό θα ήταν μια κατάφωρη αδικία καθώς ο ρεαλισμός της κρύβει μέσα του εκρηκτικές δυνάμεις που βραδυφλεγώς ή κρουσιφλεγώς εκρήγνυνται, κρύβει μια ωριμότητα στον χειρισμό των μέσων της, που συγκινεί και διά της ταύτισης με τον ψυχισμό των ηρώων της προκαλεί την ίδια νοσταλγία και μερικές φορές σφίξιμο στο στομάχι.
Ο επόμενος πρωτοεμφανιζόμενος, ο Ηλίας Μπιστολάς έρχεται με ένα εξίσου ώριμο μυθιστόρημα, το Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα (εκδ. Τόπος). Εκεί τίθεται το ερώτημα αν ένα «ασήμαντο» γεγονός στα μάτια των μικρών παιδιών μπορεί να έρθει σαν μοίρα και να στοιχειώσει τη ζωή τους. Η ψυχολογία και η ψυχανάλυση θα πουν ναι, η λογοτεχνία έρχεται να συνηγορήσει με τον δικό της τρόπο.
Ο πατέρας Θοδωρής Κλαδάς συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω –από τα τέσσερα μικρά σχετικά παιδιά του– με το όπλο στο χέρι, στα πόδια του το πτώμα του νεαρού υπαλλήλου του, ονόματι Αχιλλέας, και δίπλα του τη μητέρα παγωμένη από τον τρόμο. Το γεγονός είναι ανεξήγητο, αφού δεν υπάρχει ορατός λόγος να σκοτώσει, και το πληρώνει με φυλακή αλλά και με σιωπηρή διαγραφή του από την οικογένειά του… Ώσπου πεθαίνει. Αυτή η δολοφονία όμως διαπερνά σαν κατάρα τα δύο κορίτσια και τα δύο αγόρια του. Ο μεγάλος ο Άρης φεύγει στο εξωτερικό και ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του, ο Πέτρος οδηγεί σε αγώνες ράλι παράτολμα, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο σύντροφος της αδελφής του Στέφανος, που κάθεται συνοδηγός σε μια από τις ριψοκίνδυνες αναβάσεις τους, η Αγγελική, που έχασε τον Στέφανο, φεύγει σε περιπετειώδεις επιστημονικές εξορμήσεις σε έναν πύρινο κρατήρα, ενώ η τελευταία, η Δήμητρα, χάνει τον άντρα της και μένει με τον γιο της Μάρκο.
Τίποτα δεν συνδέει στενά την αρχική δολοφονία με τις πορείες των παιδιών. Μόνο η γλώσσα του σαραντάχρονου Ηλία Μπιστολά κυματίζει ανάμεσα στην αφήγηση, σαφής στις ημιφωτισμένες της αποκαλύψεις, και στην ψυχολογία των ηρώων, η οποία διαπερνά λοξά αυτό το ημίφως της αφήγησης, ώστε να υπονοηθούν σαθρά σανίδια, κλονισμένες συνειδήσεις, φέρελκη τραύματα. Ο συγγραφέας έχει χωνέψει πολύ καλά το μεταίχμιο μεταξύ ψυχολογίας και λογοτεχνίας, υποδαυλίζει έτσι τη φωτιά που καίει από κάτω και τονίζει τον κύκλο του θανάτου που σπάρθηκε από το πρώτο δυστυχές περιστατικό.
Ο πρωταρχικός φόνος που στο τέλος εξηγείται, η ψυχική φθορά των τεσσάρων απογόνων του δολοφόνου που δεν μπορούν να ησυχάσουν, οι πολλοί θάνατοι όσων τους πλησιάζουν, οι παρένθετες ιστορίες που συνοδεύουν την κύρια αφήγηση δημιουργούν ένα τεράστιο εφιαλτικό δίχτυ. Μια μεγάλη αράχνη, την οποία η ανθρωπότητα ονόμασε μοίρα κι η σύγχρονη σκέψη θα μπορούσε να την αποκαλέσει «κινούν τραύμα», πηγαινοέρχεται και πιάνει στις δαγκάνες της τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος και τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία, όπως αυτή που γράφει ο Ηλίας Μπιστολάς, κολυμπάει στα ψυχαναλυτικά άδυτα και ομνύει στον ιντετερμινισμό της μοίρας που δεν επιτρέπει στο άτομο να ξεφύγει από το παρελθόν του, το οποίο τελικά έχει εγγραφεί βαθιά στο είναι του.
Η λογοτεχνία, όπως αυτή που γράφει ο Ηλίας Μπιστολάς, κολυμπάει στα ψυχαναλυτικά άδυτα και ομνύει στον ιντετερμινισμό της μοίρας που δεν επιτρέπει στο άτομο να ξεφύγει από το παρελθόν του, το οποίο τελικά έχει εγγραφεί βαθιά στο είναι του.
Η λογική υποχωρεί κι αναδύεται ένα άδηλο πλέγμα ενοχών και κληρονομημένων δεσμών, μέσα στα οποία σαν σε κινούμενη άμμο πέφτουν άκοντες τέκνα και σύντροφοι. Η αρχαιοελληνική μοίρα πάνω από το κεφάλι βασιλικών οίκων, αλλά και ο μύθος των Γιορούμπα για τα κακοποιά πνεύματα που παίζουν σαν μαριονέτες τα μέλη μιας οικογένειας, προκαλούν ναυάγια, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί πάντα να χαράξει την πορεία του ερήμην των υπόγειων, σαν τις επικοινωνούσες ρίζες των δέντρων, μηνυμάτων.
Η τρίτη πρωτοεμφανιζόμενη της «παρέας», που έφτιαξα, έρχεται δυναμικά, τόσο δυναμικά που αποπνέει μεγάλη αισιοδοξία για όσα θα διαβάσει κανείς, όσο κι αν αυτή η αισιοδοξία δεν διαρκεί σε όλη την έκταση της συλλογής Ταξίδι στο φούρνο (εκδ. Ιωλκός). Η καταφυγή στο παράδοξο, το οποίο διακριτικά υπηρετεί η διηγηματογράφος, μπορεί να ανεβάσει τις μετοχές του εκάστοτε κειμένου στον Θεό, αλλά εξίσου εύκολα χάνεται η ισορροπία και ο δείκτης του χρηματιστηρίου μπορεί να πέσει απότομα.
Μερικά κείμενα της Χριστίνας Ιωάννου ενέχουν το παιχνίδι ως κινητήριο μοχλό, όπως η «Λαμψοένωση» όπου το ενδιαφέρον για τον έναν είναι η μη ενδιαφέρουσα περίπτωση του άλλου, όπως στον έρωτα όπου τα ετερώνυμα έλκονται. Το παιχνίδι παίρνει ενίοτε χαρακτηριστικά διακειμενικού παρακλαδιού στηριγμένου σε ένα παλιότερο, γνωστό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως η επιστολή μιας γυναίκας στον αφηγητή του «Ανάμιση ντενεκέ» του Γιάννη Μακριδάκη αποσκοπεί στο να αποκαλύψει ότι για χάρη της σκότωσε ο... Πετίκας. Το παιχνίδι παίρνει συχνά διαστάσεις μεταφυσικής παραδοξότητας, όπου το φανταστικό υποβάλλει υπαρξιακές αγωνίες και ερωτήματα. Ένα τέτοιο κείμενο είναι η «Φιλίτσα», το οποίο διαδραματίζεται στην Ικαρία, το νησί των αργών χρόνων, της μακροβιότητας και της αέναης επιστροφής: εκεί μια παρέα τέσσαρων νέων βιώνει τον κύκλο των γεγονότων σαν να συμβαίνουν ξανά και ξανά σε ένα χωροχρονικό μαγγανοπήγαδο. Τέλος, το αλλόκοτο, μέσα στην αληθοφάνεια της ζωής, λειτουργεί σαν σπινθήρας συγκίνησης. Στον «Κύριο Μελέτη» π.χ. η συγγραφέας-πόρνη συνηθίζει τα Σάββατα να μιλά με τον μανάβη της λαϊκής, ώσπου αυτός, αγράμματος αλλά με σεβασμό στα γράμματα, σκοτώνεται σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι από τη βιβλιοθήκη που τον πλακώνει.
Ο λόγος της Χριστίνας Ιωάννου, ο ρυθμός μερικών σελίδων της, το πινγκ-πονγκ ανάμεσα στα τερέν κάθε κειμένου (το ρεαλιστικό και το φανταστικό), η ανάταση σε ένα επίπεδο υπαρξιακής αναταραχής δίνουν ώθηση στον αναγνώστη να αναπηδήσει ευφρόσυνα.
Τέσσερα ενδεικτικά διηγήματα, τέσσερις πορείες από το αληθοφανές στο παράδοξο μέσω του παιχνιδιού, της διακειμενικότητας, του αλλόκοτου, του φανταστικού. Και ξαναλέω ότι ο λόγος της Χριστίνας Ιωάννου, ο ρυθμός μερικών σελίδων της, το πινγκ-πονγκ ανάμεσα στα τερέν κάθε κειμένου (το ρεαλιστικό και το φανταστικό), η ανάταση σε ένα επίπεδο υπαρξιακής αναταραχής δίνουν ώθηση στον αναγνώστη να αναπηδήσει ευφρόσυνα. Αλλά αυτή η περιδίνηση σε άλλα κείμενα, όπως λ.χ. στο «Ένα κριθαράκι και τρία Τζ», ξεχειλωμένη στην υπερβολή της και αδυνατίζοντας το χιούμορ σε εύκολη φάρσα, υποδεικνύει ότι η τριαντατριάχρονη συγγραφέας (γεννημένη το 1989, με καλές σπουδές Ψυχολογίας) χρειάζεται να ελέγξει περισσότερο τις πτητικές της απόπειρες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).